Παυλόπουλος: Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, η δολοφονία του Καποδίστρια και η επέκεινα πορεία προς την “ελέω Θεού” απόλυτη Μοναρχία του Όθωνα

Διαβάζεται σε 37'
Παυλόπουλος: Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, η δολοφονία του Καποδίστρια και η επέκεινα πορεία προς την “ελέω Θεού” απόλυτη Μοναρχία του Όθωνα

H ομιλία του Προκόπη Παυλόπουλος στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δημοτικού Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου του Δήμου Κορίνθου με τίτλο «Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827: Το οριστικό “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος”».

Στην ομιλία του, με τίτλο «Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827: Το οριστικό “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος”», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δημοτικού Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου του Δήμου Κορίνθου, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Πρόλογος

Στο πλαίσιο της Συνταγματικής Ιστορίας μας το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 -το οριστικό «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος»- προέκυψε από την «θεσμική γέφυρα» την οποία διασφάλισε κανονιστικώς το Σύνταγμα του Άστρους, ήτοι ο «Νόμος τῆς Ἐπιδαύρου» του 1823, όταν η Β΄ Εθνοσυνέλευση αναθεώρησε το «Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος» που είχε θεσπίσει η Α΄ Εθνική Συνέλευση, την 1η Ιανουαρίου 1822. Συγκεκριμένα, ήδη από την 18η Απριλίου 1823 η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους που ψήφισε -κατ’ αναθεώρηση του «Προσωρινοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος» του 1822- τον «Νόμον τῆς Ἐπιδαύρου», είχε προαναγγείλει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Και τούτο διότι τότε αποφασίσθηκε «νὰ προσδιορισθῇ Ἐθνικὴ Συνέλευσις εἰς ἀνάκρισιν τοῦ Πολιτεύματος μετὰ διετίαν». Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε για την 25η Σεπτεμβρίου 1825. Όμως, μετά από πολλές καθυστερήσεις εξαιτίας της κακής τροπής του Απελευθερωτικού Αγώνα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε την 6η Απριλίου 1826 στην Πιάδα. Είναι δε αξιοσημείωτο -φυσικά αρνητικώς, και για την οριστικοποίηση της θεσμικής θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους αλλά και για την πορεία του Αγώνα- ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπήρχε ουσιαστικώς «συνταγματική τάξη» στην απελευθερωμένη Ελλάδα, λόγω μη εφαρμογής του «Νόμου τῆς Ἐπιδαύρου» του 1823.

Ι. Το ιστορικό της κατάρτισης του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος»

Τον Αύγουστο του 1826 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση διασπάσθηκε, εξαιτίας της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ «αγγλόφιλων» και «γαλλόφιλων». Και η μεν «αγγλόφιλη» τάση του συνήλθε στην Αίγινα, ενώ η «γαλλόφιλη» -στην οποία προστέθηκε η νεοσύστατη «ρωσόφιλη» τάση- συνήλθε στην Ερμιόνη.

Α. Το χρονικό της διάσπασης της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης

Η αφετηρία της διάσπασης ήταν η εξής:

1. Οι βασικές αντιρρήσεις

Οι Πληρεξούσιοι που συγκεντρώθηκαν στην Αίγινα υποστήριζαν ότι μόνον η Επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης -την οποία είχε συγκροτήσει η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου προκειμένου, μεταξύ άλλων, «νὰ συγκαλέση εἰς Ἐθνικὴν Συνέλευσιν τοὺς Πληρεξουσίους» (Ψήφισμα Ε΄ της 12ης Απριλίου 1826)- είχε το δικαίωμα και να προσδιορίσει τον τόπο της νέας Εθνοσυνέλευσης, αλλά και να προσκαλέσει εκείνους μόνο τους Πληρεξουσίους που είχαν συγκροτήσει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου «ὡς συνέχειαν ἐκείνης λογιζομένην». Οι Πληρεξούσιοι στην Ερμιόνη, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι: «Ἡ ἀπόφασις τῆς ἐν Ἐπιδαύρῳ Ἐθνοσυνελεύσεως δὲν ἐστηρίζετο οὔτε εἰς τὸ νόμιμο οὔτε εἰς τὸ δίκαιον καὶ ὅτι διὰ τοῦτον τὸν λόγον ἡ Συνέλευσις ἔπρεπε νὰ συγκροτηθῇ ὅπου ἡ πλειονοψηφία ἤθελεν ἀποφασίσει, καὶ ὑπὸ πληρεξουσίων ἐκ νέου ἐκλελεγμένων».

2. Η τελική συμφωνία

Τελικώς, μετά από πολλές διαμεσολαβητικές προσπάθειες του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ -πρώτου εξαδέλφου του Τζωρτζ Κάνινγκ- αλλά και Ελλήνων πολιτικών και οπλαρχηγών αποφασίσθηκε από κοινού, την 17η Μαρτίου 1827, η Εθνοσυνέλευση να συνέλθει στην Τροιζήνα. Αξίζει, συναφώς, να αναγνωσθεί η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη με την οποία, επιδεικνύοντας ομοψυχία και συναίνεση, προέτρεψε να συνέλθει η Εθνοσυνέλευση σε τρίτο μέρος, προτείνοντας την Αίγινα ή την Σαλαμίνα. Γράφει, λοιπόν, ο μεγάλος Ρουμελιώτης στρατηγός: «Μὲ ἀπορίαν μας μεγάλην βλέπομεν τὴν ἀναβολὴν τῆς συγκροτήσεως τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, καὶ ὅτι μέχρι τοῦδε λογοτριβεῖτε περὶ τόπου, γινόμενοι εἰς δύο κόμματα οἱ πληρεξούσιοι τοῦ Ἔθνους, οἱ μὲν εἰς Αἴγιναν οἱ δὲ εἰς Ἑρμιόνην. Δυσαρεστούμεθα βλέποντες αὐτὰ τὰ δύο κόμματα νὰ διαφέρωνται πρῶτον περὶ τοῦ τόπου. Ὁ τόπος, ἀδελφοί, δὲν εἶναι ὁποὺ νὰ ἐκτελῇ τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα τοῦ Ἔθνους, ἀλλὰ τὰ καλὰ καὶ ἀπαθῆ αἰσθήματα τῶν ὑποκειμένων καὶ ἡ ὁμόνοια καὶ ἀδελφοσύνη ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρέμαται ἡ σωτηρία ὅλων μας, καὶ εἴμεθα ὅλοι ἀδελφοὶ καὶ ἕν Ἔθνος. Ἂς λείψη τὸ Πελοποννήσιοι, Νησιῶται καὶ Ρουμελιῶται, ἀλλὰ ὅλοι νὰ νομιζώμεθα ἕν ὡς καὶ εἴμεθα» (βλ. Πρακτικά της 9ης Προκαταρκτικής Συνεδρίασης της 31.1.1827 της Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης).

Β. Οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης

Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης πραγματοποίησε δέκα προκαταρκτικές συνεδριάσεις, από την 18η Ιανουαρίου του 1827 ως την 10η Φεβρουαρίου, και δεκαεπτά τακτικές, που άρχισαν την 11η Φεβρουαρίου και τέλειωσαν την 17η Μαρτίου του ίδιου έτους.

1. Το περιεχόμενο της Διακήρυξης

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 11.2.1827 Διακήρυξη της 1ης τακτικής Συνεδρίασης της Εθνοσυνέλευσης, την οποίαν υπογράφει ο Πρόεδρός της Γ. Σισίνης. Και τούτο διότι ανιχνεύεται σε αυτή το «πνεύμα» των «Ηθικών Νικομαχείων» και των «Πολιτικών» του Αριστοτέλους: «Χωρὶς ἀρετῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν αἱ Πολιτεῖαι. Ἀλλ’ ἡ ἀρετὴ γεννᾶται ἀπὸ τὴν καλὴν Νομοθεσίαν. Καὶ ἐπειδὴ δι’ αὐτῆς οἱ πολῖται γινόμενοι ἐνάρετοι τείνουσιν εἰς τὸν πρὸς ὀν ὅρον τῆς Πολιτικῆς Κοινωνίας, εἴτουν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν των, ἡ Συνέλευσις αὕτη ἐπαναλαβοῦσα τὰς ἐργασίας της ἔχει κύριον σκοπὸν νὰ τελειοποιήσῃ καθ’ ὅσον δύναται τὸ Πολίτευμα τοῦ Ἔθνους […]». Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί ότι κατά τις εργασίες της 13ης Συνεδρίασης της Εθνοσυνέλευσης αποφασίσθηκε η βάση του Ελληνικού Πολιτεύματος να είναι Κοινοβουλευτική.

2. Στην «σκιά» της πολιορκίας της Ακρόπολης

Ωστόσο, τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη επισκίασε και απασχόλησε η πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Για τα γεγονότα της πολιορκίας φρόντισε η εδρεύουσα στην Αίγινα Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας, με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη, να ενημερώνει τους Πληρεξουσίους στην Ερμιόνη, συνοδεύοντας τις επιστολές της με την αλληλογραφία που είχε με τους πολιορκημένους και παρακινώντας τους να προτρέψουν τους οπλαρχηγούς στην Ερμιόνη να εκστρατεύσουν στην Αθήνα (βλ. Πρακτικά της τελευταίας Προκαταρκτικής Συνεδρίασης της 10ης Φεβρουαρίου 1827).

α) Επίσης, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 7.2.1827 επιστολή της Εθνοσυνέλευσης προς τους πολιορκημένους της Ακρόπολης των Αθηνών. Και τούτο διότι η επιστολή αυτή σκοπό είχε, μεταξύ άλλων, να αναδείξει την αδιάκοπη πορεία της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους. Στην επιστολή αυτή αναφέρονται τα εξής: «Ἡ Συνέλευσις, ἅμα ἐπαναλαβοῦσα τὰς ἐργασίας της, εὐθὺς ἔστρεψεν τὴν προσοχήν της εἰς τὴν διάσωσιν τοῦ φρουρίου τῶν Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖο Σεῖς ὑπερασπίζεσθε. Ἡ θέσις αὕτη εἶναι καὶ θεωρεῖται ὁ προμαχών τῆς Ἑλλάδος˙ ἔνδοξος διὰ τὰς ἀρετὰς τῶν ἀθανάτων προγόνων μας, δοξάζεται τώρα καὶ πάλιν, καὶ κάμνει νέαν ἐποχὴν διὰ τῆς γενναίας καὶ ἡρωικῆς ὑπερασπίσεώς Σας. Καὶ Σεῖς, ἑνώνοντες τὰ αἵματά Σας μὲ τὴν στάκτην τῶν Θεμιστοκλέων, τῶν Κιμώνων, τῶν Μιλτιαδῶν, τῶν Ἀλκιβιαδῶν, τῶν Ἀριστειδῶν, τῶν Περικλέων, παραδίδετε τὰ ὀνοματά Σας εἰς τὴν ἀθανασίαν, εἰς τὸν θαυμασμὸν τῶν αἰώνων καὶ εἰς τὰ εὐλογίας τῶν γενεῶν. Καὶ ἐνῶ ἡ Πατρὶς θεωρεῖ εὐγνωμόνως τοὺς ἀγῶνας Σας, ἡ Συνέλευσις φροντίζει διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ ὑπεράσπισιν καὶ ἀσφάλειάν Σας καὶ τοῦ Φρουρίου» (βλ. Πρακτικά της Α’ τακτικής Συνεδρίασης της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης της 11ης Φεβρουαρίου 1827).

β) Συγκλονιστική είναι και η από 17.2.1827 επιστολή των αγωνιστών του φρουρίου της Ακρόπολης: «Μὲ μεγάλην οἰκονομίαν καὶ στενοχωρίαν ὑποφέραμε ἕως τὴν σήμερον, Μητέρα, ἀδέλφια, ὑστερηθήκαμεν ἀπὸ ὅλα, μόνο ἕνα σιτάρι ξηρὸν μᾶς ἔμεινεν. Οὔτε μύλος γερὸς μᾶς ἔμεινε νὰ ἀλέσωμεν οὔτε ξύλα νὰ ψήσωμεν, ὅσα σπήτια καὶ καλύβες ὁποὺ εἴχαμε καὶ ἐκαθόμαστε μέσα, καὶ αὐτά τα χαλάσαμεν καὶ τὰ ἐκάψαμεν διὰ τὸ ψωμί. Τώρα ἀδέλφια ἐμείναμεν ὅλοι εἰς τὰ ἀνοικτὰ λαβωμένοι καὶ ἄρρωστοι καὶ ἐπίλοιποι. Οἱ ἄρρωστοι ἀποθαίνουν ἀδίκως μὲ τὸ νὰ μὴ ἔχουν τὰ ἀναγκαῖα τους, σχεδὸν τίποτε, τόσον καὶ λαβωμένοι δὲν ἔχουν οὔτε ἀλοιφὴ οὔτε ξαντὸ οὔτε δεσίματα, ἀλλὰ βρωμίζουν καὶ ἀποθαίνουν. Τὸ λοιπὸν ἀδελφοί, ἡμεῖς οἱ ὀλίγοι γεροὶ ὁποὺ μείναμεν εἰς τί νὰ παραστεκόμαστε; Εἰς τοὺς ἀρρώστους; Εἰς τοὺς πληγωμένους; Ἢ εἰς τὸ τουφέκι; χανόμεθα ἀδέλφια» (βλ. Πρακτικά 8ης Συνεδρίασης της 24ης Φεβρουαρίου1827). Τελικώς, σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης, λήφθηκε η απόφαση, στην 2η Συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου1827, για την αποστολή εκστρατευτικού σώματος 4.500 χιλιάδων ανδρών στην Αθήνα, υπό την ηγεσία του Ιωάννη Θ. Κολοκοτρώνη, προκειμένου να συνδράμει τους πολιορκημένους.

3. Τέλος καλό όλα καλά

Στις κρίσιμες αυτές στιγμές οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη ολοκληρώθηκαν την 17η Μαρτίου 1827 και οι Πληρεξούσιοι, με πνεύμα πραγματικής εθνικής συμφιλίωσης, συνήλθαν στην Τροιζήνα, όπου την 1η Μαΐου 1827 ψηφίσθηκε το οριστικό «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος». Η αισιοδοξία που άρχισε να ξαναγεννιέται μετά τα τραγικά γεγονότα της πολιορκίας της Ακρόπολης των Αθηνών και τις διχαστικές τάσεις, οι οποίες είχαν επικρατήσει το προηγούμενο διάστημα, πέρασε στους στίχους που τραγουδιούνταν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα: «Στὴν Αἰγίνη δὲ θὰ γίνει./Στην Ἑρμιόνη δὲν τελειώνει./Στο Δαμαλά [Τροιζήνα] πάει καλά./Εκεί θὰ τελειωθεῖ/καὶ ἡ Ἑλλάδα θὰ σωθεῖ» (Ιωάννου Ηρ. Μάλλωση, Η εν Ερμιόνη Γ’ Εθνοσυνέλευσις, Αθήναι 1930, σ. 18).

4. Η Εθνεγερσία του 1821 στο στόχαστρο του Μέττερνιχ

Πρέπει να τονισθεί με έμφαση πως το εξαιρετικά φιλελεύθερο, για τα δεδομένα της εποχής, πνεύμα του Συντάγματος, στο οποίο κατέληξε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποκτά πολύ μεγαλύτερη αξία, αν αναλογισθεί κανείς πόσο επιφυλακτική ήταν ακόμη η συντηρητική πλευρά της Ιεράς Συμμαχίας -παρά τις διαφοροποιήσεις της σε σχέση με τις αρχικές, εντόνως αρνητικές, αντιδράσεις της- έναντι της Εθνεγερσίας του 1821. Άκρως ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα κειμένου του Μέττερνιχ του 1825, λίγο πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2021, σελ. 185 επ.): «Ἐπαναστάσεις ὡς ἐκεῖναι τῶν δύο Χερσονήσων τῆς Μεσημβρινῆς Εὐρώπης, αἱ ὁποῖαι δὲν ἐπεδίωκον τίποτε ὀλιγώτερον παρὰ τὴν ἀνατροπὴν τοῦ συνόλου τῶν θεμελίων καὶ θεσμῶν ἐπὶ τῶν ὁποίων ἡδράζοντο τὰ βασίλεια ταῦτα … παρόμοιαι ἐπιχειρήσεις διαφέρουν κατὰ πολὺ τοῦ κινήματος ἑνὸς πληθυσμοῦ κατέχοντος τμῆμα ἑνὸς μεγάλου Κράτους καὶ ἀποβλέποντος εἰς τὴν πολιτικὴν ἀνεξαρτησίαν τοῦ τμήματος αὐτοῦ. Ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάστασις ὁμοιάζει πολὺ περισσότερον μὲ τὰς ταραχὰς αἱ ὁποῖαι λαμβάνουν χώραν ἐν Ἰρλανδίᾳ καὶ αἱ ὁποῖαι τὴν στιγμὴν ταύτην ἐπαναλαμβάνονται ἐκ νέου μὲ μίαν ἔντασιν λίαν ἀνησυχητικὴν διὰ τὴν Ἀγγλικὴν κυβέρνησιν παρὰ μὲ τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἠφάνισαν τὴν Ἱσπανίαν, τὴν Πορτογαλίαν καὶ τὴν Ἰταλίαν καὶ τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς πολὺ μεγαλύτερον βαθμὸν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως ἢ καὶ τῆς Ἀγγλικῆς τοῦ δεκάτου ἑβδόμου αἰῶνος. Ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάστασις παρουσιάζει μάλιστα περισσότερον ἀναλογίαν μὲ ἐκείνη τῶν Ἀμερικανικῶν ἀποικιῶν, τῶν ὁποίων σκοπὸς ἦτο ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τὴν μητέρα-πατρίδα, ἂν ἦτο δυνατὸν βεβαίως νὰ συγκριθῇ ἡ Ἑλλὰς πρὸς τὰ εἰρημένας χώρας, τελείως ἀπεχούσης λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως τῶν μεγάλων πολιτικῶν σωμάτων, εἰς τὴν ὁποία χρεωστοῦν τὴν ὕπαρξιν καὶ τὸν πολιτισμόν των. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀναμφιβόλως ἐταύτισεν κατὰ κάποιον τρόπον τὴν ἐπανάστασιν τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰς ἄλλας ἐπαναστάσεις, τῶν ὁποίων ὑπήρξαμε μάρτυρες, εἶναι ἡ ἐπίδρασις τὴν ὁποίαν αἱ ἐπαναστατικαὶ φατρίαι ἤσκησαν ἐπὶ τῶν ταραχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τὸ πνεῦμα, αἱ ἀρχαί, τὰ σχήματα τὰ ὁποῖα αἱ φατρίαι αὗται ἐνετύπωσαν εἰς ἕν κίνημᾳ, τὸ ὁποῖον ὡς πρὸς τὰς πρώτας του ἀφορμάς καὶ τὸν ἀντικειμενικόν του σκοπὸν ἐφαίνετο ὡς μὴ ἔχον σχέσιν πρὸς τὰς μηχανορραφίας τὰς ὁποίας εἶχαν ἐξυφάνη εἰς τὴν λοιπὴν Εὐρώπην. Καὶ ἀκόμη πρέπει νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι, ἐνῷ αἱ θεωρίαι καὶ συνωμοσίαι, αἱ στρεφόμεναι κατὰ τῶν πρώτων βάσεων τοῦ παλαιοῦ κοινωνικοῦ συστήματος, ὑπῆρξαν εἰς τὰς ἐπαναστάσεις τῆς Ἱσπανίας καὶ Ἰταλίας, ὁ ἀπροκάλυπτος σκοπὸς καὶ τὸ σπουδαιότερον κίνητρον τῶν ταραχοποιών, παρεισέφρησαν ὡς πρόσθετα στοιχεῖα εἰς τὴν ἐπανάστασιν τῆς Ἑλλάδος, ὁ δὲ ρόλος των ὑπῆρξε ἁπλῶς δευτερεύων. Ἐὰν ὑφίστατο ἀπόλυτος ὁμοιομορφία [τῶν κρίσεων], αὕτη θὰ ἐδικαιολόγη ἢ μᾶλλον θὰ ἀπήτη ταυτότητα ἐνεργειῶν ἢ μέτρων. Ἐὰν ἡ ἐπανάστασις τῶν Ἑλλήνων ἠδύνατο ἀσφαλῶς νὰ τεθῇ εἰς τὴν ἰδίαν κατηγορίαν μὲ ἐκείνας αἱ ὁποῖαι ἀναστάτωσαν τὴν Ἱσπανίαν καὶ τὴν Ἰταλίαν, αἱ Δυνάμεις δὲν θὰ εὑρίσκοντο καθόλου πρὸ διλήμματος ποίαν στάσιν νὰ υἱοθετήσουν ἡ ὁμοιομορφία τῶν νόσων ἀπαιτεῖ ὁμοιομορφίαν φαρμάκων ἄρα διὰ τῆς ἐφαρμογῆς εἰς τὴν ἐπανάστασιν ταύτην τῶν ἀρχῶν αἱ ὁποῖαι ἐνέπνευσαν τὰς Συμμαχικὰς Δυνάμεις εἰς τὸν ἀγῶνα των κατὰ τῆς Νεαπόλεως, τοῦ Πεδεμοντίου καὶ τῆς Ἱσπανίας, τὸ ἔργο μας καθιστάμενον ἴσως δυσκολώτερον λόγῳ πλήθους τοπικῶν περιστάσεων, θὰ ἦτο ἐν τούτοις ἐξίσου ἁπλοῦν καὶ σταθερόν. Δὲν νομίζομεν ὅμως ὅτι τοιαύτη περίπτωσις καὶ μακρὰν τοῦ νὰ παραδεχθῶμεν τὴν ἀπόλυτον ὁμοιομορφίαν τῶν κατατάσεων, ἀντλοῦμεν κυρίως ἐλπίδας ἀπὸ τὰς διαφοράς των διὰ νὰ συνδράμωμεν εἰς τὴν εἰρήνευσιν τῆς Ἑλλάδος ἄνευ παραβιάσεως οὐδεμιᾶς τῶν ἀρχῶν, τὰς ὁποίας θεωροῦμεν σανίδα σωτηρίας εἰς τὸν καιρὸν τῆς καταιγίδος…».

ΙΙ. Η δομή και το περιεχόμενο του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος»

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 κατά γενική ομολογία -και ανεξάρτητα από τις μετέπειτα περιπέτειες εφαρμογής του λόγω της αρνητικής συγκυρίας που διαμορφώθηκε -θεωρείται ως ένα από τα αρτιότερα στην συνταγματική μας ιστορία, και μάλιστα με βάση τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Τούτο οφείλεται, κατ’ εξοχήν, στα θεσμικά του χαρακτηριστικά, τα οποία αναδεικνύουν την πρώιμη εμπέδωση και επιρροή εξαιρετικά προωθημένων φιλελεύθερων δημοκρατικών ιδεωδών, όπως αυτά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται από την θεσμική και πολιτική μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και της εξ αυτής προκύψασας Διακήρυξης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί -για λόγους που αφορούν την πορεία εξέλιξης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους- ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», ήταν εκείνο, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη του νεοσύστατου ακόμη Ελληνικού Κράτους. Και τούτο, διότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 προέβλεπε -δίχως όμως να προσδιορίζει τον τρόπο εκλογής του, παραπέμποντας απλώς σε ειδικό εκτελεστικό νόμο- ως επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, με ενισχυμένες εξουσίες, μονοπρόσωπο όργανο, τον Κυβερνήτη, του οποίου η θητεία οριζόταν επταετής.

Α. Το φιλελεύθερο πνεύμα των Θεσμών του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος»

Από τις μεγάλες -και πάλι για τα δεδομένα και την συγκυρία εκείνης της εποχής- καινοτομίες του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος» του 1827, οι οποίες αναδεικνύουν την φιλελεύθερη νοοτροπία του, όσον αφορά τόσο τους Δημοκρατικούς Θεσμούς εν γένει όσο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, επισημαίνονται, ενδεικτικώς, οι εξής:

1. Η Δημοκρατική Αρχή

Εμβληματική, στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, είναι η καθιέρωση ρυθμίσεων, οι οποίες αναδεικνύουν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις εγγυήσεις τήρησης της Δημοκρατικής Αρχής. Μεταξύ αυτών σπουδαιότερες κρίνονται:

α) Πρώτον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος», «ἡ κυριαρχία ἐνυπάρχει εἰς τὸ Ἔθνος, πᾶσα ἐξουσία πηγάζει ἐξ αὐτοῦ». Η επιρροή των ρυθμίσεων αυτών είναι και σήμερα ακόμη εμφανής, αν αναχθεί κανείς στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματός μας: «2. Θεμέλιο τοῦ Πολιτεύματος εἶναι ἡ λαϊκὴ κυριαρχία. 2. Ὅλες οἱ ἐξουσίες πηγάζουν ἀπὸ τὸν Λαό, ὑπάρχουν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἔθνους καὶ ἀσκοῦνται ὅπως ὁρίζει τὸ Σύνταγμα».

β) Δεύτερον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η θεμελιώδης αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», «ἡ κυριαρχία τοῦ Ἔθνους διαιρεῖται εἰς τρεῖς ἐξουσίας. Νομοθετικήν, Νομοτελεστικὴν καὶ Δικαστικήν». Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί βασίμως ότι στο σημείο αυτό το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, εμφανώς επηρεασμένο από το Σύνταγμα των ΗΠΑ του 1787, υιοθέτησε, προσθέτοντας στοιχειώδεις μηχανισμούς εξισορρόπησης καθεμιάς Εξουσίας, την θεμελιώδη αρχή της λειτουργίας του Πολιτεύματος μέσω των εγγυήσεων κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων» («Checks and Balances»)

2. Οι σημαντικότερες εγγυήσεις

Προς την ίδια κατεύθυνση πρέπει να επισημανθεί και τούτο:

α) Το «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», καθιερώνοντας τον κανόνα πως κάθε Βουλευτής είχε το «δικαίωμα νὰ ζητῇ καὶ νὰ λαμβάνῃ τὰς ἀναγκαίας πληροφορίας ἀπὸ τὰς γραμματείας περὶ παντὸς πράγματος συζητουμένου εἰς τὴν Βουλήν», έθετε τις πρώτες βάσεις του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου και, εν τέλει, της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της Εκτελεστικής Εξουσίας.

β) Διευκρινίζεται, επίσης, ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 η Βουλή «τροπολογεῖ καὶ ἀκυρώνει τοὺς νόμους, πλὴν τῶν συνταγματικῶν». Με τον τρόπο αυτό -πλην άλλων συναφών- καθιερώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, και η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου και των, υποδεέστερων αυτού, κανονιστικού περιεχομένου κανόνων δικαίου. Με άλλες λέξεις, το ως άνω Σύνταγμα καθιέρωνε από τότε, με τρόπο ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο θεσμικώς, την δομή και την ιεραρχία της Έννομης Τάξης.

Β. Η συνταγματική κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Περαιτέρω, το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος», διακρίνεται εντόνως και σαφώς για την προσήλωσή του στις προωθημένες φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και όσον αφορά τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι ακόλουθες ρυθμίσεις του είναι άκρως ενδεικτικές εν προκειμένω:

1. Το Α΄ Κεφάλαιο

Στο Α΄ Κεφάλαιο, και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 1, καθιερώνεται μεν ως επικρατούσα θρησκεία εκείνη της «Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», όμως εξίσου καθιερώνεται ρητώς, ως θεμελιώδες δικαίωμα, η Θρησκευτική Ελευθερία: «Καθεὶς εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐπαγγέλλεται τὴν θρησκεία του ἐλευθέρως, καὶ διὰ τὴν λατρείαν αὐτῆς ἔχει ἴσην ὑπεράσπισιν».

2. Το Γ΄ Κεφάλαιο

Στο Γ΄ Κεφάλαιο, και υπό τον τίτλο «Δημόσιον δίκαιον τῶν Ἑλλήνων», εισάγεται, με εξαιρετικά προοδευτικό πνεύμα, σειρά ρυθμίσεων περί βασικών γενικών αρχών με συνταγματική ισχύ καθώς και περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα είναι η θέση:

α) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αρχής της Ισότητας: «Ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τῶν νόμων». Οι επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου τούτου εξειδικεύουν την αρχή της Ισότητας, υιοθετώντας εγγυήσεις:

α1) Αναφορικά με την αρχή της Αξιοκρατίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8: «Ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἶναι δεκτοὶ ἕκαστος κατὰ τὸ μέτρον τῆς προσωπικῆς του ἀξίας, εἰς ὅλα τὰ δημόσια ἐπαγγέλματα, πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά».

α2) Αναφορικά με την αρχή της Ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10: «Αἱ εἰσπράξεις διανέμονται εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς ἐπικρατείας δικαίως, καὶ ἀναλόγως τῆς περιουσίας ἑκάστου. Καμμία δὲ εἴσπραξις δὲν γίνεται χωρὶς προεκδεδομένον νόμον, καὶ κανεὶς νόμος περὶ εἰσπράξεως δὲν ἐκδίδεται εἰμὴ δι’ ἕν καὶ μόνον ἔτος».

β) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 προσωπικής ελευθερίας: «Ὁ νόμος ἀσφαλίζει τὴν προσωπικὴν ἑκάστου ἐλευθερίαν κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐναχθῇ ἢ φυλακωθῄ εἰμὴ κατὰ τοὺς νομικοὺς τύπους».

γ) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 δικαιώματος στην ιδιοκτησία, με παράλληλη μάλιστα εισαγωγή εγγυήσεων για την δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης: «Ἡ Κυβέρνησις ἠμπορεῖ ν’ ἀπαιτήσῃ τὴν θυσίαν τῶν κτημάτων τινός, διὰ δημόσιον ὄφελος, ἀποχρώντως ἀποδεδειγμένον, ἀλλὰ διὰ προηγουμένης ἀποζημιώσεως».

δ) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου: «Ὁ νόμος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ὀπισθενεργὸν δύναμιν».

ε) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 δικαιώματος του αναφέρεσθαι: «Καθεὶς δύναται ν’ ἀναφέρεται πρὸς τὴν Βουλὴν ἐγγράφως, προβάλλων τὴν γνώμην τοῦ περὶ παντὸς δημοσίου πράγματος».

στ) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ελευθερίας του Τύπου: «Οἱ Ἕλληνες ἔχουσι τὸ δικαίωμα χωρὶς πρὸ ἐξέτασιν νὰ γράφωσι, καὶ νὰ δημοσιεύωσιν ἐλευθέρως διὰ τοῦ τύπου ἢ ἀλλέως τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ γνώμας των, φυλάττοντες τοὺς ἀκολούθους ὅρους: α΄ Νὰ μὴν ἀντιβαίνωσιν εἰς τὰ ἀρχὰς τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. β΄ Νὰ μὴν ἀντιβαίνωσιν εἰς τὴν σεμνότητα. γ΄ Νὰ ἀποφεύγωσι πᾶσαν προσωπικὴν ὕβριν καὶ συκοφαντίαν».

3. Η κατάργηση των τίτλων ευγενίας

Τέλος -καίτοι τούτο ενέχει περισσότερο συμβολική αξία- είναι χαρακτηριστικό ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 διακηρύσσουν, πανηγυρικώς και εκτενώς, την απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας: «Κανένας τίτλος εὐγενείας δὲν δίδεται ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ πολιτείαν καὶ κανεὶς Ἕλλην εἰς αὐτὴν δὲν ἠμπορεῖ, χωρὶς τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Κυβερνήτου, νὰ λάβῃ ὑπούργημα, δῶρον, ἀμοιβήν, ἀξίωμα, ἢ τίτλον παντὸς εἴδους ἀπὸ κανένα μονάρχην, ἡγεμόνα ἢ ἀπὸ ἐξωτερικὴν ἐπικράτειαν».

ΙΙΙ. Η «αδύνατη» εφαρμογή του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος»

Πριν την ψήφιση του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος», την 1η Μαΐου 1827 κατά τα προαναφερόμενα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση είχε προχωρήσει, προσβλέποντας σε άμεση εφαρμογή του, στην επιλογή ενός συστήματος Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας μ’ επικεφαλής μονοπρόσωπο όργανο, τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Ειδικότερα, την 27η Μαρτίου 1827 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε, ομοφώνως, «ἡ Νομοτελεστικὴ δύναμις νὰ παραδοθεῖ εἰς ἕνα καὶ μόνον», προκειμένου ν’ αποφευχθούν στο μέλλον «ὅσα κακὰ ἐπήγασαν εἰς τὸ διάστημα τοῦ ἑπταετοῦς ἀγῶνος … ἀπὸ τὴν πολυμέλειαν τῆς Νομοτελεστικῆς Δυνάμεως». Τα πράγματα εξελίχθηκαν ταχύτατα, και με πρωτοβουλία κυρίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εκλέγεται ομοφώνως –με το Ψήφισμα ΣΤ΄– την 3η Απριλίου 1827, από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, ως «Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος» ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ταυτοχρόνως, με το Θ΄ Ψήφισμα η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συγκρότησε μεταβατική τριμελή «Ἀντικυβερνητικὴν Ἐπιτροπήν», με περιορισμένες αρμοδιότητες, ως την έλευση στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, η οποία «ἐμπεπιστευμένη τὴν νομοτελεστικὴν δύναμιν, θέλει κυβερνήσει τὸ Ἔθνος… Ἡ διάρκεια τῆς Ἀντικυβερνητικῆς Ἐπιτροπῆς προσδιορίζεται ἄχρι τῆς ἀφίξεως τοῦ Κυβερνήτου, ὅτε ἡ Ἐπιτροπὴ παύει». Επισημαίνεται, ότι το σκεπτικό της επιλογής του Ιωάννη Καποδίστρια, ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, είναι άκρως ενδεικτικό του ότι τελική ομολογημένη πρόθεση των Αγωνιστών της Εθνεγερσίας ήταν η τοποθέτηση, ως επικεφαλής του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, όχι μονάρχη αλλά «Κυβερνήτη», δηλαδή κρατικού οργάνου που κυβερνά όχι «ἐλέῳ Θεοῦ», αλλά με βάση το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία. Επιπλέον δε προσώπου Ελληνικής καταγωγής, με καθαρώς πολιτικά χαρακτηριστικά. Άκρως ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα του ως άνω ΣΤ΄ Ψηφίσματος της 3ης Απριλίου 1827: «Ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευσις, θεωρεῖ ὅτι ἡ ὑψηλὴ τέχνη του κυβερνᾶν την Πολιτείαν καὶ φέρειν πρὸς εὐδαιμονίαν τὰ Ἔθνη, ἡ ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ πολιτική, ἀπαιτεῖ πολιτικὴν πεῖραν καὶ πολλὰ φῶτα, τὰ ὁποῖα ὁ βάρβαρος ὀθωμανὸς δὲν ἐπέτρεψε ποτὲ εἰς τοὺς Ἕλληνες. Θεωρεῖ ὅτι ἀπαιτεῖται ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ὁ κατὰ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν πολιτικὸς Ἕλλην, διὰ νὰ κυβερνήσει κατὰ τὸν σκοπὸν τῆς πολιτικῆς κοινωνίας».

Α. Η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα και η ανάληψη των καθηκόντων του

Την 8η Ιανουαρίου 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο. Ανέλαβε τα καθήκοντά του την 11η Ιανουαρίου 1828 στην Αίγινα, όταν του μεταβιβάσθηκε η Εκτελεστική Εξουσία από την «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν». Η ορκωμοσία του ως πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος» πραγματοποιήθηκε την 26η Ιανουαρίου 1828. Η κατάσταση που αντιμετώπισε, ευθύς εξ αρχής, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, κατά την επιεικέστερη έκφραση, δραματική. Αντί άλλης περιγραφής αρκεί το εξής απόσπασμα από τα «Απόλογα του Καποδίστρια» του Γ. Τερτσέτη, όπου καταγράφεται συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη: «Εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμε ὅλοι ζώνη δερματένια καὶ νὰ τρῶμε ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο. Εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ στὴν Αἴγινα δὲν εἶδα κάτι παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδεῖ… Ζήτω ὁ Κυβερνήτης, ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλιασμένες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ σπηλιές. Δὲν ἦταν τὸ συναπάντημά μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος».

1. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Ουδείς, λοιπόν, μπορεί να αμφισβητήσει, με τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει μια κατάσταση πραγματικής έκτακτης ανάγκης, μέσα στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να πάρει, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσεις στοιχειώδους ανάταξης της Ελλάδας προκειμένου να συνεχίσει τον Αγώνα της Απελευθέρωσης και να επιδιώξει την ανακούφιση του δεινώς χειμαζόμενου πληθυσμού. Και ναι μεν, όπως ήδη τονίσθηκε, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» συνιστούσε έναν θεσμικώς άψογο «Καταστατικό Χάρτη» για την οργάνωση μιας σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με επικεφαλής τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Πλην όμως είναι, και σήμερα, προφανές ότι η πλήρης και συνεπής εφαρμογή του, υπό τις συνθήκες της εποχής, ήταν ουσιαστικώς αδύνατη.

α) Μια λύση θα ήταν η κατά περίπτωση εφαρμογή του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος», κάτι όμως το οποίο αφενός δεν συνάδει προς την ίδια την φύση κάθε σύγχρονου Συντάγματος –αυθαίρετη εφαρμογή του Συντάγματος à la carte ισοδυναμεί με υποβάθμιση και, εν τέλει, αναίρεσή του στην πράξη– και, αφετέρου, ήταν εντελώς αντίθετη προς την νοοτροπία του Ιωάννη Καποδίστρια. Στην νοοτροπία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, με βάση και τον ασυμβίβαστο –όπως είχε φανεί καθαρά σε όλη την πολιτική διαδρομή του– χαρακτήρα του, ταίριαζε το «salus populi suprema lex esto». Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Ιωάννης Καποδίστριας έκρινε, αμέσως, απαραίτητη την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του Πολιτεύματος έτσι ώστε, συγκεντρώνοντας εν πολλοίς στα χέρια του την κρατική εξουσία, από την μια πλευρά να λάβει τις αναγκαίες μεγάλες αποφάσεις για την «Σωτηρίαν τῆς Πατρίδος». Και, από την άλλη πλευρά, να καταδείξει στο εξωτερικό -και ιδίως προς την «Ἱερὰ Συμμαχία», που καραδοκούσε για να δείξει ότι το Ελληνικό Κράτος-Έθνος δεν μπορούσε να οργανωθεί και να λειτουργήσει– πως το εγχείρημα θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους δεν ήταν «ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν».

β) Με επιδέξιους αποφασιστικούς χειρισμούς, ο Ιωάννης Καποδίστριας έπεισε την Βουλή για την κρισιμότητα των καιρών. Και έτσι, με το Ψήφισμα ΝΗ΄ της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή αποδέχθηκε και ενέκρινε την εισήγηση του Κυβερνήτη για «σχέδιον μεταβολῆς διοικήσεως προσωρινῆς», με το ακόλουθο αιτιολογικό: «Ἐπειδὴ ὁ παρὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἐμπεπιστευμένος τὰ ἡνία τῆς Κυβερνήσεως Κύριος Ἰωάννης Α. Καποδίστριας ἔφθασεν εἰς τὴν Ἑλλάδα· Ἐπειδὴ αἱ δειναὶ τῆς Πατρίδος περιστάσεις καὶ ἡ διάρκεια τοῦ πολέμου δὲν ἐσυγχώρησαν, οὔτε συγχωροῦσι τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἐν Τροιζήνι ἐπικυρωθέντος καὶ ἐκδοθέντος Πολιτικοῦ Συντάγματος καθ’ ὅλην αὐτοῦ τὴν ἔκτασιν· Ἐπειδὴ ἡ σωτηρία τοῦ Ἔθνους εἶναι ὁ ὑπέρτατος πάντων τῶν Νόμων· καὶ Ἐπειδὴ ἡ Βουλὴ ἀνεδέχθη παρὰ τῶν Λαῶν τὴν πρόνοιαν τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας· Ἡ Βουλὴ μόνον σκοπὸν ἔχουσα τὸ νὰ σωθῇ ἡ Ἑλλάς, καὶ ὡς ἱερώτερόν της χρέος θεωροῦσα τοῦτο, καὶ τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τοῦ ὁποίου ἐνεπιστεύθη τὴν φροντίδα· Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κυβερνήτης ἐπρόβαλε σχέδιον μεταβολῆς Διοικήσεως προσωρινῶς». Υπό τις συνθήκες αυτές ανεστάλη η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Η Βουλή ουσιαστικώς αυτοκαταργήθηκε- «ἀποτίθεται ἡ Βουλή, τὸ ὁποῖον ἀνέλαβε χρέος τῆς νομοδοτικῆς ἐξουσίας»– και οργανώθηκε «προσωρινὴ Διοίκησης τῆς Ἐπικρατείας». Η νομοθετική εξουσία περιήλθε στον Κυβερνήτη και ιδρύθηκε συμβουλευτικό συλλογικό όργανο, το «Πανελλήνιον». Το όργανο αυτό αποτελούσαν 27 μέλη που διόριζε ο Κυβερνήτης και διαιρείτο σε τρία τμήματα, με ειδικότερα για καθένα αντικείμενα τις γνωμοδοτήσεις προς τον Κυβερνήτη επί οικονομικών θεμάτων, θεμάτων περί τα εσωτερικά ζητήματα και περί τα ζητήματα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, πριν από την λήψη εκ μέρους του των τελικών αποφάσεων με την μορφή ψηφισμάτων.

γ) Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας λειτουργεί εφεξής ως μονοπρόσωπο κυβερνητικό όργανο, επικουρούμενος από τον «Γραμματέα τῆς Ἐπικρατείας» –πρώτος ορίσθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης, προσκείμενος στο «αγγλικό κόμμα»– και από ένα στοιχειώδες Υπουργικό Συμβούλιο, του οποίου τα μέλη «παραδέχονται τὴν διεύθυνσιν τοῦ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος εἰς τὰ ἐμπιστευθέντα εἰς αὐτοὺς ἔργα». Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι θεσμικές διεργασίες, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε την σύγκληση, από κοινού με την Βουλή, της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, εντός του Απριλίου του 1828 για την θέσπιση νέου Συντάγματος. Στο μεταξύ διευκρινίσθηκε ότι γίνεται αποδεκτό «σύστημα προσωρινῆς Κυβερνήσεως, θεμελιωμένου, ἐν τοσούτῳ, ἐπάνω εἰς τὰς βάσεις τῶν πράξεων τῆς Ἐπιδαύρου, τοῦ Ἄστρους καὶ τῆς Τροιζῆνος».

δ) Στο σημείο αυτό, ως στοιχείο της μεγάλης προσφοράς του Ιωάννη Καποδίστρια στην ολοκλήρωση της προσπάθειας δημιουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, πρέπει να επισημανθεί και το εξής ιστορικό δεδομένο: Κατά την Συνδιάσκεψη των Πληρεξουσίων των Τριών Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) στο Λονδίνο –20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1828– μεταξύ άλλων δόθηκαν κοινές οδηγίες προς τους αντίστοιχους πρέσβεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων και με την Ελλάδα, ιδίως ως προς τον καθορισμό των ορίων του υπό ίδρυση Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Με εμπιστευτικό υπόμνημά του προς τους πρέσβεις –κατά την Συνδιάσκεψη του Πόρου την 12η Δεκεμβρίου 1828– ο Ιωάννης Καποδίστριας πρότεινε συγκεκριμένα όρια μέσ’ από μια οξυδερκέστατη ανάλυση, η οποία στηριζόταν βεβαίως στην «αρχή της αυτοδιάθεσης» (ή «αρχή των εθνοτήτων»), πλην όμως προσέθετε περιοχές που ήταν απαραίτητες για την, υπό όρους διάρκειας, ασφάλεια του Ελληνικού Κράτους. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα του υπομνήματος αυτού του Ιωάννη Καποδίστρια (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σελ. 12 επ.):

δ1) «Τὸ περὶ ὁρίων σπουδαιότατο ζήτημα θέλει λυθεῖ συμφωνότατα πρὸς τὴν λογικὴ καὶ τὸν σκοπὸν τῆς συνθήκης, ἂν ἡ ὀροθετικὴ γραμμὴ χωρίση ἀπὸ τῆς Ὀθωμανικῆς κυριότητος μόνον τὰς ἐπαρχίας καὶ τὰς νήσους ὅπου ἡ ἀρχὴ τῆς ἐπὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἀσυμβίβαστον συνυπάρξεως τῶν δύο λαῶν ἀκριβέστατα προσαρμόζεται, τῶν Ἑλλήνων πολὺ ὑπερεχόντων τῶν Τούρκων κατὰ τὸ πλῆθος».

