Οι “εθνικοί κοριοί” και η προσφορά τους στην πολιτική ζωή
Με αφορμή το ηχητικό Παππά – Μιωνή, μνημονεύθηκαν υποθέσεις των 10ετιών του ‘80 και του ‘90 που οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις λειτούργησαν ως καταλύτες στο πολιτικό σκηνικό. Προς ποια κατεύθυνση όμως και τι πραγματικά πρόσφεραν;
- 28 Ιουνίου 2020 08:08
Το ηχητικό αρχείο καταγραφής τηλεφωνικής συνομιλίας που κατέθεσε στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, ο επιχειρηματίας Σάμπυ Μιωνής, όπως και άλλα που έχουν δει το φώς της δημοσιότητας δημιουργούν ένα ιδιαίτερο κλίμα στην πολιτική ζωή. Οι έχοντες τις ανάλογες μνήμες, ανακαλούν συγκεκριμένες περιόδους τα τελευταία 40 χρόνια όπου οι καταγραφές τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι υποκλοπές και οι παρακολουθήσεις κυριάρχησαν στην πολιτική αντιπαράθεση. Δημιούργησαν εντυπώσεις, αψιμαχίες, καταγγελίες, έρευνες και πάνω από όλα εξαιρετικά ισχυρή πόλωση. Με αφορμή τις σημερινές συνθήκες, αξίζει να θυμηθεί κανείς, τις ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος.
Στα 80’s και στα 90’s: Τόμπρας και Μαυρίκης
Τα πιο γνωστά ονόματα από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 που σχετίζονται με τον όρο υποκλοπές είναι αυτά το Θεοφάνη Τόμπρα και του Χρήστου Μαυρίκη. Δύο πρόσωπα που φέρονται συνδεδεμένα, μια και ο Χρήστος Μαυρίκης, πρωταγωνιστής του σκανδάλου υποκλοπών του 1994 το οποίο συνδέθηκε με τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, φέρεται να «ξεκίνησε» ως μέλος της ομάδας του Θ.Τόμπρα.
Ο Θεοφάνης Τόμπρας, υπήρξε ο υποδιοικητής και στην συνέχεια διοικητής του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας, την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής υπήρξε ιδιόμορφη προσωπικότητα. Συγκέντρωνε τα στοιχεία ενός ανθρώπου που ως στρατιωτικός είχε υπηρετήσεις στις Διαβιβάσεις αλλά και στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών. πριν την 7ετία. Ο βασικός όμως λόγος που βρέθηκε στο στόχαστρο της τότε αντιπολίτευσης ήταν πως επρόκειτο για άνθρωπο έμπιστο του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως και προσωπικός του φίλο. Άλλωστε ο ίδιος παραιτήθηκε από την διοίκηση του ΟΤΕ το 1989, δηλώνοντας πως ο λόγος που το πράττει είναι πως ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν πλέον πρωθυπουργός της χώρας.
Οι επικριτές του, την εποχή εκείνη, έδωσαν στον Θ.Τόμπρα το παρωνύμιο «Αρχικοριός». Κατηγορούνταν ότι είχε «στήσει» ένα δίκτυο εκτεταμένων τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και υποκλοπών. που περιλάμβανε πολιτικά πρόσπωα (αντιπάλους αλλά και μέλη του ΠΑΣΟΚ), επιχειρηματίες, δημοσιογράφους και εκδότες. Η πλήρης πολιτική κάλυψη που είχε από τον Ανδρέα Παπανδρέου από το 1981 έως και το 1989, όπως και ο εκρηκτικός – σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής- χαρακτήρας του, τον έφερνα σε σύγκρουση με την Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά και πολλές φορές και με ανθρώπους του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Παρά τα δεκάδες δημοσιεύματα που καταγράφονται εναντίον του, τελικά ουδέποτε κατέστη δυνατόν να υπάρξει ουσιώδης δικαστική έρευνα και εκτίμηση για όσα του καταμαρτυρήθηκαν.
Ο Θεοφάνης Τόμπρας παραπέμφθηκε, έμμεσα, σε ειδικό δικαστήριο με την κατηγορία της παγίδευσης και παραβίασης τηλεφωνημάτων. Ουσιαστικά όμως η παραπομπή του αποτελούσε παρεπόμενο της απόφασης που έλαβε η Βουλή στις 21 Σεπτεμβρίου του 1989 να παραπέμψει για το ζήτημα αυτό τον Ανδρέα Παπανδρέου με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στο προαναφερθέν αδίκημα. Η υπόθεση ουσιαστικά επιλύθηκε με πολιτικό τρόπο, τρία χρόνια αργότερα. Αυτό έγινε στο πλαίσιο των συνθηκών που δημιουργήθηκαν μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου που καταγράφεται στις 16 Ιανουαρίου του 1992 για το περίφημο σκάνδαλο Κοσκωτά. Έτσι 5 μήνες αργότερα στις 15 Μαΐου η Βουλή αποφάσισε την αναστολή της δίωξης κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και για την υπόθεση των υποκλοπών, με 117 ψήφους υπέρ και ενώ από την σχετική συνεδρίαση απουσίαζε το ΠΑΣΟΚ που συνέχισε να μιλά για πολιτικές διώξεις.
Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ( 1990-1993) έχει καταρρεύσει, εμφανίζεται ένα σκάνδαλο υποκλοπών …από την ανάποδη. Ελεγχόμενος είναι πλέον ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης και πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πρωταγωνιστής του σκανδάλου αυτού, η cult φιγούρα του Χρήστου Μαυρίκη. Πρόκειται για τον υπάλληλο του ΟΤΕ που καταγγέλλει στα μέσα ενημέρωσης, ήδη από τον Απρίλιο του 1993. ότι κατ’ εντολή του στρατηγού Νίκου Γρυλλάκη, συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη εκτελούσε υποκλοπές κατά πολιτικών προσώπων. Μεταξύ των οποίων και του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Χρήστος Μαυρίκης θα πάρει το παρωνύμιο «Εθνικός Κοριός» από τα μέσα ενημέρωσης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πιέζεται τόσο από τα δημοσιεύματα αυτά όσο και από τις ισορροπίες στο εσωτερικό της. Έτσι η διερεύνηση αυτής της υπόθεσης ξεκινά με πρωτοβουλία του ίδιου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Οι πολιτικές εξελίξεις αλλάζουν όμως τα δεδομένω και έτσι στις 12 Ιανουαρίου του 1994. το ΠΑΣΟΚ, ως κυβέρνηση πια, συστήνει προανακριτική επιτροπή για το ζήτημα των υποκλοπών στο οποίο παραπέμπεται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αλλά και η Ντόρα Μπακογιάννη. Μεσολαβεί μία πολύμηνη διαδικασία όπου κυριαρχούν οι έλεγχοι των περίφημων ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ. Πρόκειται για τα «κουτιά» του ΟΤΕ που βλέπουμε σε κάθε δρόμο. Κάποια από αυτά έχει υποδείξει ο Χρήστος Μαυρίκης ως χώρους τοποθέτησης μηχανισμών παρακολούθησης. Διενεργούνται τεχνικοί έλεγχοι από ειδικά κλιμάκια για να αποδειχθούν ή όχι οι ισχυρισμοί του. Οι αναφορές έρχονται και εξετάζονται σε εβδομαδιαία βάση στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής. Σύμφωνα με την τότε πλειοψηφία της προκύπτουν ξεκάθαρες ενδείξεις τεχνικών παρεμβάσεων για υποκλοπές.
Το πόρισμα της επιτροπής αυτής θα συζητηθεί στην Βουλή στις 16 Ιουνίου του 1994. Σύμφωνα με τον βουλευτή – εισηγητή του ΠΑΣΟΚ Κώστα Μπρακατσούλα «διαπιστώθηκε ότι παρακολουθήθηκαν τα τηλέφωνα του κ. Μιλτιάδη Έβερτ ως τον Αύγουστο του 1991 και του γραφείου του ως το 1991 και του Υπουργείου Προεδρίας, κατά το διάστημα που ήταν Υπουργός ως το Δεκέμβριο του 1991. Του Γεράσιμου Κουρή, ως τα τέλη Απριλίου 1990 και της εφημερίδας ΑΥΡΙΑΝΗΣ ως το Σεπτέμβριο του 1990. Του σημερινού Πρωθυπουργού, κ. Ανδρέα Παπανδρέου, το τριψήφιο τηλέφωνό του, ως τον Ιούνιο του 1990. Του Γεωργίου Ράλλη, πρώην Πρωθυπουργού, ως τα τέλη του 1990. Των γραφείων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, ως το Δεκέμβριο του 1991. Του Αντώνη Λιβάνη ως το Σεπτέμβριο του 1991. Του Κυριάκου Γριβέα ως το Δεκέμβριο του 1990, γνωστός σε όλους μας ως αναπληρωτής διευθυντής του πολιτικού γραφείου του κ. Μητσοτάκη». Αναφέρει επίσης ότι «το πλείστον κατετέθησαν από το Μαυρίκη και αφορά υποκλοπές -και λέω το πλείστον, εκτός εκείνων των ευρημάτων τα οποία λόγω του χρόνου δεν μπόρεσαν να βρεθούν- που επιβεβαιώθηκαν πλήρως από το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΟΤΕ. Είναι 7 άνθρωποι όλου του πολιτικού φάσματος, οι οποίοι ομοφώνως αποφαίνονται ότι πράγματι έγιναν αυτές οι παρακολουθήσεις και έγιναν οι παρακολουθήσεις με τον τρόπο που υποδεικνύει ο Μαυρίκης στο γνωστό υπόμνημά του». Η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, και μετέπειτα Πρόεδρος της Βουλής, Άννα Ψαρούδα Μπενάκη στην ίδια συνεδρίαση θα δηλώσει: «Αυτή η κατηγορία είναι κατασκευασμένη εξ’ υπ’ αρχής για να μη δικαστεί. Το καταγγείλαμε και το καταγγέλλουμε ότι χρησιμοποιείτε κατά παρερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις του νόμου περί ευθύνης Υπουργών για να ρίξετε λάσπη, για να δημιουργήσετε αναταραχή, για να συκοφαντήσετε πολιτικούς σας αντιπάλους».
Η εκτίμηση της σχετικά με την δικαστική πορεία της υπόθεσης της θα δικαιωθεί αφού ούτε αυτή η υπόθεση θα φθάσει τελικά στο Ειδικό Δικαστήριο παρότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα παραπεμφθεί. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Ιανουάριο του 1995 ζητά να υπάρξει για λόγους πολιτικής ομαλότητας, αναστολή των ποινικών διώξεων. Πρόταση που υπερψηφίζεται από το κοινοβούλιο με ονομαστική ψηφοφορία. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαμαρτύρεται και μιλά για μεθόδευση προκειμένου να μην αποδειχθεί η αθωότητά του.
Υποκλοπές επί Κ.Καραμανλή
Το 2006, στα μέσα της θητείας της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μια άλλη υπόθεση υποκλοπών έρχεται να αιφνιδιάσει και να μεσουρανήσει επί μήνες στο πολιτικό σκηνικό. Είναι όμως εντελώς διαφορετική από αυτές του 1980 και του 1990. Κυρίως λόγω των διεθνών της διαστάσεων και της επίσημης ανακοίνωσής τους από την πλευρά της κυβέρνησης. Στις 2 Φεβρουαρίου του 2006 3 υπουργοί, ο Γιώργος Βουλγαράκης (Δημόσιας Τάξης), ο Αναστάσης Παπαληγούρας (Δικαιοσύνης) και ο Θόδωρος Ρουσόπουλος (Επικρατείας) ανακοινώνουν στο πανελλήνιο, ότι εντοπίστηκε, μετά από έλεγχο ρουτίνας της εταιρίας Vodafone που έγινε το 2005, εκτεταμένο δίκτυο τηλεφωνικών υποκλοπών.
Αφορούν δεκάδες πολιτικά πρόσωπα, ανάμεσά τους είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, υπουργοί, αλλά και πολλά μη πολιτικά πρόσωπα. Τα ΚΑΦΑΟ των προηγούμενων δεκαετιών αντικαθίστανται πλέον από περίπλοκα συστήματα ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων και «τηλέφωνα-σκιές» που μπορούν και καταγράφουν συνομιλίες.
Οι έρευνες οδηγούν σε ενδείξεις εμπλοκής των ΗΠΑ. Όμως ουδέποτε επισήμως τίθεται τέτοιο θέμα από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνηση. Ούτε υπάρχει κάποιου είδους παραδοχής από την αμερικανική πλευρά. Για την υπόθεση συστήνεται εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Αυτή όμως δεν καταλήγει σε κάποιο σαφές συμπέρασμα και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο το 2008.
Σε πολιτικό επίπεδο θέμα υποκλοπών και παρακολουθήσεων έχει θέσει τα τελευταία χρόνια αρκετές φορές το ΚΚΕ, μάλιστα επανέφερε με νέες καταγγελίες το θέμα προ ολίγων ημερών. Όπως επισήμανε «κάνουμε γνωστό ότι στις 18 και 20 Ιούνη έγιναν και πάλι οι γνωστές “συνακροάσεις” – υποκλοπές στα γραφεία της ΚΕ του ΚΚΕ. Εχει γίνει πλέον ενδημικό αυτό το φαινόμενο των υποκλοπών». Από τον Περισσό υπενθυμίζεται μάλιστα ότι αντίστοιχες καταγγελίες έχουν γίνει και τα προηγούμενα χρόνια αφού σημειώνεται πως «πλησιάζουν 4 χρόνια από την πρώτη δημόσια ανακοίνωση – καταγγελία του Κόμματός μας για υποκλοπές στο τηλεφωνικό κέντρο της έδρας της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό, και ενώ μεσολάβησαν δύο ακόμα κρούσματα το 2017 και το 2019».
Διαχρονικό στοιχείο
Οι υποκλοπές τηλεφωνημάτων και οι μαγνητοφωνήσεις συνδιαλέξεων είναι αναμφισβήτητα ένα διαχρονικό στοιχείο στην ελληνική πολιτική ζωή. Με πολλές μάλιστα μορφές. Μοιάζουν να έχουν την τάση να «διαπλέκονται» με μεγάλα σκάνδαλα όπως συνέβη στο παρελθόν Όταν τέτοια φαινόμενα συνδέθηκαν είτε με το σκάνδαλο Κοσκωτά το 1989, είτε με την υπόθεση της Siemens το 2006. Αντίστοιχη είναι και η σημερινή εικόνα, όπου το ηχητικό Παππά – Μιωνή έχει συνδεθεί με την διερεύνηση του σκανδάλου Novartis. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι αν παρά τον δημοφιλή χαρακτήρα τους, τέτοιου είδους πρακτικές συμβάλλουν με κάποιον ουσιαστικό τρόπο στην διαλεύκανση πολιτικών «μυστηρίων» που κατά καιρούς προκύπτουν. Η εμπειρία δεκαετιών , όπως προκύπτει από όσα παρατίθενται πιο πάνω, δείχνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις άφησαν πίσω τους περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις….