Νίκος Μαραντζίδης: Για την ψυχή μας ρε γαμώτο!
Διαβάζεται σε 5'Ο Νίκος Μαραντζίδης γράφει στο NEWS 24/7 για την Αριστερά και την υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου, στο πλευρό της οποίας τάσσεται την Κυριακή.
- 23 Σεπτεμβρίου 2023 07:09
Πρέπει να ήταν Δεκέμβρης του 1981 όταν έγινα μέλος της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Στα δεκαπέντε-δεκάξι μου. Δεν ήταν δα κατόρθωμα αλλά εμένα μου άλλαξε τη ζωή. Κατέβαινα σε διαδηλώσεις, μοίραζα προκηρύξεις έξω από την πόρτα του σχολείου πριν αρχίσουν τα μαθήματα, άρχισα να διαβάζω την Αυγή.
Πήρα βαθιά ανάσα και το ανακοίνωσα στο σπίτι στο μεσημεριανό φαγητό. Ο πατέρας μου στο άκουσμα της δήλωσης μου αντέδρασε στωικά. Να θυμάσαι πάντως, είπε, τα κόμματα είναι κρεατομηχανές. Το ζήτημα είναι ποιος κρατάει το χερούλι της μηχανής, του επέστρεψα κατάμουτρα τη μεταφορά με την εφηβική μου ελαφρότητα. Πάντως όχι εσύ, μου απάντησε, προφητικά.
Δεν έμαθα ποτέ αν εκείνη η αυθάδεια μου ήταν η αιτία που για χρόνια όταν επέστρεφε στο σπίτι ήθελε να με βασανίζει ρωτώντας τη μάνα «που είναι το ενάμιση της εκατό;», ένας εμφανής υπαινιγμός στα ποσοστά του κόμματος μου, του ΚΚΕ Εσωτερικού. Μικρή σημασία είχε. Η Αριστερά είχε πια αλλάξει τις συνήθειες μου. Απέκτησα έξεις που δεν φανταζόμουν, πολλές από αυτές ανθυγιεινές. Έκανα κοπάνες για συνεδριάσεις, ξενύχτια για αφισοκόλληση, έτρωγα χαστούκια γιατί διάβαζα το Θούριο την ώρα του μαθήματος. Με τα χρόνια μαζεύτηκαν αμέτρητες ώρες γεμάτες καπνίλα και συντροφική τοξικότητα. Κι έμαθα πως ο σύντροφος είναι συχνά συνώνυμο του ξένου, καμιά φορά πιο ξένος απ’ τον ξένο, πιο εχθρός από τον εχθρό.
Η ζωή μου όμως γέμισε βιβλία, συγκινήσεις, έννοιες και ονόματα που χωρίς την Αριστερά θα αγνοούσα. Γέμισε από ανθρώπους και ανεκτίμητες συζητήσεις. Γέμισε από ιστορίες και Ιστορία. Άλλες όμορφες πολλές άσχημες. Η Αριστερά είναι η βιωμένη αντίφαση της ζωής μου.
Το λεξιλόγιο μου πλούτηνε. Έγινε πλήρες από ακατάληπτες σε πολλούς λέξεις: ολομέλεια, καθοδηγητής, ακτίφ, συνδιάσκεψη. Απέκτησα αστείες δεξιότητες, όπως για παράδειγμα να φτιάχνω κόλλα χρησιμοποιώντας το σωστό μίγμα για να πιάνει καλά η αφίσα ή να ασβεστώνω τοίχους για να γράφονται από πάνω τα συνθήματα -οι καθηγητές μου με δούλευαν κανονικά, πως χάρη σε μένα το σχολείο δεν κινδύνευε από αρρώστιες από τον τόσο ασβέστη που είχαμε χρησιμοποιήσει.
Υπήρχε πάντως μια βαριά σκιά. Αυτή που έπεφτε πάνω μας από το βαρύ βιογραφικό της ηγεσίας: εκατοντάδες χρόνια φυλακής, ζωή γεμάτη και ζωή χαμένη, ζωή ταυτισμένη με το κόμμα και τα δράματά του. Αριστερά σήμαινε απόλυτη ταύτιση ακόμη και στα χρόνια της νιότης μου που τα πράγματα είχαν χαλαρώσει. Θυμάμαι κάποτε τον καθοδηγητή μου τον Λαοκράτη να με μαλώνει: «δεν παίρνεις άδεια από τα μαθήματα σου για να ασχοληθείς με το κόμμα. Παίρνεις άδεια από το κόμμα για να ασχολείσαι με τα μαθήματα σου». Ήθελα πολύ να του αντιμιλήσω, να του βγάλω τη γλώσσα. Δεν το έκανα. Μόνο στον πατέρα μου είχα μάθει, στο κόμμα άργησα να το κάνω, μου πήρε χρόνια.
Το γεμάτο σε συμμετοχή παρελθόν, η «στράτευση» που λέγαμε τότε χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολύ το μιλιταριστικό πνεύμα της λέξης, δεν καθόριζε το ποιος ήταν καλός ή καλός άνθρωπος, χρήσιμος ή άχρηστος, έξυπνος ή ηλίθιος, ήταν απλώς μια πραγματικότητα που συμβιώναμε μαζί της, ήταν μια ταυτότητα.
Στην πορεία έγινε κατανοητό πως η «στράτευση» δεν έφτανε. Ο Γρηγόρης Φαράκος το είχε συλλάβει νωρίς: «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στους αγώνες» το είχε πει. Αν κι εμείς οι Ρηγάδες το λοιδορήσαμε -στα μάτια μας φάνταζε ως η πεμπτουσία της συντηρητικής σκέψης- ο Φαράκος ήταν χρόνια μπροστά. Αντιλαμβανόταν πως η επόμενη γενιά της ηγεσίας στην Αριστερά θα κρινόταν στην ικανότητα της να συνδυάσει τις αξίες με τη γνώση. Δεν θα αρκούσαν «οι αγώνες», χρειάζονταν απαραιτήτως και τα βιογραφικά.
Τα χρόνια πέρασαν, άλλαξαν πολλά. Στη δική μου ζωή, το τείχος του Βερολίνου έπεσε βαριά στο κεφάλι μου. Αναθεώρησα πολλά, έφυγα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έκανα τη διαδρομή μου. Πήγα εκεί που με πήγαν τα διαβάσματα μου, οι δάσκαλοι μου και οι εμπειρίες που με συντρόφευσαν. Άλλοτε απέναντι της, άλλοτε δίπλα της, στο τέλος χωρίς να το καταλάβω καλά-καλά επέστρεψα. Το αποδέχτηκα πια. Η Αριστερά είναι το σπίτι μου, καλό-κακό αυτό είναι, αυτός είναι ο κόσμος μου, αυτές οι αξίες μου. Πιο ώριμος, τώρα, αναγνωρίζω τις αντιφάσεις μου.
Παράξενοι καιροί πάντως οι σημερινοί. Δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Βλέπω ανθρώπους επαρμένους, παραφουσκωμένους από ναρκισσισμό χωρίς καμιά συναισθηματική παιδεία και ταύτιση με αυτόν τον κόσμο, χωρίς καμιά προηγούμενη συμμετοχή στην Αριστερά ούτε με το παρελθόν της ούτε με το παρόν και τις αναζητήσεις της. Ανθρώπους χωρίς καμιά προηγούμενη πολιτική ταυτότητα και δράση, να θέλουν λέει να ηγηθούν. Άνθρωποι που συγχέουν τα βασικά και αγνοούν τα στοιχειώδη. Αναρωτιέμαι, πότε έγινε το θράσος προσόν και δεν το αντιλήφθηκα.
Τόσο πολύ αλλάξαν τα χρόνια; Τόσο πολύ πια θαμπώνονται οι αριστεροί από την κουλτούρα των αντιπάλων τους; Τόση μεγάλη είναι η γοητεία που τους ασκεί η μπουρζουαζία; Δεν το είχα καταλάβει ότι ονειρεύονται να γίνουν η Αριστερά του χαβιαριού.
Το σκέφτομαι και μελαγχολώ. Το δικαιούμαι. Αφελής, ηλίθιος ή απλώς ρομαντικός, στο κάτω-κάτω εγώ στην Αριστερά δεν χρωστάω ούτε καπίκι. Αυτή μάλλον μου χρωστάει και για τα παλιά και για τα νέα αλλά τα χάρισα. Από τις εκατοντάδες ώρες που σκόρπισα πιτσιρικάς ανεβοκατεβαίνοντας τα κυριακάτικα πρωινά τις πολυκατοικίες για να πουλάω τις Αυγές να μην κλείσει η εφημερίδα μέχρι τα εξοντωτικά ωράρια και τα ξενύχτια που έκανα για τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Χαλάλι!
Τα κόμματα είναι κρεατομηχανές, το ξέρω από καιρό. Και το χερούλι τους δεν το κρατάω εγώ, ούτε και ποτέ το θέλησα. Δεν το μετάνιωσα, δεν το μετανιώνω, όλα ήταν για την ψυχή μου. Και για την ψυχή μου θα πάω αύριο να ψηφίσω την Έφη.
*Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης και υπήρξε άμισθος συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές του Ιουνίου.