Είδαμε το “White Noise” στο Netflix με Άνταμ Ντράιβερ να παίζει Ντον Ντελίλο

Είδαμε το “White Noise” στο Netflix με Άνταμ Ντράιβερ να παίζει Ντον Ντελίλο
White Noise. (L to R) Adam Driver as Jack, Greta Gerwig as Babette, and Don Cheadle as Murray in White Noise. Cr. Wilson Webb/Netflix © 2022 WILSON WEBB / NETFLIX ©2022

Η νέα ταινία από τον σκηνοθέτη του "Marriage Story" ξεκίνησε από τη Βενετία με μεγάλες οσκαρικές ελπίδες και φτάνει στο Netflix παραμονές Πρωτοχρονιάς. Γιατί έχει τύχει τόσο μουδιασμένης αντίδρασης;

Έχοντας την περίοπτη θέση ως ταινία έναρξης του φεστιβάλ Βενετίας (από όπου παραδοσιακά ξεκινάνε οι μεγαλύτερες οσκαρικές ελπίδες της χρονιάς) και με ένα εντυπωσιακό ρόστερ ονομάτων μπροστά και πίσω από την κάμερα, το “White Noise” οπωσδήποτε στόχευε εξαρχής σε μεγάλες διακρίσεις.

Ακόμα όμως και ως μεγάλοι φανς του σκηνοθέτη Νόα Μπάουμπαχ (όπως και των πρωταγωνιστών, Άνταμ Ντράιβερ και Γκρέτα Γκέργουιγκ), νιώσαμε περισσότερο από οτιδήποτε μια αίσθηση αμηχανίας τόσο κατά την παρακολούθηση του φιλμ στη Βενετία όσο και μετά. Κι ενώ η ταινία ακόμα συζητιέται για κάποιες πιθανές εμφανίσεις στην οσκαρική τελετή (όπως το Τραγούδι, περιέργως, ή ίσως για Σενάριο), εν τέλει φαίνεται πως αυτή τη φορά το στοίχημα δεν πέτυχε. Κι εξηγούμε το γιατί.

ΣΠΟΥΔΕΣ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΤΟΞΙΚΑ ΝΕΦΗ

Netflix

Η ταινία ακολουθεί μια οικογένεια σε φαινομενικά τέλεια κατάσταση πλήρους ισορροπίας, με έναν τόνο σατιρικό, πολύχρωμο, «ευχάριστο» με έναν σχεδόν απωθητικό τρόπο– βάσει σχεδίου φυσικά. Ο Άνταμ Ντράιβερ παίζει έναν καθηγητή που διδάσκει βασικά οτιδήποτε σχετίζεται με τον Χίτλερ κι η Γκρέτα Γκέργουιγκ παίζει την Μπαμπέτ, σύζυγο με ένα διαρκές χαμόγελο στο πρόσωπο. Μαζί έχουν αθροιστικά 4 παιδιά (αν και καμιά φορά μπερδεύονται όταν τα απαριθμούν ή τα συστήνουν σε ξένους) και τα πάντα στο σπίτι τους μοιάζουν να κυλάνε ρολόι.

Όμως ο άνθρωπος βαθιά μέσα του έχει πάντα τη ροπή προς την καταστροφή, κι αν όχι ο άνθρωπος τότε σίγουρα η φύση. Ένα απίθανο συμβάν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τοξικού νέφους που απειλεί τους πάντες, ακόμα κι όταν εκείνοι αρνούνται να επεξεργαστούν τον κίνδυνο ως πραγματικότητα, απονευρωμένοι από τις διάφορες εκφάνσεις του στο entertainment και την καθημερινότητα της ενημέρωσης. Όταν ο «τρόμος» είναι κάτι που καταναλώνεις διαρκώς, άμυαλα και αμήχανα ενώ τρως ή ενώ μιλάς στο τηλέφωνο, τότε πώς μπορεί να είναι ταυτόχρονα και κάτι που βιώνεις στα αλήθεια;

Ήδη αυτό το πρώτο μέρος είναι παράδοξο και στιλιστικά αμφίβολο. Ο Νόα Μπάουμπαχ (“Marriage Story”, “Mistress America”) διασκευάζει βιβλίο του Ντον Ντελίλο που μάλλον από υπερβολική λατρεία απέναντί του, θεώρησε πως θέλει και μπορεί να το μεταφέρει στην οθόνη. Έπρεπε να το έχει σκεφτεί καλύτερα. Περιεχομενικά το φιλμ είναι εντελώς χαοτικό με ένα τρόπο που δύσκολα μανατζάρεται στην φιλμική αφήγηση.

ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΜΙΞΗ ΕΙΔΩΝ


Ο Μπάουμπαχ μοιάζει σα να σκηνοθετεί μια αμερικάνικη ‘70s studio movie, παρέα με τις κοινωνικές και υπαρξιακές της αμφιβολίες, σα να επρόκειτο για μανιακή σκρούμπολ ταινία καταστροφής και δεσμών σε κρίση. Είναι ένας τόνος τον οποίο πετυχαίνει, ακόμα κι όταν δεν είναι σαφές τι προσφέρει αυτό στο κείμενο, πέρα από τις ικανότητες του σεναριογράφου και σκηνοθέτη σε αυτά τα είδη.

Υπάρχει μια αισθητική ασυμφωνία που διατρέχει αυτό το πρώτο μέρος του φιλμ. Ο ρυθμός των αστείων, η αίσθηση πως τίποτα δεν είναι πραγματικό, ο τρόπος με τον οποίο η ταινία κι οι χαρακτήρες της μιλάνε για τη βία, τον θάνατο και την υπερφόρτωση πληροφορίας– κι όλα αυτά με έναν αποστασιοποιημένα σατιρικό τρόπο που όμως δε μοιάζει ποτέ εστιασμένος.

Το δεύτερο –και πιο διασκεδαστικό– μέρος περιλαμβάνει ακόμα περισσότερα είδη, από ταινίες καταστροφής μέχρι ‘80s οικογενειακές κωμωδίες, ακόμα και 2-3 σκηνές σασπένς μέχρι και τρόμου πάνω στο νεφώδες φάσμα του θανάτου που περιβάλλει τον κεντρικό ήρωα. Αστείο και ενδιαφέρον, αυτό το τμήμα του φιλμ είναι ωστόσο ένα χάος με ιδέες και στιλιστικές αναφορές φορτωμένες η μία πάνω στην άλλη, όπου η κακοφωνία μοιάζει να είναι το ίδιο το νόημα– με το ίδιο το φιλμ να γίνεται ένας καταστροφικός περισπασμός, σαν αυτούς πάνω στους οποίους χτίζεται η μυθολογία του κακού.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΦΟΥΣΚΩΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

White Noise. (L to R) Adam Driver as Jack, and Greta Gerwig as Babette. Cr. Netflix © 2022 Courtesy of Netflix

Απολύτως τίποτα από όλα αυτά δεν ακολουθείται στην τελευταία πράξη, ένα γιγάντιο κινηματογραφικό ξεφούσκωμα όπου το φιλμ, αμήχανο πλέον τελείως, μοιάζει οριστικά χαμένο από τον έλεγχο του σκηνοθέτη. Πληροφορίες, ιδέες και θανατικά οράματα συνεχίζουν να προστίθενται, αλλά ο μακάβρια νηφάλιος τόνος φρενάρει κάθε αίσθηση ορμής την ώρα που χαρακτήρες και συμβάντα εισάγονται και εξαφανίζονται– σαφής περίπτωση λογοτεχνικής διασκευής που δε ξέρει τι να κάνει με τα μισά στοιχεία του βιβλίου.

Κάτω από όλο τον χαλασμό κρύβεται τελικά και πάλι μια ακόμα ιστορία για την προσωπική κρίση του να μεγαλώνεις και να αποκολλάσαι συναισθηματικά από τον κόσμο που έχεις φτιάξει για τον εαυτό σου– ένα είδος ιστορίας που ο Μπάουμπαχ έχει πει στο παρελθόν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Όμως μέσα στην φασαρία είναι σαν αυτή τη φορά ο φόβος, η αγωνία και το πάθος να έχουν αντικατασταθεί από μια γενικευμένη σύγχυση.

Ίσως κι αυτό βέβαια είναι κομμάτι του να μεγαλώνεις.

*Το White Noise στριμάρει στο Netflix.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα