Τέμπη: Από την οργή στη δράση για δημοκρατία και δικαιοσύνη

Διαβάζεται σε 8'
Διαδηλώτρια κρατά πλακάτ που γράφει "Δεν ήταν ατύχημα, ήταν δολοφονία"
Διαδηλώτρια κρατά πλακάτ που γράφει "Δεν ήταν ατύχημα, ήταν δολοφονία" (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI)

Την ευθύνη αλλά και τη δυνατότητα σχεδιασμού και υλοποίησης αποτελεσματικών και κοινωνικά δίκαιων πρωτοβουλιών, την έχουν πρωτίστως οι προοδευτικές δυνάμεις.

Δύο χρόνια μετά το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών, η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις και ευθύνες.

Όπως αναλύει το Ινστιτούτο ΕΝΑ, το δυστύχημα αυτό δεν ήταν ένα ατυχές γεγονός. Ήταν η τραγική επίπτωση ενός βαθιά δυσλειτουργικού κράτους, της διαχρονικής απαξίωσης του δημόσιου τομέα, της διαπλοκής μεταξύ πολιτικής εξουσίας και επιχειρηματικών συμφερόντων και της απουσίας θεσμικής λογοδοσίας.

Το έγκλημα των Τεμπών δεν ήταν αποτέλεσμα «ανθρώπινου λάθους»· ήταν το προδιαγεγραμμένο απότοκο μιας κουλτούρας ατιμωρησίας, ενός πλέγματος πελατειακών σχέσεων και ενός κράτους που μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων, παρά ως φορέας προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος. Η απουσία στρατηγικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, η χρόνια υποβάθμιση των υποδομών, η υποστελέχωση νευραλγικών τομέων και η απουσία ουσιαστικού ελέγχου συνθέτουν το σκοτεινό φόντο ενός εγκλήματος που αποκάλυψε με αμείλικτο τρόπο τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής δημοκρατίας.

Το δυστύχημα των Τεμπών αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς έφερε με δραματικό τρόπο στην επιφάνεια τα βαθιά ελλείμματα δημοκρατίας και δικαιοσύνης που ταλανίζουν τη χώρα διαχρονικά. Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από την άνοδο στην εξουσία αυταρχικών ηγεσιών, από την επιστροφή του κράτους-νυχτοφύλακα και την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.

Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και οι κάθε είδους αποκλεισμοί εντείνονται και η κοινωνική δυσαρέσκεια μεγεθύνεται. Ενόσω η υποκρισία και ο κυνισμός των οικονομικών και πολιτικών ελίτ περισσεύουν, η εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας φθίνει. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής και επαγγελματικής προέλευσης, φύλου και ηλικίας πληθαίνουν ολοένα τις τάξεις της «σιωπηλής μειοψηφίας» όσων νιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται από την κατεστημένη πολιτική. Εκμεταλλευόμενος τις βαρύτατες ανεπάρκειες ενός συστήματος που αποτυγχάνει παταγωδώς να εγγυηθεί τη συλλογική ασφάλεια και ευημερία, ο αντισυστημισμός καρπώνεται τη συσσωρευμένη οργή και απελπισία. Σε αυτές τις συνθήκες, ο ακροδεξιός λαϊκισμός είναι αυτός που αυτοπαρουσιάζεται ως αυθεντικός εκφραστής της λαϊκής βούλησης και ως καταλύτης στην ολοένα και πιο βαθιά κρίση της δημοκρατίας.

Όσο το έγκλημα δεν τιμωρείται, όσο το αίτημα για δικαιοσύνη δεν ικανοποιείται, όσο η υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον για εμάς και τα παιδιά μας δεν υλοποιείται, τόσο βαθαίνει το δημοκρατικό έλλειμμα.

Στο πρόσφατο συνέδριο «1974-2024: Η εποχή της δημοκρατίας και το μέλλον της» που διοργάνωσε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας, το ΕΝΑ επιχείρησε να αναδείξει τις δημοκρατικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, της μακροβιότερης και ομαλότερης περιόδου δημοκρατικής ζωής στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά και τις βαθιές της παθογένειες. Παθογένειες που σχετίζονται με την απαξίωση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, με την ασύδοτη κερδοφορία ιδιωτικών συμφερόντων, χωρίς διαφάνεια, έλεγχο και λογοδοσία, με ένα στρεβλό παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο που αναπαράγει και πολλαπλασιάζει την υστέρηση και την αδικία. Όλες αυτές οι παθογένειες οδήγησαν σε αλλεπάλληλες διαψεύσεις συλλογικών αιτημάτων και προσδοκιών και στη βαθμιαία απόσυρση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και στη λειτουργία των θεσμών.

Δύο χρόνια μετά το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών, η πλημμυρίδα των ανθρώπων που βρέθηκαν στις 28 Φεβρουαρίου στους δρόμους ήρθε να θυμίσει όχι μόνο πως το έγκλημα παραμένει αδικαίωτο αλλά και πως η διεκδίκηση της δικαιοσύνης –σε κάθε επίπεδο– δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Η μαζική συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών στα συλλαλητήρια που οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα ήταν η μυριόστομη κραυγή μιας κοινωνίας που ασφυκτιά υπό το βάρος της αυθαιρεσίας, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας ενός συστήματος που θέτει το κέρδος πάνω από τις ανθρώπινες ζωές. Μιας κοινωνίας που αποφάσισε να μετατρέψει το συλλογικό πένθος και τη συσσωρευμένη οργή σε πάνδημο αίτημα και παλλαϊκή επιταγή διεκδικώντας το δικαίωμα να ζει σε μια χώρα με σύγχρονες και ασφαλείς υποδομές, που θα εφαρμόζει δημοκρατικές και διαφανείς διαδικασίες ελέγχου και λογοδοσίας, θα σχεδιάζει και θα υλοποιεί με γνώμονα το συμφέρον των πολλών, θα τιμωρεί τους ενόχους και θα σέβεται στην πράξη την αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.

Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τη γενίκευση αυταρχικών επιλογών και πρακτικών σε βάρος των συλλογικών, δημοκρατικών διεκδικήσεων και διαδικασιών, οι ογκωδέστατες διαδηλώσεις που σημάδεψαν τη δεύτερη επέτειο της τραγωδίας του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών ήταν μια ελπιδοφόρα γιορτή της δημοκρατίας. Για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, μια κοινωνική κινητοποίηση στάθηκε ικανή να αναπτύξει τέτοια δυναμική, με τη μαζική εκπροσώπηση και συμμετοχή σχεδόν όλων ανεξαιρέτως των πληθυσμιακών ομάδων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη συνιστούν αναμφίβολα ιστορική τομή στην πορεία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η οριζόντια διάχυση της κοινωνικής διαμαρτυρίας αποκαλύπτει παράλληλα την ένταση και το βάθος της κρίσης που μαστίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Πλήθος ερευνών κοινής γνώμης που συστηματικά διεξάγει το ΕΝΑ από την ίδρυσή του, το 2017, μέχρι σήμερα πιστοποιεί ένα ολοένα διευρυνόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και μια εντεινόμενη δυσαρέσκεια σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας στη χώρα. Τα ευρήματα αυτά πλαισιώνονται από άλλα που δείχνουν ότι οι Ελληνίδες και Έλληνες αποτιμούν όλο και πιο αρνητικά την οικονομική τους κατάσταση και την ποιότητα της ζωής τους εν γένει. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομική, πανδημική, ενεργειακή, στεγαστική, πληθωριστική κ.ά.) που διαδέχονται η μία την άλλη δημιουργούν μια σύνθετη πολυκρισιακή συνθήκη που εξαντλεί τα όρια αντοχής και ανοχής της κοινωνίας, επιτείνοντας την κρίση εμπιστοσύνης στα κόμματα και εν γένει στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Κατά συνέπεια, οι παραδοσιακές στρατηγικές στις οποίες μπορούσε μέχρι σήμερα το ελληνικό κομματικό σύστημα να καταφεύγει για να αλληλεπιδρά με την κοινωνία και να διασφαλίζει τη συναίνεση της πλειοψηφίας δεν αρκούν πια. Όπως έδειξαν οι πρωτοφανείς κινητοποιήσεις ενάντια στους κυβερνητικούς χειρισμούς στην υπόθεση των Τεμπών, τα πιεστικά αιτήματα και οι συλλογικές διεκδικήσεις της κοινωνίας των πολιτών τις έχουν ξεπεράσει. Στο βαθμό που κάθε διαμαρτυρία στρέφεται εξ ορισμού ενάντια σε αυτόν που κατέχει την εξουσία, το μήνυμα που εξέπεμψαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια είχε αναμφίβολα αντικυβερνητικό προσανατολισμό, αφορά όμως το πολιτικό σύστημα και τον τρόπο λειτουργίας του στο σύνολό του. Η περίοδος της ρητορικής και των συνθημάτων με τα οποία λειτουργούσε ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει παρέλθει. Η υπέρβαση της κρίσης εκπροσώπησης και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προϋποθέτουν ετοιμότητα για την υιοθέτηση αλλαγών και μετασχηματισμών που να ανταποκρίνονται στα προωθημένα αιτήματα και τις πιεστικές ανάγκες των πολλών.

Την ευθύνη αλλά και τη δυνατότητα σχεδιασμού και υλοποίησης αποτελεσματικών και κοινωνικά δίκαιων πρωτοβουλιών, ικανών όχι μόνο να αποκαταστήσουν την τραυματισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών αλλά και να εμπνεύσουν την πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον, την έχουμε πρωτίστως οι προοδευτικές δυνάμεις.

Η διαμαρτυρία, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν αρκεί από μόνη της. Η διεκδίκηση δικαιοσύνης και εμβάθυνσης του εκδημοκρατισμού χρειάζεται και συγκεκριμένες διεξόδους, πρακτικά βήματα που μπορούν να δημιουργήσουν ρωγμές στο υπάρχον σύστημα και να διανοίξουν νέους δρόμους κοινωνικής ενδυνάμωσης, ανάπτυξης και χειραφέτησης:

  • Θεσμική θωράκιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, με αλλαγές στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της και ουσιαστική αποδέσμευσή της από την εκτελεστική εξουσία.
  • Διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση και δημιουργία ανεξάρτητων μηχανισμών ελέγχου με ουσιαστικές αρμοδιότητες, που δεν θα λογοδοτούν στην εκάστοτε κυβέρνηση.
  • Αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών, με σταθερή επένδυση και ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, μακριά από εργολαβικές και πελατειακές λογικές.
  • Θεσμοθέτηση κοινωνικού ελέγχου σε κρίσιμους τομείς (υγεία, παιδεία, μεταφορές, ενέργεια), μέσω συμμετοχικών διαδικασιών που θα επιτρέπουν στους πολίτες να έχουν λόγο και ρόλο.
  • Προστασία της ελευθερίας του Τύπου, με μέτρα κατά της συγκέντρωσης των ΜΜΕ σε ολιγάρχες και ενίσχυση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας.

Η εμβάθυνση της δημοκρατίας δεν είναι απλώς ένα σύνθημα· είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που απαιτεί πολιτική βούληση, κοινωνική ενεργοποίηση και συλλογική επιμονή. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να μην υπάρξουν άλλα Τέμπη. Το ζητούμενο είναι να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα όπου η αξία της ανθρώπινης ζωής, η λογοδοσία και η ισότητα απέναντι στον νόμο να αποτελούν θεμέλια και όχι διακηρύξεις κενές περιεχομένου.

Το μεγάλο στοίχημα για την κοινωνία είναι να μετατρέψει την οργή σε δύναμη μετασχηματισμού και να επιβάλει ένα όραμα πραγματικού εκδημοκρατισμού απέναντι σε όσους επενδύουν στη λήθη και τη σιωπή.

Για να πάψει η φράση «Ποτέ ξανά!» να ηχεί ως ψίθυρος και να γίνει πράξη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα