Άγγελος Σικελιανός: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον “αλαφροΐσκιωτο” ποιητή
Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Άγγελου Σικελιανού, σαν σήμερα 19 Ιουνίου του 1951, καταγράφουμε πέντε σημαντικά πράγματα που πρέπει να ξέρει κανείς για έναν από τους μεγαλύτερους παραδοσιακούς Έλληνες ποιητές.
- 19 Ιουνίου 2019 07:44
Ο Άγγελος Σικελιανός αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραδοσιακούς Έλληνες ποιητές, του οποίου το έργο διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο. Γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1884 στη Λευκάδα και πέθανε, σαν σήμερα, στις 19 Ιουνίου του 1951 στην Αθήνα.
Η ζωή του ήταν γεμάτη φιλοσοφικές αναζητήσεις, αγάπη για τον αρχαιοελληνικό κόσμο, έμπνευση, που τον οδήγησε στο να γράψει ποιήματα, πεζά κείμενα και τραγωδίες, αλλά και έρωτα, τόσο με την πρώτη του σύζυγο, την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, όσο και με τη δεύτερη, την Άννα Καραμάνη.
Γύρω από το όνομά του υπάρχουν πολλές ιστορίες, σπουδαία λογοτεχνικά έργα, αλλά και αρκετά “μυστικά”, ενώ μεγάλο μέρος της ζωής του μπορεί να ανακαλύψει κανείς στο Μουσείο Άγγελου Σικελιανού στη Λευκάδα, ένα πρότυπο μουσείο διεθνών προδιαγραφών, που παρουσιάζει και αναλύει την προσωπικότητά του.
Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, καταγράφουμε πέντε σημαντικά πράγματα που πρέπει να ξέρει κανείς για τον “αλαφροΐσκιωτο” Άγγελο Σικελιανό, όπως ονομάζεται και η πρώτη του ποιητική συλλογή, που γράφτηκε το 1907 και δημοσιεύτηκε το 1909.
“Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κι είναι η καρδιά μου αστέρι;”
[Αλαφροΐσκιωτος]
1. Το νησάκι του Σικελιανού
Το «νησάκι του Σικελιανού» ή αλλιώς Άγιος Νικόλαος, βρίσκεται στην είσοδο της Λευκάδας και έχει πάρει το όνομά του από ένα μικρό ξωκλήσι που φιλοξενεί. Το ερημικό και πανέμορφο αυτό μέρος “ερωτεύτηκε” η γυναίκα του Άγγελου Σικελιανού, Εύα Πάλμερ, και έζησαν εκεί για ένα μεγάλο διάστημα.
Για τη ζωή του ποιητή και της Εύας στο νησάκι, έγραψε ο Τ. Μαμαλούκας το 1951 (έτος που πέθανε ο Σικελιανός) στην τοπική εφημερίδα “Λευκάς”:
«Ο Σικελιανός με τη γυναίκα του ζούσαν χειμώνα καλοκαίρι σε μια σκηνή μια ζωή ροβινσώνων. Μια ανιψιά του Σικελιανού, μια υπηρέτρια, 3-4 ψαράδες – ιπποκόμοι και ένας μαύρος ήταν η συντροφιά και το προσωπικό τους. Ψάρεμα με τα δύο μονόξυλα, κυνήγι στην απέναντι Ακαρνανία και έφιπποι περίπατοι πάλι στην Ακαρνανία με τα δυο ταχύτατα Σέρβικα άλογά τους. Η Εύα δεινή αμαζόνα, αληθινή της εποχής εκείνης αμαζόνα με τη χλαμύδα της που κυμάτιζε στον αέρα. Γιατί η Εύα ζούσε σαν αρχαία Ελληνίδα και έτσι ντυνότανε. Χλαμύδα που κρατούσε μια πόρπη στη μέση, σανδάλια και τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της συγκρατούσε μια ταινία με μαιάνδρους. Ο κόσμος τους αγαπούσε και τους σέβονταν, μα όταν περνούσε η Εύα η περιέργεια κατανικούσε το σεβασμό και τρέχανε όλοι να την δουν. “Τρεχάτε η “ζόρκα” (γυμνή)”.»
2. Η φιλία του με τον Νίκο Καζαντζάκη
Το 1914 ο Άγγελος Σικελιανός πρωτοσυνάντησε τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη και από τότε τους συνδέθηκαν με μια εντονότατη συμπάθεια, η οποία εξελίχθηκε γρήγορα σε βαθιά φιλία. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμη μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους»: Αθήνα, Ελευσίνα, Δελφοί, Κόρινθος, Μυκήνες, Άργος, Τεγέα, Σπάρτη, Μυστράς κ.α. Το 1923 χώρισαν οι δρόμοι του Καζαντζάκη και του Σικελιανού. Ξαναέσμιξαν έπειτα από 19 χρόνια, το 1942.
«…Σαράντα χρόνια φιλία ακατάλυτη μ’ έσμιγε με το Σικελιανό, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα ν’ αναπνέω, να μιλώ, να γελώ και να σωπαίνω μαζί του. Τώρα η Ελλάδα άδειασε…», είχε πει ο Καζαντζάκης μετά το θάνατο του Σικελιανού.
3. Η αναβίωση των “Δελφικών Εορτών”
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της συζύγου του, Εύας Πάλμερ, έδωσε πλήθος διαλέξεων και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα.
Παράλληλα, οργάνωσε τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών.
Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους.
4. Η Αφροδίτη και το ιστορικό ανέκδοτο
Το Sansimera.gr καταγράφει ένα ιστορικό ανέκδοτο που αφορά τον Άγγελο Σικελιανό και το οποίο βρίθει από λυρικότητα, όπως, άλλωστε, και ο ίδιος ο ποιητής και το έργο του. Το αστείο περιστατικό συνέβη ανάμεσα στον συγγραφέα και εκδότη Τίμο Μωραΐτίνη και τον Άγγελο Σικελιανό:
«Ένα βράδυ ο Τίμος Μωραΐτίνης καθώς βολτάριζε σ’ ένα ερημικό ακρογιάλι του Ξυλοκάστρου, είδε άξαφνα πίσω από ένα βράχο τον Άγγελο Σικελιανό να κυλιέται ολόγυμνος μέσα στα κύματα και να φωνάζει μερικά από εκείνα τα γνωστά αρχαιολατρικά παραμιλητά του: “Πιάσε με από τον αφαλό Αναδυόμενη Αφροδίτη κι έλα να κάτσουμε στον αφρό για να σκάσωμε τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη”. Τότε ο Μωραϊτίνης κρύφτηκε πίσω από τον βράχο και υποκρινόμενος τη γυναικεία φωνή του είπε: “Όχι κουκλί μου, δεν θα πιαστώ από σένα, γιατί είμαι αναδυομένη και συ με την κοιλιά που έκαμες είσαι …καταδυόμενος, και θα με βουλιάξεις κι εμένα!”.»
5. Το τραγικό του τέλος
Προς το τέλος της ζωής του ο Άγγελος Σικελιανός είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα με την υγεία του, αλλά και φτώχεια. Στις 4 Ιουνίου 1951 από λάθος της οικιακής βοηθού του αντί για το φάρμακό του λαμβάνει απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα στα αναπνευστικά του όργανα. Στις 19 Ιουνίου 1951 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην κλινική «Η Παμμακάριστος» της Αθήνας.