Πέθανε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
Σε ηλικία 99 ετών έφυγε από τη ζωή ο πρώην πρωθυπουργός και πατέρας του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Τι αναφέρει η ανακοίνωση της οικογένειας. H ζωή και η πολιτική του διαδρομή
- 29 Μαΐου 2017 02:05
Έφυγε από τη ζωή ο επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Ο πρώην πρωθυπουργός και πατέρας του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη, απεβίωσε τα ξημερώματα της Δευτέρας σε ηλικία 99 ετών.
“Σήμερα στη 01:00 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε από τη ζωή, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν”, αναφέρει η ανακοίνωση της οικογένειας του.
Σύμφωνα με πληροφορίες τον τελευταίο καιρό η κατάσταση της υγείας του επίτιμου είχε επιδεινωθεί. Βρισκόταν στο σπίτι, υπό ιατρική παρακολούθηση και ο πρόεδρος της ΝΔ καθόριζε το πρόγραμμα του, ώστε να βρίσκεται όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες δίπλα στον πατέρα του.
Η κηδεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα γίνει την Τετάρτη στις 15:00 στην Μητρόπολη Αθηνών και την Πέμπτη το απόγευμα θα ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην Κρήτη.
Η θρυλική ιστορία του Επίτιμου
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1918 στα Χανιά. Ήταν δευτερότοκος γιός του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη και κατάγεται από οικογένεια με μακρά πολιτική παράδοση και είχε συγγενική σχέση με τον ηγέτη των Φιλελευθέρων Ελευθέριο Βενιζέλο.
Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε με άριστα λίγο πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τo 1953 παντρεύτηκε την Μαρίκα Γιαννούκου με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: την Ντόρα, την Αλεξάνδρα, την Κατερίνα και τον Κυριάκο.
Η δράση του επί Κατοχής
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην σχολή εφέδρων αξιωματικών Σύρου, απ’ όπου και τοποθετήθηκε στη Μακεδονία, στο μετέπειτα γερμανικό μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου κατέβηκε στην Αθήνα και από εκεί μετέβη στην Κρήτη το 1942, όπου έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά των Ναζί ως ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ) και της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς (ΕΟΠΔ) που αρχικά αποτέλεσε το στρατιωτικό σκέλος της Ανώτατης Επιτροπής Αγώνος Κρήτης (ΑΕΑΚ). Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνεργάστηκε στενά με τις συμμαχικές ομάδες (κυρίως βρετανικές), οι οποίες δρούσαν στο νησί κατά των Γερμανών.
Για τη δράση του αυτή, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο δύο φορές από τους Γερμανούς. Τη πρώτη φορά πήρε χάρη με την ευκαιρία της εθνικής επετείου της 25 Μαρτίου 1944 και απελευθερώθηκε μαζί με άλλους εκατό περίπου συγκρατούμενούς του. Την 31η Μαρτίου 1945, αντηλλάγη για δεύτερη φορά, μαζί με 9 συντρόφους του, με τριπλάσιους γερμανούς αιχμαλώτους, λίγο πριν από την παράδοση των Γερμανών στα Χανιά.
Η ανταλλαγή Ελλήνων πολιτών με Γερμανούς στρατιωτικούς, υπήρξε μοναδική στην ιστορία του Β’ παγκοσμίου πολέμου και χρειάστηκε να εγκριθεί από την ανώτατη συμμαχική και γερμανική ηγεσία. Επίσης, στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη από την πλευρά των Ελλήνων και τον ταγματάρχη Denis Ciclitira από την πλευρά των Άγγλων, έγινε η μυστική παράδοση του τελευταίου Γερμανού Στρατηγού Benthag στο σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου στα Χανιά, στις αρχές Μαΐου του 1945 προκειμένου να δρομολογηθεί η επίσημη παράδοση στο Ηράκλειο λίγους μήνες αργότερα.
Ως στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανέλαβε σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της συνεννόησης των αντιστασιακών οργανώσεων, της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ) και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), για την αποφυγή του εμφυλίου πολέμου. Κάτι που τελικά επετεύχθη για το διάστημα εκείνο μόνο στην Κρήτη.
Για τον σκοπό αυτό, στις 7 Νοεμβρίου 1943 υπεγράφη στο Θέρισσο συμφωνία μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΟΚ και ΕΑΜ, την οποία διαπραγματεύθηκαν και υπέγραψαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από την πλευρά της ΕΟΚ και ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης από την πλευρά του ΕΑΜ. Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι το χειρόγραφο κείμενο της συμφωνίας του Θερίσσου είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το κείμενο αυτό παρέδωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης στο γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα.
Στις 22 Νοεμβρίου 1945, ο Βρετανός Συνταγματάρχης Ντόλμπι, της Μονάδας 133 από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, πρότεινε την παρασημοφόρηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από τις Βρετανικές Αρχές για διακεκριμένες υπηρεσίες καθώς και την απονομή σ’ αυτόν, παράσημου ανδρείας. Για τους ίδιους λόγους έχει τιμηθεί και από τις Ελληνικές Αρχές.
Η είσοδος στην πολιτική
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, με την Εθνική Πολιτική Ένωση. Σε ηλικία 28 ετών ήταν ο νεώτερος βουλευτής της πρώτης μεταπολεμικής Βουλής, όπου με την πρώτη του κοινοβουλευτική ομιλία, πήρε θέση υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας σε συζήτηση που είχε ως θέμα την πρόταση ψηφίσματος “περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος προς επάνοδον Α.Μ. του Βασιλέως Γεωργίου Β”.
Έκτοτε εκλέγεται ανελλιπώς βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων ή τα κόμματα του Κέντρου, μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Συγκεκριμένα εξελέγη: το 1950 και το 1951 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, το 1952 με το συνδυασμό ΕΠΕΚ/Φιλελεύθεροι, το 1956 με τη Δημοκρατική Ένωση, το 1958 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και το 1961, 1963, 1964 με την Ένωση Κέντρου.
Ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητική ευθύνη ως υφυπουργός Οικονομικών από το Φεβρουάριο του 1951 μέχρι το Νοέμβριο του 1951, σε ηλικία 32 ετών. Την ίδια περίοδο, για ένα διάστημα, ανέλαβε ταυτόχρονα τα Υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων.
Στην περίοδο 1952-1956 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πρωτοστατεί στις συζητήσεις για τον ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), ενώ το Μάρτιο του 1955 επίσης, σε σχετική συζήτηση στη Βουλή, με αφορμή την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που ζητούσε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπερασπίστηκε το λογοτεχνικό έργο του κορυφαίου έλληνα συγγραφέα.
Στη μεγάλη κρίση ηγεσίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων το 1958, σε ηλικία 40 ετών, έθεσε υποψηφιότητα για την αρχηγία της παρατάξεως και ψηφίστηκε από το 1/3 των βουλευτών του κόμματος (έλαβε 95 ψήφους). Στη συνέχεια, το 1960 πρωταγωνίστησε στην “Ομάδα των 10” (Κ. Μητσοτάκης, Γ, Μαύρος, Γ. Νόβας, Στ. Αλλαμανής, Ι. Τούμπας, Φ. Ζαΐμης, Π. Παπαληγούρας, Ι. Ζίγδης, Γ. Μπακατσέλος και Γ. Ράλλης) και στη συνέχεια, συμμετείχε στο νέο κεντρώο πολιτικό σχηματισμό με την ονομασία “Δημοκρατικό Κέντρο – Αγροτική Φιλελεύθερη Ένωση” που ιδρύθηκε στις 11/2/1961.
Τα Ιουλιανά και η αρχή της κόντρας με τους Παπανδρέου
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συνέπραξε στην προσπάθεια συνενώσεως των κεντρώων δυνάμεων και τη δημιουργία της Ενώσεως Κέντρου στις 19/9/1961, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου μετά το θάνατο του Γεωργίου Καρτάλη. Υπήρξε βασικό στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου και πρωταγωνιστής του “Ανένδοτου Αγώνα”. Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στις Κυβερνήσεις της Ενώσεως Κέντρου το Νοέμβριο 1963 και Φεβρουάριο 1964.
Ακολούθησαν τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Ιουλιανά και στάθηκαν η απαρχή της κόντρας με τους Παπανδρέου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965 μετά από διαμάχη με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού ΓΕΣ.
Το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συμμετείχε ως υπουργός στην πρώτη κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την παραίτηση Παπανδρέου (στην κυβέρνηση Νόβα), προκάλεσε την αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου που κηρύττει νέο ανένδοτο αγώνα.
Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες (κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα και Ηλία Τσιριμώκου), σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Στεφάνου Στεφανοπούλου που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης το Σεπτέμβριο του 1965. Η κυβέρνηση Στεφανοπούλου ανετράπη τον Δεκέμβριο του 1966, μετά από μυστική συμφωνία του τότε Βασιλέα Κωνσταντίνου με τους Γεώργιο Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, σύμφωνα με όσα έγραψε η εφημερίδα “Ελευθερία” την 1η Ιανουαρίου 1967 με τίτλο “Μνημόνιον της Συνωμοσίας”.
Ενόψει των εκλογών του 1967, ιδρύθηκε το κόμμα “Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον” (ΦΙ.ΔΗ.Κ.), με πρόεδρο το Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη «αρχηγό» του εκλογικού αγώνα.
Μία διαφωνία όμως, των δύο μεγάλων κομμάτων (Ένωση Κέντρου και ΕΡΕ) που στήριζαν τη κυβέρνηση Παρασκευοπούλου, οδήγησε στη πτώση της και άνοιξε το δρόμο για τη συνταγματική εκτροπή, μετά το σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας από το Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Τη περίοδο εκείνη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τόνιζε επανειλημμένα τον κίνδυνο συνταγματικής εκτροπής.
Η εξορία επί Χούντας και η επιστροφή στην πολιτική
Το βράδυ του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνελήφθη μεταξύ των πρώτων και μετεφέρθη με άλλους πολιτικούς ηγέτες στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί. Από εκεί, οδηγήθηκε την επομένη στο Πικέρμι και στη συνέχεια ετέθη για έξι μήνες υπό κατ’ οίκον περιορισμό.
Πρότεινε σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με δήλωσή του για το “δημοψήφισμα” της χούντας το 1968. Με αφορμή τη δήλωση αυτή καταδιώχθηκε από τη χούντα και αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνεργάστηκε στο εξωτερικό με όλες τις αντιστασιακές δυνάμεις και ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο Παρίσι. Με την άρση του Στρατιωτικού Νόμου, τον Οκτώβριο του 1973, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου φυλακίστηκε ξανά, από το καθεστώς Ιωαννίδη στις φυλακές Χανίων τον Ιούλιο του 1974. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και η επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα τον βρήκαν ξανά στη φυλακή.
Στις εκλογές του 1974 έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής στον νομό Χανίων και παρά το μεγάλο αριθμό ψήφων που έλαβε, δεν εξελέγη λόγω του εκλογικού συστήματος.
Στη συνέχεια, στις 6 Σεπτεμβρίου 1977 προχώρησε στην ίδρυση του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων. Στις πρόωρες εκλογές που διεξήχθησαν το Νοέμβριο του 1977 κέρδισε δύο βουλευτικές έδρες, με τον ίδιο και τον Παύλο Βαρδινογιάννη.
Τον Μάιο του 1978 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξήγγειλε την πολιτική της διεύρυνσης του κόμματος της ΝΔ προς το Κέντρο.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προσχώρησε στο νέο κόμμα και ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού στην κρίσιμη τριετία πριν από την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Στην κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, που σχηματίστηκε τον Μάιο του 1980, ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών έως τις εκλογές του 1981. Ως υπουργός Εξωτερικών άρχισε διάλογο με την Τουρκία, επισκέφθηκε την Άγκυρα και αναθέρμανε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Προχώρησε επίσης την επανένταξη της Ελλάδος στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, από το οποίο είχε η χώρα αποχωρήσει το 1974 μετά την τουρκική εισβολή στη Κύπρο.
Η εκλογή στην προεδρία της ΝΔ
Στις 31 Αυγούστου 1984 ανακοινώνει την υποψηφιότητά του για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας, μετά τη δήλωση παραίτησης του Ευάγγελου Αβέρωφ στις 29 Αυγούστου 1984.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που το 1980 είχε στηρίξει το Ράλλη, το Νοέμβριο του 1981 είχε ταχθεί στο πλευρό του Αβέρωφ που υπόσχεται ότι εάν εκλεγεί πρόεδρος, θα ορίσει τον Ψηλό κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο- όπως και γίνεται. Στο άρμα του Μητσοτάκη έχει εν τω μεταξύ προσδεθεί ο Αντώνης Σαμαράς, που ούτως ή άλλως βρισκόταν κοντά στον Αβέρωφ.
Σύντομα όμως έγινε εμφανές ότι η αβερωφική ΝΔ, έχοντας εγκαταλείψει την καραμανλική κεντρώα στάση και έχοντας κάνει στροφή προς τα δεξιά, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το νέο κυρίαρχο του πολιτικού σκηνικού, το ΠΑΣΟΚ.
Ο Αβέρωφ συν τοις άλλοις είναι μεγάλος σε ηλικία και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Όταν το 1984 επιστρέφει από διακοπές έχοντας ήδη λάβει την απόφαση να παραιτηθεί, στο αεροδρόμιο τον περιμένει μεταξύ άλλων και ο Μητσοτάκης. Και στην επικείμενη διαδοχή ο Αβέρωφ ουσιαστικά δίνει το δαχτυλίδι στο Μητσοτάκη, που έχει αντίπαλο στην ψηφοφορία τον Κωστή Στεφανόπουλο. Κρίσιμος παράγοντας για την επιλογή αυτή του Αβέρωφ φέρεται το ότι γνωρίζει πως ο Καραμανλής (στον οποίο χρέωνε την ήττα του από το Ράλλη) δεν ενθουσιαζόταν στην ιδέα του να δει το Μητσοτάκη πρόεδρο της ΝΔ συν το ότι ο Κρητικός έχει ως υπαρχηγό το Σαμαρά, στον οποίο ο Αβέρωφ έχει επενδύσει για το μέλλον.
Καθώς όμως οι επόμενες εθνικές εκλογές (του 1985) δεν αργούν, τα αντίπαλα στρατόπεδα στη ΝΔ επιλέγουν την ανακωχή μέχρι την κάλπη. Στις εθνικές εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 η ΝΔ συγκεντρώνει ποσοστό 40,84% έναντι 45,85% του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αυξάνοντας τα ποσοστά της από τις εκλογές του 1981 κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες (5%) .
Το ΠΑΣΟΚ όμως έχει κερδίσει ξανά και τότε ξεσπά η θύελλα, ο σπόρος της οποίας είχε φυτευτεί ήδη από τη διαδικασία διαδοχής. Λιβανός και Μπούτος ανεξαρτητοποιούνται, ο Μητσοτάκης παραιτείται για να ζητήσει εκ νέου εκλογή από την κοινοβουλευτική ομάδα και εκλέγεται ξανά αρχηγός ως μόνος υποψήφιος, αλλά με αντίπαλο 37 λευκά. Στη συνέχεια 10 βουλευτές με επικεφαλής το Στεφανόπουλο αποχωρούν και ιδρύουν τη ΔΗΑΝΑ. Η πρώτη διάσπαση της ΝΔ είναι γεγονός και αποτέλεσμα του διχασμού που ξεκίνησε ήδη από τη διαδοχή Καραμανλή και δεν είχε θεραπευθεί.
Μετά την εκλογή του στην προεδρία της ΝΔ με μεγάλη πλειοψηφία (έλαβε 70 ψήφους υπέρ, έναντι 41 ψήφων που έλαβε ο έτερος διεκδικητής της ηγεσίας, Κωστής Στεφανόπουλος) ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μιλά στην ΚΟ του κόμματος και δίνει το ιδεολογικό του στίγμα.
Παράλληλα, με την οργανωτική ανασυγκρότηση του κόμματος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προχωρά στη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογικό-πολιτικής πλατφόρμας η οποία, εμπνέεται από τις αρχές του φιλελευθερισμού.
Η πρόταση αυτή περιέχεται στο νέο ιδεολογικό μανιφέστο της Ν.Δ., με την ονομασία “Μια νέα πρόταση ελευθερίας” και παρουσιάστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1985.
Η μάχη με τον Ανδρέα το 1989 και η πρωθυπουργία
Ο πόλεμος με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είναι αδυσώπητος και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανάγει σε σύνθημα του την “κάθαρση”.
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1989 η Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του εξελέγη πρώτο κόμμα με ποσοστό 44,2%, χωρίς όμως να επιτύχει αυτοδυναμία λόγω του εκλογικού νόμου τον οποίο είχε αλλάξει η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ τις παραμονές των εκλογών.
Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαπραγματεύτηκε με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.Οι διαπραγματεύσεις τελικά, είχαν θετική έκβαση και στις 25 Ιουνίου 1989 επήλθε συμφωνία η οποία έθεσε τέρμα στο πολιτικό αδιέξοδο και την ακυβερνησία της χώρας.
Στις 2 Ιουλίου 1989 σχηματίζεται κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον βουλευτή Α’ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας Τζαννή Τζαννετάκη, και στην οποία για πρώτη φορά στη μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Ελλάδας συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη από το χώρο της Αριστεράς.
Σαράντα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, στις 30 Αυγούστου 1989 το ελληνικό κοινοβούλιο προχωρεί στη ψήφιση νομοσχεδίου για την “άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου 1944-1949”.
Την 26η Σεπτεμβρίου 1989 δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση “17Νοέμβρη” ο γαμπρός και στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Παύλος Μπακογιάννης ο οποίος, είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία αύξησε το ποσοστό της σε 46,2% χωρίς να πετύχει και πάλι αυτοδύναμη πλειοψηφία, σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση με τη συμμετοχή των τριών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου), υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα.
Το 1989 σημαδεύτηκε και από την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου σε ειδικό δικαστήριο, γεγονός που οι οπαδοί του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισαν ως “βρώμικο ’89”.
Μετά από τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, στις εκλογές της 8ης Απριλίου του 1990, η Νέα Δημοκρατία με ποσοστό 46,88% σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ορκίζεται Πρωθυπουργός την 11η Απριλίου του 1990.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στους τρεις πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επισκέφτηκε δέκα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έκανε την πρώτη μετά από 27 χρόνια, επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ.
Αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, αναπτύσσοντας παράλληλα, διπλωματικές σχέσεις με την PLO και τους Παλαιστίνιους.
Σε ότι αφορά στα ελληνοτουρκικά, αποκορύφωμα ήταν η συνάντηση στις αρχές του 1992 του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Η ανατροπή από τον Σαμαρά
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ανετράπη τον Σεπτέμβριο του 1993 με πρωτοβουλία του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος επικαλέστηκε τους “κινδύνους από την πιθανολογούμενη συμφωνία για την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ”. Για την ανατροπή της, ο Κ. Μητσοτάκης κατήγγειλε οικονομικά συμφέροντα στα οποία έδωσε την ονομασία “διαπλεκόμενα συμφέροντα”.
Συγκεκριμένα, μετά την απώλεια της δεδηλωμένης των 151 βουλευτών, που επήλθε με την αποχώρηση από την ΚΟ της ΝΔ του βουλευτή Κιλκίς, Γιώργου Συμπιλίδη, στις 9 Σεπτεμβρίου 1993, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επισκέφτηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, στον οποίο εισηγήθηκε τη διάλυση της Βουλής πράγμα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποδέχτηκε, ώστε να προκηρυχθούν εκλογές για την 10η Οκτωβρίου 1993.
Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας από το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παρέμεινε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας έως τις 14 Οκτωβρίου του 1993 όπου παραιτήθηκε, ανοίγοντας τον δρόμο για την διαδοχή του.
Η παραίτηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, άνοιξε το δρόμο για την εσωκομματική διαδικασία ανάδειξης νέου αρχηγού στο κόμμα κατά την οποία πρόεδρος εξελέγη ο Μιλτιάδης Έβερτ. Στη συνέχεια, μετά από πρόταση του Κώστα Πυλαρινού ο Μιλτιάδης Έβερτ ζήτησε από τους εκλέκτορες την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως επιτίμου προέδρου του κόμματος.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την περίοδο από το 1994 έως το 2004, παρέμεινε ενεργός στη Βουλή όπως έκανε σε όλο του τον κοινοβουλευτικό βίο.
Μετά από πρόταση των παιδιών του, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποφασίζει να διαθέσει το προσωπικό του αρχείο και τη βιβλιοθήκη του για τη δημιουργία Ιδρύματος, με σκοπό την προαγωγή της ιστορικής έρευνας. Έτσι, την 26η Απριλίου του 2001, συστήνεται το κοινωφελές μη κερδοσκοπικό πολιτιστικό ίδρυμα με την επωνυμία «Ίδρυμα Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης»
Κατά τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ στις 23 Ιανουαρίου του 2004, έπειτα από 60 χρόνια συνεχούς κοινοβουλευτικής παρουσίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποχωρεί από το ελληνικό κοινοβούλιο, παραμένοντας όμως ενεργός στη πολιτική ζωή του τόπου μέχρι τέλους.
(Φωτογραφίες: ΙΚΜ)