Αλέξανδρος Ευκλείδης: “Η Ελλάδα είναι μια περιφερειακή χώρα. Δεν είμαστε πολιτιστικό κέντρο”
Μια επί παντός του πολιτιστικού συζήτηση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής στο NEWS 24/7, με αφορμή το ξανανέβασμα της όπερας "Φόνισσα" στην Λυρική.
- 02 Δεκεμβρίου 2021 06:52
Η δουλειά του, λέει, ισορροπεί «στο σημείο όπου εφάπτεται η τέχνη με την πολιτική». Ακούγεται ει μη τι άλλο ενδιαφέρον, αλλά ο Αλέξανδρος Ευκλείδης σπεύδει να το γειώσει. «Εντάξει, κυρίως με τα διαδικαστικά ασχολούμαστε,» μου λέει αστειευόμενος ο 46χρονος καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής , υπονοώντας όλη την γραφειοκρατική φασίνα για την διεκδίκηση των ΕΣΠΑ της επόμενης επταετίας, ας πούμε, ή την ανεύρεση νέου κτιρίου για πρόβες, ή με τα αιτήματα των σωματείων…
Πάντως την Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης ξαναφοράει το καπέλο του σκηνοθέτη, αφού στην σκηνή της ΕΛΣ επιστρέφει η όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη για τέσσερις παραστάσεις. Και η παραγωγή, που πρωτοανέβηκε το 2014 σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του.
Στο πασίγνωστο «κοινωνικόν μυθιστόρημα» του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη μεσόκοπη γυναίκα, που έχει ξοδέψει την ζωή της υπηρετώντας τους άλλους, αποφασίζει μες στο «ψήλωμά» της πως είναι προορισμένη να απαλλάξει τον κόσμο από τα θηλυκά γλιτώνοντάς τα από μια μαύρη ζωή. Και ξεκινάει πνίγοντας την νεογέννητη εγγονή της… Υπό το φως (και) των φετινών γυναικοκτονικών ρεκόρ, βρε μπας και είχε δίκιο η Φραγκογιαννού;
«Αν και είναι ένα έργο για την σκληρή μοίρα των γυναικών,» λέει στο NEWS 24/7 ο κ. Ευκλείδης, «είναι ταυτόχρονα και μια εξ αντανακλάσεως προσέγγιση της πατριαρχικής κοινωνίας. Η οποία στο μυθιστόρημα, αλλά και στην όπερα, εμφανίζεται μόνο μέσα από τους εκπροσώπους της “θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης”, αστυνόμους, γραφειοκράτες και ιερείς. Η παράσταση επιχειρεί να αποδώσει επί σκηνής το διαταραγμένο ψυχικό τοπίο της Φραγκογιαννούς, το “ψήλωμα” του νου της. Αυτό που η Φραγκογιαννού αντιλαμβάνεται σαν θεόσταλτη αποστολή, το να σκοτώνει μικρά κορίτσια για να τα λυτρώσει από την φρίκη της ζωής που τα περιμένει, συνιστά μία αδιανόητη πράξη που απορρέει από την φριχτή πραγματικότητα της πατριαρχίας στην εποχή του Παπαδιαμάντη. Αλλά και οι σημερινές γυναικοκτονίες, της ίδιας πατριαρχικής κοινωνίας δεν είναι δημιουργήματα;»
Εμ, δεν είναι;
Μεταξύ διοίκησης και δημιουργίας
Με αφορμή, λοιπόν, την «Φόνισσα» συναντηθήκαμε σε μια αίθουσα VIP στον πρώτο όροφο της ΕΛΣ με τον διδάκτορα θεατρολογίας και σκηνοθέτη όπερας και θεάτρου, Αλέξανδρο Ευκλείδη. Που είναι, βέβαια, και στενός συνεργάτης του καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ, Γιώργου Κουμεντάκη. Και που αναγνωρίζει ότι επιτελικές διοικητικές θέσεις, σαν την δική του στην Εναλλακτική Σκηνή, πρέπει να τις κρατάς «για περιορισμένο διάστημα στην ζωή σου. Για την δική σου υγεία –και για να μην χάσεις την καλλιτεχνική σου υπόσταση.»
«την πολύ μεγάλη σημασία της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος
[
για τον προγραμματισμό της ΕΛΣ
].
Μας δώσανε το οξυγόνο που χρειαζότανε, αλλά όσο χρειαζόταν. Ξέρετε, καμιά φορά ο κόσμος νομίζει ότι δίνονται αφειδώς πεντοχίλιαρα… Δεν είναι έτσι.
»
Συνομιλώντας με τον κ. Ευκλείδη, αυτό το «δεν είναι έτσι» μοιάζει να διεκδικεί τον ρόλο άτυπου leitmotif της συνάντησης. Δεν το κάνει καθόλου επί τούτου ή δογματικά, αλλά η ανατροπή στερεότυπων και το ξεψάχνισμα παραδοσιακών αξιών, με τις οποίες πορευόμαστε αβασάνιστα, είναι ξεκάθαρα κάτι που απασχολεί τον λόγο του. Από το στενό κι εξειδικευμένο πεδίο του μουσικού θεάτρου –«ακριβό σπορ», αναφέρει χαρακτηριστικά–, μέχρι το ευρύτατο ζήτημα της οικοδόμησης των εθνικών μύθων, ο κ. Ευκλείδης διατυπώνει απόψεις που αμφισβητούν βεβαιότητες.
Μουσικό θέατρο vs «κανονικό» θέατρο;
Πρώτη και καλύτερη, η παρεξήγηση που σοβεί στα μέρη μας σχετικά με το μουσικό θέατρο, την τέχνη που υπό μια ευρεία θεώρηση υπηρετούν και οι δυο σκηνές της ΕΛΣ. «Η ιστορία του ελληνικού θεάτρου,» παρατηρεί ο κ. Ευκλείδης, «καθορίζεται από το μουσικό θέατρο σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Αλλά το μεταπολεμικό, κι ακόμη περισσότερο το μεταπολιτευτικό αφήγημα της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου εκτόπισε, ή τέλος πάντων παραμέρισε πάρα πολύ την σημασία του μουσικού θεάτρου. Επιθεώρηση, οπερέτα κι άλλα είδη μουσικού θεάτρου λοιδωρήθηκαν ως ελαφρά, ως δυτικότροπα, ως ξενόφερτα, ως, ως…» Κι έγινε και προσπάθεια να αντικατασταθούν από «ελληνικά ισοδύναμα».
Όντως. Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση ότι εκείνη την εποχή μια παράσταση οπερέτας, λόγου χάρη, απευθυνόταν σε μια ανύπαρκτη ημεδαπή αστική τάξη, που απλά σουσούδιζε ευρωπαϊκά ήθη. «Παθαίνω αλλεργία με τον αφορισμό “η Ελλάδα δεν είχε αστική τάξη”. Η Ελλάδα ε ί χ ε αστική τάξη. Είχε ωραιότατη αστική τάξη, και στην Αθήνα, και στο Αίγιο, και στην Κέρκυρα, και στην Χίο, στον Βόλο, στην Μυτιλήνη… Μιλάω φυσικά ως θεατρολόγος, από την πλευρά του θεάματος, όχι ως ιστορικός ή κοινωνιολόγος. Υπήρχε ένα τεράστιο κοινό για αυτό που σήμερα θα κατατάσσαμε αναφανδόν στο δυτικότροπο, στο μη λαϊκό. Μα ο λαός εκεί πήγαινε! Η γιαγιά μου, που ήταν μια γυναίκα γεννημένη στον Πόντο και βρέθηκε σε ένα χωριό του νομού Σερρών, άκουγε τανγκό και βαλς όταν ήταν μικρή. Δεν άκουγε ρεμπέτικα! Όλη αυτή η επινόηση μιας λαϊκότητας, η οποία πέρασε ανόθευτη ανά τους αιώνες, δεν συνάντησε ποτέ τον αστικό πολιτισμό, δεν είχε καμία ώσμωση με κανέναν άλλον πολιτισμό [γέλια], όλο αυτό είναι ένα κατασκεύασμα.»
«πολιτισμική εθνοκάθαρση»,
όπως την χαρακτηρίζει ο κ. Ευκλείδης– είναι χούι που λίγο-πολύ καταγράφεται σε όλους τους λαούς.
«Δεν είμαστε ξεχωριστοί σε αυτό. Εδώ, που είμαστε και σε δύσκολες περιοχές και έχουμε πάρα πολλά πράγματα να ξεκαθαρίσουμε, το κάνουμε χωρίς δισταγμό.
»
Το άλλο που κάνουμε χωρίς δισταγμό και sans voir είναι ότι κατατάσσουμε την όπερα, το μουσικό θέατρο, ενίοτε και το ίδιο το μιούζικαλ στον χώρο της μουσικής, αντί του θεάτρου. «Κάνουμε αγώνα να πείσουμε τον κόσμο ότι το μουσικό θέατρο είναι κι αυτό θέατρο, δεν είναι κάτι άλλο. Ακόμη και δημοσιογραφικά, είμαστε [καταχωρισμένοι] στην σελίδα της μουσικής –όχι στην σελίδα του θεάτρου, του θεάματος,» διαπιστώνει ο κ. Ευκλείδης.
Και πώς θα μπορούσε να αρθεί αυτή η προκατάληψη για το μουσικό θέατρο; «Ο μόνος τρόπος για να αρθούν τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι η επαφή,» λέει ο κ. Ευκλείδης. «Να γνωρίσεις αυτό που για διάφορους λόγους απορρίπτεις. Αυτό ισχύει στα πάντα –και στο θέατρο. Υπάρχουν, όμως, πολύ ισχυρές προκαταλήψεις, και είναι ισχυρότερες στους ανθρώπους του θεάτρου –στους καλλιτέχνες, στους θεατρολόγους, στους δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ. Ακόμη και στο επίπεδο της κριτικής: κανένας κριτικός θεάτρου δεν έρχεται στην Λυρική!»
Φεστιβάλ, Τύπος και το σταρ-σίστεμ της πρωτοπορίας
Ευκαιρίας δοθείσης, μπαίνουμε στα χωράφια της κριτικής, ή έστω της προβολής πολιτιστικών θεαμάτων από τον Τύπο. Ήταν λυπηρό, ας πούμε, που προσπάθειες σαν το «Free At Last: Rerooted» του ελληνικού χορογραφικού ντουέτου Δανάη & Διονύσιος, ή το «Soccer Opera» του συνθέτη Λευτέρη Βενιάδη πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, παρά την βούλα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου που τα φιλοξενούσε.
Ο συνομιλητής μου, από την πλευρά του, εκθειάζει την επίσης φεστιβαλική «συγκλονιστική και πάρα πολύ σκληρή παράσταση “Tanz/ Χορός”», της Αυστριακής Φλορεντίνα Χόλτσινγκερ. Μια περφόρμανς «με γυμνό, με bdsm, με πόνο, πολύ πολύ σκληρό, αλλά μια παράσταση που υποκλίνεσαι πραγματικά, μια εξαιρετική κατάθεση,» καταλήγει.
«Δεν είδα να γίνεται και κανένας χαμός γι’ αυτό [το “Tanz”]. Καταλαβαίνω την ανάγκη του δημοσιογραφικού κόσμου να προβάλει αυτό που πουλάει. Αλλά, όλο για τον Βαρλικόφσκι; Ε, τον ξέρουμε τον Βαρλικόφσκι. Είδα και τον Βαρλικόφσκι
και τον Οστερμάγιερ στην Επίδαυρο, και ήταν για μένα δυο λιγότερο σημαντικές δουλειές τους. Τους εκτιμώ και τους δύο, περισσότερο τον Βαρλικόφσκι, αλλά ήταν δυο παραγωγές που, οκέι, δεν ήταν οι κορυφαίες τους στιγμές. Και δεν χρειαζόταν καμιά τους και άλλη [προβολή]. Τι νόημα έχει;»
Νομίζω ότι αυτό το σταρ-σίστεμ της πρωτοπορίας, που έχει δημιουργηθεί ήδη από την δεκαετία του 2000 στην Ελλάδα, είναι ενοχλητικό
Παρατηρώ πως το ελληνικό θέατρο δεν έχει πια ανθρώπους σαν την Ελένη Βαροπούλου, που όχι μόνο κατείχαν το αντικείμενο, μα κυρίως την έψαχναν συστηματικά με το καινούργιο, με την πρωτοπορία. «Και είναι ένα μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού πολιτισμού αυτό,» επαυξάνει ο κ. Ευκλείδης. «Δυστυχώς, υπάρχουν πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι σαν την Ελένη την Βαροπούλου, που θα εντοπίσουν το καινούργιο και θα πάνε σ’ αυτό. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό να δίνεται σημασία στις μικρότερες διοργανώσεις, στα ανεξάρτητα φεστιβάλ, σε αυτό που έρχεται από έναν χώρο μη θεσμικό. Όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από κάπου προήλθαμε. Κάποιος μας έδωσε σημασία κάποια στιγμή, για να πάμε παραπέρα. Δεν γίνεται να μην δίνουμε σημασία στο καινούργιο. Ή, όταν μια φορά το βρούμε, μετά τέλειωσε, βάλαμε την σφραγίδα, και για την υπόλοιπη αιωνιότητα αυτό είναι το καλό, απ’ αυτό ψωνίζουμε! Νομίζω ότι αυτό το σταρ-σίστεμ της πρωτοπορίας, που έχει δημιουργηθεί ήδη από την δεκαετία του 2000 στην Ελλάδα, είναι ενοχλητικό.»
Αλήθεια, συντάσσεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ με την γνωστή επωδό πως παραείναι μεγάλος ο αριθμός θεατρικών σκηνών που έχει η Αθήνα; Είναι κακό που πάει καθένας και στήνει ένα θεατράκι οπουδήποτε;
«Και ποιος μας ρώτησε; Δεν μας ρώτησε κανείς! Την ακούω, βέβαια, [αυτή την κριτική], αφοριστικά, με σηκωμένο το δάχτυλο, “γίνονται πολλά!”, “χάλια η κατάσταση, είμαστε σε μια τρομερή παρακμήηη”… Μα, τι παρακμή; Το ελληνικό θέατρο έχει εκτοξευθεί, όχι απλά ανέβει. Το επίπεδο των Ελλήνων ηθοποιών, σε σχέση με τι ηθοποιούς είχαμε πριν 30 χρόνια, είναι η μέρα με την νύχτα! Και σε ποσότητα. Δεν θα σας πω το κλισέ “διεθνούς επιπέδου”, προφανώς είναι διεθνούς επιπέδου [γέλια]. Ας το καταλάβουμε ότι είναι πολύ θετικό, το ότι μέσα από την κρίση, την ταπείνωση, την μιζέρια που περάσαμε σαν χώρα, άνθισε μια τέχνη –και άλλες τέχνες, αλλά το θέατρο νομίζω είχε την μερίδα του λέοντος– με τρόπο πολύ εντυπωσιακό. Και ουσιαστικό. Βγαίνουν συνέχεια νέοι σκηνοθέτες. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι και καλοί! Δηλαδή, αυτό το “δεν έχουμε σχολή σκηνοθεσίας!”, ε, δεν μπορώ να κλαίω για πάντα, επειδή δεν έχουμε σχολή σκηνοθεσίας. Δεν αντέχω άλλο το κλάμα γι’ αυτό που δεν έχουμε. Φτάνει πια με την μιζέρια, ας δούμε αυτά που έ χ ο υ μ ε.»
Πολιτισμός: Αντίδοτο στην πανδημία;
Το γοητευτικό στην συζήτηση με τον κ. Ευκλείδη είναι το πώς τα θέματα πλαταίνουν και βαθαίνουν, γυροφέρνοντας κάθε τόσο την ιστορικο-κοινωνιολογική τους διάσταση. Κάτι λέγαμε, επί παραδείγματι, για την εμφάνιση της όπερας στην χώρα τον 19ο αιώνα, και εκείνος διατρανώνει: «Η Ελλάδα είναι μια περιφερειακή χώρα. Ένα από τα μεγάλα προβλήματά μας, είναι ότι πάντα συγκρίνουμε εαυτούς με τα πολιτιστικά κέντρα. Δεν είμαστε πολιτιστικό κέντρο. Ούτε ήμασταν, ούτε είμαστε με έναν τρόπο. Πρέπει να συγκρίνουμε εαυτούς με την περιφέρεια.»
Μιλάμε για κανονικότητα. Κανονικότητα τι σημαίνει; Ότι πια το ιδεώδες μας είναι αυτό που είχαμε πριν. Το οποίο δεν ήταν ιδεώδες!
Σοκ και δέος από μια τέτοια τοποθέτηση… Και το αρχαίο πνεύμα αθάνατο, που παίζουμε τους συνεχιστές του; «Αυτό προφανώς δεν ισχύει. Οκέι, [γέλια] άμα θέλουμε να το λέμε, έτσι, για να αισθανόμαστε καλύτερα, ας το λέμε. Αλλά, σε μια καθαρά ιστορική προσέγγιση, μόνο όταν καταλάβουμε τι πραγματικά συνέβη θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ότι δ ε ν είμαστε μια εξαίρεση. Το πρόβλημά μας είναι ο εξαιρετισμός,» διαπιστώνει ο κ. Ευκλείδης.
Ένα άλλο πρόβλημά μας, και μάλιστα διεθνές, είναι φυσικά ο κορονοϊός. Που, εκτός όλων των άλλων, μας έδειξε «τι θα πει αυταρχική διακυβέρνηση. Όλοι θεωρούμε ότι το κράτος είναι αυταρχικό, τώρα κ α τ α λ α β α ί ν ο υ μ ε ποιες είναι οι δυνατότητες του αυταρχικού κράτους,» λέει μαυροχιουμοριστικά ο κ. Ευκλείδης ξεκαθαρίζοντας, πάντως, ότι εν προκειμένω ήταν ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας. «Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε για κανονικότητα. Κανονικότητα τι σημαίνει; Ότι πια το ιδεώδες μας είναι αυτό που είχαμε πριν. Το οποίο δεν ήταν ιδεώδες! Το ιδεατό είναι το ίδιο που κατηγορούσαμε ως ανυπόφορο. Τώρα καταλαβαίνουμε πως δεν ήταν τόσο ανυπόφορο, έχει κι άλλο… [γέλια]. Κι αυτό είναι προβληματικό, γιατί λείπει από την κοινωνία καύσιμο.»
Ο χώρος του πολιτισμού, θα μπορούσε άραγε να λειτουργήσει ως κοινωνικό καύσιμο; «Πέθανε πριν λίγο καιρό ο Θεοδωράκης,» λέει ο κ. Ευκλείδης. «Μπόρεσε να κάνει καύσιμο τον πολιτισμό; Μπόρεσε! Αλλά μπορεί πια κάποιος σαν τον Θεοδωράκη –όχι υποχρεωτικά σε αυτήν την κατεύθυνση– να εμπνεύσει τόσον κόσμο μαζικά; Να βρει έναν τρόπο να δώσει μια ελπίδα, ένα όραμα; Αυτό είναι το δύσκολο σήμερα: να δημιουργήσεις αυτό το όραμα. Και η απόσταση, ξέρετε, μεταξύ της αφέλειας και του οραματισμού είναι πολύ μικρή. Και πολύ καθοριστική. Είναι πολύ εύκολο να είσαι οραματικός και κενός. Η τζάμπα οραματικότητα δεν ωφελεί.»
Οπότε; Πάει και ο μεσσιανικός ρόλος του πολιτισμού; «Νομίζω ότι ο πολιτισμός περισσότερο ως χώρος αντίστασης μπορεί να λειτουργήσει. Αντίστασης σε αλήθειες που επιβάλλονται ως μοναδικοί δρόμοι, σε εκδοχές της πραγματικότητας που δεν επιδέχονται αντίλογο… Δεν ξέρω αν μπορούμε πια εύκολα να πάμε σε μια τέχνη που μπορεί να εμπνεύσει, όπως ενέπνευσε την προηγούμενη γενιά ο Θεοδωράκης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ή το ροκ.»
Και λες και αυτό, από μόνο του, δεν ήταν αρκετό, έρχεται και η… επαυξημένη ψηφιοποίηση της ζωής μας, η καινούργια συνθήκη που φλερτάρει με την καθημερινότητα και προφανώς τείνει να μετακινήσει το παράδειγμα. Ειδικά στα ζωντανά θεάματα. «Για μένα,» καταλήγει ο κ. Ευκλείδης, «δεν είναι αυτονόητη η θέση του ζωντανού θεάματος σε όλα αυτά. Θεωρώ, ότι πάντα θα πρέπει να έχει μια θέση, αλλά θα πρέπει και το ζωντανό θέαμα να βρει τρόπους να γίνει ακόμη πιο απαραίτητο για την ζωή. Ίσως γι’ αυτό να πρέπει να στραφεί σε πράγματα που είναι πιο ουσιώδη.»
Συντελεστές – Πληροφορίες
Σύνθεση: Γιώργος Κουμεντάκης | Ποιητικό κείμενο: Γιάννης Σβώλος | Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος | Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης | Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια: Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου | Σκηνικά: Πέτρος Τουλούδης | Κοστούμια: Πέτρος Τουλούδης, Ιωάννα Τσάμη | Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι | Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος | Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου | Διανομή: Μαίρη-Έλεν Νέζη (Φραγκογιαννού), Άννα Στυλιανάκη (Μαρουσώ), Τάσος Αποστόλου (Ιωάσαφ), Μυρτώ Μποκολίνη (Δελχαρώ), Βαγγέλης Μανιάτης (Γιάννης Περιβολάς), Σοφία Κυανίδου (Γιαννού), Φύλλη Γεωργιάδου (Μάνα Ξενούλας), Γιάννης Χριστόπουλος (Αστυνόμος Α),
Γιάννης Γιαννίσης (Ειρηνοδίκης), Νίκος Στεφάνου (Αστυνόμος Β΄/ πάρεδρος), Μαριλένα Στριφτόμπολα (Kρινιώ), Στελίνα Αποστολοπούλου (Tούλα), Μιράντα Μακρυνιώτη (Μυρσούδα), Γιώργος Παπαδημητρίου (Γιατρός), Μαρία Κωνσταντά (Αμέρσα), Άγγελος Νεράντζης (Κωνσταντής) | Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ, και πολυφωνικό σύνολο με τις Μάρθα Μαυροειδή, Μαρία Μελαχροινού, Αλκμήνη Μπασακάρου, Ιωάννα Φόρτη.
► Όπερα «Η φόνισσα» 3, 5, 28, 30 Δεκεμβρίου στις 19:30 (Κυριακή 18:30) στην ΕΛΣ (ΚΠΙΣΝ, 213-0885700), Εισιτήρια 70, 55, 50, 42, 35, 30, 20, 15€ (μειωμένο 12€, περιορισμένης ορατότητας 10€).
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις