Το ακριβό τίμημα του τέλους του λαϊκισμού
H "περήφανη διαπραγμάτευση" κατέληξε σε άτακτη υποχώρηση, αλλά στην Ελλάδα των προνομιακών σχέσεων της Αριστεράς με τον συντεχνιασμό όλως παραδόξως (ή και λογικώς) δεν άνοιξε ρουθούνι
- 23 Μαΐου 2016 12:47
* Του Χρήστου Θεοδωρόπουλου
Ήταν Ιανουάριος του 2015 όταν η περήφανη (τότε) και άρτι σχηματισθείσα κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανελάμβανε –εν μέσω τυμπανοκρουσιών και χορών από ορδές δικαιωμένων υποστηρικτών της, «Αγανακτισμένων»- τις τύχες της χώρας. Και ήταν –πράγματι- απολύτως δικαιολογημένες οι έξαλλες αυτές αντιδράσεις. Ποιος νοήμων πολίτης δεν θα πανηγύριζε την άνοδο στην εξουσία μιας κυβέρνησης, που θα καταργούσε με ένα Νόμο το επαχθές Μνημόνιο, θα επανέφερε τον βασικό μισθό στα 751 ευρώ, τους μισθούς «πείνας» σε αξιοπρεπή επίπεδα, καθώς και την 13η σύνταξη, θα καταργούσε με αναδρομική ισχύ τον ΕΝΦΙΑ, θα πάγωνε το ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου, μιας κυβέρνησης που θα έφερνε –τέλος πάντων- την ελπίδα και θα αφάνιζε με συνοπτικές διαδικασίες τους παντός είδους και πολιτικής προέλευσης «Γερμανοτσολιάδες»?… Ποιος, λοιπόν, θα το έλεγε ότι μόλις 16 μήνες αργότερα αυτή η ίδια κυβέρνηση, όχημα και θεματοφύλακας της ελπίδας εκατομμυρίων Ελλήνων, θα είχε ψηφίσει ένα τρίτο, επαχθέστερο των δύο προηγηθέντων, Μνημόνιο και –μάλιστα- θα το είχε υλοποιήσει με παροιμιώδη αποφασιστικότητα?
Πράγματι, ο Αλέξης Τσίπρας έχει δημιουργήσει με τον Πάνο Καμμένο και τις κοινοβουλευτικές τους ομάδες ένα εξαιρετικά αρραγές μέτωπο, μία αλυσίδα 153 κρίκων, την ανθεκτικότητα της οποίας δεν έχει δοκιμάσει έως τώρα κανένα μέτρο, όσο αντιλαικό και –κυρίως- διαμετρικά αντίθετο με τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις και αν είναι. Προ ολίγων ημερών η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ψήφισε ένα πρωτοφανούς αγριότητας φορολογικό-ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ενώ την Κυριακή ένα εξαιρετικά επώδυνο πολυνομοσχέδιο, που περιλαμβάνει από φόρους και περικοπές ύψους 5,5 δισ. ευρώ περίπου, μέχρι πρόγραμμα ευρέων ιδιωτικοποιήσεων, ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά και τον περίφημο «δημοσιονομικό κόφτη», ένα διαρκές, δηλαδή, Μνημόνιο που θα επικρεμάται διαρκώς πάνω από τη χώρα. Ο Πρωθυπουργός, αφού επέλεξε συνειδητά την εκκαθάριση της κοινοβουλευτικής του ομάδας από αντιφρονούντες-καταψηφίσαντες το νέο Μνημόνιο, «έτρεξε» όλα τα προαπαιτούμενα για την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Έτσι, λοιπόν, το σκίσιμο των Μνημονίων έγινε αίφνης τρίτο Μνημόνιο, το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» μετετράπη δια μαγείας σε εξαγορά δανείων από ξένα funds, οι πορείες διαμαρτυρίας για το επιχειρούμενο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου εξευγενίστηκε σε «Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων», το οποίο –μάλιστα- δεν θα λογοδοτεί στο εθνικό Κοινοβούλιο και θα ελέγχει τη συνολική περιουσία του ελληνικού Δημοσίου για τα επόμενα 100 χρόνια! Και –βέβαια- ο ΕΝΦΙΑ ΕΝΦΙΑ (απλά ακριβότερος)…. Με λίγα λόγια, η «περήφανη διαπραγμάτευση» κατέληξε σε άτακτη υποχώρηση και άμεση εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Και μπορεί όλα τα ανωτέρω να είχαν προκαλέσει κοινωνική έκρηξη οπουδήποτε αλλού, αλλά στην Ελλάδα των προνομιακών σχέσεων της Αριστεράς με τον συντεχνιασμό όλως παραδόξως (ή και λογικώς) δεν άνοιξε ρουθούνι.
Τί είναι, λοιπόν, όλα αυτά? Τίποτα παραπάνω από το (πολύ) ακριβό τίμημα του τέλους του λαικισμού. Αν, πράγματι, πρέπει να βγει κάτι καλό από την καταστροφική συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ του τελευταίου 1,5 χρόνου, τότε αυτό σίγουρα είναι ότι γκρεμίζει, με τον πιο αδυσώπητο και εύγλωττο τρόπο, το δικαίωμα του κάθε καιροσκόπου να λαικίζει από την βολική θέση του αντιπολιτευόμενου τους πάντες και τα πάντα. Αφαιρεί δια παντός το δικαίωμα από κάθε ανεύθυνο μικροπολιτικάντη, που εποφθαλμιά την καρέκλα, να «κουνάει το δάχτυλο», να σπιλώνει συνειδήσεις και να δίνει τον απέναντι βορά στα πιο ταπεινά ένστικτα ενός ταλαιπωρημένου λαού. Ποινικοποιεί -τρόπον τινά- τις «αυταπάτες», χωρίς καν να απαιτείται να διαγνώσει κανείς τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως του «αυταπατώμενου» ή το δόλιο ή μη των κινήτρων του. Αποκαθιστά -εν πολλοίς- την υπευθυνότητα ως βασικό προτέρημα και προαπαιτούμενο στον τρόπο πολιτεύεσθαι. Αλλά και αντιστρόφως, η βίαιη αυτή διάψευση τεχνηέντως καλλιεργηθεισών προσδοκιών και ελπίδας θέτει τον ψηφοφόρο προ των ευθυνών του, συμβάλλοντας στην ταχεία «ενηλικίωσή» του.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται στα χρόνια των Μνημονίων περί διαχωριστικών γραμμών και της αληθούς δυνατότητας «άλλως δύνασθαι πράττειν» της εκάστοτε κυβέρνησης. Η ουσία της συζήτησης αυτής (η οποία είναι τεράστια και πρέπει να γίνει) δεν είναι αντικείμενο του παρόντος. Το παρόν περισσότερο κατατείνει στο να καταδείξει ότι η νοηματοδότηση της πολιτικής δεν περνάει –πλέον- τόσο από συνθηματολογικά δίπολα τύπου «Αριστερά-Δεξιά», «κρατιστές-φιλελεύθεροι» κ.λπ. όσο από την αντιπαράθεση και αντιπαραβολή του λαικισμού με τον υπεύθυνο πολιτικό λόγο. Παράλληλα, δε, να αναδείξει την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη για ένα νέο «συμβόλαιο αλήθειας» της πολιτικής με την κοινωνία. Και σε αυτό (ίσως μόνο σε αυτό) συνεισέφερε τα μάλα η παρούσα συγκυβέρνηση, έστω και αν μας κόστισε ιδιαίτερα ακριβά.
Χρήστος Ι. Θεοδωρόπουλος,
Δικηγόρος, LL.M., ΜΔΕ,
Εκπρόσωπος Τύπου Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών,
Αν. Γραμματέας Παραγωγικών Τομέων Ν.Δ.