Ντοκουμέντο: Το σόου αυταρχισμού του Παττακού στη “Βουλή” της χούντας
Ο αυταρχισμός του δικτάτορα Στυλιανού Παττακού έτσι όπως αποτυπώνεται στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Χούντας σε μία σειρά από ιστορικά ντοκουμεντά.
- 22 Φεβρουαρίου 2020 07:18
Εν έτει 2020 δεν υπάρχει, τουλάχιστον στους περισσότερους, καμία αμφιβολία για το πόσο φαιδρή αλλά ταυτόχρονα και επικίνδυνη αποδείχθηκε για τη χώρα η Χούντα των Συνταγματαρχών (1967-1974).
Ομως, η έρευνα που έκανε το News24/7 στα αρχεία των πρακτικών της “Συμβουλευτικής Επιτροπής Καταρτίσεως Νομοθετικών Διαταγμάτων” που βρίσκονται στη βιβλιοθήκη της Βουλής αποκαλύπτει ότι σε μία και μόνο καθημερινή “κοινοβουλευτική” συζήτηση για ένα ζήτημα ρουτίνας μπορεί να χωρέσει όλη η κρίση μεγαλείου που διακατείχε τους δικτάτορες. Εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε με τον Στυλιανό Παττακό, αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο πλαίσιο της “φιλελευθεροποίησης” του καθεστώτος ο δικτάτορας Γιώργος Παπαδόπουλος ανακοίνωσε στις 10 Απριλίου του 1970 (λίγο πριν η Χούντα σβήσει το τρίτο κεράκι των θλιβερών γενεθλίων της) την ίδρυση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Υποτίθεται ότι το συγκεκριμένο όργανο θα αντικαθιστούσε τη Βουλή και θα παρήγαγε νομοθετικό έργο. Στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα “κοινοβουλευτικό” φύλλο συκής του καθεστώτος αφού τα μέλη του, έμμεσα ή άμεσα, ελέγχονταν από τη χούντα (όσα μέλη δεν διορίζονταν απευθείας από την κυβέρνηση της “επαναστάσεως, εκλέγονταν από εργατικές κι άλλες οργανώσεις που ελέγχονταν από τους συνταγματάρχες).
Η ώρα του Ταξίαρχου
Η συνεδρίαση που θα δούμε εδώ έλαβε χώρα την Τετάρτη 8 Μαρτίου του 1972 και είχε ως κύριο θέμα συζήτησης το “Νομοθετικό Διάταγμα περί ρυθμίσεως των όρων αμοιβής και εργασίας του επί σχέσει Ιδιωτικού Δικαίου του προσωπικού του Δημοσίου”.
Στη συνεδρίαση, εκτός από τα μέλη της Επιτροπής, έδωσαν το παρών και έξι υπουργοί της κυβέρνησης με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο (και Ταξίαρχο) Στυλιανό Παττακό. Η εν λόγω συνεδρίαση δεν θα είχε μνημονευθεί ποτέ αν ο Παττακός δεν έπαιρνε τοις μετρητοίς μία φράση του προέδρου του σώματος, νομικού Απόστολου Βογιατζή ο οποίος έκανε λόγο “για μη χρηστή διοίκηση” από την πλευρά του κράτους.
Είναι γεγονός ότι ο αντιπρόεδρος της “Επαναστάσεως” δεν είχε ιδέα από νομικά, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε όχι μόνο να αναπτύξει την απόλυτη άποψή του αλλά να κάνει και μία επίδειξη του συνηθισμένου για τον ίδιο αυταρχισμού του (ευτυχώς μόνο λεκτικό εδώ) προφανώς για να υπενθυμίσει στους παρευρισκομένους ότι παρά τη “φιλελευθεροποίηση” το καθεστώς παράμενε απολυταρχικό, πιστό στην αρχή του “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”.
Αφού είχε προηγηθεί μία μακρά συζήτηση για επιμέρους άρθρα του διατάγματος η οποία αφορούσε κυρίως τις μισθολογικές ανισότητες των δημοσίων υπαλλήλων της εποχής (και αυτό έχει τη σημασία του γιατί το ρουσφέτι ήταν δεύτερη φύση για τη Χούντα) ζήτησε το λόγο ο Παττακός.
Ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ουσιαστικά ήταν το αυτί και το μάτι του Παπαδόπουλου στη συνεδρίαση γι’ αυτό και θέλησε να διερευνήσει περαιτέρω τα περί “μη χρηστής διοίκησης” που έθιξε στην ομιλία του Βογιατζή.
Αντί όμως να ενεργήσει ενωτικά (δεδομένου ότι τα πνεύματα μεταξύ του Βογιατζή και του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας επί θεμάτων απασχολήσεως Γ. Κάρτερ είχαν οξυνθεί) ο Ταξίαρχος θέλησε να κάνει ηγετική εμφάνιση: “Κύριε Βογιατζή, πρώτον θα ήθελα να σας παρακαλέσω πάρα πολύ να ελαττώσητε τον τόνον της επιθέσεως κατά του κ. Υφυπουργού ο οποίος, νομίζω, δεν είπεν τίποτα” υπογράμμισε.
Μετά την παρατήρηση του Βογιατζή ότι δεν έκανε κάποια επίθεση, ο Παττακός επανήλθε λέγοντας ότι “το ξέρω αλλά ο τόνος της φωνής ήτο τοιούτος ώστε να φαίνεται εδώ ότι επιτίθεστε κατά του Υφυπουργού”. Κοντολογίς, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ήθελε να ορίσει κατά τα δικά του γούστα το ύφος που θα έχει η κάθε ομιλία.
Πολύ σύντομα, ο δικτάτορας μπήκε στο προκείμενο, σ’ αυτό που πραγματικά τον ενόχλησε στην ομιλία του Βογιατζή: “Θα ήθελον να σας παρακαλέσω πάρα πολύ να επεξηγήσετε τη φράσιν περί ελλείψεως χρηστής διοίκησης, αν αντελήφθην καλώς” διέταξε με τακτ.
“Απαγορεύεται”
Ακολούθησε ένας μακρύς διάλογος κατά τον οποίο ο Βογιατζής επιχείρησε να πείσει τον Παττακό ότι το σχόλιο δεν ήταν προσωπικού χαρακτήρα και ότι διαχρονικά σε όλες τις κυβερνήσεις παρουσιάζονταν τέτοιους είδους φαινόμενα. Το προφανές δηλαδή.
Ομως ο Ταξίαρχος δεν μπορούσε να κατανοήσει. Και αυτό φάνηκε περισσότερο από την εξής τοποθέτηση, όταν η συζήτηση μπήκε σε πιο “ειδικά” θέματα: “Η φιλοσοφία εκάστου νομοσχεδίου ανήκει εις το κράτος, εις την πολιτείαν τουτέστιν και ουχί εις τας απόψεις οιουδήποτε άλλου σώματος ή οργανισμού ή μέλους της πολιτείας. Πιστεύω ότι δεν έχομεν δικαίωμα ουδείς εξ οιασδήποτε θέσεως να κατηγορεί το κράτος:” Σε μερικές λέξεις πήγε περίπατο και η διάκριση των εξουσιών και η δημοκρατία εν γένει. Αλλά για ποια δημοκρατία να μιλήσουμε…
Αφού πήρε φόρα, ο Παττακός δεν σταμάτησε εκεί. Ετσι και αλλιώς όσοι τον γνώρισαν έχουν να λένε για το χειμαρρώδες του χαρακτήρα του. Κάλεσε πολλές φορές τον Βογιατζή να ηρεμήσει γιατί “είσθε εκνευρισμένος” και του υπενθύμισε για άλλη μία φορά, όχι και τόσο ευγενικά τώρα, ότι “δεν επιτρέπεται να επιτίθεσθε κατά του Υπουργού. Αυτή η περίπτωσις, όπως φέρεται από μέρους σας, είναι επίθεση προς το κράτος“. Κάθε κριτική την ερμήνευε έτσι ή κάπως έτσι. Ως επίθεση προς το κράτος (του).
Ο Βογιατζής κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει τα στενά όρια που έβαζε ο Παττακός. Αρχισε να ψελλίζει πράγματα περί “παρανόησης” αλλά παρ’ όλα αυτά, επί της ουσίας δεν έκανε πίσω σ’ αυτό που υποστήριζε για τις διαφορές στο μισθολογικό των δημοσίων υπαλλήλων. Ο δικτάτορας θέλησε να κλείσει το θέμα, ο Βογιατζής εξέφρασε τη λύπη του “εάν σας στενοχώρησα και τούτου γιατί δεν είσθε ενήμερος του θέματος” και ο Ταξίαρχος ανταπάντησε ότι “δεν δέχομεν τον όρο ότι δεν είμεθα χρηστή διοίκησις. Διότι δεν το αντελήφθημεν, δεν είδομεν τοιούτον πράγμα”.
Η μεγάλη άγνοια όμως του Παττακού στα της δημοκρατίας και πως αυτή λειτουργεί φάνηκε στην αμέσως επόμενη στιχομυθία των δύο ανδρών. Ο Βογιατζής, λες και ήθελε να παίξει με τα νεύρα του Παττακού, είπε: “Και να μου επιτρέπετε, εις το σημείον αυτό, επειδή επιμένετε, πολλάς φοράς παρατηρείται να μην εφαρμόζωνται δικαστικαί αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων.” Η απάντηση του Παττακού: “Θα είναι πιθανώς ανεφάρμοστοι!”. Τα σχόλια είναι περιττά.
Ο Παττακός προτίμησε στη συνέχεια τη σιωπή. Μεταξύ αυτών που πήραν, εν τω μεταξύ, το λόγο ήταν και ο Νίκος Μέρτζος (δημοσιογράφος, συγγραφέας, πρώην πρόεδρος της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών). Το όνομά του ακούστηκε πολύ πριν από τρία χρόνια, το 2017, όταν η αντίδραση του Συλλόγου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών απέτρεψε την παρασημοφόρησή του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο.
Σε μία από τις τοποθετήσεις του Μέρτζου (“κύριε πρόεδρε, δεν κατηγορήθη το κράτος καθ’ ολοκληρία ότι δεν ασκεί χρηστήν διοίκησιν”) ο Παττάκος θέλησε να καταστήσει σαφές προς όλους ποιον ακριβώς ρόλο είχε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Απάντησε, λοιπόν, ότι “ κύριε Μέρτζο, σας παρακαλώ πολύ, εδώ δεν θα γένη κοινοβούλιον της παλαιάς εποχής καθ’ ην υβρίσθη ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων ως δειλός ή άνανδρος. Τούτο αποκλείεται. Το κράτος καλύπτεται σήμερον υπό της Επαναστάσεως. Αποκλείεται λοιπόν να ειπήτε ότι είναι άδικον ή μη χρηστόν. Εκτός και αν έχετε συγκεκριμένην περίπτωση”. Με άλλα λόγια, δεν έχετε κανένα δικαίωμα στην κριτική.
Κάπου εκεί, η όποια διάθεση για περισσότερη “αντίσταση” εξαντλήθηκε. Και για να μην υπάρξει προφανώς καμία άλλη παρανόηση, ο εκτελών χρέη προέδρου Ι. Ξυδόπουλος έσπευσε να τονίσει ότι “όταν απέκλεισα την επίκρισιν, ενσυνειδήτως την απέκλεισα διότι ο ρόλος του σώματος είναι γνωμοδοτικός και περί τούτου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία”.
Η συζήτηση ουσιαστικά έκλεισε με μία “απολογία” του Ξυδόπουλου στον Παττακό: “Δεν είμεθα, κύριε Αντιπρόεδρε της κυβερνήσεως, διάδοχοι του προκατόχου σώματος διότι έχομεν τελείως διαφορετικό ρόλο. Συνεπώς, και αυτή η σύγκρισις δεν είναι δυνατόν να γίνει”. Και κάπου εκεί, η δημοκρατία έπεσε νεκρή στο πάτωμα του κοινοβουλίου…