Νέες ταινίες: Μεταγλωτισμένος “Απαισιότατος” κι ένα από τα κορυφαία δικαστικά όλων των εποχών σε επανέκδοση

Διαβάζεται σε 9'
Νέες ταινίες: Μεταγλωτισμένος “Απαισιότατος” κι ένα από τα κορυφαία δικαστικά όλων των εποχών σε επανέκδοση
Archives du 7eme Art/Photo12 via AFP

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Η πρεμιέρα του “Εγώ, ο Απαισιότατος 4” την περασμένη εβδομάδα μόνο με υποτιτλισμένες προβολές ήταν και πάλι αρκετή για να πιάσει την 1η θέση στο ελληνικό box office με 12.500 εισιτήρια και το “Deadpool & Wolverine” αμέσως πιο πίσω με 11.000 και σύνολο ως σήμερα τα 270.000. Στις 630.000 φτάνει το “Μυαλά Που Κουβαλάς 2” ως εμπορική ταινία της χρονιάς ως τώρα – αναμένουμε φυσικά σε λίγες εβδομάδες το “Joker: Folie a Deux” που κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες στη Βενετία.

Αυτή την εβδομάδα έχουμε αρκετές νέες ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζει μια από τις κορυφαίες επανεκδόσεις του καλοκαιριού. Επίσης κυκλοφορεί πλέον και σε μεταγλωτισμένη εκδοχή το “Εγώ, ο Απαισιότατος 4”.

Θυμίζουμε πως οι ταινίες που δεν προβάλλονται για τους δημοσιογράφους δεν συμπεριλαμβάνονται στην παρουσίαση των κυκλοφοριών.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Ανατομία Ενός Εγκλήματος

(“Anatomy of a Murder”, Ότο Πρέμινγκερ, 2ω40λ)

****½

Είναι σκέψη στην οποία συχνά μπορείς να οδηγηθείς, αν παρακολουθείς τον τρόπο με τον οποίο απλώνεται στη δημόσια σφαίρα η πολιτική και κοινωνική συζήτηση: Ο κόσμος ενδιαφέρεται περισσότερο για την οπτική του πράγματος, για το περφόρμανς, παρά για την σιωπηλή ουσία της αλήθειας. Το βλέπεις στις ανταλλαγές «κατηγορώ» στα σόσιαλ, το βλέπεις στο κιτς υπερθέαμα των κομματικών συνεδρίων στην Αμερική – αλλά το έβλεπες και πάντα, πριν τα πάντα έρχονται σε ζωντανή μετάδοση, πριν τα σόσιαλ. Οι ανάγκες μας, φαίνεται, δεν αλλάζουν ποτέ.

Το αριστούργημα του Ότο Πρέμινγκερ από το 1959 παραμένει επίκαιρο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους σήμερα, 65 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. (Ούτε καν 100! Έχουμε άπλετο χρόνο μπροστά μας να αλλάξουμε τα πράγματα.) Ο παραπάνω είναι μόνο ένας εξ αυτών. Πρώτα και κύρια, είναι ο τρόπος με τον χαρακτηρίζονται και κατηγοριοποιούνται τα διάφορα πρόσωπα ενδιαφέροντος σε αυτή την κινηματογραφική δίκη, που είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, νωρίτερα στη δεκαετία των ‘50s στην Αμερική.

Στην ταινία, ο Πολ Μπίγκλερ (Τζέιμς Στιούαρτ, σπουδαίος ως κουρασμένος από την ύπαρξη αλλά ικανός και αξιοπρεπής άντρας) είναι ένας συνήγορος στο Μίσιγκαν που έχει ημι-αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Αναλαμβάνει όμως την υπεράσπιση ενός στρατιωτικού, ο οποίος δολοφόνησε έναν ξενοδόχο εν βρασμώ ψυχής όταν η σύζυγός του κατηγόρησε τον άντρα πως την βίασε. Τα πάντα δείχνουν εναντίον του Μπίγκλερ όμως η υπόθεση κρύβει αρκετές ανατροπές και σοκαριστικές εξελίξεις.

Αυτό που κάνει όμως το φιλμ να ξεχωρίζει, τόσο στην εποχή του όσο και σήμερα, τόσες δεκαετίες αργότερα, είναι η ωμότητα των παρατηρήσεών του. Οι περιγραφές των επιθέσεων. Η απεικόνιση ατόμων σε πλήρη συνείδηση των όσων έπραξαν. Αλλά κι ο τρόπος με τον οποίο τα φρικτά, διαχρονικά διπλά στάνταρ καθορίζουν την υπόθεση και το πώς αυτή νοηματοδοτείται στη συνείδηση των ενόρκων, των θεατών, και τελικά του κοινού: Ο άντρας που «έχασε τα λογικά του» και η γυναίκα που «τα ήθελε», με άντρες από διάφορα πόστα και διάφορα επίπεδα ισχύος να ρωτάνε διαρκώς τι φόραγε, πώς μιλούσε, πώς φερόταν, τι ήθελε.

Καθώς η δίκη ξεδιπλώνεται, ο Πρέμινγκερ φροντίζει να δώσει χρόνο σε κάθε σκηνή να αναπνεύσει, με ευρεία πλάνα διαρκείας, με σιωπές, με βλέμματα που αφήνονται να κρεμαστούν σε μια εικόνα ή μια λέξη. Στα κάδρα του, συνήγορος και κατήγοροι κινούνται διαρκώς ως ερμηνευτές, επιχειρώντας να κατευθύνουν το περφόρμανς και τη συζήτηση σε σημεία της συζήτησης που ευνοούν αφηγήματα και όχι την οποιαδήποτε αναζήτηση της αλήθειας. Υπάρχει μια φανταστική σεκάνς όπου ο κατήγορος κρύβει διαρκώς τον Στιούαρτ/Μπίγκλερ από το οπτικό πεδίο της γυναίκας, η οποία τον ψάχνει κι εμείς μαζί της με το βλέμμα της κάμερας.

Ο Πρέμινγκερ διαχειρίζεται τις στιλιστικές και θεματικές προεκτάσεις του έργου του με τον στιβαρό έλεγχο και την ευαισθησία που έτσι κι αλλιώς θα περίμενε κανείς από έναν από τους πλέον –έμπρακτα– προοδευτικούς σκηνοθέτες της περιόδου. Έναν δημιουργό που ποτέ δε φοβήθηκε να προκαλέσει τα όρια του τότε κώδικα και το εύρος ελέγχου των λογοκριτών, και που εδώ σε αρκετά σημεία σοκάρει με το πόσο σύγχρονη (δηλαδή με αυτό εννοούμε: έξω από τη φθορά του χρόνου) είναι η αποτύπωση της υπόθεσης και των κεντρικών προσώπων σε αυτή.

Ένα από τα σπουδαία αμερικάνικα φιλμ των ‘50s, με 7 υποψηφιότητες Όσκαρ, με δυόμιση ώρες να κυλούν σα νερό και τον Πρέμινγκερ να περικλείει στη δικαστική του χορογραφία κάτι πολύ μεστό πάνω στον συντηρητισμό και την αποποίηση της αλήθειας – που επιβιώνει μέχρι και σήμερα.

Clicquot, Η Γυναίκα Πίσω Από το Μύθο

(“Widow Clicquot”, Τόμας Νάπερ, 1ω30λ)

**½

Μετά τον θάνατο του άντρα της, Φρανσουά Κλικό, η Μπαρμπ Νικόλ (Χέιλι Μπένετ) πιέζεται από τους πάντες γύρω της να πουλήσει τα αμπέλια του οινοποιού συζύγου της ή να αφήσει πιο έμπειρους άντρες να τα αναλάβουν. Σε πείσμα των κοινωνικών συμβάσεων και πιέσεων, η Μπαρμπ Νικόλ όχι απλά κρατά τον έλεγχό τους, αλλά και εξελίσσεται σε μια ριζοσπάστη της βιομηχανίας παραγωγής σαμπάνιας, και μια από τις πρώτες σπουδαίες μπιζνεσγούμαν στην ιστορία.

Μια αρκετά συμβατική βιογραφία που γοητεύεται περισσότερο από την συναισθηματική και ψυχολογική θύελλα που βιώνει η Μπαρμπ Νικόλ παρά με την διαδικασία των επιτευγμάτων της, παρόλα αυτά έχει κάποια στοιχεία υπέρ της: Η Χέιλι Μπένετ (“Συρανό ντε Μπερζεράκ”) παραμένει ένα απολύτως καθηλωτικό κινηματογραφικό πρόσωπο, με μια διαπεραστική θλίψη και μια τεράστια υπόγεια δύναμη να συνυπάρχουν στην εκφραστικότητά της. Είναι δύσκολο να μην σου κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης Τόμας Νάπερ (με προϋπηρεσία σε τηλεόραση και βιντεοκλίπ) κουβαλά μαζί του εμπειρία ως second unit σκηνοθέτης των περισσότερων ταινιών του εικαστικά επιβλητικού σινεμά του Τζο Ράιτ (“Άννα Καρένινα”, “Εξιλέωση”). Και παρόλο που δεν φέρνει μαζί του την φορμαλιστική θύελλα που συχνά δημιουργεί ο βρετανός σκηνοθέτης, έχει αρκετές επιρροές από εκείνο το σινεμά ώστε να ξέρει να μην αφήσει ποτέ την ταινία του να παραμείνει αφηγηματικά ή αισθητικά επίπεδη και άνευρη. Όχι πως ξεπερνά τα πλαίσια της συμβατικής και μάλλον απλουστευτικής «ενδυναμωτικής» βιογραφίας εποχής, αλλά ένα ενδιαφέρον το διατηρεί.

20.000 Είδη Μελισσών

(“20.000 Especies de Abejas / 20.000 Species of Bees”, Εστιμπαλίθ Ουρεσόλα Σολαγουρέν, 2ω8λ)

**½

Ένα 8χρονο παιδί, γεννημένο αγόρι αλλά που νιώθει και εμφανίζεται ως κορίτσι, ενώ προσπαθεί να καταλάβει καλά-καλά τον εαυτό του, πρέπει ταυτόχρονα να διαχειριστεί τη δυσκολία του κόσμου γύρω του να αποδεχτεί την ταυτότητά του. Στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών στην επαρχιακή Ισπανία, η Κόκο θα εξερευνήσει την θηλυκότητά της και θα βιώσει εσωτερικές συγκρούσεις, δίπλα στις γυναίκες της οικογένειας που την ίδια στιγμή, ανακαλύπτουν κι εκείνες ανεξερεύνητα κομμάτια του εαυτού τους.

Γλυκό, ευγενικό και τρυφερό δράμα ενηλικίωσης από την Ισπανία με δεκάδες βραβεύσεις σε φεστιβάλ ανά τον πλανήτη, ανάμεσά τους το βραβείο ερμηνείας για την μικρή πρωταγωνίστρια Σοφία Οτέρο. Η ταινία δεν αποφεύγει την επαναληψιμότητα και κάποιες φλύαρες αλληγορίες που δεν προσθέτουν κάτι ουσιώδες, και τελικά της λείπει η αιχμή που θα την ανυψώσει. Αλλά είναι τίμια δουλειά με μια οπτική που έχει σίγουρα κάτι να προσφέρει.

Το Σύνδρομο των Πρώην Εραστών

(“Le Syndrome des Amours Passées / The (Ex)Perience of Love”, Αν Σιρό & Ραφέλ Μπαλμπόνι, 1ω29λ)

**½

Ο Ρεμί κι η Σάντρα δε μπορούν να έχουν παιδιά επειδή υποφέρουν από το «σύνδρομο των πρώην εραστών», για το οποίο μόνο μια λύση μπορούν να σκεφτούν: θα πρέπει κι οι δύο να κοιμηθούν ξανά με όλους τους πρώην τους από μία φορά, για να απομυθοποιήσουν το παρελθόν και να μπορέσουν να προχωρήσουν στις ζωές τους. Κάθε φορά που πιστεύεις πως έχεις δει την γαλλικότερη των γαλλικών κομεντί έρχεται κάποια καινούρια για να σε κάνει να εκτιμήσεις την έννοια του απείρου. Η συγκεκριμένη είναι συμπαθής, ευρηματική στην αφήγηση και τίμια απέναντι στον θεατή, δίχως κοιλιές και πολλές φλυαρίες. Όλα αυτά δε σημαίνουν πως είναι κάτι αληθινά ιδιαίτερο ή ότι διαθέτει κάποια επί της ουσίας φρεσκάδα, αλλά τουλάχιστον η ώρα θα περάσει ευχάριστα, χωρίς φτηνό χιούμορ ή φθηνή αισθητική.

Μικρή Ιστορία για Ένα Φόνο

(“Krótki film o zabijaniu / A Short Film About Killing”, Κριστόφ Κισλόφσκι, 1ω24λ)

****

Ο Γιάτσεκ μπαίνει σε ένα ταξί, το καθοδηγεί σε μια απομονωμένη περιοχή κι εκεί στραγγαλίζει τον οδηγό – βίαια, έξαφνα, ακατανόητα, φαινομενικά δίχως κίνητρο. Ένας νεαρός δικηγόρος ιδεαλιστής, εναντίον της θανατικής ποινής, αναλαμβάνει την υπεράσπιση του άντρα. Αν τα πάντα αποτύχουν, υπάρχει εξήγηση; Υπάρχει, ή υπήρχε ποτέ, άλλος δρόμος;

Ένα από τα δύο επεισόδια του “Δεκαλόγου” που κυκλοφόρησε ως αυτόνομη ταινία στις αίθουσες, είναι ταυτόχρονα κι η ταινία που ουσιαστικά θεμελίωσε τον Κισλόφσκι στο arthouse mainstream, με βραβείο στις Κάννες αλλά και το βραβείο Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας του ‘88. Γυρισμένο με σέπια, με μια απόχρωση που προσομοιάζει την αίσθηση του να κοιτάς κάτι ξεβαμμένο με νέφτι, αποτυπώνοντας την Πολωνία ως μια αδιέξοδη δυστοπία στα τελευταία χρόνια του κομμουνισμού, το φιλμ παρουσιάζει γεγονότα με σοκαριστική ευθύτητα και ωμότητα, υπογραμμίζοντας έτσι εκ των πραγμάτων τις ηθικές τους προεκτάσεις.

Η θανατική μπαίνει στο στόχαστρο, όχι με κάποιον επιφανειακά καταγγελτικό τρόπο αλλά με έναν βαθύ, σκληρό στοχασμό πάνω στην ανηθικότητα ενός συστήματος που είναι ταυτόχρονα δίκαιο αλλά και άδικο, δικαστής και εκτελεστής. Δεν υπάρχουν εδώ παρεξηγήσεις, και πλεκτάνες παγίδευσης ενός παρεξηγημένου αθώου, κι αυτό είναι που κάνει τα πάντα πιο ηλεκτρισμένα. Πάνω σε σενάριο που έγραψε ο Κισλόφσκι μαζί με τον σταθερό του συνεργάτη Κριστόφ Πίσεβιτς, το φιλμ δεν ξεχνά ποτέ τις ταξικές πτυχές του κοινωνικού αμοραλισμού και της συστημικής σκληρότητας, την ώρα που το Κακό αποτυπώνεται σαν πέπλο που μας κρύβει την ίδια μας την ορατότητα.

Η ταινία κυκλοφόρησε το 1988, κέρδισε βραβεία, και αποτέλεσε ουσιώδες κομμάτι στην συζήτηση περί θανατικής ποινής, που πολύ σύντομα εγκαταλείφθηκε στην χώρα. Ή αλλιώς, όταν το σινεμά αλλάζει τον κόσμο.

Κυκλοφορεί ακόμη

Εγώ, ο Απαισιότατος 4: Στις αίθουσες πλέον και μεταγλωτισμένο, με τη φωνή του Γιάννη Ζουγανέλη. Στην ταινία, ο Γκρου, η Λούσι και τα κορίτσια τους –Μάρκο, Ίντιθ και Άγκνες– καλωσορίζουν ένα νέο μέλος στην οικογένεια, τον Γκρου Τζούνιορ, που είναι αποφασισμένος να βασανίζει τον πατέρα του. Ο Γκρου έρχεται αντιμέτωπος με μια νέα νέμεση, τη Μαξίμ Λε Μαλ και την femme fatale Βαλεντίνα, με αποτέλεσμα η οικογένεια να πρέπει να τρέξει για να επιβιώσει.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα