Στις ευρωεκλογές 2019 δεν υπάρχει “χαλαρή ψήφος”
Ο διογκούμενος ευρωσκεπτικισμός μπορεί και πρέπει να οδηγήσει σε εποικοδομητικές λύσεις, σε νέα προοδευτικά μονοπάτια και στη στήριξη κομμάτων που επιχειρούν τη σταδιακή ανατροπή των σημερινών συσχετισμών.
- 22 Δεκεμβρίου 2018 09:57
Το 2019 θα είναι ένα καθοριστικό έτος για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρονιά ευρωεκλογών, των πιο κρίσιμων των τελευταίων δεκαετιών, όπου για πρώτη φορά φαίνονται καθαρά δύο διακριτές, εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης.
Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τις ευρωεκλογές ως μια αναμέτρηση «δεύτερης κατηγορίας», με μειωμένο ενδιαφέρον και χαμηλή συμμετοχή. Αυτή είναι μια μεγάλη πλάνη, για την οποία ευθύνονται τόσο το ίδιο το πολιτικό σύστημα που τις υποβαθμίζει, όσο και τα μέσα ενημέρωσης, που συχνά μιλούν για «χαλαρή ψήφο» και «ψήφο διαμαρτυρίας», με το βλέμμα των πολιτών στραμμένο στην εσωτερική πολιτική σκηνή, και όχι στην Ευρώπη και στις ευρωπαϊκές πολιτικές που επηρεάζουν τη χώρα μας, όπως κανονικά θα έπρεπε.
Στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο ψηφίζεται πάνω από το 70% των νόμων που στη συνέχεια έρχονται προς υιοθέτηση στην εθνική μας νομοθεσία. Στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο «στήνεται το παιχνίδι» και οι πολιτικές συμμαχίες, διαμορφώνονται οι πολιτικοί συσχετισμοί που αντανακλώνται ή επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στα κράτη-μέλη.
Οι δύο προτάσεις που αφορούν το «αύριο» στην ΕΕ είναι ξεκάθαρες. Η μια, εκείνη των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, προτείνει ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και προώθηση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, να δώσει πειστικές απαντήσεις και διέξοδο στα πιεστικά προβλήματα των πιο αδύναμων και μεσαίων εισοδηματικά κοινωνικών στρωμάτων, στην περιθωριοποίηση και στις ανησυχίες των νέων πολιτών, που έχουν συσσωρευτεί από τις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας.
Η άλλη πρόταση, εκείνη που «παντρεύει» τις θέσεις των συντηρητικών και ακροδεξιών δυνάμεων, που πλέον συμπλέουν πολιτικά, αφορά στη διατήρηση του ίδιου μείγματος οικονομικής πολιτικής που προωθούν η Κομισιόν, το Βερολίνο και το Παρίσι, του μείγματος δηλαδή που έχει αυξήσει τις ανισότητες και περιορίζει βαθμιαία τις ελευθερίες και τα δικαιώματα. Η πρόταση αυτή, όχι μόνο αποδυναμώνει το κοινωνικό κράτος, αλλά αντίθετα διευρύνει το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, συμπιέζει προς τα κάτω τα μεσαία στρώματα, δεν γεννά προοπτικές ανάπτυξης, και κρατά εγκλωβισμένους τους πολίτες στα σημερινά αδιέξοδα.
Βλέπουμε τι συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία με τα «κίτρινα γιλέκα», βλέπουμε τι συμβαίνει στη Μεγάλη Βρετανία με το Brexit και τη μεγάλη ανασφάλεια που γεννά στους πολίτες, βλέπουμε τι συμβαίνει στην Ιταλία με τον Σαλβίνι που έταξε στους πολίτες απεγκλωβισμό από τις περιοριστικές πολιτικές, και πλέον ετοιμάζεται να υιοθέτησει μια ακόμη δέσμη μέτρων λιτότητας, συνεχίζοντας τις πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, βγάζοντας το εθνικιστικό του μένος στους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
Όλες αυτές οι εξελίξεις εκκινούν από την ίδια αφετηρία, που δεν είναι άλλη από την κόπωση και απογοήτευση που νιώθουν οι Ευρωπαίοι πολίτες από τις ασκούμενες πολιτικές. Όταν όμως αυτή η κόπωση και απογοήτευση διοχετεύεται στην υποστήριξη συντηρητικών ή ακροδεξιών κομμάτων, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι διαφορετικό.
Ο διογκούμενος ευρωσκεπτικισμός μπορεί και πρέπει να οδηγήσει σε εποικοδομητικές λύσεις, σε νέα προοδευτικά μονοπάτια και στη στήριξη κομμάτων που επιχειρούν τη σταδιακή ανατροπή των σημερινών συσχετισμών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η ΕΕ, και κυρίως η Ευρωζώνη, αντιμετωπίζουν μείζονα θεσμικά ζητήματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, με βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, όχι με διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως προτείνουν οι εθνικιστικές δυνάμεις, ή με περαιτέρω αποδυνάμωση των κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών, όπως προτείνουν οι συντηρητικές δυνάμεις.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε ως πολίτες την ευθύνη να επιλέξουμε ένα διαφορετικό μέλλον, μακριά από τη λιτότητα και τις εθνικιστικές συγκρούσεις. Στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, μπορούμε να αποδείξουμε ότι κρατάμε τη τύχη στα χέρια μας.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, συντονιστής του Ευρωπαϊκού Προοδευτικού Φόρουμ.