Βουλή: “Κόλαφος” οι Ανεξάρτητες Αρχές για το νομοσχέδιο των παρακολουθήσεων
Απομονωμένη ξανά η κυβέρνηση αφού μόνον οι βουλευτές της στηρίζουν το νομοθέτημα. Υπέρ της παρακολούθησης ακόμη και της ΠτΔ ο εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγγελέων.
- 05 Δεκεμβρίου 2022 17:26
Απομονωμένη για μία ακόμη φορά βρέθηκε η κυβέρνηση για το ζήτημα των υποκλοπών αφού μόνον οι κυβερνητικοί βουλευτές ενέκριναν το νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στην Επιτροπή Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης στην Βουλή. Μάλιστα έντονη υπήρξε η κριτική από τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους φορείς, δηλαδή την ΑΔΑΕ (Αρχή Προστασίας Απορρήτου των Επικοινωνιών) και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Κατά την διάρκεια της ακρόασης φορέων στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος τόνισε την αντίθεσή του στην πρόβλεψη της ενημέρωσης ενός παρακολουθούμενου μετά από 3 χρόνια. Όπως επισήμανε, “είμαστε αντίθετοι, πλήρως αντίθετοι, ως ΑΔΑΕ, στη νέα ρύθμιση, η οποία αφαιρεί, για πρώτη φορά, εδώ και 18 χρόνια, την αρμοδιότητα ενημέρωσης του θιγέντος από την ΑΔΑΕ”.
Σημείωσε πως “είναι εντελώς αδικαιολόγητη και μη εξηγήσιμη, αν όχι πρόβλημα με την αρχή της αναλογικότητας, την συνταγματικά κατοχυρωμένη, η επιβολή διαστήματος τριών χρόνων, μετά τη λήξη της παρακολούθησης, για να εξεταστεί αν θα μπορεί να ενημερωθεί ο θιγείς. Αν δεν διακυβεύεται ο σκοπός και έχει διαπιστωθεί, γιατί μπορεί να μη γίνει και την επόμενη μέρα; Ποιος είναι ο λόγος, να περάσουν τα 3 αυτά χρόνια; Ποια είναι η δικαιολογητική βάση; Δεν προκύπτει”.
Πρόσθεσε επίσης αναφορικά με τις επισυνδέσεις και το τριμελές όργανο που θα αποφασίζει επ αυτών. Τόνισε πως “δεν καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει καμία εξήγηση, για ποιο λόγο αυτή η αρμοδιότητα αφαιρείται κατά το Σύνταγμα, 19. 2, ξαναλέω, αρμόδιο όργανο, για να δοθεί σε ένα τριμελές όργανο, στο οποίο στην αρχή μετείχε και ο ίδιος ο Διοικητής της ΕΥΠ, δηλαδή, το όργανο το οποίο εξέδωσε την πράξη και από τις αποφάσεις του οποίου ζητείται η προστασία και να συναποφασίζει αυτό, μαζί με τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και μαζί με έναν εισαγγελέα, που κι αυτός έχει εκδώσει την διάταξη και αυτοί να κρίνουν τις ίδιες αυτών πράξεις και να κρίνουν, αν θα μπορέσει να ενημερωθεί ο θιγείς. Έγινε μια αλλαγή από ό,τι έμαθα και μπαίνει δεύτερος εισαγγελέας. Και μόνο η συμμετοχή του εισαγγελέως της ΕΥΠ στη σύνθεση αυτή, καθιστά το όργανο αυτό μη ανεξάρτητο”.
Ο Χρήστος Ράμμος πρόσθεσε ότι “εξακολουθεί και εφαρμόζεται το σύστημα της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας από τον εισαγγελέα τον εγκατεστημένο στην ΕΥΠ και στην ΔΑΕΕ. Θέλω να τονίσω, όπως είπε η ΑΔΑΕ, ότι αυτό το σύστημα δεν καλύπτει τις εγγυήσεις που χρειάζονται και την ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού. Ένας δικαστικός λειτουργός που δεν λειτουργεί στον φυσικό του χώρο αλλά είναι εγκατεστημένος στην υπηρεσία στην οποία πηγαίνουν τα έγγραφα και αυτός τα υπογράφει σιγά σιγά αποκτά τα χαρακτηριστικά της υπηρεσίας αυτής”. Συνέχισε αναφερόμενος στον εισαγγελέα της ΕΥΠ πως “δεν είναι δυνατόν ένα πρόσωπο μόνο και με έλλειψη αιτιολογίας να αποφασίζει για τόσο σοβαρές συνέργειες και να μην υπάρχει η διαβούλευση την οποία εξασφαλίζει ένα δικαστικό συμβούλιο. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, όπως π.χ. στη Γαλλία που είναι από τις πιο αυστηρές νομοθεσίες, υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής κατά των αποφάσεων που προβλέπουν άρση του απορρήτου σε τριμελή σχηματισμό του Conseil d’Etat, του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχει αυτή η εμμονή ειδικά στις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας να υπάρχει ένα μονοπρόσωπο όργανο. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία”.
Ενστάσεις για το νομοθέτημα είχε και ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Κωνσταντίνος Μενουδάκος. Επισήμανε ότι οι ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου φαίνεται να στερούν δικαιώματα πέρα από τα επιτρεπόμενα κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και επίσης, δεν προβλέπεται και κάποια εποπτική αρχή σε αυτόν το τομέα δραστηριοτήτων. Σε ανάλογο πνεύμα κινήθηκε και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Δημήτρης Βερβεσός. Τόνισε ότι “είμαστε κάθετα αντίθετοι με το νομοσχέδιο. Θεωρούμε ότι δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις. Επέχει θέση επικοινωνιακής διαχείρισης του προβλήματος που προέκυψε με την τελευταία παρακολούθηση μέσω της ΕΥΠ πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων και έχουμε σοβαρές παρατηρήσεις επί του σχεδίου νόμου, με το οποίο μας χωρίζει άβυσσος από άποψη προσέγγισης των ζητημάτων”.
Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας με τον εκπρόσωπό της Νικόλαο Φιστόπουλο να σημειώνει ότι “η γενική αξιολόγηση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, αναφορικά με τη διαδικασία της άρσης του απορρήτου είναι σε θετικό πρίσμα. Ουσιαστικά, εκσυγχρονίζεται η όλη διαδικασία και διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις τήρησης της νομιμότητας, με τις σχετικές προβλέψεις”. Παρόλα αυτά όμως αίσθηση προκάλεσε η δήλωση του σχετικά με το ότι είναι θεμιτό ο εισαγγελέας της ΕΥΠ να …παρακολουθήσει την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως είπε ο Ν. Φιστόπουλος “στο ερώτημα εάν θα παρακολουθούσε κάποιος -και συγκεκριμένα νομίζω τέθηκε προσωπικά σε μένα- αν ως Εισαγγελικός Λειτουργός παρακολουθούσα την Πρόεδρο της Δημοκρατίας η απάντησή μου είναι η εξής: Καταρχήν είναι ένα υποθετικό ερώτημα. Στο Άρθρο 3 και στο Άρθρο 4 του σχέδιο νόμου προβλέπονται οι διαδικασίες που γίνεται η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας για όλα τα πολιτικά πρόσωπα μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στο άρθρο 3, στην περίπτωση β, που ορίζονται τα πολιτικά πρόσωπα είναι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εάν και εφόσον συνέτρεχαν οι λοιπές προϋποθέσεις, δηλαδή το άρθρο 3 που αναφέρει τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχουν οι σχετικές διατάξεις νομίζω ότι η απάντησή μου σε αυτό είναι ότι: εάν και εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις δεν θα υπήρχε κάποια διάκριση αναφορικά με οποιοδήποτε πρόσωπο. Θέλω να πω φυσικά ότι απαντώ σε μια υποθετική ερώτηση με αυτή τη συγκεκριμένη τοποθέτηση”.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις