Παραίτηση Κοτζιά: Με στίχους από Σαββόπουλο και Χριστιανόπουλο το “καρφί” του πρώην ΥΠΕΞ στον Τσίπρα
Το πρώτο σχόλιο του παραιτηθέντα υπουργού εξωτερικών δανείστηκε στίχους από παλιότερο τραγούδι του Σαββόπουλου και ποίημα του Χριστιανόπουλου.
- 17 Οκτωβρίου 2018 16:46
Με μια “παράφραση” από στίχο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου επέλεξε να δώσει ο Νίκος Κοτζιάς ένα πρώτο σχόλιο αμέσως μετά την είδηση πως υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, η οποία και έγινε γνωστή. Για την ακρίβεια, έκανε μια σύνθεση στίχων του Διονύση Σαββόπουλου και του Έλληνα ποιητή στο πρώτο του tweet μετά την παραίτησή του.
Συγκεκριμένα, η φράση«έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» είναι από το τραγούδι «Οι παλιοί μας φίλοι» του Διονύση Σαββόπουλου, το οποίο και κυκλοφόρησε το 1966 με το θρυλικό πλέον άλμπουμ του “Φορτηγό”.
Ακούστε το κομμάτι:
Στη συνέχεια, ο Νίκος Κοτζιάς έκλεισε λέγοντας: «βαθιά να με θάψουν θέλησαν, ξέχασαν οτι είμαι σπόρος». Πρόκειται για παράφραση ενός δίστιχου του Χριστιανόπουλου.
Το μικρό αυτό δίστιχο γράφτηκε το 1978 και εντάχθηκε στο σύνολο «Το κορμί και το σαράκι» που έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. 18 χρόνια μετά, το 1995 εντάχθηκε και σε συλλογή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας σε μετάφραση στα αγγλικά από τον Νίκολας Κόστις.
Εμφανίζεται επίσης στην συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Χριστιανόπουλου το 1998 από τις εκδόσεις Διαγώνιος ενώ οριστικά καταχωρήθηκε στα «Μικρά ποιήματα» από τις εκδόσεις Ιανός το 2004.
Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι
μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα
τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ
τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια
ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ
πειράζει νὰ ἑξαιρέσουμε τὴ μοναξιά;
ἀφαίρεσε τὴ νύχτα ἀπ᾿ τὰ μάτια σου –
πῶς νὰ παλέψω μόνος με τοὺς δυό σας;
ἡ νύχτα εἶναι παγερὴ
καὶ μ᾿ ἔχεις στήσει
μὲ γέλασες
μὲ γέρασες
μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας
κάθε φορὰ ποὺ νομίζω πὼς σ᾿ ἔχω στὸ χέρι
βλέπω πόσο ὁ ἔρωτας εἶναι ἀχειροποίητος
ἔλαιον θέλω καὶ οὐ θυσίαν
κι ἐμεῖς ποὺ θυσιαστήκαμε;
κι ἐμεῖς ποὺ δὲ λαδώσαμε;
ἔχτισα τὸν παράδεισό μου
μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς κόλασής σου
θυσίασα τὸν ὕπνο μου κυρία
γιὰ νὰ διαβάσω τὰ ποιήματά σας
κι ἐκεῖνα μ᾿ ἀποκοίμησαν
Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία
τὰ πρόβατα ἀπήργησαν
ζητοῦν καλύτερες συνθῆκες σφαγῆς
«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους
ὡραῖα ἑρμηνεύεις τὰ τραγούδια
ἂς δοῦμε πῶς τὰ καταφέρνεις καὶ στὰ παρατράγουδα
καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος
μιὰ γυναῖκα στὸ δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θὰ πᾶμε στὸ σπίτι;
θὰ σὲ κρεμάσω ἀνάποδα»
γύρισα κι εἶδα τὸ μικρό:
ἤτανε κιόλας κρεμασμένο
ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;
γιὰ τὸ πέτσινο σακάκι σου
ποὺ σὲ κάνει τόσο ὡραῖο
ἔχασε τὴ ζωή του ἕνα ζῷο
καὶ κοντεύω νὰ τὴ χάσω κι ἐγώ