Ο Χαρίλαος, ο Κίτσος Τεγόπουλος, η… Βαρουφίτσα και το Μακεδονικό
Προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκης: Βιωματικό μυθιστόρημα με αφηγητή-πρωταγωνιστή τον συγγραφέα. Τι αναφέρει.
- 10 Νοεμβρίου 2018 08:17
Πιο ώριμος ίσως από ποτέ εμφανίζεται στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Νύχτα με πέντε φεγγάρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και θα βρίσκεται από τη Δευτέρα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ο Μίμης Ανδρουλάκης.
Πρόκειται για βιωματικό μυθιστόρημα, με υπαρκτά πρόσωπα και με τον συγγραφέα αφηγητή-πρωταγωνιστή. Ακόμα και οι πινελιές μυθοπλασίας γράφονται από τα χρώματα της πραγματικότητας ενώ και το κεφάλαιο που αναφέρεται στο 1929 βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα.
Η κεντρική ιδέα του πολύ ενδιαφέροντος μυθιστορήματος, από το οποίο δεν απουσιάζει η πολιτική-είτε ευθέως, είτε εμμέσως- εμφανίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Είναι μια ματαιόδοξη μικροαστή που κολακεύεται να αποπλανά διασημότητες; Ποιο είναι το κίνητρο της Λίνας που παίζει σε μια ζαριά τη ζωή της, χωρίζει και συγκροτεί –εν μέσω κρίσης– με έμπιστες συμμαθήτριες έναν επιχειρηματικό και ερωτικό κύκλο με επίλεκτους αλλά μακρινούς εραστές; Όταν οι μεγάλες τους πόζες ξεφτίζουν σε ασήμαντους ρόλους, εκείνη θα ξεσπάσει: «Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε ένας άνδρας με κάποια γενναιότητα και λίγη ποίηση μέσα του;».
Ο φίλος της Μάνος, ή «Γκοντάρ», δηλώνει: «Δεν μ’ άγγιξε η χρεοκοπία· τη Χαμένη Δεκαετία έκανα έρωτα». Τη Λίνα στοιχειώνει η άγνωστη οδύσσεια της τουρκόφωνης Πόντιας προγιαγιάς, της χαρισματικής Παναγίας των ξεριζωμένων, της καλλονής που περιπλανήθηκε με το πλοίο του θανάτου στη Μαύρη Θάλασσα, ρίζωσε στη Μακεδονία, δημιούργησε τον μοναδικό γυναικείο οικισμό-συνεταιρισμό κι αγωνίστηκε περιμένοντας… ένα τίποτα.
Γυναίκες, γυναίκες που αγρυπνούν όταν οι άλλοι κοιμούνται, κι άνδρες ξεχωριστοί: ο Σπύρος με την ουτοπία της Γόβας. ο Μεγάλος Πιανίστας. ο Εβραίος Ααρών. ο «καινοτόμος». ο πρεσβύτερος Στυλιανός. Ο «αστέρας». ο…
Ιστορίες, ιστορίες μάς κυριεύουν με μυστική νοσταλγία, συγχρονίζονται απροσδόκητα και θέτουν στον καθένα το καίριο ερώτημα: Μπορεί να είναι μάταιη μια ζωή φιλτραρισμένη από τόσες διαψεύσεις, ματαιωμένες ελπίδες και προδοσίες;
Μικρά δράματα στον καμβά της Μεγάλης Ιστορίας ρίχνουν –100 χρόνια μετά την ποντιακή γενοκτονία– ένα διαφορετικό φως στα αινίγματα της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας και της Θράκης.
Στο τέλος βρισκόμαστε συνταξιδιώτες στην Πλωτή Ουτοπία αναζητώντας τον Υπερβόρειο των μελλοντικών γενεών».
“Το ελληνικό ‘89”: Η επίσκεψη του Κίτσου Τεγόπουλου στον Χαρίλαο
«Μες στον συνωστισμό της εξόδου 13, ένας νέος ομόκεντρος κύκλος σχηματίζεται γύρω μας. «Μα τι συνωμοτείτε τόση ώρα;» μας διακόπτει ο Νίκος, εξαίρετος εκδότης δοκιμίων. «Α, εδώ μας θύμισε μια πικρή ιστορία για κάποιον Έλληνα της Αμερικής, που γεννήθηκε το 1929 και πέθανε το 1989. Μια διασημότητα». «Για φαντάσου! Γεννήθηκε στη Μεγάλη Κρίση του καπιταλισμού, στο Κραχ του ’29, και πέθανε με την ιστορική κατάρρευση του κομμουνισμού το ’89», σχολιάζει ένας παλαιός πολιτικός συντάκτης της Ελευθεροτυπίας. «Το άγγιγμα της Ιστορίας, Μάνο! Αυτό που παραμελείς», επιμένει ο ομότιμος καθηγητής. «Ένας πολυσχιδής Γάλλος συγγραφέας (Ρεϊμόν Κενό) ισχυρίζεται ότι οι άπειρες ιστορίες του κόσμου –όλα τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας– έχουν ως αρχέτυπό τους είτε την Οδύσσεια είτε την Ιλιάδα. Μόνο δύο». «Ακριβώς γι’ αυτό σας πλησίασα», παρεμβαίνει ο εκδότης. «Για να απαιτήσω από τον φίλο εδώ να κρατήσει την παλαιά υπόσχεσή του: Να μου γράψει το βιβλίο με τίτλο “9”, τα μεγάλα “εννιάρια” της Ιστορίας. Το 2019 πλησιάζει», απευθύνεται σε μένα. «Έλεος με την κοινοτοπία των εννιά», διαμαρτύρεται ο Μάνος. «Το νέο 1909! Το ’19 της μικρασιατικής περιπέτειας και της γενοκτονίας των Ποντίων. Το ’29 του Κραχ, το ’39 του Παγκοσμίου Πολέμου. Το ’49, το τέλος του Εμφυλίου. Το ιστορικό, παγκόσμιο ’89 και το ελληνικό ’89. Το 2009 της ελληνικής χρεοκοπίας. Τα πάντα έχουν ειπωθεί».
«Κι όμως, κάτι μένει ανοιχτό για το ελληνικό ’89», διαπιστώνει ο πολιτικός συντάκτης. «Τίποτα. Τα έχει κάνει ψιλοκομμένο μαϊντανό επί τριάντα χρόνια. Από το Μετά μέχρι και το πρόσφατο Σαλός Θεού. Η ουσία, αγαπητέ μου, είναι ότι ο Ανδρέας απέρριψε τον Ιούνιο του ’89 ό,τι αποδέχτηκε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς: την Οικουμενική», τον κόβει ο Μάνος. «Απομένει μόνο μια λεπτομέρεια. Πώς μετεστράφη την τελευταία στιγμή η αρχική θέση του συνετού Χαρίλαου και του ΚΚΕ για μη παραπομπή του Ανδρέα στο Ειδικό Δικαστήριο». «Μα είναι ώρα για τέτοιες κουβέντες; Ε, λοιπόν, σου αποκαλύπτω ότι το τελευταίο μικρό σπρώξιμο το έδωσε ο εργοδότης σου, ο Κίτσος, ο παλαιός αριστερός με το μποέμ ελευθεριακό νεοκαπιταλιστικό ύφος της Μεταπολίτευσης». «Πες το, πες το…» το διασκεδάζει η ομήγυρη. «Ήταν εννέα και μισή. Βραδιά καύσωνα, όταν ο Αντώνης, οδηγός και συγκάτοικος του Χαρίλαου, μπαίνει κι αναγγέλλει αποσβολωμένος ότι κατέφθασε ο Τεγόπουλος εντελώς απροειδοποίητα. Ακάλεστος. Πριν ολοκληρώσει, εισβάλλει ο Κίτσος ελαφρά πιωμένος με μια νάιλον σακούλα γεμάτη χαρτιά, συνοδευόμενος από τον δημοσιογράφο Γεώργιο Μαύρο, ο οποίος παρέμεινε στο χολ. Ο Χαρίλαος πάντα το γλένταγε με το στιλ του δαιμόνιου συνεκδότη της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας, αλλά τώρα άκουγε τις άναρθρες φράσεις του: “Συγκάλυψη!· θα τα ρίξετε όλα –υποκριτές!– μόνο στον Κουτσόγιωργα επειδή πιάστηκε με τη γίδα στην πλάτη; Θα βρωμίσετε το ήθος της Αριστεράς· επί της κεφαλής σας η μεγαλύτερη υπόθεση διαφθοράς”. Είχε πάρει προσωπικά ότι ο Ανδρέας αποπειράθηκε να υπερφαλαγγίσει κι αυτόν –μαζί με τους άλλους “αστούς” εκδότες– μέσω των εφημερίδων του Κοσκωτά. Η παρουσία μου φως φανάρι ενοχλούσε τον Τεγόπουλο. “Φεύγω”, λέω. “Μείνε”, απαίτησε ο Χαρίλαος, ο οποίος πάντα ήθελε ένα τρίτο πρόσωπο στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις του. Έφυγα. Πρωί πρωί την επομένη, μου λέει πονοκεφαλιασμένος στο γραφείο: “Μ’ έκανε άνω κάτω αυτός ο διάολος, μέχρι το ξημέρωμα. Ήπιε και δυο μπουκάλια ουίσκι. Δεν έβγαζα άκρη μ’ αυτά τα τραπεζικά ροζ παλιόχαρτα. Πού πήγαμε και μπλέξαμε! Ο Μητσοτάκης, σύσσωμος ο Τύπος, οι δικαστές, οι υπουργοί μας κι οι συνεργαζόμενοι στον ΣΥΝ, πασοκογενείς κι οι άλλοι, πλην Θοδωρή (Κατριβάνου), τα ’χουν στυλώσει υπέρ της παραπομπής. Κι ο Λεωνίδας την πέρασε στην ΕΑΡ. Ο Μητσοτάκης δεν θέλει βέβαια την καταδίκη του αιωνίου αντιπάλου του, αλλά προσβλέπει σε εκλογικά κέρδη από την παραπομπή του”. »“Ο Καραμανλής, όμως, Χαρίλαε, που είχε παραπεμφθεί πριν από είκοσι πέντε χρόνια από την ΕΔΑ και το Κέντρο, ψιθυρίζεται ότι δεν συμφωνεί”. »“Μακάρι να ’λεγε μια κουβέντα να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση. Όμως αυτός είναι πάντα της πισινής. Πρώτα θ’ αφήσει να γίνει η παραπομπή, να βγάλει το άχτι του με τον Ανδρέα που τον γέλασε στο θέμα της Προεδρίας της Δημοκρατίας και μετά θ’ αφήσει έναν χρησμό με την αντίρρησή του. Τώρα πρέπει να πιούμε το πικρό ποτήρι. Ας φύγει από πάνω μας η ευθύνη της συγκάλυψης και της παραγραφής και βλέπουμε στην πορεία. Στο κάτω κάτω δεν μου λένε οι συνταγματολόγοι ότι υπάρχει σχετική συνταγματική πρόβλεψη για ακύρωση της παραπομπής με βάση ενδεχόμενα νεότερα στοιχεία;” »Αυτά μου είπε εκείνο το πρωί ο Χαρίλαος. Και σε κείνη τη δέσμευση-υπόσχεση βασίστηκα για να προτείνω, βαλλόμενος πανταχόθεν, την αναθεώρηση της παραπομπής Παπανδρέου τους αμέσως επόμενους μήνες. Η εφημερίδα σου, διά χειρός Χρήστου Τεγόπουλου, έγραψε το κύριο άρθρο “Οι Καραγκιόζηδες”. Οι λοιποί εκδότες περίμεναν πρόσθετες εγγυήσεις από τον Ανδρέα, σχετικά με τις άλλες δουλειές τους, για να τον αθωώσουν, όπως κι έγινε αργότερα». «Αμάν πια με το ’89», αρχίζει να διαμαρτύρεται ο Μάνος, όταν ακούγεται πίσω μου μια φωνή. «Εδώ ’69!» κι ένας προφανώς ψηλότερός μου με ανασηκώνει ελαφρά από τους ώμους. Τη φωνή αυτή θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες. Την είχα στα αυτιά μου επί έναν χρόνο το ’69-’70, έως ότου μας άφησε για το «Columbia». Κι ύστερα την ξανάκουσα μόνο τρεις μέρες τον Μάρτη του ’92 στη Νέα Υόρκη, λίγο πριν φύγει οριστικά κακήν κακώς, υπό εκβιασμό, για τη Νάπολη της Ιταλίας. Γαμπρός για τη Μικελίνα και την έδρα της Ηλεκτρολογίας-Μηχανολογίας. «Σπύρο!» αναφωνώ».
Η… Βαρουφίτσα
«Μεγαλώσαμε, Σπύρο, καιρός για τρυφερή επιείκεια προς όλους για όλα», προσπάθησα να κλείσω την άκαιρη πολιτικολογία. Ήταν φαίνεται καιρός να παρέμβει ο δαίμων των συμπτώσεων με τη μορφή μιας καλοντυμένης κυρίας, γύρω στα πενήντα, που ξεφώνιζε, δεξιά μας στην αίθουσα αναμονής, τον «πρώην» με έκδηλη αμετροέπεια: «Σε πίστεψα, σ’ ακολούθησα και συ με χρέωσες, με πόσα; Τριάντα, πενήντα, εκατό δισεκατομμύρια; Πόσα;» «Μη δίνετε σημασία», μας προτρέπει ο παλαιός συντάκτης. «Έβαλε ελβιέλες, ακολούθησε τον Σαμαρά στο Σύνταγμα να σκίσει τα μνημόνια κι ύστερα έγινε βαρουφίτσα. Εκεί εξασφάλισε κι ευχάριστες γνωριμίες με νεαρούς. Την ξέρω, εικαστικός, πρώην σύζυγος οικονομικού παράγοντα». «Βαρουφίτσα;» ξεσπούν σε γέλια οι διπλανοί. Ο Μάνος τότε σκύβει και μου ψιθυρίζει εμπιστευτικά: «Άσ’ τα, κι οι δικές μου με υποδέχτηκαν τον Φεβρουάριο του ’15 με τη φράση: “Οι βαρουφίτσες σου σε χαιρετούν!” Ένα φεγγάρι κράτησε αυτή η φάση…» «Ποιες είναι αυτές;» «Οι φίλες, ντε, οι συμμαθήτριες-συνεργάτιδες της δικιάς μου, της Λίνας, που σου ’λεγα». Ο διαολόκαιρος δεν έλεγε να κοπάσει. Η βροχή έδερνε αλύπητα τις τζαμαρίες του «Ελευθέριος Βενιζέλος» όταν η «Olympic Air» έκανε την πολυπόθητη αναγγελία. Η πτήση Α13 αναχωρεί από την Έξοδο 13 στις 13 μ.μ. Ο Μάνος κέρωσε κι ύστερα ξέσπασε: «Γρουσουζιά, γρουσουζιά, θα το δεις…» «Μην το λες. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1913 στις 13 μ.μ. κι όμως έγινε δεσπότης, αρχιεπίσκοπος και γλίτωσε από το στόμα του λύκου –ανέστη εκ νεκρών– κάτω από τα πυρά των χουντικών πραξικοπηματιών». Τα γέλια της συντροφιάς συνοδεύουν τον φίλο μου από τη Νάπολη που περνά στη σειρά των business class ενώ ο Μάνος ξανασκύβει στ’ αυτί μου: «Θα τη δεις στο αεροδρόμιο. Τη Λίνα! Μη δείξεις ότι ξέρεις…» «Ούτε κι εσύ για την άλλη Λίνα. Μην πετάξεις τίποτα μπροστά στον αδελφό της». «Η δική μου όμως Λίνα σε γνωρίζει καλά. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο πατέρας της έμεινε άναυδος όταν σ’ άκουσε πριν από δυο δεκαετίες στα “Καινά Δαιμόνια” του “Flash” να εξιστορείς την οδύσσεια μιας Πόντιας. “Αυτός κάτι ξέρει για τη γιαγιά Λίνα”, τους είπε». «Α, μπα! Σ’ άλλη Λίνα θα αναφέρεται. Η δική μου, σε κείνη την αφήγηση, γράφεται με “ήτα”». «Πας να με τρελάνεις;» «Με “ήτα” και με δύο “λάμδα”».
Μικρά δράματα στον καμβά της Μεγάλης Ιστορίας
Ο Χαρίλαος (Φλωράκης) δίπλα μου βγάζει-βάζει στο στόμα του τη σβηστή πίπα με ανησυχία. Η μικρή βολίδα εκτοξεύεται ανάμεσα στα συννεφάκια κι εμείς στον θαλαμίσκο έχουμε το ύφος της σοβιετικής σκυλίτσας Λάικας στον «Σπούτνικ», της πρώτης που πέταξε στο διάστημα. Βρισκόμαστε στο μικροσκοπικό προσωπικό jet του προέδρου Τίτο για τις Δαλματικές ακτές. Μόλις την προηγουμένη έκλεισε το ιστορικό ρήγμα της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών με το ΚΚΕ. Στο πίσω κάθισμα κάθεται ο Κόκκινος Κάβουρας, κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Ξαφνικά ο πιλότος μάς ενημερώνει –εν μέσω καλοκαιρίας– ότι είναι αδύνατη η προσγείωσή μας στην Ποντγκόριτσα (Μαυροβούνιο) λόγω τοπικής καταιγίδας και η μόνη διαθέσιμη κοντινή λύση είναι το αεροδρόμιο των Σκοπίων. «Να μας πας Θεσσαλονίκη», εξαγριώνεται ο «Καπετάν Γιώτης».
«Δεν έχουμε καύσιμα μέχρι εκεί». «Τους πούστηδες, δεν θα βάλουν ποτέ μυαλό», ξεφύσηξε ο Χαρίλαος. Εμείς επιμέναμε στο Βελιγράδι ότι θέλουμε να επισκεφθούμε το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία και την Κροατία, αυτοί ήθελαν να προσθέσουν, σώνει και καλά, στο πρόγραμμα τη «Μακεδονία». «Μα, σύντροφε Χαρίλαε, ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί στα Σκόπια και στο Μοναστήρι να σας υποδεχτεί. Θα δείτε δικούς σας, συναγωνιστές φίλους και πολλές φίλες, της δικής σου μεραρχίας», πίεζε ο εκ των αντιπροέδρων της Ομοσπονδίας Κίρο Γκλιγκόροφ, άγνωστος τότε στην Ελλάδα. «Δεν είναι ακόμη ώρα, άσε μην τα μπλέξουμε». Ο Χαρίλαος υπερέβαλε σε θυμωμένες αντιδράσεις στο αεροταξί επειδή ήταν εξοργισμένος κι από τον ίδιο τον εαυτό του για ένα μικρό «λαθάκι» του στις εμπιστευτικές συνομιλίες με την ηγεσία της Ένωσης – οι περισσότεροι, παλαιοί συμπολεμιστές του στην Αντίσταση κατά των Γερμανών εισβολέων. Εκ των υστέρων, μερικά χρόνια αργότερα, η οργή του θα μεγαλώσει όταν αποκαλύφθηκε ότι ο τρίτος της αποστολής μας, ο εκλεκτός των «ορθόδοξων» κομμουνιστών –με προοπτική ακόμα και Γραμματέα του Κόμματος–, ήταν ο Κόκκινος Κάβουρας, που κατέγραψε για την ΚΥΠ και τη CIA κι αυτή τη σκηνή με το μικρό «λαθάκι» του Χαρίλαου. Όταν προσγειωθήκαμε στα Σκόπια, συνέβη κάτι μοναδικό. Ο κόσμος, οι παλαιοί αντάρτες του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, έριξαν τα κιγκλιδώματα, απώθησαν τους αστυνομικούς και εισέβαλαν στην πίστα του αεροδρομίου. Αγκαλιές, συγκίνηση, δάκρυα, τσίπουρα. Αυτοσχέδιο γλέντι – καθένας έφερνε απ’ το σπίτι του ό,τι μεζέ είχε. «Με θυμάσαι, Καπετάνιο;» ο ένας μετά τον άλλο. Είχαν περάσει τριάντα χρόνια χωρίς να ιδωθούν. Ανάμεσά τους η θεά Άρτεμις της μεραρχίας του Χαρίλαου, ο πλατωνικός έρωτάς του στο βουνό. Του χάρισε τις τρεις φωτογραφίες του με τα κορίτσια της μεραρχίας του. Τις κράτησε στον κόρφο της στις τελευταίες μάχες και στην οπισθοχώρηση. Μαζί της, στενή οικογενειακή φίλη, μια σπάνιας ομορφιάς κυρία γύρω στα σαράντα οκτώ, όμως φαινόταν πολύ μικρότερη. «Κάντε κάτι για μας, Καπετάνιο. Δεν μου έδωσαν άδεια εισόδου ούτε για την κηδεία του πατέρα μου. Κι είμαστε δίπλα. Και να σκεφτείτε ότι είμαι Πόντια και με στάμπαραν Σλαβομακεδόνισσα». «Πόντια;» εκπλήσσεται ο Χαρίλαος. «Τραπεζούντιος ο μπαμπάς αλλά είχε φούρνο στο Βατούμ». Μας πλησίασε κι ο σύζυγός της: «Καπετάνιο, απέρριψαν και την τελευταία αίτηση επαναπατρισμού μας. Η Δημοκρατική Ελλάδα! Εγώ είμαι γηγενής από τη Φλώρινα, αλλά πήγα στο ελληνικό σχολείο, στον ελληνικό στρατό, πολέμησα για την Ελλάδα στην Αλβανία και στην Αντίσταση, παντρεύτηκα Ελληνίδα πρόσφυγα, Πόντια, κι όμως δεν μας θεωρούν Έλληνες πολίτες. Εμένα, επειδή έφυγα το ’49, μου φόρτωσαν όλες σχεδόν τις εκτελέσεις των δωσίλογων στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ στη δυτική Μακεδονία». Κάποια στιγμή η «Άρτεμις» και η Πόντια φίλη της ψιθυρίζουν εμπιστευτικά στον Χαρίλαο: «Προσέξτε αυτούς τους τρεις που σας πλεύρισαν πριν από λίγο. Είναι βαλτοί του εδώ συστήματος στο αλυτρωτικό κίνημα». Στη λίστα για επαναπατρισμό που παρέδωσε ο Χαρίλαος στον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου της Νέας Δημοκρατίας και στον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο του ΠΑΣΟΚ, υπήρχε το όνομα του γαμπρού και της κόρης του φούρναρη. Τελικά επαναπατρίστηκαν με τα παιδιά τους το ’85 κι έζησαν στη Θεσσαλονίκη, καθώς στη Φλώρινα υπήρχαν ακόμα ανοιχτές οι πληγές από τον Εμφύλιο. Η κόρη του ζεύγους είναι η μητέρα της εξωτικής Εύας. Τώρα ξέρουμε την οδύσσεια του φούρναρη. Αγνοούμε όμως μέχρι στιγμής αν ο γαμπρός του μετείχε στον λόχο του ΕΛΑΣ που έσυρε στα χωράφια και σκότωσε σαν σκυλί τον δίγαμο σύζυγο της αδελφής του φούρναρη, της Ρουμελλήνας, ως συνεργάτη των δυνάμεων κατοχής
Στο Κρασνοντάρ της Νότιας Ρωσίας
«Όταν έπεσε η χούντα, μια ομάδα νέων επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση να μυηθεί στα μυστήρια του «υπαρκτού». Όλοι τους, πλην δύο που έφυγαν νωρίς (Γιώργος Γράψας, Αγγελική Ξύδη), βρίσκονται στη ζωή. Φτάσαμε στο Κρασνοντάρ της Νότιας Ρωσίας. Εκεί, στο μνημείο πεσόντων του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1878, υπήρχε μακρύς κατάλογος Ελλήνων, μεταξύ αυτών και εθελοντών από την οθωμανική Κρήτη, όπως ο αδελφός του προπάππου μου. Στο παραθαλάσσιο θέρετρο Σότσι μόλις που προλάβαμε να επισκεφθούμε το «σανατόριο», το κέντρο αποκατάστασης της σωματικής υγείας και κυρίως της ψυχικής ισορροπίας των ηθοποιών, οι οποίοι παίζοντας για μεγάλα διαστήματα τον ίδιο ρόλο έχαναν τον εαυτό τους. Ενημερωθήκαμε πως η μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου και του κινηματογράφου επέστρεφε, μέσω υπνοθεραπείας, στον εαυτό της καθώς ήταν έτοιμη να πέσει στις ράγες του τρένου. Έπαιζε δέκα χρόνια την Άννα Καρένινα! Ένα απροσδόκητο συμβάν στο αεροδρόμιο του Σότσι ανέτρεψε το επίσημο πρόγραμμά μας. Ακούσαμε το όνομά μου στα μεγάφωνα, προφανώς ως του επικεφαλής της ομάδας των Ελλήνων, με την παράκληση να παρουσιαστώ στο γραφείο νούμερο τάδε. Εκεί ένας γιγάντιος τύπος μ’ αγκάλιαζε, μ’ ανασήκωνε, δίχως να χρειαστεί να μου πει ότι είναι Πόντιος. Το φώναζε το πρόσωπό του, η μύτη του. «Είμαι ο αρχιπιλότος του αεροδρομίου. Δεν θα φύγετε από δω αν δεν ανέβετε πάνω στον Καύκασο να δείτε τον “παππού”. Δεν έχει συναντήσει ποτέ του Έλληνα από την Ελλάδα». Οπότε, με τα «Niva» ν’ αγκομαχούν στριφογυρίζαμε στις απότομες πλαγιές του Καυκάσου σ’ ένα τοπίο που δεν θα περίμενες να το δεις στη Ρωσία. Συκιές, δαμασκηνιές, κερασιές, μηλιές, αχλαδιές, καστανιές, ανάλογα με το υψόμετρο. Φτάσαμε ψηλά στο χωριό των αιωνόβιων. Ξύλινα σπιτάκια πνιγμένα στις καστανιές. Στα παράθυρα γιγάντια βάζα με τουρσιά και κομπόστες. Σ’ ένα απ’ αυτά μας υποδέχτηκε με δάκρυα ένας ξερακιανός ενενηντάρης. Στο εικονοστάσι του υπήρχαν κολλημένες σε χαρτόνι τέσσερις παλιοκαιρισμένες φωτογραφίες: Λένιν, Στάλιν, Ελευθέριος Βενιζέλος, βασιλιάς Κωνσταντίνος Α´. Είδε που έπεσε το μάτι μας κι άρχισε να λέει περίπου τα εξής, σε μια γλώσσα αμάλγαμα ρωσικής, ελληνοποντιακής, τουρκικής: «Να ενωθούν όλοι να φτάσουμε στην Κόκκινη Μηλιά, να διώξουμε τον Τούρκο απ’ τον Πόντο μας». «Από πού είσαι, παππού;» «Απ’ το πουθενά. Χάθηκαν όλα, το χωριό, τα σπίτια, οι άνθρωποι. Ό,τι απόμεινε έμαθα πως τούρκεψε. Ο γερο-Γκρίσα, ο πατέρας μου, έφυγε από την Τραπεζούντα και δούλευε μάστορας σ’ ένα ελληνικό εργοστάσιο υποδηματοποιίας. Αυτό προμήθευε μπότες στους Κοζάκους του τσάρου. Στο Ροστόφ». «Στη Ρωσία γεννήθηκες;» «Όχι, ο πατέρας μου γύρισε στο χωριό να μας δει, γκάστρωσε τη μάνα μας στο τρίτο παιδί και ξανάφυγε παίρνοντας κι εμένα, δεκαπέντε χρονών, στο Ροστόφ να μάθω μια τέχνη. Δούλεψα στις σιταποθήκες ενός Έλληνα μεγιστάνα μέχρι την επανάσταση του Οκτώβρη». «Τα άλλα αδέλφια σου τι απόγιναν;» «Ο δεύτερος πήγε στο Βατούμ κι έγινε φούρναρης. Στον Μεγάλο Πόλεμο και μες στην Επανάσταση χάθηκε. Ο πατέρας μου, προνοητικός, μου είπε: “Ας κάτσουμε στ’ αυγά μας. Όπως δουλέψαμε για τον τσάρο, θα δουλέψουμε και με τον Λένιν. Έφτιαχνα μπότες για τους Λευκούς, θα κάνω και για τους Κόκκινους”. Και να μας σταυρώνουν τα μεγάλα αφεντικά να τους ακολουθήσουμε στη φυγή. Ο δικός μου έκανε έδρα του την Τεργέστη και τη Μασσαλία». «Το τρίτο παιδί;» «Κορίτσι. Δεν τη γνώρισα. Είχα φύγει. Η μάνα πέθανε λίγο μετά τη γέννα. Στέλναμε λεφτά σε μια γειτονική οικογένεια που την ανέθρεψε. Με τον Πόλεμο σταμάτησαν οι επαφές κι ύστερα ακολούθησε ο διωγμός. Πάει, χάθηκε κι αυτή». Έτρεχαν δάκρυα στα μάτια του. «Χάθηκαν όλοι. Κι εμένα τα δυο πρώτα μου παιδιά –κόρη και γιος– σκοτώθηκαν απ’ τους ναζί στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Μου απόμεινε το στερνοβύζι ο πιλότος, ο τέταρτος, ο τρίτος κόλλησε μες στον πόλεμο στη Βουλγαρία. Εκεί έχει οικογένεια». «Πώς καταλήξατε εδώ πάνω;» «Οι μπολσεβίκοι ζήτησαν από τον πατέρα μου να λειτουργήσει ένα εργοστάσιο στο Κρασνοντάρ. Είχε μπλέξει και με μια Πόντια στο Σότσι. Έτσι ήρθα κι εγώ και παντρεύτηκα μια Ποντιοκαυκάσια. Στα ογδόντα του ο γερο-Γκρίσα έφτιαξε αυτό το σπιτάκι κι ήρθε να πεθάνει ενώ θα “βλέπει” από ψηλά τις οροσειρές του Πόντου. Έζησε καλά άλλα είκοσι τρία χρόνια σ’ αυτό τον παράδεισο. Το ίδιο έκανα κι εγώ στα ογδόντα. Τώρα στα ενενήντα είμαι ο νεότερος εδώ πέρα και φορτώνομαι όλες τις υποχρεώσεις της κοινότητας. Η διπλανή μου κυρά, Ποντιοκαυκάσια κι αυτή, είναι εκατόν επτά κι αυτοεξυπηρετείται. Κάθε τόσο έρχονται Σοβιετικοί, Αμερικανοί, Γερμανοί μέχρι και Ιάπωνες επιστήμονες και μελετούν τις αιτίες της μακροζωίας στον Καύκασο».
“Τα μερακλίδικα κορμιά και τα καλά μαχαίρια…”
Στην Έξοδο 2 μια σκηνή θα μας αφήσει σύξυλους, τον Σπύρο και μένα. Είναι δυνατόν μια τέτοια αέρινη φυσιογνωμία να υποδέχεται έναν νευρωτικό και πρόωρα κακογερασμένο συγγραφέα; Μέσα μου ακούω τη μαντινάδα του παππού μου: «Τα μερακλίδικα κορμιά και τα καλά μαχαίρια / Θεέ μου και γιάντα βρίσκονται πάντα σε λάθος χέρια». Αποκλείεται να είναι η Λίνα – τίποτα πάνω της δεν θυμίζει την Κλαούντια Καρντινάλε. Νεότερη, ψηλότερη, καστανή με καταπράσινα μάτια, ίσια μύτη και συμμετρικά ζυγωματικά. Ένα διακριτικό «Κύριε Μάνο» ακούγεται κι ο παρορμητικός Σπύρος της λέει στα αγγλικά: «Ω, είστε η Γκρέις στο “Peaky Blinders”… έτσι δεν είναι;» Πράγματι, η ομοιότητά της με τη θρυλική αγάπη του αρχηγού της ιρλανδο-τσιγγάνικης μαφίας είναι αδιαμφισβήτητη. «Να σας συστήσω την Εύα, του “Συλλόγου”–» «Αγαπητέ Μάνο, διαβεβαιώστε τη νεαρή κυρία μας ότι θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα να φορέσει τις γόβες της εταιρείας μου…» «Τις δεκάποντες γόβες που τιμούν οι ντίβες στο Χόλιγουντ, στη Βενετία και στις Κάνες», συμπληρώνω.