Νέες ταινίες: Φωτορεπόρτερ σε έναν “Εμφύλιο Πόλεμο” από τον δημιουργό του “Ex Machina”
Διαβάζεται σε 11'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 18 Απριλίου 2024 07:00
Το μαζικό ξεφόρτωμα ταινιών στη διάρκεια του Απριλίου, σε συνδυασμό με το άνοιγμα του καιρού, είχε ως αναμενόμενο αποτέλεσμα την ραγδαία πτώση των εισιτηρίων. Με το “Kung Fu Panda 4” μάλιστα (ενός μήνα ταινία) να είναι όχι απλά στην κορυφή, αλλά κι η μόνη που πλησίασε έστω το πενταψήφιο σύνολο εισιτηρίων. Έχει φτάσει πλέον τα 120.000.
Κατά τα άλλα, καμία από τις μεγάλες ταινίες της περασμένης εβδομάδας δεν έπεισε το κοινό, με τα βαριά χαρτιά “Back to Black” και “Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου” να προσελκύουν 6.700 και 6.500 ανθρώπους η κάθε μία, με το “Back to Black” να έχει πάντως καλύτερο μέσο όρο αιθουσών. Στα 3.200 εισιτήρια οι “Στενές Επαφές με τον Διάβολο” που δεν δούλεψε παρά το hype του. Είναι προφανές ότι η πληθώρα τίτλων (που συνεχίζεται κι αυτή την εβδομάδα) δεν βγάζει νικητές, καθώς καμία ταινία δεν καταφέρνει ούτε να ξεχωρίσει, ούτε να αναπνεύσει.
Ας δούμε λοιπόν τις ταινίες που βγαίνουν σήμερα.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Εμφύλιος Πόλεμος
(“Civil War”, Άλεξ Γκάρλαντ, 1ω49λ)
**
Στο κοντινό μέλλον οι ΗΠΑ βρίσκονται σε εμφύλιο πόλεμο και καθώς οι δυνάμεις της αντίστασης πλησιάζουν προς την πρωτεύουσα και την ανατροπή του Λευκού Οίκου, μια ομάδα φωτορεπόρτερ διασχίζουν την χώρα προσπαθώντας να φτάσουν εκεί πριν τους στρατιώτες, για να καταγράψουν την αλήθεια και να πάρουν μια συνέντευξη από τον πρόεδρο.
Ο Άλεξ Γκάρλαντ (“Ex Machina”, “Annihilation”) σκηνοθετεί την μεγαλύτερου μπάτζετ ταινία του ανεξάρτητου στούντιο της Α24 μέχρι σήμερα, κάτι σημαντικό καθώς υπογραμμίζει το ότι σε επίπεδο περιεχομένου αυτή δεν είναι ένα μπλοκμπάστερ δράσης όπως ακούγεται, αλλά περισσότερο ένα εσωτερικό road movie με τη σύρραξη να βρίσκεται τελείως στο φόντο. Το ενδιαφέρον του Γκάρλαντ δεν εντοπίζεται στο τι συμβαίνει και στο γιατί και στο πώς (αν και απλώνει κάποια ψίχουλα πληροφορίας που μας βοηθούν να υποθέσουμε κάποια πράγματα), όσο στο πώς οι πολεμικοί ανταποκριτές απαθανατίζουν την αντικειμενική αλήθεια και το ποιος είναι ο (ψυχρός) ρόλος τους απέναντι στην φρίκη.
Δεν είναι κακή ιδέα, και σε πολλά από τα επιμέρους επεισόδια αυτού του road movie θα πιάσεις τον εαυτό σου στην άκρη του καθίσματος – οι ρεπόρτερ συναντούν διάφορες απειλές στο δρόμο τους κι ο Γκάρλαντ είναι πολύ καλός στη δημιουργία μεμονωμένων στιγμών που δημιουργούν περισσότερο ένα feeling παρά μια πληροφορία. Όμως υπάρχει εν τέλει κενό στην προσέγγιση του Γκάρλαντ, καθώς και θεματικά μονότονο.
Η εσωτερική σύγκρουση των φωτορεπόρτερ στο κυνήγι ενός τέλειου κλικ, σε κόντρα με το ένστικτο αυτοσυντήρησης ή ακόμα και με την ανθρωπιά τους, δεν εμπλουτίζεται στην διαδρομή. Ούτε σε υπαρξιακό επίπεδο (1-2 σκέψεις προτείνονται στην αρχή του φιλμ και σε αυτές καταλήγει εν τέλει το φιλμ, σα να τοποθετεί κομμάτια παζλ στη θέση τους), αλλά ούτε και σε πολιτικό. Δεν υπάρχει πουθενά καμία ιδέα για τα πιστεύω αυτών των ανθρώπων, ούτε για το τι συμβαίνει στο φόντο, κάτι αφαιρεί τελείως την ιδεολογική ένταση από το κυνήγι της Αλήθειας. Εξάλλου, ένα μεγάλο λάθος του Γκάρλαντ είναι η πίστη σε μια στεγνή, απόλυτη, αντικειμενική αλήθεια η οποία δε χωρά χρωματισμούς, κι όλα αυτά στην εποχή της πλήρους αμφισβήτησης των γεγονότων και της ίδιας της εικόνας (βλέπε deepfakes).
Το καστ είναι εξαιρετικό στο σύνολό του, με την Κίρστεν Ντανστ σε μια απολύτως στιβαρή, αποσυναισθηματικοποιημένη ερμηνεία με την οποία κουβαλά το φιλμ ως κεντρική ηρωίδα – δεν την έχουμε ξαναδεί να κάνει αυτό το συγκεκριμένο πράγμα, και είναι από τις νίκες του φιλμ. Δίπλα της ο Βάγκνερ Μούρα του “Narcos” και η βραβευμένη στη Βενετία Κέιλι Σπέινι της “Priscilla”, καθώς και μια πλειάδα γνωστών ηθοποιών σε σύντομα αλλά χαρακτηριστικά περάσματα. (Θα βλέπουμε τον Τζέσι Πλέμονς στους εφιάλτες μας.)
Ο Γκάρλαντ προσπαθεί πάντοτε να δημιουργήσει βαρύγδουπους συμβολισμούς μέσα από τις εικόνες του, όμως περιέργως είναι πολύ καλύτερος ως σκηνοθέτης οπτικών στιγμών, παρά ως δημιουργός ελλιπών αλληγοριών. Προσδίδει στην ταινία μια κοφτερά πεντακάθαρη χροιά που ιριδίζει σε σημεία σα να επρόκειτο για μια τέλεια φωτογραφία φρίκης και απόγνωσης. Ξέρει πόσο καιρό πρέπει να κρεμάσει ένα πλάνο πάνω σε μια σκηνή ή σε ένα πρόσωπο για να τους δώσει νόημα, ή βαρύτητα, ή αγωνία. Κι ακόμα κι αν οι επιλογές (και το timing) των τραγουδιών είναι πλήρως άστοχες, εν τέλει καταφέρνει να δημιουργήσει την επιθυμητή αίσθηση μιας επιμονής μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αποσύνθεσης. Είναι κρίμα που οι ιδέες απλά δεν είναι εκεί, και που το φιλμ τόσο επαναλαμβανόμενα επιμένει σε μια μάλλον άδεια οπτική του κόσμου. Δεν θα αφήσει πολλά μέσα σου.
Άμπιγκεϊλ
(“Abigail”, Ματ Μπετινέλι-Όλπιν, Τάιλερ Γκίλετ, 1ω49λ)
**½
Μια δυσλειτουργική ομάδα απαγωγέων βουτάνε ένα 12χρονο κορίτσι από το σπίτι του και το κλείνουν μέσα σε μια παλιά, απομακρυσμένη έπαυλη μέχρι να εισπράξουν 50 εκατομμύρια δολάρια από τον πατέρα της, μια φιγούρα του υποκόσμου. Αυτό που δεν ξέρουν είναι πως το μικρό κορίτσι με το οποίο απομονώθηκαν, δεν είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι.
Το σκηνοθετικό δίδυμο των Radio Silence, που μας έφεραν τα τελευταία χρόνια διάφορα διασκεδαστικά κομμάτια τρόμου όπως το “Ready Or Not” και τα δύο πιο πρόσφατα “Scream” (εκ των οποίων ειδικά το “Scream VI” ήταν πολύ καλό) δοκιμάζουν μια σύγχρονη μεταφορά της Κόρης του Δράκουλα, στημένη ως ένα τυπικής “Alien” δομής στόρι τρόμου και επιβίωσης, με μισή ντουζίνα διακριτούς, αουτσάιντερ χαρακτήρες κλεισμένους σε έναν χώρο με ένα ασταμάτητο τέρας. Θα επιβιώσει κανείς τους;
Το δίδυμο είναι στα καλύτερά του, όπως έδειξαν και τα “Scream VII” και το “Ready Or Not”, όταν ξεδίνουν με gore εξάρσεις που καταφέρνουν μια φανταστική ισορροπία ανάμεσα στην υπερβολή και τη σοβαρότητα. Ξέρεις πως στις ταινίες τους θα διασκεδάσεις καθώς ξεπαστρεύονται οι περιφερειακοί χαρακτήρες και θα απολαύσεις την προσπάθεια επιβίωσης που συνοδεύεται με ένα λουκ όλο και περισσότερο λουσμένο στο αίμα. Αρκετά set pieces είναι ευρηματικά (η Άμπιγκεϊλ είναι συν τοις άλλοις και μπαλαρίνα) και το καστ καλοπερνάει: Η Μελίσα Μπαρέρα των “Scream”, ο Κέβιν Ντουράντ του “Lost” ως άμυαλος bouncer, η Κάθριν Νιούτον του “Detective Pikachu”, φυσικά ο πάντα απολαυστικός Νταν Στίβενς του “The Guest” – αλλά και ο τραγικά αδικοχαμένος Άνγκους Κλάουντ του “Euphoria”.
Δυστυχώς η τρίτη πράξη του φιλμ νιώθει την ανάγκη να αναλωθεί σε μια αναίτιας διάρκειας μάχη που διαρκώς αλλάζει ισορροπίες και χωροταξία μέχρι σημείου να εύχεσαι απλά να τελειώσει, την ώρα που και θεματικά εξαντλείται η μία και μοναδική ιδέα του φιλμ. Χρειαζόταν εκεί μια μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση γιατί είναι κρίμα να νιώθεις την εξάντληση στο τέλος μιας κατά τα άλλα διασκεδαστικότατης τερατοταινίας τρόμου.
Το Περασμένο Καλοκαίρι
(“Last Summer / L’été dernier”, Κατρίν Μπρεγιά, 1ω44λ)
***
Έφηβος που ζει με τη μητέρα του στην πόλη πηγαίνει το καλοκαίρι να μείνει με τον αποξενωμένο πατέρα του και την οικογένειά του. Εκεί αναπτύσσεται μια έντονη σχέση με την σύζυγο του πατέρα του και σύντομα τα πράγματα θα φτάσουν στα άκρα. Η Κατρίν Μπρεγιά (“Fat Girl”), μια αληθινά ζωντανή προβοκάτορας του σώματος στο γαλλικό σινεμά, παραδίδει την πιο γαλλική ταινία της χρονιάς – τη στιγμή που μαίνεται παγκοσμίως η συζήτηση πάνω στις διαφορές ηλικίας και στην διαφορά ισχύος μέσα σε μια ερωτική σχέση, η Μπρεγιά μας παρουσιάζει με έναν σχεδόν ανάλαφρο τρόπο, σα να μη συμβαίνει τίποτα, μια ταινία που επικεντρώνεται ολοκληρωτικά πάνω σε μια τέτοια σχέση.
Αποτελεί ριμέικ της δανέζικης ταινίας του ‘19 “Queen of Hearts”, με τη Μπρεγιά όμως να τονίζει την ερωτική και σωματική έλξη με κάθε της κάδρο, αναζητώντας κάτι το ανίκητο σε αυτήν. Με την κάμερα να κοιτάζει τους δύο πρωταγωνιστές εστιάζοντας στα πρόσωπά τους, όχι ασφυκτικά αλλά και χωρίς να αφήνει κάτι άλλο να εισχωρήσει στο κάδρο, δημιουργεί την αίσθηση ενός κόσμου αποκομμένου από την όποια πραγματικότητα.
Σταδιακά φυσικά η απελευθέρωση ενός νέου πάθους θα χαθεί και θα δώσει τη θέση της στην σκληρή πραγματικότητα, όπου οι πάντες δε μπορούν παρά να βγουν χαμένοι, με ενδιαφέροντα χειρισμό του νεαρού αγοριού: Ο Τεό θα βρεθεί με μια μεγάλη δύναμη στα χέρια του που (απολύτως φυσιολογικά) δεν ξέρει πώς ακριβώς να χρησιμοποιήσει, και τι ακριβώς σημαίνει. Μέσα από αυτό το χρονικό η Μπρεγιά δεν παρουσιάζει κάτι αληθινά καινοτόμο ή ριζοσπαστικό, αλλά η ταινία της είναι αστεία και σκληρή, ανάλαφρη και βαριά, σε καλιμπραρισμένες δόσεις – και με ένα πολύ καλό φινάλε.
Η Αρπαγή
(“The Rapture / Le Ravissement”, Ίρις Καλτενμπάκ, 1ω37λ)
***
Η Λίντια είναι μια μαία πλήρως αφοσιωμένη στη δουλειά της. Η καλύτερή της φίλη, Σαλομέ, της ανακοινώνει πως είναι έγκυος, κι η Λίντια ακολουθεί την εγκυμοσύνη και φροντίζει το μωρό. Χωρισμένη, η Λίντια θα γνωρίσει τον Μίλος για ένα one night stand κι όταν τον συναντήσει ξανά μετά από καιρό και κρατά το μωρό της Σαλομέ στην αγκαλιά της, θα του πει πως είναι δικό της. Αυτό το ψέμα θα βάλει και τους δύο σε μια αδιέξοδη διαδρομή διαδοχικών σοκ.
Δυνατό (έστω κι αν είναι σχετικά προβλέψιμο σε στόρι και ύφος) δράμα χτισμένο σαν μουντό ψυχολογικό θρίλερ, με μια ηρωίδα που μέσα σε έναν ωκεανό μοναξιάς και κοινωνικής ευθύνης δημιουργεί για τον εαυτό της μια αφήγηση όταν βρίσκει κοινό πρόθυμο για αυτήν – κι ας είναι κοινό του ενός, εν προκειμένω εδώ ο Μίλος. Η Λίντια παγιδεύεται σε ένα δράμα δίχως happy end αλλά παραμένει πρόθυμη να παίξει αυτό τον κεντρικό ρόλο ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνει ακριβώς γιατί το κάνει, οδηγούμενη από ένα βαθιά εντυπωμένο ένστικτο και μια κοινωνική προσμονή. Εξαιρετική η Χαφσιά Χερζί ως Λίντια, όλο και πιο σιωπηλή, όλο και πιο εσωτερική και βουβή όσο (κατρα)κυλάει το δράμα, και αξιοπρόσεκτο σκηνοθετικά το φιλμ, από την πρωτοεμφανιζόμενη Ίρις Κάλτενμπακ που θα ακούσουμε ξανά σίγουρα στο μέλλον.
Σπίθα στη Θάλασσα
(“Sea Sparkle / Zeevonk”, Ντόμιεν Χάουγκε, 1ω38λ)
***
Όταν ο ψαράς πατέρας της Λένα χάσει τη ζωή του στη θάλασσα, η έφηβη κόρη του θα βαλθεί να βρει το θαλάσσιο τέρας που είναι σίγουρη πως ευθύνεται για τον χαμό του πατέρα της. Σχεδόν κανείς δεν την πιστεύει, όμως εκείνη είναι πεπεισμένη, και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να φτάσει στην αλήθεια.
Θαυμάσιο δείγμα εφηβικού σινεμά, αυτή η τρυφερή οικογενειακή ταινία κοιτάζει με αρκετή απλότητα μεν αλλά και πολλή συναισθηματική ειλικρίνεια από την άλλη, μια ιστορία επίπονης ενηλικίωσης για μια κοπέλα που βιώνει μια σκληρή απώλεια που δεν έχει ιδέα πώς να διαχειριστεί. Ρίχνοντας στην οθόνη απόλυτα προσωπικές του αγωνίες, ο σκηνοθέτης Ντόμιεν Χάουγκε (που έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία) δημιουργεί μια όμορφη, διασκεδαστική και συναισθηματική περιπέτεια, τολμώντας να εξερευνήσει την έννοια του πένθους χωρίς να φοβάται ή να υποτιμά τους νεαρούς θεατές στους οποίους απευθύνεται.
Κυκλοφορούν ακόμη
Μη Μου Λες Ψέματα: Ένας συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του μετά από 35 χρόνια. Εκεί γνωρίζει τον Λούκας, έναν νεαρό άνδρα που τον συνδέει αναπάντεχα με το παρελθόν του. Ο νεαρός άνδρας αποδεικνύεται ότι είναι ο γιος του πρώτου έρωτα του συγγραφέα, ενός «χαρακτήρα» που εμφανίζεται σε κάθε του μυθιστόρημα. Ξαφνικά, όλες αυτές οι μακρινές αναμνήσεις επιστρέφουν.
Demon Slayer: Kimetsu No Yaiba – To the Hashira Training: Το νέο κεφάλαιο της διάσημης άνιμε σειράς, για τους φανς.
Η Μία και Εγώ: Η Ταινία: Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας με τον παππού της, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά. Μέσω μιας αστραφτερής πύλης μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας. Εκεί συναντά τον μονόκερο Στόρμι και τον Ίκο, ένα ξωτικό από το Νησί Λώτους και μαζί θα κληθούν να προστατέψουν το νησί από τη μαύρη μαγεία ενός τρομακτικού αντιπάλου.