Είδαμε το “Σμύρνη μου Αγαπημένη”: Το πανάκριβο έπος της Μιμής Ντενίση δεν φοβάται την Ιστορία

Είδαμε το “Σμύρνη μου Αγαπημένη”: Το πανάκριβο έπος της Μιμής Ντενίση δεν φοβάται την Ιστορία

Είδαμε την πολυαναμενόμενη ταινία της Μιμής Ντενίση και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Μέσα από το τεφτέρι με τις συνταγές της Φιλιώς Μπαλτατζή ακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας που από τα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας της Σμύρνης βρίσκεται κατατρεγμένη μαζί με αμέτρητους κατοίκους της πόλης, κατά τη διάρκεια των συνταρακτικών γεγονότων και τη σφαγή της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Η Μιμή Ντενίση όχι απλώς πρωταγωνιστεί στον ρόλο της Φιλιώς, αλλά είναι και η δημιουργική δύναμη πίσω από το πρότζεκτ συν-γράφοντας το σενάριο (με τον Μάρτιν Σέρμαν) που διασκευάζει την ίδια της τη θεατρική επιτυχία για το σινεμά.

Με τις περγαμηνές της παράστασης και με το δεδομένο στάτους της Ντενίση, δε θα περιμέναμε κάτι λιγότερο από μια υπερπαραγωγή, κι αυτό ακριβώς είναι που λαμβάνουμε. Ένα πανάκριβο έπος που απλώνεται σε χρόνια Ιστορίας, σκηνοθετημένο με φροντίδα από τον Γρηγόρη Καραντινάκη, με μια εντυπωσιακά λεπτομερή ανασύσταση τόπου και εποχής και με ένα πολύ δυνατό καστ να ζωντανεύει μικρούς και μεγάλους ρόλους.

Είναι προφανές από την πρώτη στιγμή (όταν η δράση μας τοποθετεί στη σημερινή Μυτιλήνη δίπλα στους Σύρους πρόσφυγες) και επιβεβαιώνεται στην πορεία (όταν η αφήγηση ξεδιπλώνεται στο πέρασμα των χρόνων, κι όσο η κοινωνικοπολιτική κατάσταση επιδεινώνεται για τους Έλληνες της μικρασίας) πως εδώ έχουμε στα χέρια μας μια φιλόδοξη κινηματογραφική απόπειρα που, ακόμα κι αν σε αρκετά σημεία δεν ευστοχεί, τιμά σε κάθε περίπτωση τις δημιουργικές προθέσεις των ανθρώπων πίσω από αυτή. Καταφέρνοντας, εξίσου σημαντικά, να σταθεί απέναντι στην Ιστορική αλήθεια με ψυχραιμία αλλά και με οργή, αποφεύγοντας ευκολίες και κορώνες την ώρα που παίρνει ξεκάθαρες θέσεις.

Συνδετικός ιστός καθώς η ιστορία κυλά -όχι πάντα με τεράστια χάρη- στο πέρασμα των χρόνων είναι η Φιλιώ και η αφήγησή της. Μια γυναίκα της Καλής Κοινωνίας της Σμύρνης, στο περιθώριο από τον σύζυγό της σα να μην είναι δυνατόν να κατανοήσει τις λεπτές πολιτικοινωνικές ισορροπίες του τόπου και της εποχής, εκείνη ωστόσο παρατηρεί, καταγράφει και αφηγείται. Η Ντενίση αποδίδει τη Φιλιώ με σοφία, με κάλμα, αλλά και με μια διαρκή αίσθηση απώλειας, ενός κενού που νιώθεις διαρκώς να έρχεται. Είναι μια εξαιρετική παρουσία στην καρδιά του φιλμ, με αποτέλεσμα κατά τόπους να χάνει σε ροή όταν εκείνη απουσιάζει για σημαντικά διαστήματα.

Εδώ δε βοηθά και η εξ ανάγκης αποσπασματικότητα του όλου εγχειρήματος. Καθώς η ταινία καλύπτει μια απόσταση χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων αλλάζουν όλες οι κοινωνικές ισορροπίες -και για τις οποίες γινόμαστε μάρτυρες μέσα από τα μάτια της οικογένειας Μπαλτατζή- το βάρος πέφτει στα γεγονότα αφήνοντας τους χαρακτήρες εκτεθειμένους. Δεν δίνουν την αίσθηση πως έχουν εσωτερική ζωή, πέρα από την δεδομένη τους στάση απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις, με χαρακτήρες σαν αυτόν της Ταμίλα Κουλίεβα να μένουν ανεκμετάλλευτοι και b-stories όπως τον έρωτα του γιου με την καμαριέρα να μην αναπτύσσονται με απόλυτα μεστό τρόπο.

Όμως αυτή η προσεγμένη διαδρομή μέσα στην Ιστορία καταφέρνει ακόμα κι έτσι να έχει αποτελέσματα. Ο κόσμος που χτίζει γύρω, ανάμεσα στους διάφορους ήρωες μοιάζει ζωντανός όσο και εύθραυστος, ειδικά όσο προσεγγίζουμε την επικείμενη καταστροφή. Εκεί η ταινία αφήνει πίσω της κάθε προσεκτικό βηματισμό και ορμά σε μια σοκαριστικά ωμή τρίτη πράξη που αποτυπώνει τη θηριωδία χωρίς να φοβάται αυτό που θα αντικρύσει – ή αυτό που κάνει εμάς να αντικρύσουμε.

Εδώ οι διάφορες επιμέρους διαδρομές των ηρώων βρίσκουν την τραγική τους κορύφωση, με το φιλμ να καταφέρνει να μην χάνει την μεγάλη εικόνα την ίδια στιγμή που εστιάζει στις επιμέρους κλιμακώσεις. Διατηρώντας δηλαδή τον έλεγχο του micro όσο και του macro. Κι ο εχθρός μπορεί να έχει σώματα και πρόσωπα, οι ληστές που διαπράττουν τις σφαγές και τις λεηλασίες, όμως η ταινία ενδιαφέρεται και εστιάζει εξίσου αν όχι περισσότερο, στη σοκαριστικά αμοραλιστική αποστασιοποίηση των Συμμάχων, των ήρεμων, «λογικών» δυνάμεων που στέκονται αμέτοιχοι μπροστά στην τραγωδία. Υπογραμμίζοντας το πώς το να μην παίρνεις θέση είναι τελικά μια θέση από μόνο του.

Η ωμότητα και η οργή σε αυτή την κορύφωση του φιλμ τελικά ξεπερνά -χωρίς βέβαια να υπερκαλύπτει- τις αδυναμίες του. Δίνοντάς του ντε φάκτο λόγο ύπαρξης έστω κι αν η αφήγηση προσγειώνεται σε ένα κατανοητών προθέσεων αλλά αφηγηματικής αδυναμίας φινάλε, που αφήνει μάλλον ανεκμετάλλευτες τις όποιες θεματικές συνδέσεις με το σήμερα. Όμως παρά τις ενστάσεις, το “Σμύρνη μου Αγαπημένη” διεκδικεί και κατακτά τη θέση του στον κινηματογραφικό χώρο.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα