Ομόφυλα ζευγάρια: Η “κόντρα” ανάμεσα στο ΚΚΕ και τη Νέα Αριστερά
Διαβάζεται σε 6'Τις συνθήκες μιας ακόμη πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτή την φορά στο χώρο της αριστεράς, δημιουργεί το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, που ξεκίνησε χθες να συζητείται στο κοινοβούλιο.
- 06 Φεβρουαρίου 2024 06:21
Μία -ενδιαφέρουσα όσο και έντονη- πολιτική διαμάχη φαίνεται πως διεξάγεται στον χώρο της αριστεράς με αφορμή τη συζήτηση στην Βουλή για το νομοσχέδιο που αφορά την ισότητα στον γάμο και τα ομόφυλα ζευγάρια. Κύριοι φορείς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και η Νέα Αριστερά.
Οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί βρέθηκαν να έχουν τη δική τους, ξεχωριστή «σύγκρουση» στην πρώτη συζήτηση του νομοσχεδίου στις συναρμόδιες επιτροπές της Βουλής. Δίνοντας έτσι μία ακόμη διάσταση σε μια διαδικασία που ήδη έχει δημιουργήσει αντιθέσεις στο εσωτερικών πολλών κομμάτων.
Η διαφοροποίηση των απόψεων των δύο πολιτικών χώρων κινήθηκε τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό – φιλοσοφικό επίπεδο. Διαμορφώνοντας ένα είδος πολιτικής «κόντρας» που δεν είναι συνήθης στα κοινοβουλευτικά δρώμενα.
Στο επίκεντρό της βρέθηκε τόσο η πολιτική στάση των δυο σχηματισμών απέναντι στο νομοσχέδιο (το ΚΚΕ καταψηφίζει, η Νέα Αριστερά υπερψηφίζει) όσο και το ιδεολογικό τους υπόβαθρο.
Ουσιαστικά στην κοινοβουλευτική συζήτηση επιβεβαιώθηκε η πολιτική αντιπαράθεση που έτσι κι αλλιώς είχε ξεκινήσει όταν η Νέα Αριστερά ήταν η πολιτική δύναμη, που έσπευσε να ασκήσει κριτική όταν το ΚΚΕ για πρώτη φορά ανέπτυξε τις θέσεις για το εν λόγω νομοσχέδιο.
Ας δούμε όμως τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν και από τις δύο πλευρές.
Το ΚΚΕ
Από την πλευρά του ΚΚΕ, η ειδική αγορήτρια του κόμματος, Βιβή Δάγκα εγκάλεσε το σύνολο των πολιτικών κομμάτων λέγοντας πως «όλο το προηγούμενο διάστημα με ευθύνη της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, είχατε και συμπρωταγωνιστές και τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Αριστερά, αλλά και την Ελληνική Λύση, τη ΝΙΚΗ και το κόμμα Σπαρτιάτες. Άνοιξε μια συζήτηση που ουσιαστικά διαστρέβλωνε το ίδιο το περιεχόμενο της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή τι λύνει και τι όχι.
Όπως είχαμε εκτιμήσει ως Κ.Κ.Ε., δεν αφορά τη ρύθμιση των προσωπικών, οικονομικών, κοινωνικών σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών, την κοινωνική αναγνώριση της συμβίωσης τους. Ούτε αφορά στην ανάγκη να σπάσει η κοινωνική προκατάληψη σε βάρος τους, που μπορεί να δυσκολεύει την επιλογή τους στη συμβίωση, τις δυσκολίες να νοικιάσουν σπίτι να προσληφθούν σε δουλειά».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας της τόνισε πως «διαμορφώθηκε μία κάλπικη διαχωριστική γραμμή. Όποιος συμφωνεί με το νομοσχέδιο είναι προοδευτικός, όποιος διαφωνεί είναι με την ακροδεξιά και την Εκκλησία» .
Αναφέρθηκε σε «προσπάθεια που γίνεται να ταυτίζεται η επιστημονική θέση του Κ.Κ.Ε. που περιλαμβάνει και την ταξικότητα, με την αναχρονιστική σκοταδιστική τοποθέτηση της Εκκλησίας για να κρυφτεί επί της ουσίας η συντηρητική λογική του νομοσχεδίου που υπερασπίζεται την πυρηνική οικογένεια ως θεμελιακή οικονομική κοινωνική μονάδα, που απλώς εσείς θέλετε να την επεκτείνεται και σε άλλες μορφές συμβίωσης».
Επίσης, η Διαμάντω Μανωλάκου στη δική της παρέμβαση επισήμανε πως «η άρνηση της βιολογικής διαφοράς του αρσενικού και του θηλυκού, υπονομεύει δικαιώματα, κατακτήσεις και διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος, αφού η λέξη γυναίκα έχει αντικατασταθεί από το κοινωνικό φύλο, την ταυτότητα φύλου και από τη λεγόμενη συμπερίληψη και γλώσσα με ουδέτερους όρους.
Έτσι, η έγκυος μητέρα έχει αντικατασταθεί με τον όρο «το άτομο που κυοφορεί». Έχει ανοίξει ο δρόμος για μια μεγάλη επίθεση στα δικαιώματα της γυναίκας και την προστασία της μητρότητας». Παράλληλα, έκανε λόγο για «αντιλήψεις που αποσυνδέουν τον άνθρωπο από κάθε αντικειμενικό προσδιορισμό.
Για παράδειγμα, το βιολογικό φύλο ή την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει. Ωθείται έτσι να εγκλωβιστεί σε μια θολή, ρευστή, αταξική, ατομική ταυτότητα, χωρίς καμία αντικειμενική βάση. Είναι ιο μεταμοντέρνος ανορθολογισμός του ατομικού προσδιορισμού, πολύ παλιός και βαθιά αντιδραστικός. Καλλιεργείται λοιπόν, ότι η αντικειμενική πραγματικότητα, η αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει, ανεξάρτητα από τις ατομικές επιθυμίες μας και τα αισθήματά μας. Αυτές οι παλιές αντιδραστικές θέσεις παρουσιάζονται τώρα με νέο μανδύα, για να διευκολυνθεί η χειραγώγηση των εργαζομένων από το κεφάλαιο».
Η Νέα Αριστερά
Αντίστοιχη κριτική, όμως, προς το ΚΚΕ ασκήθηκε από τη Νέα Αριστερά. Ο εκπρόσωπος της Κ.Ο, Δημήτρης Τζανακόπουλος επισήμανε πως προκαλούν «απορία και προβληματισμό» οι θέσεις που εκφράζονται από το ΚΚΕ.
Εγκάλεσε μάλιστα την ομιλία της Βιβής Δάγκα ως «μια ομιλία που χαρακτηριζόταν από απόλυτη ουσιοκρατία, ξένη προς το διαλεκτικό υλισμό. Ο θεός αντικαταστάθηκε από τη φύση, όπου η φύση μάλιστα έγινε και θεμέλιο κανονιστικότητας. Η φύση απονέμει δικαιώματα, αρνείται δικαιώματα, γίνεται δικαστήριο. Προσέξτε, μετά το Σπινόζα και το 16ο αιώνα και τον 17ο αιώνα, για να το πούμε μια και έξω, η φύση δεν απονέμει δικαιώματα, δεν αποτελεί κανονιστικό θεμέλιο, δεν είναι δικαστήριο, δεν έχει σκοπούς. Δεν έχει η φύση σκοπούς από τους οποίους μπορούμε να αντλούμε ηθικά επιχειρήματα».
Σε άλλο σημείο της παρέμβασής του συνέχισε επισημαίνοντας: «Μου κάνει τρομερή εντύπωση για το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο φαντάζομαι στις περγαμηνές και στις παρακαταθήκες του εντάσσει και τη σφοδρότατη κριτική τόσο του Μαρξ όσο και του Ένγκελς απέναντι στην πυρηνική οικογένεια, στην οικογένεια δηλαδή η οποία εντάσσει στο εσωτερικό της όλη την υποκρισία των ξεχασμένων αστικών θεσμών – έτσι λέει το κομμουνιστικό μανιφέστο – που μιλά σήμερα για βιολογική συμπληρωματικότητα.
Αρνούμενο επί της ουσίας όλη την ανάλυση η οποία έχει γίνει στο πλαίσιο και του μνημειώδους εμβληματικού έργου περί της προέλευσης της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, όπου πουθενά δεν αναφέρεται η έννοια της βιολογικής συμπληρωματικότητας μεταξύ μητέρας και πατέρα.
Μου κάνει λοιπόν πολύ μεγάλη εντύπωση η υπεράσπιση ακριβώς αυτής της πυρηνικής οικογένειας, από τη μεριά του κομμουνιστικού κόμματος και με τον τρόπο που γίνεται».
Τέλος, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σχολίασε πως «το γεγονός ότι θεώρησε το Κομμουνιστικό Κόμμα ότι πρέπει να διαχωρίσει τόσο σαφώς τη θέση του από την Εκκλησία, εγγράφει και μία πολιτική ενοχή, κατά τη γνώμη μου. Διότι, αν δεν νιώθατε και εσείς οι ίδιοι ότι κάπου ταυτίζεστε με τα όσα η Εκκλησία επιχειρηματολογεί σε σχέση με το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, δεν θα νιώθατε την ανάγκη να μας πείτε πόσο πολύ διαφέρουν οι θέσεις σας από τις θέσεις της Εκκλησίας».