Το πολιτικό Survivor μιας κρίσιμης χρονιάς
Τα διλήμματα των κομμάτων ενόψει του εκλογικού 2019, τα μεγάλα προβλήματα του τόπου και το όραμα, που ακόμα αναζητείται.
- 19 Δεκεμβρίου 2018 09:10
Οι δημοσιολογούντες κάθε εποχής έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται και να χαρακτηρίζουν ως “κρίσιμα” τα χρόνια στα οποία ζουν, παραβλέποντας το γεγονός ότι η ιστορία μετράει την ηλικία της σε αιώνες. Στην Ελλάδα, την 8ετία των μνημονίων, μάθαμε, με το δύσκολο τρόπο, τι σημαίνουν οι λέξεις “κρίση” και “κρίσιμος” και ακόμα και αν κατανοήσουμε τις συνήθειες της ιστορίας, είναι ξεκάθαρο ότι αυτά που ζούμε τώρα, εντός και εκτός της χώρας, θα σημαδέψουν την πορεία μας για τις επόμενες δεκαετίες.
Η κρίση αντιπροσώπευσης πανευρωπαϊκά, η δυσπιστία της μεσαίας τάξης στη Δημοκρατία, λόγω της ανεργίας, της ανισότητας και των πολιτικών λιτότητας, οι εύθραυστες οικονομίες, οι γεωπολιτικές κόντρες και η εμφανής πλέον άνοδος της ακροδεξιάς, προϊδεάζουν για ένα μέλλον, που θα κρύβει πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις για τους απροετοίμαστους.
Πολιτικά, η χρονιά που μας αποχαιρετά, θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς ένα σκαλοπάτι προς το εκλογικό 2019, αν δεν περιελάμβανε δύο πολύ σημαντικά ορόσημα, που θα επηρεάσουν και τις εκλογικές αναμετρήσεις του επόμενου έτους.
Το πρώτο, ήταν η ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, το αποκαλούμενο και τέλος των μνημονίων. Το τέλος αυτό, δεν συνεπάγεται το κλείσιμο των πληγών που άνοιξαν οι πολιτικές της λιτότητας, ούτε εξαφανίστηκε δια μαγείας το κλίμα διχασμού που καλλιεργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Οι πολιτικές δυνάμεις ξόδεψαν και ξοδεύουν πολλή ενέργεια στο να καυγαδίζουν για το αν βγήκαμε ή δεν βγήκαμε από τα μνημόνια, παρά για να κάνουν προτάσεις για το πώς η τυπική έξοδος, θα γίνει σε μερικά χρόνια ουσιαστική.
Το άλλο πολιτικό ορόσημο της χρονιάς, είναι η συμφωνία των Πρεσπών για την αλλαγή ονόματος της πΓΔΜ. Πρόκειται για ορόσημο όχι μόνο επειδή σαφέστατα θα επηρεάσει τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019, αλλά και επειδή η ανακίνηση του θέματος και η προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος δεκαετιών, επιχειρήθηκε να συνδεθεί με τις γεωπολιτικές κόντρες ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην περιοχή, αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό, αναδεικνύει την ευκολία με την οποία -με ευθύνη και των πολιτικών- διχάζονται οι Έλληνες και ανοίγει την κερκόπορτα για ενίσχυση των ακροδεξιών δυνάμεων και των πατριδοκάπηλων.
Με τρεις εκλογικές αναμετρήσεις μπροστά μας (εθνικές εκλογές, ευρωεκλογές, αυτοδιοίκηση), τα ελληνικά κόμματα -πλην ΚΚΕ, λόγω της σταθερής του προσέγγισης στα πράγματα ανεξαρτήτως συνθηκών, θα βρεθούν μπροστά σε υπαρξιακά διλήμματα.
Τα σημάδια είναι ανησυχητικά, καθώς η πόλωση, αν και όχι πρωτοφανής για το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, έχει διαφορετική καύσιμη ύλη σε σχέση με άλλες εκλογικές αναμετρήσεις: Τον διχασμό που άφησε πίσω της η μνημονιακή εποχή και μπορεί κανείς να τον αντιληφθεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων, την εκτραχυνση πολλών ΜΜΕ, που στρατεύονται χωρίς κανόνες με τη μία ή την άλλη πλευρά και τα Social Media, που έχουν δημιουργήσει πολίτες, που ζουν σε “φούσκες συμφωνίας” με τον εαυτό τους και αδυνατούν ακόμα και να ακούσουν την αντίθετη άποψη.
Το κλίμα που επικρατεί σε κοινωνία, ΜΜΕ και Social Media αντί να προβληματίζει κόμματα και πολιτικούς, θεωρείται ως πεδίο ευκαιριών για την επικράτηση σε βάρος του αντιπάλου. Με αυτά τα δεδομένα, οι αρχηγοί των κομμάτων, καλούνται να δώσουν κατεύθυνση και να λάβουν αποφάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων είναι δύσκολο να προβλεφθούν.
Ο χώρος του Τσίπρα
Όταν τον ταραγμένο Ιούλιο του 2015, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πήρε την απόφαση να συμβιβαστεί και να κρατήσει τη χώρα στο ευρώ, γνώριζε το πολιτικό κόστος που αναλαμβάνει, χαράζοντας μια πορεία που, όπως αποδείχθηκε, έφτασε τη χώρα στον Αύγουστο του 2018 και στην ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Ο στόχος της οριστικής επιστροφής στην κανονικότητα θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να επιτευχθεί, ωστόσο τα βήματα έγιναν και το φίνις του 2018 με την οικονομική βοήθεια προς τους ασθενέστερους, ήρθε να υπογραμμίσει ότι η προσπάθεια είχε αποτέλεσμα.
Εκείνη η πολιτική επιλογή, τον απομάκρυνε από τον ριζοσπαστισμό και άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με τους ευρωπαίους σοσιαλιστές, που άλλωστε στήριξαν την Ελλάδα απέναντι στον Σόιμπλε και τις δυνάμεις που επιδίωκαν το Grexit.
Το φλερτ που ξεκίνησε τότε, είχε τις βάσεις να εξελιχθεί, πρώτον γιατί οι ταλαιπωρημένοι από την ασθένεια του “pasokifikation”, σοσιαλιστές έψαχναν ένα σύμμαχο με ισχύ, δεύτερον γιατί η έννοια της σύμπηξης προοδευτικού μετώπου απέναντι στη λαίλαπα του ακροδεξιού λαϊκισμού, απέκτησε νόημα λόγω των πολιτικών εξελίξεων σε όλη την Ευρώπη και τρίτον, επειδή η απόφαση του 2015, εκ των πραγμάτων σήμαινε την προσέγγιση του κυβερνώντος κόμματος με τη λογική της σοσιαλδημοκρατίας. Τη λογική της διαχείρισης με προοδευτικό πρόσημο. Το πώς οι σοσιαλδημοκράτες όταν ξέσπασε η κρίση παραδόθηκαν στον νεοφιλελευθερισμό και κατέρρευσαν, είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
Ενόψει του εκλογικού 2019, ο Αλέξης Τσίπρας έχει καταλάβει ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος πρέπει να οριοθετήσει πλέον έναν χώρο, που ξεπερνά κατά πολύ τη δυναμική του πρώιμου ΣΥΡΙΖΑ. Και να ηγηθεί αυτού του χώρου. Μέχρι στιγμής αυτό έχει γίνει εκλογικά το 2015 στα πλαίσια του αντιμνημονιακού μετώπου, αλλά τώρα θα φανεί αν το κυβερνών κόμμα, έχει αποκτήσει μια επιρροή που θα περιλαμβάνει και ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του κέντρου ή για να συνεννοούμαστε του παλιού ΠΑΣΟΚ (του ορθόδοξου).
Οι πολιτικές επιλογές σε μια σειρά από θέματα την τελευταία τριετία, με αποκορύφωμα το Μακεδονικό, έδειξαν άλλωστε ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε ξεκάθαρο στο μυαλό του, το εκλογικό δίλημμα και το πλαίσιο. Πρόοδος ή συντήρηση και μάχη κατά της ακροδεξιάς.
Μένει να αποδειχθεί κατά πόσο ο πρωθυπουργός θα αντέξει να στρίψει περαιτέρω το καράβι προς το κέντρο, με δεδομένες και τις ενστάσεις στο εσωτερικό του κόμματος, οι οποίες είναι αρκετές.
Κάποιοι αντιδρούν, επειδή δεν δέχονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ανάγκη κεντροαριστερές και σοσιαλιστικές “ενέσεις” για να προχωρήσει και ότι από τον Ιούλιο του 2015 έχει εκ των πραγμάτων αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν του. Άλλοι, βάζουν εμπόδια, λόγω του εναγκαλισμού τους με τον κυβερνητικό εταίρο Πάνο Καμμένο, η συνεργασία με τον οποίο αποτελεί στίγμα για την Αριστερά και εμπόδιο για οποιαδήποτε προοδευτική διεύρυνση.
Με τη λήξη αυτής της επώδυνης συνεργασίας, λόγω των εξελίξεων στο Μακεδονικό, ο πρωθυπουργός θα έχει λυμένα χέρια, αλλά δύσκολο έργο.
Τα κόμματα εξουσίας, μπορεί να είναι πολυσυλλεκτικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν χαλαρούς ιδεολογικούς δεσμούς και θολό στίγμα. Όσα δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια αργά η γρήγορα εξαφανίζονται. Η πολιτική μετατόπιση εν μέσω εκλογικής χρονιάς, μπορεί να είναι μονόδρομος για ένα αντιμνημονιακό κόμμα, που υπέγραψε μνημόνιο και έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ωστόσο είναι και μια επιλογή με αρκετό ρίσκο.
Η προοπτική της εξουσίας και η ακροδεξιά παγίδα
Αν ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε από τα αριστερά και στοχεύει στο κέντρο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συστήθηκε ως μετριοπαθής φιλελεύθερος στο ξεκίνημά του, τη χρονιά όμως που πέρασε, με αφορμή το Μακεδονικό, έστριψε το κόμμα τέρμα δεξιά.
Όσο και αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την συμφωνία των Πρεσπών, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πρώτον ότι η επιλογή Μητσοτάκη στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν μονόδρομος για να αποφύγει διαρροές προς τα ακροδεξιά και δεύτερον ότι το συγκεκριμένο θέμα, έδωσε στη Νέα Δημοκρατία, ένα γήπεδο για να παίξει. Ένα γήπεδο με επικίνδυνες λακούβες έξω δεξιά, αλλά και με πιθανότητες για εκλογικά οφέλη.
Στη ΝΔ δεν βγήκε η κριτική όσον αφορά την οικονομία, καθώς το μνημόνιο τυπικά ολοκληρώθηκε, η περικοπή των συντάξεων ακυρώθηκε και τα μέτρα υπέρ των ασθενέστερων που φέρνει η κυβέρνηση στη Βουλή, είναι αναγκασμένη να τα ψηφίσει. Επιπλέον, αν και η προσέλκυση επενδύσεων και η μείωση φορολογίας στις επιχειρήσεις, αποτελούν θεμιτούς στόχους, σίγουρα δεν πρόκειται για το αφήγημα που μπορεί να γοητεύσει τους ασθενέστερους.
Η ΝΔ χρειαζόταν ένα εθνικό ζήτημα για να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή συσπείρωση και η κυβέρνηση της το έδωσε.
Μπορεί η στρατηγική της στροφής προς τα δεξιά να προκαλεί πλήγματα στην εικόνα του αρχηγού όχι τόσο λόγω αυτής καθεαυτής της κατεύθυνσης, όσο γιατί εμφανίζεται ως αρχηγός που “σύρεται” σε μια άποψη, ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης σε μια χρονιά που όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν νίκη στις εκλογές, έπρεπε να διασφαλίσει ότι δεν θα έχει προβλήματα στο εσωτερικό του κόμματος. Να παίξει στα σίγουρα.
Το γεγονός ότι βάσει των δημοσκοπήσεων, η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζεται για μια νίκη και μια πιθανή αυτοδυναμία, είναι ο παράγοντας, που οδηγεί τις διαφορετικές φατρίες στο εσωτερικό της να τηρούν μια εύθραυστη εκεχειρία.
Η προοπτική της εξουσίας είναι το καλύτερο γιατρικό για οποιεσδήποτε εσωτερικές ίντριγκες και έριδες, ωστόσο ο πήχης έχει τεθεί πολύ ψηλά ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα και δεν θα μπορέσει να ξεπεραστεί, χωρίς η ΝΔ να απευθυνθεί και στους κεντρώους ψηφοφόρους.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό με ενισχυμένους εντός του κόμματος τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά της μετεμφυλιακής ρητορικής, τον αντιπρόεδρο Άδωνι Γεωργιάδη του οποίου η εσωκομματική δύναμη πλέον δεν είναι καθόλου αμελητέα και τον Μάκη Βορίδη των “ελαττωματικών ιδεών της Αριστεράς”, είναι ένα ερώτημα.
Όσο διώχνει τους κεντρώους από τον Τσίπρα, η παρουσία των Καμμένων και των Πολλάκηδων, άλλο τόσο διώχνει τους κεντρώους από τη Νέα Δημοκρατία η αγία τριάδα της ακροδεξιάς.
Το γεγονός μάλιστα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει και αναδεικνύει την παρουσία των τριών, αλλά και η ανάγκη ενότητας ενόψει των εκλογών, δεν επιτρέπει στην ηγεσία της ΝΔ να αναγνωρίσει το μεγάλο πρόβλημα σε ευρώπη και Ελλάδα. Την απειλή της ακροδεξιάς ψεκασμένης ή μη.
Αναλυτές που πρόσκεινται στη Νέα Δημοκρατία υποβαθμίζουν με ανιστόρητο τρόπο το ζήτημα και το θεωρουν δευτερεύον. Πρωτεύον για αυτούς είναι η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ. Κάνουν λάθος.
Σε περίπτωση, που επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας κληθεί να κυβερνήσει, θα έχει να διαχειριστεί το μεγάλο πρόβλημα περιορισμού της ακροδεξιάς, εντός και εκτός του κόμματός του, καθώς πέρα από τους κινδύνους για την κοινωνία, εφαρμογή μεταρρυθμιστικού προγράμματος και ακροδεξιός λαϊκισμός δεν πάνε μαζί.
Έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι η δυναμική της ακροδεξιάς εξαρτάται από το κατά πόσο μπορεί να κρατά υπό ομηρία το κύριο ρεύμα της δεξιάς σε κάθε χώρα. Και αυτό θα πρέπει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να το λάβει σοβαρά υπόψη.
Εκλογές ζωής ή θανάτου
Κάθε χρονιά που περιλαμβάνει εκλογικές αναμετρήσεις είναι κρίσιμη για τα κόμματα και τον τόπο. Κάθε κόμμα πρέπει να έχει ως στόχο την όσο το δυνατόν πιο υψηλή εκλογική απήχηση. Αυτονόητα πράγματα.
Για το Κίνημα Αλλαγής, που γεννήθηκε ένα χρόνο πριν με μεγάλες προσδοκίες και με στόχο να εκφράσει την κεντροαριστερά στην Ελλάδα, οι εκλογικές αναμετρήσεις θα είναι κάτι παραπάνω.
Θα είναι ένας αγώνας επιβίωσης. Οι λόγοι πολλοί και διαφορετικοί. Η επιστροφή του δικομματισμού, η πόλωση, η στόχευση κυρίως του Αλέξη Τσίπρα και δευτερευόντως του Κυριάκου Μητσοτάκη στους ψηφοφόρους του Κέντρου, οι έριδες στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ (αντεγκλήσεις, αποχώρηση Θεοδωράκη, κόντρες για τα ψηφοδέλτια), προϊδεάζουν για μια δύσκολη χρονιά.
Η επιλογή της αυτόνομης πορείας και των ίσων αποστάσεων απέναντι σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, θόλωσε γρήγορα, καθώς σημαίνοντα στελέχη, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν σαφές ότι έσπρωχναν το κόμμα προς τα δεξιά με την καθημερινή δημόσια παρουσία τους και με την θεωρία της “στρατηγικής ήττας” του ΣΥΡΙΖΑ. Ξυπνούσαν έτσι μνήμες συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, σύμπραξη την οποία το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε πολύ ακριβά.
Το μάθημα δεν έγινε πάθημα. Η αντισύριζα οπτική, που έμοιαζε με κλείσιμο ματιού στη ΝΔ, οδήγησε το ΚΙΝΑΛ, που είχε κάνει το λάθος να εξαφανίσει το brand ΠΑΣΟΚ από την εικόνα, σε μια κατεύθυνση που αγνοούσε βασικά στοιχεία της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.
Αυτή την κεντροαριστερά την όρισε η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου και ήταν μια πολιτική αντιδεξιά. Ο ανύπαρκτος σεβασμός στην παρακαταθήκη ενός πολιτικού, που αναμφισβήτητα γνώριζε πώς να κερδίζει εκλογές και πώς να υπογράφει συμβόλαια με τον λαό, οδηγεί και στα αντίστοιχα αποτελέσματα.
Ακόμα και αν η ίδια η Φώφη Γεννηματά ήθελε με ειλικρίνεια την αυτόνομη πορεία ενός ενιαίου χώρου, η πιθανότητα να γίνει το ΚΙΝΑΛ ο βάτραχος εν μέσω τσακωμού των βουβαλιών, είναι πλέον πολύ μεγάλη.
Αυτό είναι λυπηρό, όχι μόνο γιατί υπάρχει χώρος για ένα σοβαρό κεντρώο κόμμα στην Ελλάδα, άλλα και επειδή παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις των στελεχών του ΚΙΝΑΛ, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να δούμε τρίτο κόμμα στην Ελλάδα, την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής.
Κοντά στον λαό, σε απόσταση από τους ψηφοφόρους
Το 2018 το ΚΚΕ γιόρτασε 100 χρόνια ιστορίας, σταθερό στις αρχές του και δικαιωμένο σε μεγάλο βαθμό στην κριτική του για την εποχή των μνημονίων. Παρών στους λαϊκούς αγώνες και στους δρόμους, αλλά σταθερά χωρίς υψηλές εκλογικές επιδόσεις.
Η νέα χρονιά δεν θα φέρει φυσικά αλλαγές στην κατεύθυνση που παραμένει αντικαπιταλιστική και αντιϊμπεριαλιστική και εξίσου δύσκολα θα φέρει και αλλαγή στα ποσοστά του κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση, η μάχη που δίνει το αιωνόβιο πλέον ΚΚΕ για τα δικαιώματα των ασθενέστερων θα συνεχιστεί, όπως με ένταση θα συνεχιστεί και η μάχη απέναντι στην ακροδεξιά. Δυστυχώς αυτή η τελευταία, χωρίς κάποια πιθανή συνεννόηση με τα υπόλοιπα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
Σαν αεροψεκασμός
Ένα κόμμα που συγκυβερνά, δεν θα μπορούσε να μένει στο τέλος οποιουδήποτε κειμένου, ωστόσο οι ΑΝΕΛ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Εμφανίστηκαν, απότομα μέσω Facebook και πιθανότατα θα εξαφανιστούν σαν αεροψεκασμός.
Ο βασικός λόγος συνύπαρξης ενός light ακροδεξιού κόμματος και άρα εξόχως επικίνδυνου με ένα αριστερό σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, ουσιαστικά δεν υπάρχει, μετά την έξοδο από τα μνημόνια.Με αφορμή το Μακεδονικό, ζήσαμε και το παράδοξο, υπουργός μιας κυβέρνησης να διαφωνεί με κεντρική πολιτική της, να προαναγγέλλει ότι θα την ρίξει και να παραμένει σε αυτή.
Η νέα χρονιά εκ των πραγμάτων φέρνει τη λήξη αυτής της συνεργασίας. Το κόμμα του κ. Καμμένου, μπορεί να ήταν το μόνο που θα μπορούσε να στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ στον αντιμνημονιακό αγώνα το 2015. Και πράγματι το έκανε. Το κόστος όμως είναι μεγάλο. Ο πρόεδρός του και ό,τι αυτός πρεσβεύει, αφήνει ανοιχτές πληγές και στην Αριστερά και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου.
Ζητείται όραμα
Και οι πραγματικές προκλήσεις της νέας χρονιάς; Το εθνικό θέμα της υπογεννητικότητας, η δίκαιη ανάπτυξη, η βοήθεια προς τους ασθενέστερους, η καταπολέμηση της ανεργίας, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, η προσέλκυση επενδύσεων, το νέο παραγωγικό μοντέλο που ακόμα αναζητείται, το όραμα για τις επόμενες δεκαετίες που ακόμα δεν έχουμε ακούσει. Η νεκρανάσταση των νεοναζιστικών και φασιστικών ζόμπι σε όλη την Ευρώπη και η αντιμετώπισή τους.
Για όλα τα παραπάνω θα έπρεπε η συζήτηση και η συνεννόηση να ξεπερνά επιμέρους αντιπαραθέσεις και να υπάρχει τουλάχιστον στα λεγόμενα κόμματα του δημοκρατικού τόξου μια κοινή αντίληψη για λύσεις που θα πρέπει να αναζητηθούν.
Η σκληρή πραγματικότητα λέει ότι ο ορίζοντας και ο σχεδιασμός των κομμάτων εξουσίας φτάνει μέχρι τις επόμενες εκλογές. Αυτό όμως πρέπει να αλλάξει γιατί γίνεται πια εμφανές ότι κάποια από τα προβλήματα (μακροχρόνια ανεργία, κρίση αντιπροσώπευσης, υπογεννητικότητα) θα οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις.
Παρά το ότι πορευόμαστε προς μια εκλογική χρονιά σκληρής πόλωσης, θα πρέπει η ατζέντα να οριστεί από όσους έχουν στο μυαλό τους το πώς η χώρα και οι άνθρωποί της θα αποκτήσουν προοπτική. Το Μακρυγιαννικό να είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ», μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Δυστυχώς στο ελληνικό πολιτικό Survivor, λίγοι είναι διατεθειμένοι να το εστερνισθούν.