δ2) «Τὰ μάλιστα περιωρισμένα ὅρια τῆς Ἑλλάδος ἤθελον εἶσθαι τὰ ἀπὸ τοῦ Κόλπου τοῦ Βόλου ἀρχόμενα, καὶ ἀφήνοντας μὲν εἰς τοὺς Τούρκους τὴν Θεσσαλίαν καὶ πολλὰ τῆς Ἠπείρου μέρη, διὰ δὲ τῶν ἰσχυροτάτων ὅσων ἔνεστι ὀρεινῶν τόπων φθάνοντα εἰς Σαγιάδα. Καὶ ὅμως ἡ τοιαύτη ὀροθεσία ἤθελε παραδώση εἰς τοὺς Τούρκους ἐπαρχίας τὸ πλεῖστον καὶ χρησιμώτατον μέρος τῶν κατοίκων ἐχούσας ἐξ Ἑλλήνων».

δ3) «Ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν περιοχῶν αὐτῶν (Ἤπειρος, Θεσσαλία) συστρατεύονται στὴν Ἑλλάδα μὲ τοὺς ἐπὶ οκταετία πολεμήσαντες τοὺς Τούρκους συμπατριώτας τους, πὼς οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν ποὺ μένουν ἐκεῖ θὰ μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν στὸ ἑξῆς νὰ θεωρήσουν ὑποφερτὴ τῶν Τούρκων δεσποτείαν; Καί, ἂν πάλι δεχθοῦμε αὐτοὺς εἰς τὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτειαν μποροῦμε νὰ τοὺς κρατήσουμε ἐντὸς τῶν χαραγμένων ὁρίων; ἢ ἐπειδὴ θὰ ἔχουν αὐτοὶ τὴν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν νὰ ἀπολαύσουν τὶς ἑστίες τους, δὲν θὰ ἐφαρμόσουν καὶ ἀνοίξουν καὶ πάλι τὸν πόλεμο σ’ ἐκεῖνες τὶς ἐπαρχίες ὅπου οἱ καπετάνιοι αὐτῶν ζοῦν ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἀπὸ τὴν τέχνη τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἄλλων παρεπομένων;».

δ4) «Ἡ φυσικωτάτη ὀροθεσία ἐξ ἧς μόνον ἤθελεν ἀποκτήσει ἡ νέα Ἐπικράτεια τὸν προσήκοντα σχηματισμὸν πρὸς προφύλαξιν ἀπὸ τῶν Τούρκων καὶ πρὸς ἀποκατάστασιν ὅρων ὑγιοῦς διαβιώσεως, θὰ ἦταν στὴν μὲν ξηρὰ ἡ γραμμὴ ἀπὸ τὴν βάσιν τοῦ Ὀλύμπου στὸν Θερμαϊκὸ Κόλπο, διὰ μέσου τοῦ ὅρους Χάσια καὶ Μετσόβου καὶ Χαρμόβου καὶ Σαμαρίνας καὶ Γαρδικίου, στὸ Παλέρμο, στὴν Ἀδριατικὴ θάλασσα. Ὡς πρὸς δὲ τὰ νησιά, θὰ πρέπει νὰ περιληφθοῦν ἐντὸς τῶν ἑλληνικῶν ὁρίων ἡ Εὔβοια καὶ ἡ Κρήτη, τὸ νοτιότερο μέρος τῆς μεθορίου».

δ5) «Τῆς Κρήτης ἡ παρὰ τῶν Ἑλλήνων κατοχὴ ἀπαραίτητος φαίνεται πρὸς ἀσφάλειαν καὶ τοῦ Αἰγαίου καὶ τῆς Πελοποννήσου, διότι, μένουσα εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν Τούρκων ἢ τοῦ Μεχμὲτ Ἀλή, δύναται νὰ ἀποβῇ ποτὲ δεινὸν ὁρμητήριον ἐχθρικῶν ἐπιχειρήσεων μετὰ μεγάλων δυνάμεων κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Ἔπειτα, ὁ λαὸς τῆς Κρήτης ἔτι καὶ σήμερον κατὰ τῶν Τούρκων διαμαχόμενος, ἂν ἡ Κρήτη μείνει εἰς τοὺς Τούρκους, δὲν ἤθελε συρρεύση ὡς τῆς Ἑλλάδος τὰς νήσους; Καὶ ἐκ τούτου δὲν ἤθελεν ὑποπέσει ἄρα γὲ πάλιν ἡ κοινὴ ἐμπορία εἰς τὰς προλαβούσας συμφοράς;».

2. Οι «περιπέτειες» της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης

Λόγω της συνέχισης των έκτακτων συνθηκών και της έλλειψης επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία, την οργάνωση και την λειτουργία της Δ΄Εθνοσυνέλευσης, με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια η σύγκλησή της αναβλήθηκε. Έτσι, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε τελικώς στο Άργος, την 11η Ίουλίου 1829.

α) Έως την θέσπιση του νέου Συντάγματος, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση, με το Β΄ Ψήφισμα της 22ας Ίουλίου 1829, αποφάσισε την συνέχιση του λεγόμενου «προσωρινού συστήματος» και επικύρωσε το ΝΗ΄ Ψήφισμα της Βουλής της 18ης Ιανουαρίου 1828, με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, είχε ανασταλεί η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ἑλλάδος». Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, επικύρωσε και όλες τις μετέπειτα πράξεις του Ιωάννη Καποδίστρια, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την νομική και πολιτική τους ισχύ και ως προς τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους. Επιπλέον, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση κατήργησε το «Πανελλήνιον» και το αντικατέστησε με νέο συλλογικό σώμα, την «Γερουσία», αποτελούμενη από 27 μέλη.

β) Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση ανέθεσε στον Κυβερνήτη, σε συνεργασία με την Κυβέρνηση και ύστερα από γνώμη της Γερουσίας, την κατάρτιση νέου Συντάγματος, με βάση όμως τις αρχές των πρώτων τριών Εθνοσυνελεύσεων, δηλαδή με βάση τις αρχές του «Προσωρινοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος», του 1822, του «Νόμου τῆς Ἐπιδαύρου», του 1823 και του «Πολιτικοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος», του 1827. Στην συνέχεια, και συγκεκριμένα την 2α Αυγούστου 1829, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της και ανέθεσε στον Κυβερνήτη και στην Κυβέρνηση να την συγκαλέσει εκ νέου «ἅμα ἀποπερατώσῃ» το σχέδιο του νέου Συντάγματος. Την 22α Ιανουαρίου/3η Φεβρουαρίου 1830 υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία, αναγνώρισαν διεθνώς την Ελλάδα ως ανεξάρτητο και αυτόνομο Έθνος-Κράτος. Πρόκειται για το μεγαλύτερο –και εν πολλοίς προσωπικό– επίτευγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, το οποίο του διασφάλισε την θέση που δικαίως του αναλογεί στην ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Έως την δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, την 27η Σεπτεμβρίου 1831, δεν είχε καταρτισθεί, σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά τεκμήρια, κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο Συντάγματος.

Β. Η «νομοτελειακή» πορεία προς την «απόλυτη μοναρχία»

Το θεσμικό και πολιτικό κενό, μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, οδηγούσε την τότε ελεύθερη Ελλάδα και το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος στον όλεθρο της αναρχίας. Πρώτη σκέψη ήταν η σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης –της Ε΄ κατά σειρά– για την θέσπιση νέου Συντάγματος, δήθεν κατά μια διαθήκη του Ιωάννη Καποδίστρια, την οποία όμως ο Κυβερνήτης ουδέποτε άφησε. Υπό την ανάγκη της επείγουσας κατάστασης, που είχε προκύψει, επικράτησαν οι σκέψεις άμεσης οργανωτικής παρέμβασης, και πάλι δίχως επαρκές συνταγματικό έρεισμα.

1. Οι θέσεις των Τριών Δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας– ως προς το Πολίτευμα της Ελλάδας

Η μέλλουσα να συνέλθει Ε΄ Εθνοσυνέλευση έπρεπε, όπως είναι ευνόητο, να έχει κατά νου και τις απόψεις των Τριών Δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας– για την μορφή του οριστικού Πολιτεύματος της Ελλάδας, όπως οι απόψεις αυτές είχαν διατυπωθεί κατά την προαναφερθείσα Συνδιάσκεψη του Πόρου, την 12η Δεκεμβρίου 1828, από τους Πληρεξουσίους τους. Οι ως άνω απόψεις, οι οποίες κατέληγαν σ’ ένα πολιτειακό σύστημα οιονεί «συνταγματικῆς μοναρχίας», συμπυκνώνονται επαρκώς στα ακόλουθα αποσπάσματα του κειμένου των Πληρεξουσίων (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σελ. 198 επ.):

α) «Ἤδη ἀπὸ ὀκταετίας οἱ Ἕλληνες ἐδοκίμασαν πολλὰ σχήματα. Ὅλα στηρίζονται, ὅσον ἀφορᾶ τὴν Κυβέρνησιν ἐξ ἑνὸς ἢ πολλῶν προσώπων τοῦ περιβάλλοντός των, ἡ Κυβέρνησις αὕτη δὲν ἠδυνήθη ποτὲ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν σύγκρουσιν κομμάτων, εἰς τὴν ὀλέθριαν ἐπίδρασιν τῶν τοπικῶν παραγόντων, εἰς τὴν ἐπιρροὴν τοῦ ἀναριθμήτου πλήθους τῶν μεμονωμένων ἢ ἀτάκτων, αἱ ὁποῖαι, εἶναι ἀληθές, ὅτι ἀπετέλεσαν τὴν κυριοτέραν αἰτίαν τῆς καταρρεύσεως τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλ’ ἀπέβησαν κατόπιν μοιραῖαι εἰς τὸ Ἔθνος διὰ τῆς ἀναρχίας, τὴν ὁποίαν ἀφεύκτως προκαλοῦσαν. Πεπεισμένοι ἔκτοτε ὅτι δὲν δύναται νὰ ἀνατεθῇ εἰς τοὺς ἰδικούς των, χωρὶς ἀμέσως νὰ στρέφεται ἐναντίον των συνασπισμὸς χιλιάδων ἀντιλήψεων δυνάμεων καὶ μὴ θέλοντες νὰ διαρκοῦν ἐπ’ ἄπειρον αἱ ἀτυχίαι τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἕλληνες κατηύθυναν τὰ βλέμματά των πρὸς τό ἐξωτερικὸν καὶ ἐκάλεσαν τὸν Κόμητα Καποδίστριαν νὰ ἡγηθῇ τῶν ὑποθέσεών των […]. Ἂλλ’ ἀναθέτοντες τὴν Προεδρίαν εἰς τὸν Κόμητα Καποδίστριαν, δὲν ἠδύνατο νὰ παράσχῃ εἰς αὐτοὺς εἰμὴ μόνον πρόσκαιρον ἐξουσίαν».

β) «Ἐν τούτοις, οἱαδήποτε Ἐκτελεστικὴ Ἐξουσία, ὅσον ἱκανὸν καὶ ἂν εἶναι τὸ ἄτομον, τὸ ὁποῖον τὴν ἀσκεῖ, δὲν δύναται νὰ παράσχῃ ἐγγυήσεις μεγαλυτέρας αὐτοῦ διαρκείας εἰς μίαν χώραν, ἔνθα ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου…δεν θὰ ἔφθανε νὰ ἀνασύρῃ τὸ Ἔθνος ἀπὸ τὸ βάραθρο τῶν παντοίων συμφορῶν, ἐντὸς τῶν ὁποίων τὸ ἔρριψε δουλεία πολλῶν αἰώνων. Τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, οἱ ἀναφανέντες εἰς τὴν χώρα ἰδιοτελεῖς σκοποὶ κατὰ τὴν μακράν τουρκικήν κυριαρχίαν, οἵτινες ἐκαλλιεργήθησαν σὺν τῷ χρόνῳ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασίν της, εἶναι ἐπίσης λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν μιὰν τόσον ὀλέθριαν ἐπιρροὴν ἐπὶ τοῦ καθεστῶτος τῆς χώρας, ὥστε ἐὰν εἰς αὐτοὺς προστεθῇ ἡ φυσικὴ κατάστασις τῆς Ἑλλάδος, τὰ διάφορα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα τὴν συνθέτουν, τέλος ἡ ποικιλία τῶν τοπικῶν συμφερόντων, φυσική των συνέπεια, δέον νὰ ἀναγνωρισθῇ ὅτι διὰ νὰ προληφθῇ ἡ ἐπάνοδος τῆς ἀναρχίας, ἥτις ἀπὸ ἔτους συγκρατεῖται ὑπὸ τῶν ἀναγκῶν τοῦ πολέμου, τῆς παρουσίας τῶν Συμμάχων Δυνάμεων τούτων… διὰ νὰ εἶναι [οἱ Ἕλληνες] εἰς θέσιν νὰ διατηρήσουν μόνοι των τήν ὑπὸ ὅρους ἀνεξαρτησίαν, τὴν ὁποίαν θέλουν τύχει· τέλος, διὰ νὰ εὕρουν εἰς τὴν νέαν των ὑπόστασιν μιὰν σταθερὰν ἀπόδειξιν τῆς ἠρεμίας τῆς Εὐρώπης δέον, ὡς ἐλέχθη, νὰ ἀναγνωρισθῇ ὅτι τὸ σύστημα διαδοχῆς εἰς τὴν Κυβέρνησίν των εἶναι το μόνον τὸ ὁποῖον παρέχει ὅλας αὐτὰς τὰς ἐγγυήσεις».

γ) «Εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ ἔβλεπον τὴν καθιέρωσιν τοῦ συστήματος τούτου [μοναρχικὸ μὲ διαδοχὴ] χωρὶς τὸν φόβον τῆς ἀπειλῆς τῆς ἐλευθερίας των; Εἰς τὴν ἀντίρρησιν αὐτὴν οἱ Ἀντιπρόσωποι δίδουν τὴν ἀπάντησιν ὅτι προτείνοντες τὸν σχηματισμὸν μιᾶς κληρονομικῆς Ἀρχῆς, πόρρω ἀπέχουν του νὰ ἐξετάσουν τὴν ἀποχὴν τῶν Ἑλλήνων ἐκ τῆς Νομοθετικῆς Ἐξουσίας διότι, ἤδη ὑπὸ τὸ τουρκικὸ καθεστώς, ἐξέλεγον οἱ ἴδιοι τοὺς δημογέροντές των, καὶ οἱ προεστοί των εἶχον ἐν γένει τὸ δικαίωμα νὰ κατανέμουν τοὺς φόρους τοὺς ὁποίους ἀπήτη ἡ Πύλη. Τέλος, ἀπὸ οκταετία, τὸ ἀντιπροσωπευτικὸν σύστημα ἰσχύει εἰς τὰς διαφόρους τῶν ὀργανώσεις καὶ ἀφωμοιώθη τρόπον τινὰ πρὸς τὴν νέαν των ὑπόστασιν. Οἱ Ἀντιπρόσωποι φρονοῦν ὅτι θὰ εἶναι ἄδικος καὶ συγχρόνως ἐπικίνδυνος ἡ στέρησις αὐτῶν. Ἀλλὰ πιστεύεται ὅτι διὰ τῆς συμφιλιώσεως τοῦ συστήματος τούτου μὲ τὴν διαδοχὴν τῆς ἀνωτάτης ἐξουσίας, θὰ ἐκπληρωθοῦν πλήρως οἱ πόθοι τῶν Ἑλλήνων καὶ ὅτι ἡ δημόσια τάξις, ὅρος ἀπαραίτητος διὰ τὴν εὐμένειαν τῶν Αὐλῶν ἔναντι τῆς Ἑλλάδος, θὰ ἔχη τοιουτοτρόπως σταθερὲς βάσεις».

2. Η πρωτοβουλία της Γερουσίας και η σύσταση της «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς»

Υπό τα δεδομένα αυτά η πρωτοβουλία πέρασε αμέσως στην Γερουσία, η οποία έκρινε ότι «ὡς σῶμα Κυβερνητικόν, χρεωστεῖ νὰ λάβη πρόνοιαν χωρὶς μικρᾶς ἀναβολῆς περὶ τῆς κοινῆς ἀσφαλείας καὶ ἡσυχίας, καὶ περὶ ἀντικαταστάσεως Κυβερνητικῆς Ἀρχῆς».

α) Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Γερουσία όρισε τριμελή επιτροπή, για ν’ αναλάβει «τα έργα της Κυβερνήσεως προσωρινώς, υπό το όνομα Διοικητική Επιτροπή». Πρόεδρό της διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο, και ως μέλη τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη. Η «Διοικητική Επιτροπή» δεσμευόταν «ἀπὸ τὰς βάσεις τῶν ψηφισμάτων καὶ πράξεων τῆς ἐν Ἄργει Δ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως» και είχε ως κύριο καθήκον την σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης, για την θέσπιση Συντάγματος και, συνακόλουθα, την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του αντικαποδιστριακού ρεύματος, που αμφισβήτησε, ευθύς εξ αρχής, την νομιμότητα της συγκρότησής της, η «Διοικητική Επιτροπή» επιβλήθηκε και, έστω και προσωρινώς, επέβαλε στοιχειωδώς την τάξη.

β) Όπως είχε δεσμευθεί από την απόφαση συγκρότησής της, η «Διοικητικὴ Ἐπιτροπή» διεξήγαγε εκλογές για την συγκρότηση Εθνοσυνέλευσης. Μετά τις εκλογές αυτές συνήλθε, την 5η Δεκεμβρίου 1831, στο Άργος η «Πέμπτη τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις». Η Ε΄ Εθνοσυνέλευση επικύρωσε –και, κατ’ ουσίαν, νομιμοποίησε– το ψήφισμα εκλογής της «Διοικητικῆς Ἀρχῆς»– και ανέθεσε, εξ ολοκλήρου, την άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας στον Αυγουστίνο Καποδίστρια, αποδίδοντάς του τον τίτλο του «Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως». Την απόφαση αυτή αμφισβήτησε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος προσχώρησε στους λεγόμενους «συνταγματικούς», που συνεδρίαζαν χωριστά, θεωρώντας εαυτούς «συνέχεια» της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης. Οι «συνταγματικοί», με τον Ιωάννη Κωλέττη, εγκαταστάθηκαν στην Περαχώρα και ανέδειξαν άλλη «Διοικητική Επιτροπή», με Πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ιωάννη Κωλέττη. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος γνωρίζει, για μιαν ακόμη φορά –την τρίτη– την πικρή εμπειρία του διχασμού, μέσω δύο διαφορετικών κυβερνητικών σχηματισμών.

γ) Μέσα σε αυτή την ταραγμένη ατμόσφαιρα, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση μετέφερε την έδρα της από το Άργος στο Ναύπλιο. Την 15η Μαρτίου 1832 ψήφισε νέο Σύνταγμα και διόρισε, μεταβατικώς, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια Κυβερνήτη «μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ κυριάρχου ἡγεμόνος» και ολοκλήρωσε τις εργασίες της. Ειδικότερα με το ΚΒ΄ Ψήφισμά της, της 15ης Μαρτίου 1832, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση αποφάσισε και τα εξής: «Α. Ἡ Νομοτελεστικὴ Ἐξουσία τοῦ Κράτους ἐμπιστεύεται προσωρινῶς εἰς τὸν Πρόεδρον τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, Κύριον Α.Α. Καποδίστριαν ὑπὸ τὸ ὄνομα Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, ὅστις θέλει κυβερνήσει μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυριάρχου Ἡγεμόνος, κατὰ τοὺς ἑπομένους ὅρους. Β. Ἡ Νομοθετικὴ Δύναμις θέλει ἐνεργεῖσθαι προσωρινῶς παρὰ μιᾶς Γερουσίας, συγκροτουμένης ἀπὸ 27 μέλη καὶ τῆς Νομοτελεστικῆς Ἐξουσίας. Γ. Τὰ μέλη τῆς Γερουσίας, ἥτις θέλει διαδεχθῇ την ἐνεστώσαν, θέλουν ἐκλεχθῇ ἀναλόγως ἀπὸ τῶν τμημάτων, τὰ μὲν 21 ἐκ ἑνὸς ὀνομαστικοῦ καταλόγου, τὸ ὁποῖον θέλει παρουσιάσει ἡ Συνέλευσις, τὰ δὲ λοιπὰ 6 θέλει ἐκλέξει κατ’ εὐθεῖαν ὁ Κυβερνήτης. Δ. Ἡ Γερουσία εἶναι ἀμετακίνητος, μέχρις ὅτου ὁ Ἡγεμὼν ἐγκαθιδρύση τήν παρὰ τοῦ Συντάγματος διοριζομένην· ἐὰν δὲ ἐν τῷ μεταξὺ συμβῇ θάνατος ἢ παραίτησις τινὸς τῶν μελῶν, ἀναπληροῖ ἄνευ ἀναβολῇς τὸν τόπον αὐτοῦ ἄλλος, ἐκλεγόμενος παρὰ τοῦ Κυβερνήτου ἐκ τοῦ αὐτοῦ καταλόγου καὶ ἐκ τοῦ αὐτοῦ τμήματος». Ὅπως εἶναι προφανές, τὸ κατὰ τ’ ἀνωτέρω Ψήφισμα ἀνέτρεψε πλήρως τὸ θεσμικὸ καὶ πολιτικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ΣΤ΄ Ψηφίσματος, τῆς 3ης Ἀπριλίου 1827, μὲ τὸ ὁποῖο, ὅπως ἤδη τονίσθηκε, ὁ Ἀρχηγὸς τοῦ Νεότερου Ἑλληνικοῦ Κράτους ἔπρεπε νὰ εἶναι «Ἕλλην».»

δ) Λίγο μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος, η διαμάχη μεταξύ «συνταγματικών» και «κυβερνητικών» οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση του Ισθμού της Κορίνθου, την 25η Μαρτίου 1832, όπου επικράτησαν οι πρώτοι. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας παραιτήθηκε και έφυγε από την Ελλάδα. Ως μόνο νόμιμο όργανο εν λειτουργία, η Γερουσία διόρισε, την 28η Μαρτίου 1832, «Διοικητικὴν Ἐπιτροπήν», με «ισορροπία» των αντιμαχόμενων ομάδων «συνταγματικών» και «κυβερνητικών». Αμέσως μετά τον διορισμό της, η «Διοικητικὴ Ἐπιτροπή» ζήτησε από τις Επαρχίες να ορίσουν «πληρεξουσίους» για την συγκρότηση της «Δ΄ κατὰ συνέχειαν Ἐθνικῆς Συνελεύσεως». Η τελευταία άρχισε τις εργασίες της, την 11η Ιουλίου 1832, στο Άργος και τις συνέχισε στην Πρόνοια του Ναυπλίου. Κατήργησε την Γερουσία και όλες τις πράξεις της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης και επικύρωσε, ομοφώνως, την επιλογή του Όθωνος ως «βασιλέως τῆς Ἑλλάδος», με το Β΄ Ψήφισμα της 27ης Ιουλίου 1832. Την 25η Ιανουαρίου 1833 ο Όθων αποβιβάζεται στο Ναύπλιο, όπου του παραδίδει την εξουσία ο Πρόεδρος της ουσιαστικώς ανύπαρκτης «Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς» Γ. Κουντουριώτης. Η περίοδος της «απόλυτης μοναρχίας», με την μεταβατική διοίκηση της τριμελούς Αντιβασιλείας –Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ, Έιντεκ– είχε αρχίσει.

Επίλογος

Το Σύνταγμα που, όπως προεκτέθηκε, θέσπισε η Ε΄ Εθνοσυνέλευση, την 15η Μαρτίου 1832, το οποίο αποκλήθηκε «ηγεμονικόν», υπήρξε απλώς «σχέδιο» Συντάγματος, το οποίο ουδέποτε ίσχυσε, άρα ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Και τούτο διότι για να ισχύσει έπρεπε να «καθυποβληθῇ εἰς τὸν Κυρίαρχον Ἡγεμόνα τῆς Ἑλλάδος, διὰ νὰ ἐπικυρωθῇ», πράγμα που ουδέποτε συνέβη. Για λόγους καθαρώς ιστορικούς αναφέρεται ότι, κατά το κείμενό του, το Σύνταγμα αυτό πήρε την ονομασία «ηγεμονικόν», διότι οι διατάξεις του άρθρου 53 όριζαν πως «ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια εἶναι Ἡγεμονία διαδοχική, Συνταγματικὴ καὶ Κοινοβουλευτική, ἐνεργουμένου τοῦ πολιτικοῦ Κράτους ἀντιπροσωπευτικῶς ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους ὑπὸ διαφόρων Ἀρχῶν». Επρόκειτο για Σύνταγμα που καθιέρωνε τις βασικές αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό καθεστώς συνταγματικώς περιορισμένης μοναρχίας-ηγεμονίας. Είχε εντόνως επηρεασθεί και από τους συνταγματικούς θεσμούς των ΗΠΑ, ιδίως μέσω της καθιέρωσης δύο αντιπροσωπευτικών σωμάτων, της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, καθώς και μέσω του τρόπου εκλογής τους. Το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» του 1832 είχε έντονα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, ιδίως σε ό,τι αφορά την συνταγματική κατοχύρωση των κυριότερων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πέραν του ότι καθιέρωνε νέα ατομικά δικαιώματα, με κυριότερο παράδειγμα εκείνο της κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 προστασίας του ασύλου της κατοικίας, η προστασία των δικαιωμάτων ήταν πληρέστερη, σε σχέση με όλα τα προηγούμενα Ελληνικά Συντάγματα, από πλευράς συνταγματικών εγγυήσεων άσκησής τους. Ίσως δε ήταν ακριβώς αυτός ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του μηδέποτε ισχύσαντος «Ηγεμονικού Συντάγματος», ο οποίος αποτέλεσε «παράδειγμα προς αποφυγήν» για την μετέπειτα Αντιβασιλεία του Όθωνος αλλά και για τον ίδιο τον Όθωνα, έτσι ώστε να μην υπάρξει οποιοσδήποτε συνταγματικός περιορισμός κατά την άσκηση των βασιλικών του καθηκόντων και να «εδραιωθεί» στην Ελλάδα η ανεξέλεγκτη “ελέω Θεού μοναρχία”.»

 

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα