Τι κρύβεται πίσω από τις επιθέσεις στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου;
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας "εθνοπατριωτικής" κριτικής, σε περίοδο που έχει τις μικρότερες αρμοδιότητες από το 1974.
- 10 Ιανουαρίου 2021 07:48
Δεν χρειάζεται και μεγάλη παρατηρητικότητα για να αντιληφθεί κανείς ότι συστηματικά το τελευταίο διάστημα η πρώτη γυναίκα που βρέθηκε στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, δέχεται μία συνεχή κριτική. Το αν η Κατερίνα Σακελλαροπούλου θα … «κάνει τον σταυρό της» σε μία δημόσια εμφάνιση ή το αν θεωρεί τον Covid 19 σημαντικότερη απειλή από την Τουρκία, γίνεται αντικείμενο αρθρογραφίας, σχολίων στα social media και αφετηρία θεωριών με πολιτικές προεκτάσεις. Πρόκειται για ένα φαινόμενο με περιορισμένη κοινωνική αναφορά, παράλληλα όμως αρκετά πολύπλοκο ως προς το να εξηγηθεί.
Πρόεδρος «στο μικροσκόπιο»
Οι δραστηριότητες της Προέδρου της Δημοκρατίας μοιάζουν να βρίσκονται υπό «στενή παρακολούθηση» ενώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν καταγραφεί απόπειρες να δημιουργηθεί «ρεύμα» εναντίον της. Δίχως η προσπάθεια να έχει ευοδωθεί.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του άρθρου της Προέδρου της Δημοκρατίας, που φιλοξενήθηκε στην πρωτοχρονιάτικη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών. Εκεί αναφερόμενη στην πολυδιάστατη κρίση στην Ευρώπη (μεταναστευτικό, περιβαλλοντική επιβάρυνση πανδημία), η Κατερίνα Σακελλαροπούλου έκανε μία επισήμανση. Έγραψε πως «βρήκαν πολλοί την ευκαιρία να αμφισβητήσουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία στο όνομα ενός νέου εθνοκεντρικού προστατευτισμού. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι μια παραλλαγή της αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση και υποκινεί την εσωστρεφή αναδίπλωσή μας στη δήθεν εθνική ασφάλεια».
Η άποψη αυτή «μεταφράστηκε» από κύκλους που αυτοπροσδιορίζονται ως «πατριωτικοί» σε ευθεία αμφισβήτηση της ανάγκης για την προστασία των εθνικών συμφερόντων και ως «ομολογία πίστης» στην παγκοσμιοποίηση. Τροφοδοτώντας έτσι γνωστές θεωρίες που κυριαρχούν στον χώρο της λεγόμενης «πατριωτικής δεξιάς» και στηρίζονται σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις περί κινήσεων «αφελληνισμού» της χώρας, διάβρωσης των εθνικών της χαρακτηριστικών και προσαρμογής στα δεδομένα μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης».
Αυτά ενώ ήδη εδώ και αρκετό καιρό οι δημόσιες εμφανίσεις και οι κινήσεις της Κατερίνας Σακελλαροπούλου φαίνεται πως βρίσκονται στο… μικροσκόπιο .
Ενδεικτικό παράδειγμα ο θόρυβος που δημιουργήθηκε και τα πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα που υπήρξαν σχετικά με την πρωτοχρονιάτικη δοξολογία στην Μητρόπολη Αθηνών. Εκεί που η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατηγορήθηκε για τα ότι δεν ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος, όπως συνηθίζονταν στον παρελθόν, αλλά και για την στάση της μέσα στον Ναό. Συγκεκριμένα επειδή στον χαιρετισμό της προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο δεν φίλησε τον σταυρό που κρατούσε ο επικεφαλής της ελλαδικής εκκλησίας, όπως έκανε αμέσως μετά ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης που επίσης παραβρέθηκε.
Ανάλογη κατηγορία της έχει αποδοθεί στο παρελθόν. Συγκεκριμένα στον κυβερνητικό ανασχηματισμό του καλοκαιρίου όπου κατηγορήθηκε πως δεν «έκανε τον σταυρό της» κατά την διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας.
Επίσης η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατηγορήθηκε για την… διακόσμηση του γραφείου της. Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ θεωρήθηκε συμβολική πράξη, η επιλογή να αλλάξουν θέση τα μουσειακού χαρακτήρα καριοφίλια της επανάστασης του 1821 όπως και ό πίνακας γερμανού ζωγράφου που απεικόνιζε Ακρόπολη την ίδια περίοδο.
Ο «χάρτης» των social media και του διαδικτύου, πάντως, αποτελεί επίσης ένα είδος «αξονικής τομογραφίας» των πολιτικών αφετηριών για κάποιες από τις επικρίσεις εναντίον της Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Εκεί καταγράφονται απαξιωτικά σχόλια για το πρόσωπο της από άτομα που σε σημαντικό βαθμό είναι φανερή η πολιτική σχέση τους με φορείς της άκρας δεξιάς, της Χρυσής Αυγής και άλλων σχημάτων της λεγόμενης «πατριωτικής δεξιάς». Με κάτι παραπάνω από έντονο το στοιχείο της συνωμοσιολογίας και των παραφυάδων της. Δίχως όμως η κριτική να ασκείται μόνο από αυτους τους χώρους.
Οι «απαρχές»
Ο «θόρυβος» που επιχειρείται να «σηκωθεί» σήμερα γύρω από το πρόσωπο της Προέδρου της Δημοκρατίας, εξηγείται ίσως καλύτερα αν θυμηθεί κανείς το κλίμα των ημερών τους τελευταίους μήνες του 2019 . Τότε που από τα Μέσα Ενημέρωσης «παρέλαυναν» τα ονόματα των πιθανών υποψηφιοτήτων για την θέση του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα. Θυμίζουμε ότι η ανακοίνωση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την υποψηφιότητα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ανακοινώθηκε τελικά στις 15 Ιανουαρίου του 2020, με τον πρωθυπουργό έως τότε να «κρατά κλειστά τα χαρτιά του» σχετικά με την απόφασή του.
Την περίοδο εκείνη οι εικασίες για υποψήφιο ο οποίος δεν θα έχει εμπλακεί με την ενεργό πολιτική, δεν θα έχει θητεύσει σε κάποιο κορυφαίο πολιτικό αξίωμα και δεν θα προέρχεται από την «παλιά φρουρά» του κομματικού μηχανισμού της Νέας Δημοκρατίας (ή ακόμη και του ΠΑΣΟΚ) ήταν πολύ έντονες.
Απέναντι σε αυτή την φημολογία είχε διαμορφωθεί κι ένας έντονος αντίλογος, από πολλές πλευρές. Αυτός αφορούσε την θεώρηση που θέλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να παίζει ιδιαίτερο ρόλο στα εθνικά θέματα ιδίως λόγω της τυπικής ιδιότητάς του να είναι επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης έλεγαν ότι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στις ελληνοτουρκικές – σχέσεις, μια και ήδη είχε ξεδιπλωθεί η τακτική της Άγκυρας με το Τουρκο-Λιβυκό σύμφωνο για την Μεσόγειο- έλεγαν πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην τρέχουσα περίοδο πρέπει να είναι ένα πρόσωπο που θα «φέρει» έντονα το στοιχείο της υπεράσπισης των εθνικών θέσεων. Επίσης που θα διαθέτει την εμπειρία και τα ανάλογα «αντανακλαστικά» ώστε να αναγνωρίζει τις αναγκαιότητες του «διπλωματικού χρόνου» και να απαντά στις τουρκικές προκλήσεις.
Η επιχειρηματολογία αυτή είχε πολύ μεγάλο εύρος. Στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας επί παραδείγματι είχε «κερδίσει έδαφος». Την συναντούσε κανείς στα στελέχη και τους βουλευτές που υποστήριζαν την επανεκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου ως μία «σίγουρη λύση» που διασφάλιζε ταυτόχρονα και την συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ. Την συναντούσε όμως και στους βουλευτές ή στελέχη που υποστήριζαν την υποψηφιότητα του Αντώνη Σαμαρά. Θεωρώντας ότι ο πρώην πρωθυπουργός με τις γνωστές «σκληρές» θέσεις του στα εθνικά θέματα αλλά και τον αποφασιστικό πολιτικό λόγο που διαθέτει θα ήταν το κατάλληλο θεσμικό αντίβαρο στην τουρκική τακτική.
Εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς, πως εφόσον υπήρχαν τέτοιες προσεγγίσεις στο στελεχιακό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας, προφανώς ο πολιτικός χώρος που βρίσκεται στις «δεξιές παρυφές» κι ακόμη «δεξιότερα» από το κυβερνητικό κόμμα ενστερνίζονταν – κι ενστερνίζεται- την ίδια αντίληψη με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα.
Προφανώς η μετέπειτα όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε αυτή σχετίζονταν με τα γεγονότα στον Έβρο στα τέλη Φεβρουαρίου, είτε με τις «βόλτες» που Oruc Reis εντός τις ελληνικής υφαλοκρηπίδας το καλοκαίρι του 2019, ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο αυτές τις πεποιθήσεις.
Ο «μεγάλος συνασπισμός»
Μία δεύτερη –υπολανθάνουσα συνήθως- αιτίαση, που «πλανάται ως σύννεφο» πάνω από το πρόσωπο της Κατερίνας Σακελαροπούλου είναι πως αποτελεί τον «άτυπο πρεσβευτή» μιας πιθανής διεργασίας η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμου» στην Ελλάδα. Δηλαδή ένα κυβερνητικό σχήμα στο οποίο θα συμπεριλαμβάνεται η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ .
Αυτές οι εικασίες εδράζονται στην μεγάλη πλειοψηφία των 261 ψήφων που συγκέντρωσε στις 22 Ιανουαρίου του 2020 όταν η Κατερίνα Σακελαροπούλου αναδείχθηκε στο υψηλότερο πολιτειακό αξίωμα. Ανάμεσα στις ψήφους αυτές συμπεριλαμβάνονταν οι 157 ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας (δεν παραβρέθηκε ο Α. Σαμαράς που δήλωσε όμως ότι θα ψήφιζε υπερ) και οι 82 ψήφοι από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Επίσης στο γεγονός ότι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου μπορεί να υπήρξε η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη για το Προεδρικό Μέγαρο, υπήρξε όμως και η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα για το υψηλό δικαστικό αξίωμα της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο κατείχε.
Αυτά παρά το γεγονός ότι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου δείχνει να τηρεί με προσοχή της εσωκομματικές ισορροπίες. Κάτι που διαφάνηκε και στην συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα που είχε την Παρασκευή, προκειμένου ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εκφράσει τις ενστάσεις του για τον τρόπο της διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση και να ζητήσει την Σύγκλιση του Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών. Η ΠτΔ δεν αποδέχθηκε προφανώς τη πρόταση του Α.Τσίπρα παρόλα αυτά υπογράμμισε την ανάγκη εθνικής συνεννόησης ενώ ταυτόχρονα επισήμανε ότι οι επιδόσεις της χώρας είναι καλύτερες συγκριτικά με άλλες και κάλεσε τους πολίτες σε τήρηση των κανόνων προστασίας.
Σε κάθε περίπτωση όμως το ότι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου δεν διαθέτει σαφές ιδεολογικό στίγμα μοιάζει να δημιουργεί στον χώρο της λεγόμενης «σκληρής δεξιάς» την υποψία (σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις και την βεβαιότητα) πως η ύπαρξή της στο ανώτατο πολιτικό αξίωμα λειτουργεί… διαβρωτικά. Τόσο για την «δεξιά παράταξη» όσο και τον «πατριωτικό χώρο».
Αξίζει να επισημανθεί ότι ανάλογες «ιδιότητες» είχαν αποδοθεί και στον Προκόπη Παυλόπουλο στο παρελθόν. Τον προηγούμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας που παρότι στέλεχος και υπουργός της ΝΔ προτάθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Οι εικασίες αυτές είναι γνωστό ότι δεν επιβεβαιώθηκε. Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νεά Δημοκρατία βρέθηκαν όλη αυτή την περίοδο σε καθεστώς σκληρής πόλωσης.
Η πιθανότητα μίας κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» μπορεί – ιδίως μετά από το 1ο εξάμηνο του 2015- να υφίσταται ως μία εναλλακτική πολιτικής διαχείρισης σε ακραίες κρισιακές συνθήκες, πλην όμως δεν φαίνεται αυτό να συναρτάται από τον ποιος θα είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Παράξενη συγκυρία
Μια τέτοιου είδους κριτική, όπως περιγράφεται παραπάνω στο πρόσωπο της Προέδρου της Δημοκρατίας, αντανακλά και στον ίδιο το θεσμό. Το περίεργο είναι πως αυτό συμβαίνει σε μία περίοδο που οι αρμοδιότητες του είναι περιορισμένες όσο ποτέ.
Θυμίζουμε ότι ο προεδρικός θεσμός έχασε καθοριστικές αρμοδιότητες με την αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1986 και την εισηγήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου (ταυτόχρονα με την πρόταση για να οριστεί ΠτΔ ο Χρήστος Σαρτζετάκης στην θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή).
Με την τελευταία μάλιστα συνταγματική αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2019 αποσυνδέθηκε η Προεδρική Εκλογή από την συνέχεια της κυβερνητικής θητείας και δόθηκε στην εκάστοτε κυβέρνηση η δυνατότητα εκλογής προσώπου δίχως επαυξημένη πλειοψηφία στην Βουλή, εφόσον παραστεί ανάγκη.
Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι με την «εθνοπατριωτικού χαρακτήρα» κριτική και πίεση στην Προεδρία της Δημοκρατίας είναι αντικειμενικά αδύνατο να «προσδοκούν» τα υποκείμενα των επικρίσεων αυτών, άμεσα πολιτικά αποτελέσματα.
Έτσι από την μια μοιάζει να εκφράζει ένα είδος «δυσανεξίας» στους υφιστάμενους πολιτειακούς κανόνες. Εύρους τέτοιου που να ξεκινά από την αμφισβήτηση συνολικά της προδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να φθάνει ώς την προτίμηση σε μία διαφορετικού τύπου πολιτειακή δομή. Τέτοια που θα διαθέτει – ίσως – μια ισχυρότερη πολιτειακή αρχή, έναν πρόεδρο με αυξημένες αρμοδιότητες.
Παράλληλα κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποια από τα φαινόμενα αυτά να είναι απότοκο της ανάγκης «εκτόνωσης» ενός τμήματος της βάσης της Νέας Δημοκρατίας. Αυτού που παρακολουθεί, σιωπηρό, πλην όμως δυσαρεστημένο, τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.