Δέκα αλήθειες από τον Φατίχ Ακίν
Ο Φατίχ Ακίν, σκηνοθέτης της ταινίας «Η Μαχαιριά», μίλησε στο Flix με τη χαρακτηριστική του αμεσότητα, ευθύτητα και σπιρτάδα. Παρακάτω τα ωραιότερα απ' όσα μας είπε.
- 26 Φεβρουαρίου 2015 17:14
Πέρα από το σινεμά του, από την κάθε ταινία του που μας έχει συστήσει, το κινηματογραφικό του ύφος και τη δύναμη των ιστοριών και των εικόνων του, ο Φατίχ Ακίν, γνωστός κι ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, είναι μια προσωπικότητα που ξεχειλίζει ενέργεια. Ετσι, η κουβέντα μαζί του έχει ειλικρίνεια κι ενδιαφέρον που παραμερίζει το σινεμά κι επεκτείνεται στη ζωή.
Η νέα ταινία του Φατίχ Ακίν, «The Cut / Η Μαχαιριά», το μεγαλεπήβολο έπος του για τη σφαγή των Αρμενίων, ετοιμάζεται για το πολυαναμενόμενο ραντεβού της με τις ελληνικές αίθουσες. «Η Μαχαιριά» είναι το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Φατίχ Ακίν, «Αγάπη, Θάνατος και Διάβολος»: Η Αγάπη ήταν το θέμα του στο «Μαζί Ποτέ!», ο Θάνατος στο «Η Ακρη του Ουρανού». Το «The Cut» δεν είναι παρά η κινηματογραφική εκδοχή του «Διαβόλου», του Κακού στον άνθρωπο, του κακού που οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν στους ανθρώπους. Το φιλμ θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 5 Μαρτίου, από τη Rosebud 21 και τη Feelgood.
Το Flix μίλησε με τον Φατίχ Ακίν και συγκέντρωσε, παρακάτω 10 δυνατές αλήθειες από την πρόσφατη εμπειρία του σκηνοθέτη αλλά και τις απόψεις του για τη ζωή που τρέχει. Διαβάστε, συμφωνήστε, διαφωνήστε: ο Φατίχ Ακίν ποτέ δε φοβήθηκε τη σύγκρουση, είναι μέρος της γοητείας του κι αυτό!
Διαβάστε ακόμη: Ο Φατίχ Ακίν καταπιάνεται με το ιστορικό έπος στο «The Cut»
Δεν πιστεύω ότι μια μόνο ταινία μπορεί ν’ αφηγηθεί, να επιβεβαιώσει και να επικυρώσει τα πάντα για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Εκτός αν κάνει κάποιος ένα ντοκιμαντέρ, εκτενές και ξεκινήσει από τον 19ο αιώνα, την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πώς οι Μουσουλμάνοι από τα Βαλκάνια κι από τον Καύκασο αναγκάστηκαν από τους Τούρκους να πάνε στην Ανατολία, με πόσο μίσος φορτίστηκαν, μίσος που από τότε χρειαζόταν μια κάθαρση. Εγώ επέλεξα προσωπικά, μεμονωμένα πεπρωμένα, με πλαίσιο αυτό που συνέβη το 1915, μια ιστορία αναζήτησης και διασποράς. Μέχρι σήμερα, 100 χρόνια αργότερα, υπάρχουν Αρμένιοι που αναζητούν συγγενείς τους και τώρα είναι απλώς πιο εύκολο χάρη στο Facebook.
Μεγάλωσα έχοντας ολόγυρά μου όχι απλώς τη Γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά κυρίως το ταμπού που συνδέεται μ’ αυτήν. Είναι σαν τα ναρκωτικά, όταν κάτι είναι απαγορευμένο, σου προκαλεί την περιέργεια. Οταν οι γονείς σου δε σ’ αφήσουν να παίζεις κάπου, εκεί θέλεις να παίζεις. Είναι μια ιστορία με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, τόσο από την αρμενική, όσο κι από την τουρκική πλευρά και γι’ αυτό ήταν για μένα μια πρόκληση.
Δεν είμαι Αρμένιος, είμαι Τούρκος, αλλά πιστεύω ότι όλα πρέπει να είναι ελεύθερα, ότι πρέπει να μπορείς να μιλήσεις για όλα ανοιχτά σε μια κοινωνία, ειδικά όταν υπάρχει κάποιο τραύμα. Μετά την πρεμιέρα της ταινίας, διάβασα κείμενα από τις τρεις βασικές τουρκικές εφημερίδες, διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού κι ένιωσα τεράστια χαρά γιατί και οι τρεις υπερασπίζονται την ταινία – όχι απαραίτητα κινηματογραφικά, αλλά οπωσδήποτε ιδεολογικά και πολιτικά. Πολύς κόσμος το περίμενε αυτό για πολύ καιρό.
Διαβάστε ακόμη: Ο Φατίχ Ακίν κι ο Ταχάρ Ραχίμ μιλούν στο Flix
Αν είχα περισσότερο χρόνο θα σπούδαζα αρχαιολογία, μαθαίνεις τόσα πράγματα για το παρόν όταν σκαλίζεις το παρελθόν. Μαθαίνεις τόσα πολλά όταν κάνεις μια ιστορική ταινία εποχής. Είναι διαφορετικό είδος, απαιτεί διαφορετική τεχνική, διαφορετική ρητορική, είδα ταινίες του Ντέιβιντ Λιν, του Μπερτολούτσι, του Σέρτζιο Λεόνε, μελέτησα τη δεκαετία του ’20 όσο βαθύτερα μπορούσα.
Βρισκόμουν στη διαδικασία του κάστινγκ και, για να χαλαρώσω μια μέρα, πήγα σινεμά. Είδα τον «Προφήτη» του Ζακ Οντιάρ, με εντυπωσίασε τρομερά, είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της τελευταίας δεκαετίας και το «παιδί» μπορούσε να σηκώσει ολόκληρο το φιλμ πάνω του, χωρίς να εκφράζει πάρα πολλά, χωρίς καν να μιλάει πολύ. Και λέω, he’s my man. Αυτός ήταν ο Ταχάρ Ραχίμ, τον διάλεξα σαν alter ego μου, μπορούσα να ταυτιστώ μαζί του, επιπλέον έχει μουσουλμανική καταγωγή αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε σε δυτική χώρα, στη Γαλλία, πράγμα που μοιραζόμαστε στην ιστορία μου, εγώ είμαι Τούρκος και μεγάλωσα στη Γερμανία.
Το να μιλούν οι Αρμένιοι αγγλικά στην ταινία ήταν μια πρακτική επιλογή. Μπορεί να ήταν λάθος επιλογή, μπορεί όχι, το μέλλον θα δείξει, πάντως εγώ το έκανα για πρακτικούς κι όχι για εμπορικούς λόγους. Κάποτε γύρισα μια ταινία στην Ιταλία, ήταν σκέτη καταστροφή, δεν μπορούσα να συνεννοηθώ, έχασα πολλά χρήματα και χρόνο με εκπαιδευτές και σκέφτηκα, δεν μπορώ να το ξαναπεράσω, ούτε να το ρισκάρω αυτό, σ’ ένα γύρισμα που θα γίνεται με 40 βαθμούς μέσα στην έρημο. Μ’ αρέσει τα πράγματα να έχουν μια γρήγορη ροή. Επιπλέον, θέλησα να χρησιμοποιήσω Αρμένιους ηθοποιούς σε ρόλους Τούρκων και Τούρκους ηθοποιούς σε ρόλους Αρμένιων, για να δείξω πραγματικά, μέσα από τη δουλειά, ότι η εθνική ταυτότητα δε θα έπρεπε ν’ αποτελεί φραγμό.
Όπως συμβαίνει συχνά με τον κινηματογράφο, προέκυψε ένας παράξενος συγχρονισμός με εικόνες που έχω στην ταινία και εικόνες που βλέπουμε αυτόν τον καιρό από προσφυγικά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή. Αυτό αποδεικνύει τις ειλικρινείς προθέσεις της ταινίας. Ο,τι συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή – και δε συμβαίνει στη Δύση – είναι απόρροια όσων δείχνει η ταινία. Είναι ένα κομμάτι του κόσμου που δεν αναλογίζεται την ιστορία, δε μαθαίνει από τα τραύματα, δε διδάσκεται από αυτά. Μια ταινία μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτό το συλλογισμό. Για να το πετύχει πρέπει να φτάσει στο κοινό και για να φτάσει πρέπει, ίσως, να επιλέξει μια συγκεκριμένη φόρμα, γι’ αυτό κι αποφάσισα ότι για να περάσω, «λαθραία», μέσα στην ταινία μου κάποιες ιδέες και σύμβολα, έπρεπε να διαλέξω μια φόρμα φιλική προς το κοινό, την ιστορία ενός ανθρώπου που αναζητά όσα αγαπά κι όσα έχασε.
Θα ήθελα πάρα πολύ να δουλέψω στην Αμερική, γιατί λατρεύω το αμερικανικό σινεμά. Δεν είμαι πνευματικό παιδί του Φελίνι, του Γκοντάρ, της νουβέλ βαγκ, του Ταρκόφσκι. Ολα αυτά τα ανακάλυψα πολύ αργότερα στη ζωή μου και τα σέβομαι και μου έμαθαν πολλά, αλλά είμαι παιδί του ’80, του Κόπολα, του Σκορσέζε, του Γουόλτερ Χιλ, έτσι μεγάλωσα, δεν μπορώ να το αρνηθώ, δεν μπορώ να προσποιούμαι ότι είμαι πιο πνευματώδης απ’ ό,τι είμαι στ’ αλήθεια. Εννοείται ότι θα ήθελα να επιστρέψω στην πηγή που με επηρέασε τόσο πολύ, αλλά θα πρέπει να είναι για το σωστό πρότζεκτ. Λαμβάνω πολλά σενάρια, αλλά είναι όλα σκουπίδια. Δε θα κάνω μια ταινία για την οποία ντρέπομαι, απλώς για να πάω στην Αμερική. Εχω δυο παιδιά, μια γυναίκα, μια κοινωνική ζωή, μια εταιρεία στο Αμβούργο, για να τα εγκαταλείψω όλα αυτά για αρκετό καιρό, πρέπει να αξίζει και να με εμπνέει.
Διαβάστε ακόμη: Φατίχ Ακίν – «I’m an auteur, man…»
Εδειξα την ταινία μου στον Σκορσέζε, ήμασταν μαζί στην Κριτική Επιτροπή του Φεστιβάλ του Μαρόκο. Είναι, ακόμα, εντελώς Μεσογειακός, είχαμε μια ιδιαίτερη σύνδεση. Την είδε και μετά φάγαμε μαζί, στο δωμάτιό του, για να τη συζητήσουμε, ήταν από τις πιο σουρεαλιστικές εμπειρίες που είχα ποτέ. Καθίσαμε, οι σερβιτόροι μας σερβίρισαν και μετά εκείνος έβγαλε το κόκκινο τετράδιό του και ήταν γεμάτο σημειώσεις για την ταινία μου! Ο Σκορσέζε είναι ένας Θεός και δεν μπορείς να είσαι φίλος με τον Θεό.
Είναι η πιο επώδυνη ταινία που έχω κάνει. Κι ο γιος μου μού λέει συνέχεια, γιατί δεν κάνει μια παιδική ταινία και κάνεις αυτές τις βλακείες; Αν κάνεις παιδικές ταινίες θα γίνεις πιο πλούσιος! Η επόμενη ταινία μου θα είναι πολύ πιο μικρή, πολύ πιο εύκολη, σύγχρονη, στο Βερολίνο, ένα θρίλερ, αρκετά σκοτεινό. Βλέπω ήδη τα κείμενα των δημοσιογράφων: «ευτυχώς ο Φατίχ Ακίν επιστρέφει στο γνωστό ύφος του»…
Διαβάστε ακόμη: