Ο Ν. Δένδιας κρατά αποστάσεις από τη ΝΔ στο θέμα των εξοπλιστικών
Η προμήθεια αεροσκαφών διχάζει τη ΝΔ. Ποια η στάση του Νίκου Δένδια που έριξε "σκιές" προβληματισμού στην αντιπολιτευτική γραμμή
- 07 Απριλίου 2015 18:04
Για την υπόθεση αναβάθμισης τον μαχητικών αεροσκαφών υποστήριξης του πολεμικού ναυτικού, κόστους 500 εκατ ευρώ, μίλησε στον Αθήνα 98.4 ο βουλευτής της ΝΔ Νίκος Δένδιας.
Ο κ. Δένδιας επιβεβαίωσε ότι ήταν μια εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και μάλιστα ως εξαιρετικής προτεραιότητας, που είχε εγκριθεί από το ΚΥΣΕΑ επί της υπουργίας του. Όπως είπε χαρακτηριστικά, “οι αρμόδιοι αυτό μου είχαν εισηγηθεί, ως επιβαλλόμενη λύση για την εθνική ασφάλεια”.
O ίδιος τόνισε ότι επί των ημερών του προκατόχου του στο υπουργείο, Δημήτρη Αβραμόπουλου, “είχε περάσει από το ΚΥΣΕΑ και αυτή ήταν και η απόφασή του ΚΥΣΕΑ”, κρατώντας έτσι διαφορετική στάση από την αντιπολιτευτική γραμμή της Νέας Δημοκρατίας για το θέμα.
«Για εμένα θα ήταν εύκολο να αρχίσουμε τις αντιπολιτευτικές κορώνες. Δεν είναι του χαρακτήρα μου και δεν πρέπει να γίνεται. Πράγματι, αυτή ήταν η εισήγηση την οποία είχε κάνει το ΓΕΝ – και μάλιστα έντονα -, θεωρώντας το θέμα εξαιρετικής προτεραιότητας. Πράγματι, αυτό επί των ημερών του προκατόχου μου, του κ. Δημήτρη Αβραμόπουλου -εάν θυμάμαι καλά-, είχε περάσει από το ΚΥΣΕΑ και αυτή ήταν και η απόφασή του ΚΥΣΕΑ» είπε χαρακτηριστικά ο κύριος Δένδιας, μιλώντας στον Αθήνα 98.4.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίσημη θέση της ΝΔ δια του αρμόδιου συντονιστή Κώστα Τασούλα ήταν ότι η κυβέρνηση επιλέγει να δώσει άμεσα χρήματα για εξοπλιστικά προγράμματα, που δεν είναι απόλυτης προτεραιότητας. Και όλα αυτά τη στιγμή που έχουν κηρύξει εσωτερική στάση πληρωμών.
Αναλυτικά η συνέντευξή του:
Σχετικά με την προμήθεια των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας:
«Για μένα θα ήταν εύκολο να αρχίσω τις αντιπολιτευτικές κορώνες. Δεν είναι του χαρακτήρα μου και δεν πρέπει να γίνεται. Πράγματι, ήταν εισήγηση που είχε κάνει το ΓΕΝ και το είχε εισηγηθεί μάλιστα έντονα, θεωρώντας το θέμα εξαιρετικής προτεραιότητος και πράγματι επί των ημερών του προκατόχου μου, του κ. Δημήτρη Αβραμόπουλου, είχε περάσει προς εξέταση από το ΚΥΣΕΑ. Αυτή ήταν η απόφαση και του ΚΥΣΕΑ.
Από εκεί και πέρα δεν είμαι “φωτεινός παντογνώστης” να γνωρίζω τι συμφέρει και τι δεν συμφέρει από τα οπλικά συστήματα. Υπάρχουν αρμόδιοι να κρίνουν».
Για την Εξεταστική Επιτροπή περί τα Μνημόνια:
«Επί της αρχής δεν συμφωνώ με το θεσμό των εξεταστικών, έτσι όπως υλοποιείται στην Ελλάδα.
Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο θέμα η πρόταση που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία και την οποία διατύπωσε χθες ο κ. Σαμαράς ήταν η ορθή. Εάν πρέπει να συζητήσουμε, πρέπει να συζητήσουμε από την αρχή αυτό το θέμα. Αυτή η αρχή είναι στο 1981.
Τα τεράστια ελλείμματα του Δημοσίου δεν δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Θα δείτε ότι όταν ο Γεώργιος Ράλλης παρέδωσε την εξουσία, η χώρα είχε έλλειμμα το οποίο υπολειπόταν του 30% και η κατάσταση έφθασε εκεί που είμαστε σήμερα.
Εάν λοιπόν, πρέπει κάπου να ψάξουμε πρέπει να πάμε εκεί, όχι για να τιμωρήσουμε τη μνήμη του Ανδρέα Παπανδρέου. Έχει αποτιμηθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν ζει πια, ο ιστορικός του μέλλοντος θα ασχοληθεί με το ρόλο του για να συνάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα και να δούμε ποια είναι η αιτία.
Αν ρωτήσετε έναν άνθρωπο στο δρόμο -ο οποίος υποφέρει διότι υποφέρει η ελληνική κοινωνία- τι φταίει για αυτήν την κατάσταση, θα απαντήσει: «Το Μνημόνιο». Αλλά δεν φταίει το Μνημόνιο.
Το Μνημόνιο δεν είναι η αιτία του κακού αλλά η συνέπεια του κακού. Η αιτία του κακού είναι ότι επί χρόνια, κυρίως ο ελληνικός δημόσιος τομέας ξόδευε χρήματα που δεν είχαμε και επίσης δεν καταφέραμε να έχουμε ένα τίμιο και δίκαιο φορολογικό σύστημα με αποτέλεσμα να καταλήξουμε, από το 2011 και μετά, όποιον κινείται και διαθέτει οτιδήποτε να τον υπερφορολογούμε για να ισοφαρίσει το κράτος όσα επί δεκαετίες δεν εισέπραττε».
Σχετικώς με τις θέσεις και τη στάση της ΝΔ από το 2009 ως τις τελευταίες εκλογές:
«Θεωρώ ότι η Ν.Δ. είναι κόμμα εξουσίας και όταν υπολείπεται έστω και του 30%, αυτό δεν το ονομάζω ήττα αλλά συντριβή.
Δεν σημαίνει όμως πως δεν υπήρξαν σημαντικά πράγματα που επιτεύχθηκαν αυτόν τον καιρό. Αναφέρομαι στην αντιμετώπιση των δίδυμων ελλειμμάτων και κυρίως του ελλείμματος του Δημοσίου, γεγονός που επιτρέπει σήμερα στην παρούσα κυβέρνηση να επιβιώνει.
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους μας απέρριψε ο ελληνικός λαός, αυτό έγινε επειδή δεν είχαμε συνεπή στάση στη διάρκεια των ετών. Είχαμε άλλη άποψη από το 2010 έως το 2012, μεταβάλλαμε -ορθώς κατά την άποψή μου- τις θέσεις μας προς το ρεαλισμό από το 2012 ως το 2014. Από τον Ιούνιο του 2014, δεν δώσαμε συνειδητά δείγματα προς την κοινωνία, με αποτέλεσμα η κοινωνία να μην μπορεί να παρακολουθήσει την πορεία μας.
Υπήρξε «μεταρρυθμιστική κόπωση», δεν συνεχίσαμε να επιμένουμε στο μήνυμά μας, νομίζω ότι εκτιμήσαμε λανθασμένα τις ευρωεκλογές διότι δεν υποστήκαμε συντριβή χάνοντας με τρεις και κάτι μονάδες. Νομίζω πως αυτό ήταν αναμενόμενο και απολύτως ανεκτό. Από κει και πέρα πάθαμε ζημιά και άνοιγε η ψαλίδα.
Όσον η κυβέρνηση έδινε σαφή εικόνα και προοπτική στην ελληνική κοινωνία, η κοινωνία έδειχνε σαν ένα πειθαρχημένο σύνολο το οποίο αντέχει τις όποιες στερήσεις εν ονόματι του να πάει ο τόπος μπροστά, για να ζήσουν τα παιδιά μας σε μια καλύτερη χώρα. Όταν ένοιωσε η ελληνική κοινωνία ότι εγκαταλείψαμε αυτόν τον στόχο ή πάψαμε να τον πιστεύουμε, τότε δεν μας υποστήριξε».
Όσον αφορά στην αντιπολιτευτική τακτική της Ν.Δ.:
«Το ουσιαστικό δεν είναι πόσες αλλαγές πορείας μπορεί να κάνει ο πρωθυπουργός ή ο ΣΥΡΙΖΑ ή πόσες ανακοινώσεις εκδίδουμε εμείς. Το ουσιαστικό είναι ότι η χώρα διέρχεται πάλι μια κρίσιμη φάση που δεν ήταν απαραίτητη διότι με την εξυγίανση στο δημοσιονομικό ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει μια πολύ καλύτερη κατάσταση την οποία καλείται να διαχειριστεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζούμε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε εντολή να βγάλει τη χώρα από το ευρώ και από την Ευρώπη. Δεν έχει τέτοια εντολή και η ελληνική κοινωνία δεν συμπορεύεται σε μια τέτοια αντίληψη. Πρέπει κανείς να διευκολύνει όσο μπορεί την παρούσα κυβέρνηση, έστω κι αν δεν είναι αυτό το εκλογικό μας όφελος, προκειμένου να κάνει τη «στροφή» και να έλθει στον ρεαλισμό.
Πρέπει να σώσουμε τη χώρα. Δεν έχει έννοια να καταγράψουμε μια νίκη εντυπώσεων ή να απαιτήσουμε από την κοινωνία, δύο μήνες μετά τις εκλογές, να αναγνωρίσει ότι έχει άδικο. Δεν θα το κάνει αυτό η κοινωνία. Ποτέ δεν έχει γίνει, σε καμία χώρα, ύστερα από οποιαδήποτε εκλογή».
Αν θα υπάρξουν ακραίες εκδοχές ρήξης:
«Δεν τολμώ να το πιστέψω. Αυτή η κυβέρνηση κάνει πράγματα που μας έχουν εκπλήξει όλους, έχει μια πορεία η οποία δεν είναι καν ενιαία. Αν καταγράψει κανείς τι λένε οι υπουργοί κινδυνεύει να υποστεί πονοκέφαλο μόνο από την αντιφατικότητα των ανακοινώσεων. Έχει ανοίξει τεράστια θέματα στη δημόσια ασφάλεια, τα οποία νομίζω πως θα βρούμε μπροστά μας.
Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω βαθύτατα πως ο πρωθυπουργός και οι βασικοί υπουργοί αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα -με την παρούσα παραγωγική βάση που δεν έχει, να το πω σωστά- μπορεί να επιβιώσει εκτός ευρώ.
Κατά συνέπεια, πιστεύω πως παρά την όλη φασαρία, ο ρεαλισμός θα έρθει, η συμφωνία θα γίνει και μετά θα έχουμε τη δυνατότητα να αντιπολιτευθούμε, να συζητήσουμε και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να πάει ο τόπος καλύτερα».
Για το Ασφαλιστικό, τις συντάξεις, τα εργασιακά:
«Η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει σε ένα βασικό πράγμα, στον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό ότι δεν θα έχουμε ελλείμματα δηλαδή. Για να το πω απλά, θα χαλάμε όσα έχουμε. Εφ’ όσον λοιπόν ξεκινάμε απ’ αυτόν τον στόχο, οι εναλλακτικές δεν είναι απεριόριστες αλλά περιορισμένες. Σ’ αυτές, πώς διατάσσει τους πόρους η κυβέρνηση θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, να το πει διότι με τον τρόπο που μιλά τώρα, δεν αθροίζονται οι αριθμοί.
Λόγω της κυβερνητικής διβουλίας, η κατάσταση στην οικονομία καθημερινώς χειροτερεύει, η αγορά έχει στεγνώσει. Συνεπώς, «κόκκινη γραμμή» εδώ, «κόκκινη γραμμή» εκεί, «κόκκινη γραμμή» παραπέρα… Μπορεί να μας πει η κυβέρνηση τι προτείνει και τι είναι έτοιμη να δεχθεί; Κι εμείς να τη στηρίξουμε, το ξαναλέω.
Δεν έχω καμία πρόθεση να έχω τη χαιρέκακη ευχαρίστηση να δω τη χώρα μου να συγκρούεται για να αποτύχει η κυβέρνηση. Όμως κι αυτή θα πρέπει να ξεκαθαρίσει τι δυνατότητες έχει, αν θέλει τη στήριξή μας να μας ενημερώσει λέγοντάς μας σε ποιες γραμμές έχει ανάγκη τη βοήθειά μας κι αν θέλει τη συμβουλή μας, επίσης μπορεί να τη ζητήσει. Όμως να μας πει τι θέλει.
Όλο αυτό το αλαλούμ δεν έχει κάποια έννοια. Δεν είμαστε σοβαροί έτσι».
Για τα σενάρια ηγεσίας, τα εσωκομματικά και το παράδειγμα της πιθανότητας επανόδου στην εξουσία του κ. Σαρκοζί:
«Πραγματικά ο κ. Σαρκοζί έκανε μια εντυπωσιακή επιστροφή, αλλά αν πάμε στο ιστορικό, διότι δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι υπάρχει αναλογία, είχε παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματός του, ιδιώτευσε επί πάνω από δύο χρόνια και επανήλθε όταν απέτυχαν οι διάδοχοί του.
Όσον αφορά στη Νέα Δημοκρατία, το θέμα ηγεσίας δεν είναι το κύριο. Η Ν.Δ. έχει ένα πιο βασικό πρόβλημα που είναι το πρόβλημα φυσιογνωμίας, όπως κάθε μεγάλο κόμμα που χάνει μια εκλογή. Στην πραγματικότητα η Ν.Δ. έχει τρεις κακές επιδόσεις. Πήγαμε στο 18, ανεβήκαμε στο 28, φθάσαμε στο 27. Είμαστε παρακάτω όχι από τον ιστορικό μέσο όρο μας, από το όριό μας.
Πρέπει να δούμε τη φυσιογνωμία μας. Δεν θα ήθελα να θέσω το δικό μας ιστορικό όριο σε αυτό του ΠΑΣΟΚ. Τότε θα ήταν εύκολο, θα το βάζαμε στο 2, 3 ή 4% -χωρίς να επιχαίρω γι’ αυτό- και μετά θα λέγαμε «θρίαμβος». Αυτό είναι εύκολο: βαφτίζεις το κρέας «ψάρι» και το τρως, ενώ κάνεις και Σαρακοστή.
Μπορούμε να καταλήξουμε, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην θετική η έκβαση, πως έχουμε κλείσει τον ιστορικό μας κύκλο. Προσωπικά, ελπίζω όχι. Πιστεύω ότι η Κεντροδεξιά θα έχει ρόλο όταν παραμείνει Κεντροδεξιά, διευρυνθεί αμφίπλευρα, διατηρήσει σαφή όρια μέσα στη Δημοκρατία και έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει μια καινούργια αφήγηση προς την κοινωνία, για το πώς θα κάνει τον τόπο καλύτερο για την επόμενη γενιά».