Οι εκσυγχρονιστές βούλιαξαν στις Πρέσπες
Η συμφωνία των Πρεσπών οδήγησε σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, αποκαλύπτοντας παράλληλα την υποκρισία, αυτών που σήκωναν το δάχτυλο στην ελληνική κοινωνία στο όνομα της υπευθυνότητας και του εκσυγχρονισμού. Η στάση του Σταύρου Θεοδωράκη και η εκκωφαντική σιωπή του Κώστα Σημίτη.
- 17 Ιανουαρίου 2019 07:35
Ήταν λογικό και αναμενόμενο ότι η διευθέτηση του Μακεδονικού, ενός σύνθετου εθνικού προβλήματος δεκαετιών, θα προκαλούσε την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού.
Είναι πράγματι ένα ζήτημα, που δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί με “ναι μεν αλλά”, κυβιστήσεις και τις συνήθεις πολιτικές ντρίμπλες.
Αργά ή γρήγορα, όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα έπρεπε να πάρουν θέση και να εξηγήσουν τις θέσεις τους στον ελληνικό λαό και αυτό έκαναν. Σε λίγες μέρες θα κληθούν να επιβεβαιώσουν τη στάση τους και δια της ψήφου τους στο κοινοβούλιο.
Η συμφωνία των Πρεσπών, μια συμφωνία που απαντά στις βασικές εθνικές επιδιώξεις και βάζει τέλος σε μια εκκρεμότητα, που κόστιζε στην Ελλάδα, έχει ήδη οδηγήσει στο τέλος της κυβερνητικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προκάλεσε αναταράξεις και οξύτατες αντιπαραθέσεις και έχει φέρει στα πρόθυρα διάλυσης το Ποτάμι και τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Οι υποστηρικτές της συμφωνίας, ανέλαβαν το πολιτικό κόστος της λύσης, γνωρίζοντας ότι τα πάθη θα υποδαυλιστούν και οι χαρακτηρισμοί και οι απειλές θα έρθουν για όσους κατανοούν τον πατριωτισμό ως αγάπη για την πατρίδα και όχι ως μίσος για την πατρίδα των άλλων.
Οι αντίπαλοι της συμφωνίας πήραν επίσης θέση, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της διαιώνισης ενός προβλήματος που μετά από χρόνια μπορούσε να λυθεί με έναν έντιμο συμβιβασμό και διακινδυνεύοντας το κύρος τους στο εξωτερικό, καθώς ΕΕ και ΗΠΑ ήταν υπέρ της λύσης.
Μεταξύ των αρνητών της συμφωνίας όμως, υπάρχει μια υποκατηγορία, τη στάση των οποίων ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να κατανοήσει, αν δεν λάβει υπόψη του δυο παράγοντες. Την υποκρισία και τον μασκαρεμένο με τη στολή του “εκσυγχρονισμού”, λαϊκισμό.
Είναι αυτοί που παρουσιάζονταν επί χρόνια ως εκσυγχρονιστές, έχοντας μάλιστα απέχθεια προς τον πολιτικό τακτικισμό και την λογική του “όπου φυσάει ο άνεμος” και του “ό,τι θέλει ο πελάτης”.
Αν και συμφωνούν με όλα όσα προβλέπει η συμφωνία των Πρεσπών, αν και στο παρελθόν υποστήριξαν αντίστοιχες λύσεις, τώρα στέκονται απέναντι. Γιατί; Γιατί πάνω από την επίλυση ενός εθνικού ζητήματος, προέχει η πτώση της κυβέρνησης και η “στρατηγική της ήττα”. Η πολιτική υποτάσσεται στην πολιτική σκοπιμότητα.
Αυτή είναι μια καλή τακτική για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά σύγχρονη ματιά απέναντι στο μέλλον της χώρας και τα προβλήματά της, δεν είναι.
Το Ποτάμι και ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι ένα καλό παράδειγμα “εκσυγχρονιστικής υπαναχώρησης”. Τάχθηκε δημοσίως υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών, ως πολιτικός που δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος και είχε προαναγγείλει ότι θα υπερψηφίσει, αλλά τώρα σκέφτεται να αλλάξει στάση ή να στρίψει δια της αποχώρησης. Η πίστη του στον εκσυγχρονισμό, την πολιτική χωρίς επαγγελματίες πολιτικούς και μηχανισμούς, φαίνεται πως δοκιμάστηκε στην πίεση του εθνικισμού, του λαϊκισμού και του καιροσκοπισμού και δεν άντεξε. Το Ποτάμι των εκσυγχρονιστών, είναι κοντά στο να επιλέξει ως κύκνειο άσμα του, την ανακολουθία σε ένα εθνικό θέμα.
Την ίδια στιγμή, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, το τοτέμ των εκσυγχρονιστών στην Ελλάδα, αν και λαλίστατος όταν προφητεύει νέες οικονομικές καταστροφές, όταν επαναλαμβάνει ότι η διαφθορά είναι κοινωνικό φαινόμενο και όταν δεν αναγνωρίζει κανένα λάθος στην “εκσυγχρονιστική περίοδο” της χώρας μας δηλαδή τη διακυβέρνησή του, δεν βρήκε μια λέξη να πει για τη συμφωνία των Πρεσπών. Πρέπει να λυθεί το θέμα; Είναι καλή ή κακή για τα εθνικά μας συμφέροντα; Πώς να αισθάνεται άραγε, που οι επίγονοί του στέκονται δίπλα στους επιγόνους αυτών που έβγαιναν στους δρόμους για τις ταυτότητες; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ.
Οι εκσυγχρονιστές στην Ελλάδα, που όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, αγαπούν τις λύσεις, τους τεχνοκράτες, την άσκηση πολιτικής μακριά από φανατισμούς και μισούν τους πολιτικάντηδες, τις εθνικιστικές κραυγές και τους λαϊκιστές, λένε όχι στη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά αδυνατούν να εξηγήσουν το γιατί με εκσυγχρονιστικά επιχειρήματα.
Σε ένα ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας, οι πολιτικοί οφείλουν να παίρνουν ξεκάθαρη θέση και να κάνουν αυτό που πιστεύουν και όχι αυτό που πιστεύουν ότι θα ωφελήσει την καριέρα τους και το κόμμα.
Μπορεί αυτό να μην το συμμερίζονται εθνικιστές και λαϊκιστές, αλλά θα έπρεπε να το συμμερίζονται οι αυτοαποκαλούμενοι εκσυγχρονιστές. Εκτός αν ο “εκσυγχρονισμός” τους, έχει ως προϋπόθεση ύπαρξης την κατοχή και διαχείριση της εξουσίας.