Ο Ελληνοτουρκικός διάλογος και η “βαριά σκιά” του Ανδρέα Παπανδρέου
Στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργό στην κρίση του 1987, αποδίδεται η θεμελίωση της θέσης για διάλογο με την Τουρκία αποκλειστικά και μόνο για το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Πώς το πνεύμα της προσέγγισης του Ανδρέα Παπανδρέου συνεχίζει να επιδρά και σήμερα αλλά και να προκαλεί αντιδράσεις.
- 30 Αυγούστου 2020 07:05
«Συζητάμε μόνον τη υφαλοκρηπίδα». Η φράση αυτή, διατυπωμένη με τον έναν η τον άλλο τρόπο, βρίσκεται στα χείλη κάθε στελέχους -σχεδόν από οποιοδήποτε τμήμα του πολιτικού φάσματος- αναφερθεί στην προοπτική διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας. Ιδίως αυτές τις μέρες που η έναρξη μίας ακόμη σειράς διερευνητικών επαφών Αθήνας και Άγκυράς βρίσκεται προ των πυλών. Για την θέση αυτή, που λειτουργεί σχεδόν ως δόγμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας, έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά. Όμως οι περισσότερες προσεγγίσεις (είτε όσων συμφωνούν είτε όσων διαφωνούν) συγκλίνουν σε ένα πράγμα: Το πολιτικό πρόσωπο που την καθιέρωσε, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι αντιλήψεις του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και επί 11 χρόνια πρωθυπουργού της χώρας, ακόμη και σήμερα ρίχνουν βαριά την σκιά τους στις θέσεις που διατυπώνουν τα πολιτικά κόμματα και κατ’ επέκταση στις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά.
Βασικός λόγος για τον οποίο η παρακαταθήκη του Ανδρέα Παπανδρέου, μοιάζει να σφραγίζει ακόμη και σήμερα τις εξελίξεις δεν είναι οι απόψεις του αυτές καθαυτές. Κυρίως είναι το το γεγονός ότι συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες πρακτικές στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας: Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε το πρωταγωνιστικό πρόσωπο στις δύο μεγάλες κρίσεις στο Αιγαίο με αφορμή τουρκικές απόπειρες για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Είτε ως ηγέτης της αντιπολίτευσης το 1976, με την ιστορική φράση του «Βυθίσατε το Χόρα» όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό ετοιμάζονταν να «βγεί» στο Αιγαίο.
Είτε το 1987 με την κρίση του ερευνητικού πλοίου «Σισμίκ». Τοτε που η αποφασιστική στάση της κυβέρνησης Παπανδρέου οδήγησε τον πρόεδρο της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, να κάνει πίσω στην απόφαση του να πραγματοποιηθούν έρευνες εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Το προηγούμενο διάστημα θεωρήθηκε ότι οι δύο χώρες βρέθηκαν πολύ κοντά στην σύρραξη. Η κρίση του 1987 ήταν αυτή που έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου να χαίρει εκτιμήσεως για τους χειρισμούς του στα εθνικά θέματα, σε πολιτικό ακροατήριο ευρύτερο από αυτό του ΠΑΣΟΚ.
Η θέση του Α.Παπανδρέου για τον ελληνοτουρκικό διάλογο
Ακριβώς εκείνη την χρονιά, το 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου διατυπώνει με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο την προσέγγισή του σχετικά με τον ελληνοτουρκικό διάλογο και το ότι αποκλειστικό αντικείμενο μπορεί να είναι μόνον το θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της 27ης Μαρτίου του 1987, εν μέσω ελληνοτουρκικής κρίσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει: «Επειδή τονίζει διαρκώς η Τουρκία ότι επιζητεί διάλογο, θα ήθελα να τονίσω ότι το μόνον νομικό θέμα που υπάρχει είναι η υφαλοκρηπίδα. Δηλαδή η οριοθέτησή της, όχι η διανομή της. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ διανομής που γίνεται με βάση τους πολτικοστρατιωτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και της οριοθέτησης που είναι μια καθαρά νομική πράξη».
Παράλληλα ο Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει θετικός για το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ξεκαθαρίζοντας ότι οποιοδήποτε άλλο είδος διαλόγου αποτελεί εθνική ήττα. Όπως λέει «εμείς έχουμε καλέσει και επαναλαμβάνω και τώρα να προχωρήσει σε αποδοχή της πρότασης μας (σ.α την Τουρκία) να πάμε στην Χάγη. Αυτό προϋποθέτει ένα συνυποσχετικό υπογραμμένο και από τους δύο. Με αυτή την έννοια διάλογος για το συνυποσχετικό είναι λογικός και ουδέποτε είχαμε η έχουμε αντίρρηση για την πραγματοποίηση του. Πολιτικό διάλογο με την Τουρκία για άλλα θέματα δεν είναι δυνατόν να κάνουμε γιατί είναι όλα πολιτικά και αφορούν αποκλειστικά το ποια κυριαρχικά δικαιώματα η Ελλάδα θα παραχωρήσει στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος. Αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο και δεν δεχόμεθα τέτοια μηνύματα. Ούτε είναι ηττημένη η Ελλάδα, ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη η Ελλάδα»
Νωρίτερα αναφερόμενος στις τουρκικές επιδιώξεις για έρευνες ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι σαφής: «Οι δοκιμές γίνονται ή θα γίνουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αυτό αποτελεί καταστρατήγηση ή μια παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας. Δεν είναι απλό, μικρής περιορισμένης σημασίας μέτρο. Είναι το βήμα για την διχοτόμηση του Αιγαίου. Εάν κανείς δει τον χάρτη του Αιγαίου και τα σημεία που έχουν επιλεγεί, θα δεις ουσιαστικά ότι αυτό που προωθείται είναι η διχοτόμηση του Αιγαίου». Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ είχε άλλωστε συγκεκριμένη εκτίμηση για την τουρκική προσέγγιση λέγοντας πως «η Τουρκία αμφισβητεί το Διεθνές Δίκαιο όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα». Είχε αναφερθεί και στο ζήτημα της επήρειας των νησιών τονίζοντας πως «είναι βασική αρχή τόσο της σύμβασης της Γενευης όσο και της απόφασης για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών, είναι σαφές ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα είναι μάλιστα μια από τις βασικότερες αρχές αυτών των κειμένων. Τούτο αποτελεί όχι μόνο συμβατικό αλλά και εθιμικό δίκαιο».
Ιδιαίτερη σημασία και για τα σημερινά δεδομένα έχει μία επισήμανση που είχε κάνει τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Είχε πει αναφορικά με την Σύμβαση της Γενεύης πως «το γεγονός ότι η Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και η Βενεζουέλα είναι οι μόνες χώρες που δεν το υπέγραψαν δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει. Ισχύει». Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναφερθεί και στις μεσολαβήσεις του αμερικανικού παράγοντα. Σχολίασε ότι «έχει αναγραφεί, σε ορισμένη μερίδα του τύπου, ότι εμείς επιζητούμε επιδιαιτησία από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Δεν επιζητούμε επιδιαιτησία αλλά σαφώς θέτουμε και το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ενώπιον των ιστορικών των ευθυνών».
Ο ρόλος της Τουρκίας
Τρία χρόνια αργότερα από την κρίση του «Σισμίκ», το 1990 ο Ανδρέας Παπανδρέου συνεχίζει να ανησυχεί για τον ρόλο της Τουρκίας. Σε δημόσιες δηλώσεις του για το θέμα στις 12 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, αποτιμά τους στόχους της γειτονικής χώρας. Με τρόπο που μοιάζει να ταιριάζει και στην σημερινή συγκυρία.
Όπως αναφέρει ο Α.Παπανδρέου «ο ρόλος της Τουρκίας αναβαθμίζεται σε σημαντικό σημείο και σε σχέση με τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ και σε ότι αφορά τις μουσουλμανικές πλειοψηφίες ή μειονότητες σε άλλες περιοχές που δεν μας αφορούν άμεσα. Επομένως, θα πρέπει να προσπαθούμε να μειώνουμε με κάθε τρόπο τις τριβές και να διαμορφώνουμε κλίμα μείωσης τριβών και εντάσεων αλλά μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό το πρόβλημα έχει λυθεί και έχει φύγει από τη μέση. Δεν έχει φύγει από τη μέση». Σημειώνει μάλιστα «αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μειώνουμε την ένταση σε σχέση με την Τουρκία και να προσπαθούμε να αποφευχθεί η σύγκρουση, αυτό που είχα ονομάσει «Μη Πόλεμο». Γιατί, ειρήνη σημαίνει ότι δεν υπάρχει η πρόθεση, αλλά δυστυχώς η πρόθεση υπάρχει και διαφωνώ με ορισμένους σχετικά τον ρόλο της Τουρκίας σήμερα και αύριο».
Αμφισβητήσεις κι επικρίσεις
Έκτοτε για ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος η προαναφερθείσα προσέγγιση θεωρείται πάντα ορθή και επίκαιρη. Για άλλους όμως αποτιμήθηκε ως τροχοπέδη στην διαδικασία προώθησης του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η θέση της συζήτησης αποκλειστικά για την υφαλοκρηπίδα έχει ερμηνευθεί ως μια συνθήκη που οδηγεί Ελλάδα και Τουρκία σε έναν μόνιμο ανταγωνισμό και διατηρεί τις συνθήκες έντασης στο Αιγαίο και την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Παρά το ότι ο ίδιος το αρνήθηκε, επί πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη, εκτιμάται ότι σε σημαντικό βαθμό η αντίληψη του Ανδρέα Παπανδρέου αμφισβητήθηκε στην πράξη. Αυτό φέρεται ότι συνέβη το 1997 όταν στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που έγινε στην Μαδρίτη η ελληνική κυβέρνηση, υπέγραψε την περίφημη συμφωνία στην οποία γίνεται αναφορά σε «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο δίχως αυτά να κατονομάζονται. Διατύπωση πολύ πιο γενική και σαφώς όχι στο ίδιο πνεύμα της αναγνώρισης της υφαλοκρηπίδας ως μόνης διαφοράς.
Δύο χρόνια αργότερα στο Ελσίνκι, πάντα επί διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη από την Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει το περίφημο κείμενο στο οποίο γίνεται λόγος για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα». Διατύπωση με ακόμη πιο γενικό χαρακτήρα. Η τότε κυβέρνηση υπερασπίζεται τις επιλογές της υποστηρίζοντας πως πέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης την υποψηφιότητα της Τουρκίας ως προς ένταξη μέλος, προκειμένου αυτή η υποψηφιότητα να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης προς την Άγκυρα και να οδηγήσει στην αλλαγή της συμπεριφοράς της. Η συμφωνία του Ελσίνκι υπήρξε ιδιαίτερα επιδραστική. Ακόμη και σήμερα στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών αναφέρεται ως επίσημη ελληνική θέση η εξής: «Τον Μάρτιο του 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης που εγκαινιάσθηκε το 1999, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια διαδικασία εμπιστευτικών Διερευνητικών Επαφών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα». Διευκρινίζεται όμως ότι αυτές θα γίνουν «με σκοπό να διερευνηθεί εάν και κατά πόσον υπάρχει κοινό έδαφος και συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταλήξουν σε συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα. Σε περίπτωση που διαφανεί ότι δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση κοινού εδάφους εντός εύλογου χρόνου, η πάγια θέση της Ελλάδας, η οποία συνάδει απολύτως με το διεθνές δίκαιο και έχει τεθεί και ως κριτήριο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, είναι η παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), προκειμένου να μη διαιωνισθεί η διαφορά. Δεδομένου, όμως, ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, απαιτείται ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό) που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης».
Οι θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, ακόμη και το τελευταίο διάστημα, που βρίσκεται στην επικαιρότητα ο ελληνοτουρκικός διάλογος, δέχονται επικρίσεις. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές που έχει κάνει ο Χρήστος Ροζάκης, πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, και πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μάλιστα ο Χρήστος Ροζάκης είναι και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών αν και η θητεία του – σύμφωνα με διαρροές του ΥΠΕΞ – δεν πρόκειται να ανανεωθεί μετά την δήλωση του όπου χαρακτηρίσε «μαξιμαλιστική» την ελληνική θέση για τη επήρεια του Καστελόριζου. Παρόλα αυτά, φωνές στο εσωτερικό της Ν.Δ υποστηρίζουν ότι η διατήρησή του σε αυτή την θέση δίνει μεγαλύτερη πληρότητα απόψεων στο συμβουλευτικό αυτό όργανο.
Όπως ανέφερε ο Χρήστος Ροζάκης, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» στις 10 Αυγούστου σχετικά με την έναρξη διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας: «Μα τι είναι τέλος πάντων αυτές οι διερευνητικές. Μετά το Ελσίνκι, και ως αποτέλεσμα αυτού, η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε, τηρώντας τις δεσμεύσεις του Ελσίνκι, να ξεκινήσει διάλογο με την Τουρκία. Μόνο αγκάθι το γεγονός ότι δεσμευόταν από την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει τη λογική της αναγνώρισης μιας μόνο διαφοράς, αυτή της υφαλοκρηπίδας».
Το άρθρο του Χρήστου Ροζάκη θα επικαλεστεί σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, δύο ημέρες αργότερα στις 12 Αυγούστου, ο Σωτήρης Βαλντέν, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, το άρθρο του Χ.Ροζάκη «υπενθυμίζει πράγματα που οι σημερινοί θιασώτες του «ενός και μόνου ζητήματος» προτιμούν να αποκρύβουν: πως το δόγμα αυτό ήταν επινόηση του Ανδρέα Παπανδρέου». Ανάλογες εκτιμήσεις έχουν κατά καιρούς εκφραστεί και από άλλα πολιτικά στελέχη, τόσο από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του ΠΑΣΟΚ (ή μετέπειτα του ΣΥΡΙΖΑ). Παρόλα αυτά ουδέποτε έχουν αυτές οι απόψεις μετουσιωθεί σε επίσημη πολιτική θέση κάποιου πολιτικού φορέα.
Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι συνεχείς. Δεν αποκλείεται μάλιστα να διανύουμε μια περίοδο στην οποία θα υπάρξουν καθοριστικές αλλαγές αφού η σημερινή κρίση με το Oruc Reis θα οδηγήσει πιθανότατα Ελλάδα και Τουρκία στο τραπέζι του διαλόγου. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν οι διερευνητικές επαφές -που καταβάλλεται προσπάθεια με διεθνή μεσολάβηση να ξεκινήσουν- θα ακολουθήσουν την πεπατημένη του αδιεξόδου ή αν θα οδηγήσουν σε αποτέλεσμα. Μπορούμε όμως να «διακινδυνεύσουμε» την πρόβλεψη ότι σε αυτή την διαδικασία η πολιτική «κληρονομιά» του Ανδρέα Παπανδρέου στα εθνικά θέματα, θα συζητηθεί.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr