Νέες ταινίες: Η Έιμι Γουάινχαουζ στη μεγάλη οθόνη με το “Back to Black”
Διαβάζεται σε 9'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 11 Απριλίου 2024 06:24
Το “Kung Fu Panda 4” συνεχίζει τη σαρωτική πορεία του στα ταμεία ξεπερνώντας τις 100.000 εισιτήρια παραμένοντας στην κορυφή για μια ακόμη βδομάδα και χωρίς να έχει και προφανή ανταγωνισμό σε έναν Απρίλιο δίχως μεγάλους τίτλους και που παραδοσιακά βλέπει τις εταιρείες να αδειάζουν πολλούς τίτλους που έχουν μείνει στο ράφι.
Όταν λέμε χωρίς μεγάλους τίτλους πρέπει αναγκαστικά βέβαια να βάλουμε έναν αστερίσκο, μιας και ένα μπλοκμπάστερ του, εχμ, μεγέθους του “Γκοτζίλα x Κονγκ” που δούλεψε καλά στο εξωτερικό, στην Ελλάδα δεν έκανε τίποτα. Μετά από 2 εβδομάδες δεν έχει φτάσει καν τα 30.000 εισιτήρια. Το εγχώριο κοινό αδιαφόρησε και, μεταξύ μας, δεν έχασε και τίποτα – η ταινία είναι πολύ κακή.
Όμως ακόμα κι ο “Πρώτος Οιωνός” δεν δούλεψε εδώ, παρά την συνήθη εξαιρετική κίνηση των ταινιών τρόμου. Ίσως η έντονη συνάφεια με την 70s αισθητική και η σύνδεση με ένα αρκετά παλιομοδίτικο franchise τρόμου, να απέτρεψαν το συνήθως νεανικό κοινό. Έκανε 7.000 εισιτήρια 4ημέρου, την ώρα που η (επίσης θρησκευτικού τρόμου) “Άσπιλη” ξεπέρασε τις 30.000 εισιτήρια.
Πολλοί οι νέοι τίτλοι και αυτή την εβδομάδα, με μικρά διαμαντάκια.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Back to Black
(Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον, 2ω2λ)
**½
Η ζωή της Έιμι Γουάινχαουζ, μια από τις σπουδαιότερες φωνές της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, μέσα από το έργο της, τους έρωτες και την προσωπική της τραγωδία. Το σενάριο του Ματ Γκρίνχαλ (με εμπειρία στα βιογραφικά φιλμ όπως το αρκετά καλό “Τα Αστέρια Δεν Πεθαίνουν στο Λίβερπουλ”) ακολουθεί την Έιμι από τα νεανικά της χρόνια μέχρι τη δημιουργία του άλμπουμ “Frank” κι από εκεί στην ξαφνική άνοδο στο παγκόσμιο stardom, στον έρωτα με τον σύζυγό της Μπλέικ, στους εθισμούς, στο λυσσαλέο κυνηγητό από τα media, και τελικά στο δημιουργικό απόγειο του άλμπουμ “Back to Black” και τελικά την τραγική της κατάληξη σε ηλικία μόλις 27 χρονών.
Είναι τρομερά πυκνό και δραματουργικά πλούσιο το υλικό για ένα τέτοιο φιλμ, κι αυτό από μόνο του κάνει την ταινία κάπως αδύνατο να μην διατηρήσει το ενδιαφέρον. Η Γουάινχαουζ έχει την ιδιαιτερότητα πως το έργο της ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή της, τα τραγούδια κάτι σαν συναισθηματικό χρονολόγιο για την ίδια, οπότε το φιλμ το μόνο που έχει να κάνει είναι να οπτικοποιήσει τη γένεση των μεγαλύτερων επιτυχιών της – κι αυτό από μόνο του έχει σαν αποτέλεσμα ένα ικανοποιητικά δραματικό στόρι. (Η τοποθέτηση του Rehab στο συγκεκριμένο σημείο, αντί να έρθει νωρίτερα και πιο γραμμικά στην εξέλιξη της ιστορίας είναι μια πολύ καλή απόφαση.)
Την ίδια στιγμή πρόκειται για ένα εντελώς συμβατικό βιογραφικό φιλμ, από αυτά που κάπως δεν πιστεύεις ότι γυρίζονται ακόμα μετά την κλασική πια σάτιρα “Walk Hard” ή την ώρα που καλλιτέχνες σαν τον Πάμπλο Λαραϊν έχουν τόσο πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στο είδος, ή τελοσπάντων μετά από μια χρονιά που είδε τόσες αντισυμβατικές προσεγγίσεις όπως το “Priscilla”, το “Ferrari” και φυσικά το “Οπενχάιμερ”. Είναι ένα βιογραφικό φιλμ της λογικής Α → Β → Γ, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό αν δίνει στους δημιουργούς τη δυνατότητα να εξερευνήσουν κάτι μέσα σε αυτά τα συμβατικά πλαίσια. Εν προκειμένω, η ιστορία της Έιμι προσφέρεται για μια εξερεύνηση πάνω στην τραγική ένταση του πώς ο θρίαμβος και η εκπλήρωση των ονείρων συνδέεται τόσο άρρηκτα με την θλίψη και την εκμετάλλευση.
Τέτοιες έγνοιες δεν υπάρχουν εδώ, πόσο μάλλον από τη στιγμή που το φιλμ παίρνει μια μάλλον ουδέτερη στάση απέναντι στην τραγωδία της Έιμι, ένα φιλμικό αντίστοιχο του αφορισμού «τέτοιο κακό μη σου τύχει». Η κάμερα δεν φεύγει ποτέ από εκείνη και το στόρι ξεδιπλώνεται μέσα από τα μάτια της, κάτι που σε σημεία είναι αποτελεσματικό (η περιστασιακή εμφάνιση των παπαράτσι μοιάζει έτσι ακόμα περισσότερο με μια παράλογη εισβολή σε ένα χώρο εντελώς προσωπικό), μα αλλού αφήνει πολλά ζητήματα στον αέρα. Ιδέες, πρόσωπα, καταστάσεις απλώς υφίστανται, με την ταινία να μην παίρνει θέση βασικά για τίποτα.
Η ανερχόμενη Μαρίσα Αμπέλα, παρά ρην παραφιλολογία που αναπτύχθηκε online εδώ και μήνες σχετικά με το αν μπορεί να ανταπεξέλθει στο ρόλο, είναι καλή ως Έιμι. Είναι μεν από τα είδη των μιμητικών ερμηνειών (η Αμπέλα μεταμορφώνεται ως Έιμι και μιμείται την εκφορά της και τη φωνή της, όσο φυσικά αυτό είναι δυνατόν), όμως ταυτόχρονα έχει κάτι από την ενέργειά της, αυτό το συνδυασμό ορμής, απελευθέρωσης και απόγνωσης που συχνά συνυπάρχουν στην Έιμι. Δεν αρκεί όμως: Η ταινία εν τέλει μέσα από την συμβατική, μη συγκρουσιακή οδό που επιλέγει, καταλήγει να προδίδει την Έιμι αφήνοντάς την στο επίκεντρο, ταλαντούχα μεν, έρμαιο δε.
Για Πάντα Νέοι
(“Les Amandiers / Forever Young”, Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, 2ω6λ)
***
Στη Γαλλία των ‘80s, μια κοπέλα γίνεται δεκτή στην δραματική σχολή του Πατρίς Σερό κι αυτή είναι η αρχή μιας σειράς δραματικών, συναρπαστικών, παθιασμένων περιπετειών με συνομίλικούς της σπουδαστές στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στα παρασκήνια του κόσμου της τέχνης.
Αυτό που ξεκινά ως ορμητική περιπέτεια καταλήγει στην τραγωδία, στο πολύ όμορφο φιλμ εποχής της Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι (“Ένας Πύργος στην Ιταλία”) το οποίο μέσα από φλου αισθητική και μια διαδοχή τυπικών ‘80s σηματοδοτών (γεγονότα, ονόματα, αναφορές) αγκαλιάζει πλήρως την εποχή. Το κάνει και λίγο τουριστικά, σα να συμπληρώνει μια checklist, αλλά το αποτέλεσμα είναι όμορφο και παθιασμένα παιγμένο (η ανερχόμενη πρωταγωνίστρια Νάντια Τερέσκιεβιτς βραβεύτηκε με Σεζάρ) οπότε το ενδιαφέρον δεν χάνεται ποτέ. Ζεστό φιλμ.
Τοτέμ
(“Totem”, Λίλα Αβιλές, 1ω35λ)
***
H 7χρονη Σολ βρίσκεται στο σπίτι του παππού της και βοηθά στις προετοιμασίες για ένα πάρτυ-έκπληξη που διοργανώνεται για τον πατέρα της. Καθώς η μέρα κυλά, η μικρή θα αρχίσει σταδιακά να αντιλαμβάνεται την βαρύτητα της μέρας και αυτού του εορτασμού, στο πρόσωπο μιας εξέλιξης απευκταίας. Όμως το σόου θα συνεχιστεί.
Δικαίως πολυσυζητημένο ντεμπούτο που εμφανίστηκε στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου, το φιλμ της Αβιλές συγκαταλέγεται στην ομάδα ταινιών (πρόσφατα έχουμε δει μπόλικες τέτοιες) όπου η κάμερα κολλά πάνω στο πρόσωπο μιας νεαρής ηρωίδας, μην αφήνοντάς μας να δούμε τον κόσμο πιο έξω από εκείνη, παρά μόνο καθώς εισβάλει στο οπτικό και νοητικό της πεδίο. Η Αβιλές το πετυχαίνει αβίαστα, χωρίς τρικ και χωρίς στιλιστικές ακροβασίες, λέγοντας παράλληλα μια πολύ συγκινητική ιστορία με βιωματικές ρίζες για την ίδια.
Δεν κρύβει εκπλήξεις η ταινία αλλά είναι μια πολύ ανταποδοτική εμπειρία πάνω σε αυτό που ξεκινά να κάνει, βάζοντας τον θεατή σε έναν πολύ συγκεκριμένο συναισθηματικό χώρο και επιτρέποντας σε μια αθώα ηρωίδα να μας καθοδηγήσει, ανακαλύπτοντας πράγματα που υποπτευόμαστε – αυτό δημιουργεί και μια ένταση ως προς τη σύνδεσή μας με το στόρι, είναι σα να είμαστε γονείς και παιδιά την ίδια στιγμή. Ό,τι ακολουθήσει θα έχει τρομερό ενδιαφέρον για να δούμε την εξέλιξη της Αβιλές – μπορούμε εύκολα να φανταστούμε ένα κοντινό μέλλον στο οποίο σκηνοθετεί κάτι που κερδίζει την προσοχή των Καννών ή/και των Όσκαρ.
Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου
(“Ghostbusters: Frozen Empire”, Γκιλ Κέναν, 1ω55λ)
**
Ένα ακόμα αδιάφορο σίκουελ μιας συμπαθούς κωμωδίας που γυρίστηκε πριν 4 δεκαετίες. Η οικογένεια των Σπένγκλερ επιστρέφει στο εμβληματικό πυροσβεστικό σταθμό της Νέας Υόρκης όπου βρισκόταν των αρχηγείο των Ghostbusters πριν 40 χρόνια. Εκεί θα συνεργαστεί με τους παλιούς Κυνηγούς Φαντασμάτων και τα τεχνολογικά εξελιγμένα εργαλεία τους, απέναντι σε έναν ισχυρό εχθρό που απειλεί να φέρει μια νέα Εποχή των Παγετώνων στη Γη.
Δεν είναι όσο μπουκωμένα σιροπιαστό και άδειο από ιδέες ήταν το κάκιστο legacy sequel “Ghostbusters: Afterlife” που είδαμε πριν λίγα χρόνια. Έχει τις χαριτωμένες στιγμές του αλλά παραμένει πηγμένο σε χαρακτήρες (μια ντουζίνα κεντρικοί χαρακτήρες χωρίς κανένα αληθινό λόγο) και σε κουραστικές σκηνές μάχης (η μαρβελικότατη τρίτη πράξη) με αποτέλεσμα ακόμα και τα στοιχεία με ενδιαφέρον να χάνονται στο σύνολο.
Κυκλοφορούν ακόμη
Στενές Επαφές με τον Διάβολο: Μια ζωντανή νυχτερινή τηλεοπτική μετάδοση εξαπολύει το Κακό στους ανυποψίαστους θεατές. Ταινία τρόμου με πολύ δυνατό hype από το εξωτερικό, αλλά και μια άκρως αμφιλεγόμενη (και ακαθόριστη) χρήση ΑΙ για κομμάτια του φόντου, σε μια στιγμή όπου η μεγάλη μάχη (μέσα από τις απεργίες των σωματείων αλλά όχι μόνο) δίνεται ακριβώς ώστε να οριοθετηθεί το ΑΙ. Τόσο ως εργαλείο όσο και σε επίπεδο καλλιτεχνικών αναφορών – να μην βασίζεται δηλαδή το αποτέλεσμα σε καλλιτεχνικές πηγές που δεν έχουν αποζημιωθεί νωρίτερα.
Τα Μαθήματα της Μπλάγκα: Η συνταξιούχος καθηγήτρια Μπλάγκα πενθεί την απώλεια του συζύγου της όταν μια τηλεφωνική απάτη θα της κλέψει και τις αποταμιεύσεις. Απεγνωσμένη, θα περάσει στην απέναντι όχθη – θα γίνει κι εκείνη απατεώνας. (Η άλλη της επιλογή θα ήταν να καλέσει τον Μελισσοκόμο για βοήθεια.) Βουλγάρικη ταινία με βραβείο στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Οι Ελευσίνιοι: Ο Φίλιππος Κουτσαφτής παρουσίασε το 2000 το κλασικό πια ντοκιμαντέρ “Αγέλαστος Πέτρα”, μια ταινία ορόσημο για την πόλη της Ελευσίνας. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, ο σκηνοθέτης επιστρέφει στον ίδιο τόπο με ένα νέο έργο, για να συναντήσει το σήμερα της πόλης.
Ο Χορός των Φαντασμάτων: Ένα φάντασμα αποτυγχάνει να τρομάξει μια οικογένεια θνητών αλλά γνωρίζει έτσι το νόημα της αληθινής φιλίας, σε αυτή την παιδική διασκευή κινουμένων σχεδίων πάνω στο κλασικό “Φάντασμα του Κάντερβιλ” του Όσκαρ Ουάιλντ.
Ράδιο Γούλφμαν: Η σουρεαλιστική εικόνα του Τόμυ, κατηφορίζει το μοναχικό μονοπάτι του έκπτωτου αναζητητή. Το κοστούμι του φτιαγμένο «Μπί Σπόουκ», κατά παραγγελία. Ένα τυφλό κορίτσι στο μονοπάτι δίπλα από την όχθη του ποταμιού. Σινεφίλ ταινία από τον Γιώργο Παντελεάκη.