Τι είναι η ενεργός γήρανση και γιατί χρειάζεται ο Δήμος Αθηναίων αντιδημαρχία
Διαβάζεται σε 5'Η Αντιδήμαρχος Ενεργούς Γήρανσης και Λεσχών Φιλίας του Δήμου Αθηναίων Όλγα Δούρου γράφει για τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, το δημογραφικό και την κλιματική αλλαγή εξηγώντας ποιες πολιτικές πρέπει να υιοθετήσουν οι Δήμοι για μία υγιή και ενεργή γήρανση.
- 12 Ιανουαρίου 2024 16:47
Το δημογραφικό και η κλιματική αλλαγή αποτελούν δύο από τα μεγαλύτερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζει, όχι μόνο η χώρα μας αλλά ολόκληρος ο πλανήτης. Αν εξετάσουμε μάλιστα τα δύο αυτά ζητήματα σε μακροκλίμακα θα κατανοήσουμε ότι η αύξηση του πληθυσμού συνδέεται άρρηκτα με την υπερκατανάλωση πόρων και την αλλοίωση του οικοσυστήματός μας.
Αυτά σε παγκόσμιο επίπεδο, γιατί στην χώρα μας, αλλά και στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, το δημογραφικό πρόβλημα έχει μια άλλη τελείως διάσταση. Τη σταδιακή μείωση των γεννήσεων με την παράλληλη αύξηση των ορίων θνησιμότητας. Η Ελλάδα άλλωστε παρουσιάζει σταθερό όριο αναπαραγωγής ανά γυναίκα μόνο 1,3 παιδιά ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος είναι 2,1 σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Και για να μιλήσουμε με αριθμούς ενώ κατά την περίοδο 1955-59 σημειώθηκαν 97.809 περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, μόνο κατά την διετία 2020-22 είχαμε 56.274 λιγότερες γεννήσεις από θανάτους. Η Ελλάδα δηλαδή, έχει τον 6ο πιο γηρασμένο πληθυσμό παγκοσμίως με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διάρθρωση του εργατικού δυναμικού αλλά και τη συνταξιοδοτική ικανότητά της χώρας στο μέλλον.
Ταυτόχρονα, όμως αντιμετωπίζει και ένα μεγάλο πρόβλημα και ίσως πιο πολύπλοκο από αυτό της αυστηρά δημοσιονομικής διάστασης που φέρει το ασφαλιστικό, της φροντίδας ενός ολοένα και αυξανόμενου γερασμένου πληθυσμού. Παραδοσιακά τη φροντίδα των ηλικιωμένων αναλάμβανε πρωτίστως η οικογένεια αλλά και η κοινότητα. Όμως, η αστικοποίηση και η μετάβαση από την παραδοσιακή στην πυρηνική και στους νέους τύπους οικογένειας υποδηλώνει πως η οικογένεια και η κοινότητα δεν λειτουργούν με τους όρους του παρελθόντος. Η δε ανάληψη καθηκόντων φροντιστή από τα μέλη της οικογένειας – συνήθως κόρες – λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας, είτε για την παραμονή των γυναικών στην αγορά εργασίας είτε για την επαγγελματική τους εξέλιξη, γεγονός που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές αύξησης της γυναικείας απασχολησιμότητας, αλλά και με την οικονομική πραγματικότητα της ακρίβειας που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά.
Παράλληλα, το κράτος πέρα από την νοσοκομειακή περίθαλψη δεν προσφέρει επαρκείς υπηρεσίας φροντίδας προς τους ηλικιωμένους. Και όσες λίγες υπάρχουν προσφέρονται μέσα από τους Δήμους (Επιδόματα ΟΠΕΚΑ, Βοήθεια στο Σπίτι, Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας), δίχως όμως οι τελευταίοι να έχουν τη δυνατότητα να προσδώσουν ιδιαίτερα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά στις υπηρεσίες που προσφέρονται στους πολίτες. Ένα χωριό στον Έβρο, άλλωστε, δεν έχει τις ίδιες ανάγκες και ιδιαιτερότητες με το κέντρο της Αθήνας.
Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την τρίτη ηλικία είναι το πιλοτικό πρόγραμμα “Προσωπικός Βοηθός για ΑΜΕΑ” που από το 2024 θα αποκτήσει καθολική εφαρμογή, αποκλείει από τους δικαιούχους όσα άτομα με κινητική αναπηρία έχουν ανάγκη φροντιστή και έχουν περάσει το ηλικιακό όριο των 65 ετών ακόμα και αν ως τότε λάμβαναν το βοήθημα για την πρόσληψη φροντιστών. Με αυτό τον τρόπο τα άτομα της τρίτης ηλικίας που αντιμετωπίζουν αναπηρία κίνησης εξαιτίας γενετήσιων λόγων, ατυχήματος ή και ασθενειών που σχετίζονται με το γήρας όπως είναι ο διαβήτης, που δύναται να προκαλέσει ακρωτηριασμούς των κάτω άκρων, βρίσκονται εκτός των ομάδων που μπορούν να λάβουν σοβαρή εξωϊδρυματική φροντίδα.
Οι Δήμοι λοιπόν είναι ανάγκη να αναπτύξουν το δικό τους σχέδιο, όχι μόνο φροντίδας για την τρίτη ηλικία αλλά και ταυτόχρονα πρόληψης. Πολιτικές δηλαδή, που να στοχεύουν στη δημιουργία προϋποθέσεων μιας υγιούς και ενεργούς γήρανσης. Πολιτικές που να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη εποχή και λαμβάνουν υπόψη την τοπικότητα των πολιτικών αλλά και τις διαφορετικές ανάγκες που προκύπτουν για όσους βρίσκονται ή έχουν ξεπεράσει το κατώφλι της συνταξιοδότησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα και στον ίδιο Δήμο, όταν μιλάμε για μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα, τα κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων διαφέρουν. Για αυτό και πρέπει να υπάρξουν πολλαπλών επιπέδων στοχεύσεις με αναφορά σε διαφορετικές ομάδες, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα πολιτικών πρόληψης, αντιμετώπισης και ένταξης.
Μιλώντας για την Αθήνα, αν εξαιρέσουμε τις έως τώρα προνοιακές υπηρεσίες που προαναφέραμε και τις Λέσχες Φιλίας (ΚΑΠΙ) που αριθμούν πάνω από 3.500 μέλη, μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποιος σχεδιασμός για δημοτικές πολιτικές για υγιή και ενεργό γήρανση. Με τον Δήμο Αθηναίων να απέχει εκκωφαντικά από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις για την ενεργό γήρανση, ήρθε η ώρα λοιπόν να εξετάσουμε το ζήτημα σε τοπικό επίπεδο, στη σωστή του βάση και να δώσουμε ξεχωριστή φωνή σε όσους και όσες έμαθαν πως ο μόνος τρόπος για να παραμείνουν ενεργοί και να συμβάλλουν στην κοινωνική και οικονομική ζωή είναι να εργάζονται κάθε χρόνο έστω και λίγο παραπάνω.
Στόχος μας για τους επόμενους μήνες είναι καταρχάς να αφουγκραστούμε τα πάνω από 3.500 ενεργά μέλη των Λεσχών Φιλίας για να συνδιαμορφώσουμε μια νέα συνθήκη στην οποία βασικές προϋποθέσεις θα είναι η πολυσυμμετοχικότητα καθώς και νέες πολλαπλές δραστηριότητες. Ταυτόχρονα, είναι αδήριτη ανάγκη η δημιουργία ενός σχεδίου δράσης για την ενεργό γήρανση, το οποίο θα καλύπτει όχι μόνο τις ανάγκες των ηλικιωμένων αλλά και όσων βρίσκονται σε τροχιά μετάβασης από την εργασία στην συνταξιοδότηση.
Στόχος το 2024 είναι να γίνει η αφετηρία για να ξεκινήσουν νέες δράσεις στον τομέα της ενεργούς γήρανσης, καθώς όχι μόνο αφορούν περίπου το ¼ των δημοτών της Αθήνας αλλά και προπάντων τους εμπλέκουν.
*Η Όλγα Δούρου είναι Αντιδήμαρχος Ενεργούς Γήρανσης και Λεσχών Φιλίας του Δήμου Αθηναίων και υποψήφια Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής – Ερευνήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.