Νέες ταινίες: Το στοιχειωμένο “Ferrari” με τον Άνταμ Ντράιβερ και τα οσκαρικά “Παιδιά του Χειμώνα”

Διαβάζεται σε 10'
Νέες ταινίες: Το στοιχειωμένο “Ferrari” με τον Άνταμ Ντράιβερ και τα οσκαρικά “Παιδιά του Χειμώνα”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

40.000 εισιτήρια προσέθεσε το “Poor Things” κατά την 4η εβδομάδα προβολής του, φτάνοντας τα 276.000 ως την περασμένη Κυριακή και σύντομα το 300άρι καθώς με μικρές (για το διάστημα που παίζεται πλέον) απώλειες καλπάζει προς τα 370 ίσως. Θα φανεί πώς θα κινηθεί, μετά και την εξαιρετική εμφάνιση στις υποψηφιότητες των Όσκαρ.

Ο “Μελισσοκόμος” με τον Τζέισον Στέιθαμ κινείται πολύ καλά φτάνοντας τις 50.000 ενώ με 7.000 εισιτήρια από 60 αίθουσες πανελλαδικά, φαίνεται πως το εγχώριο κοινό δεν τσίμπησε από “Μελωδία της Ελευθερίας”.

Αυτή την εβδομάδα μπαίνουν στη διανομή δύο σημαντικά φιλμ από μεγάλους σκηνοθέτες που θα αναζητήσουν το κοινό τους κι έχει ενδιαφέρον να δούμε αν –και τι– θα βρουν. Αξίζουν πάντως και οι δύο.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Ferrari

(Μάικλ Μαν, 2ω10λ)

****

Πρότζεκτ πάθους για τον Μάικλ Μαν (“Heat”, “The Insider”, “Ο Τελευταίος των Μοϊκανών”) που προσπαθεί να το γυρίσει σε κάποια μορφή ήδη από τα ‘90s (ο σεναριογράφος Τρόι Κένεντι Μάρτιν, που είχε γράψει πολλά πετυχημένα βρετανικά φιλμ και σειρές στα ‘60s, πέθανε το 2009), το “Ferrari” εστιάζει στα γεγονότα μιας και μόνο χρονιάς, του 1957. Είναι τότε που η λάμψη του ονόματος απειλείται, με οδηγό αντίπαλου αυτοκινήτου να παίρνει το ρεκόρ ταχύτερου γύρου, με τους ντόπιους να αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της Ferrari, με το εργοστάσιο να βυθίζεται στο χρέος και τον λογιστή να προτείνει διαπραγματεύσεις με την Fiat ή την Ford, κι αυτά την ώρα που ο ίδιος ο Έντσο Φεράρι καλείται να αναγνωρίσει τον γιο που έχει με μια κρυφή του οικογένεια, τη στιγμή που ο γιος του Ντίνο έχει μόλις πεθάνει και ο γάμος του με τη Λάουρα είναι πρακτικά σε διάλυση.

Η ταινία δεν ενδιαφέρεται λοιπόν για μια κλασική βιογραφία δομής ανόδου-πτώσης. Ο Έντσο του “Ferrari” είναι ένας άντρας που μοιάζει παγιδευμένος – τα πάντα γύρω του μοιάζουν συχνά σαν ακίνητα καθώς εκείνος κινείται από σημείο σε σημείο, διακεκομμένα, ελλειπτικά, δίχως να αλλάζει τίποτα. Έχει βιώσει θανάτους και τραγωδίες και απώλειες. Μοιάζει, πολύ απλά, περικυκλωμένος από φαντάσματα. Συνομιλεί καθημερινά με τον τάφο του νεκρού γιου του, θυμάται τις καταστροφικές απώλειες πιλότων του, κι ακόμα και το συγκεκριμένο στόρι της ταινίας οριοθετείται από τραγωδίες ή ακόμα κι από νίκες βαμμένες με τα χρώματα της φρίκης. (Η σεκάνς ενός ατυχήματος είναι από το αποστομωτικά σκηνοθετημένα κομμάτια φετινού σινεμά.)

Ως ένας μονίμως παγωμένος (νοερά, συναισθηματικά) Έντσο Φεράρι, ο Άνταμ Ντράιβερ είναι σιωπηλά, νεκρικά εντυπωσιακός. Καδραρισμένος από τον Μαν σαν τυπικός ήρωάς του, με πλάνα από την πίσω πλευρά του κεφαλιού του που κρύβουν την αντίδρασή του ή με το πρόσωπό του να γεμίζει το κάδρο σα να μην ανήκει σε αυτό. Η δε Πενέλοπε Κρουζ προσδίδει εντυπωσιακή βαρύτητα στη Λάουρα. Το έτερον ήμισυ ενός γάμου αλλά και μιας εμπορικής συνεργασίας, τη στιγμή που και ο γάμος αλλά και το εργοστάσιο μοιάζουν σε αδιέξοδο, βρίσκει την τραγωδία της κατάστασης μέσα σε πολλές ακίνητες σιωπές, σε μια από τις πιο ιδιόμορφες ερμηνείες της καριέρας της.

Μέσα από εντυπωσιακές σκηνές οδηγικής δράσης και τραγωδίας, που εναλλάσσονται αξιοπερίεργα με ένα προσωπικό και οικογενειακό δράμα που μοιάζει οργισμένα ακίνητο, σαν κολλημένο στο ίδιο σημείο, ο Μαν φτιάχνει μια ταινία που δεν ανήκει καθαρά σε καμία περίοδο της καριέρας του και φαίνεται, συχνά, να έρχεται σε κόντρα ακόμα και με τον εαυτό της. Εκεί που ο αρμονία συγκρούεται με την αδράνεια, εκεί που το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν σα να κατοικεί ακόμα εκεί, σαν σώματα να συνυπάρχουν καταργώντας τους κανόνες της φυσικής, εκεί που ο Έντσο μοιάζει παγιδευμένος σε ένα καθαρτήριο από το οποίο δε ξέρει πώς να αποδράσει.

Εκεί, ο Μαν επιστρέφει σε ένα σινεμά πιο κοντινό στο “Ali” ή στο “Insider”, διατηρώντας κάτι από την αιχμηρή, ψηφιακή ομορφιά των πιο πρόσφατων φιλμ του (όπως το “Collateral”). Το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει παγιδευμένο σαν τον ίδιο του τον ήρωα, αντιστεκόμενο ακόμα και στην όποια παραδοσιακή τρίτη πράξη. Όταν ζεις με τα φαντάσματά σου, η διαδρομή δεν είναι ποτέ ευθεία.

Αναλυτική κριτική από το φεστιβάλ Βενετίας:

Τα Παιδιά του Χειμώνα

(“The Holdovers”, Αλεξάντερ Πέιν, 2ω13λ)

***½

Χριστούγεννα, δεκαετίες πίσω. Ένας μαθητής ξεμένει στο ακριβό του σχολείο παρέα με τον πιο στρυφνό καθηγητή του – κανείς δεν θέλει να είναι εκεί, όμως μέσα από αυτή τη συνύπαρξη θα ανακαλύψουν κάτι αναπάντεχο, καθένας για τον εαυτό του. Μαζί με την μαγείρισσα που μένει στον χώρο του σχολείου, αυτή η απρόσμενη τριάδα θα ζήσει περιπέτειες, πάρτυ, θα αναλογιστεί το βάρος του παρελθόντος και θα κοιτάξει με διαφορετικό βλέμμα προς το μέλλον.

Είναι ένα φιλμ με επιρροές από το αμερικάνικο σινεμά των ‘70s, με μια μεστή χροιά στην εικόνα που φλερτάρει με το όμορφα «βρώμικο» σινεμά εκείνης της περιόδου, με ευαισθησία και χρυσή καρδιά να κρύβονται κάτω από στρώματα δύστροπων συμπεριφορών, με χαρακτήρες που κοντράρονται άγρια επειδή δε ξέρουν πώς αλλιώς να συνδεθούν συναισθηματικά. Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες (ο καθηγητής, ο μαθητής, αλλά και η υπεύθυνη της κουζίνας) είναι παιγμένοι ο ένας καλύτερα από τον άλλο, με τον Πολ Τζιαμάτι σε τεράστια κέφια σε απογειωτικά αστεία και πικρή ερμηνεία, τον πρωτοεμφανιζόμενο Ντόμινικ Σέσα να διδάσκει αβιάστη χαρισματικότητα και την Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ να κεντράρει μαεστρικά την ταινία με μια ερμηνεία-φαβορί για το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. (Ένα από τα 5 για τα οποία έχει προταθεί η ταινία.)

Βασισμένος στο σενάριο του Ντέιβιντ Χέμινγκσον (που με τη σειρά του εμπνέεται από τη γαλλική ταινία “Merlusse” του 1935), ο Αλεξάντερ Πέιν στήνει με σιγουριά το σκηνικό του, συνδυάζοντας ζεστασιά και αλλά και μπόλικη πίκρα, συνθέτοντας ένα οικείο πορτρέτο ενηλικίωσης γεμάτος με χαρακτήρες που μοιάζουν όλοι τους μπολιασμένοι με ζωή και με αλήθεια, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, ή του φιλμικού χώρου που καταλαμβάνουν. Σε αυτό το εγκαταλειμμένο σκηνικό, ο Πέιν λέει μια ακόμα ιστορία ανθρώπων πικραμένων από τον κόσμο που τους έχει αφήσει πίσω (κυριολεκτικά!).

Σε μια Αμερική στο μεταίχμιο κι αυτή μιας σκληρής ενηλικίωσης, εκεί που το προνόμιο συγκρούεται με τον ιδεαλισμό, το παρελθόν με το μέλλον, τα ελεύθερα ‘60s με τη συντηρητική στροφή των ‘80s, τρεις ήρωες μας καθοδηγούν σε μια μικρή οδύσσεια προσωπικής απελευθέρωσης, κάνοντάς μας να γελάσουμε, να κλάψουμε, να στεναχωρηθούμε, να ζεσταθούμε. Η διαδρομή είναι εξαιρετικά γνώριμη για τον Πέιν, χωρίς αληθινά ρίσκα ή εκπλήξεις, όμως τα επιμέρους στοιχεία λειτουργούν όλα τόσο καλά, κι αυτό κάποιες φορές πράγματικά μπορεί να είναι όχι απλώς καλοδεχούμενο, αλλά μέχρι και απαραίτητο.

Τι Συνέβη Μετά…

(“What Happens Later”, Μεγκ Ράιαν, 1ω43λ)

**

Ένα χωρισμένο εδώ και χρόνια ζευγάρι συναντιέται ξανά σε ένα αεροδρόμιο που πρόκειται να αποκλειστεί λόγω κακοκαιρίες κι όλες οι πτήσεις αναμένεται να ανασταλούν. Οι δυο τους τώρα θα πρέπει να περάσουν όλη τη μέρα μαζί, και σταδιακά όλες οι αλήθειες αλλά κι οι ανοιχτές πληγές του χωρισμού τους, θα έρθουν στην επιφάνεια.

Η Μεγκ Ράιαν, βασίλισσα των ‘90s χολιγουντιανών rom com, επιστρέφει στο είδος σκηνοθετώντας η ίδια τώρα τον εαυτό της και τον παρτενέρ της επί της οθόνης, που είναι ο Ντέιβιντ Ντουκόβνι των “X-Files”. Η ύπαρξη και μόνο της Ράιαν μπροστά και πίσω από την κάμερα δίνει στο έργο μια βαρύτητα και μια δεδομένη αξία, ακόμα κι ως αξιοπερίεργο συμπληρωματικό κομμάτι ενός χολιγουντιανού κεφαλαίου. Υπάρχουν γοητευτικές στιγμές και ιδέες εδώ (καμία περισσότερο από την αφιέρωση «Στη Νόρα [Έφρον]» στο τέλος, μιας και ο “Άγρυπνος στο Σιάτλ” συνεχίζει να αποτελεί εμφανές σημείο αναφοράς για το όλο –κάθε– εγχείρημα), όμως η Μεγκ Ράιαν ως δημιουργός δεν διαθέτει το μαγικό ρυθμικό άγγιγμα της Έφρον, αφήνοντας ταυτόχρονα το φιλμ να παγιδευτεί σε μια αμήχανη θεατρικότητα της προέλευσής του.

Αποστολή στην Ελλάδα

(“The Bricklayer”, Ρένι Χάρλιν, 1ω50λ)

**½

Ο Άαρον Έκχαρτ είναι ο μπετατζής του (πρωτότυπου) τίτλου, δηλαδή ένας πρώην πράκτορας με παρελθόν για το οποίο δεν του αρέσει να μιλάει, ο οποίος τίθεται και πάλι σε ενεργό δράση και αναλαμβάνει μια επικίνδυνη αποστολή στην Ελλάδα, όταν ο πρώην σύνδεσμός του (θεωρητικά νεκρός) εμφανίζεται από το πουθενά κι αρχίζει να σκοτώνει κόσμο προσπαθώντας να κάνει τη CIA να φανεί υπεύθυνη για τα χτυπήματα. Μαζί του, ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη και μια ανερχόμενη πράκτορας (Νίνα Ντόμπρεβ) που ακολουθεί τους κανόνες στα πάντα – μέχρι να καταλάβει πως έτσι δεν γίνεται δουλειά.

Τιμιότατη b-movie βιντεοπεριπέτεια γυρισμένη (στη Θεσσαλονίκη!) με ικανότητα, αίσθηση ρυθμού και χώρου από τον βετεράνο Ρένι Χάρλιν (“Die Hard 2”, “Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες 3”), η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη εδώ και μπόλικα χρόνια. Συνωμοσιολογικά είναι ένας αχταρμάς που μοιάζει να έχει γραφτεί σε ξεχωριστά κομμάτια από ανθρώπους που ποτέ δεν διάβασαν τα υπόλοιπα, αλλά ο Χάρλιν έχει σταθερό χέρι κι η δράση του διαθέτει μια απολαυστική σωματικότητα και υπερβολή με τον Έκχαρτ πάρα πολύ σκυθρωπό και πάρα πολύ μονομανή στο ρόλο – ό,τι πρέπει. Αν υπήρχε περισσότερη αφοσίωση στην σχέση του κεντρικού ήρωα με το χτίσιμο, με τα τούβλα και με τα εργαλεία του, θα έπαιρνε και τριάρι. Αν και ομολογουμένως υπάρχει έστω μία σκηνή με ένα μυστρί που με έκανε να πεταχτώ ενθουσιασμένος στον αέρα.

Μαύρος Κότσυφας, Μαύρο Βατόμουρο

(“Blackbird Blackbird Blackberry / Shashvi shashvi maq’vali”, Ελένε Ναβεριάνι, 1ω50λ)

***

Η Έτερο είναι μια 48χρονη γυναίκα που ζει μόνη σε ένα μικρό χωριό στην Γεωργία. Ποτέ δεν θέλησε σύζυγο, προτιμώντας να ζει την απόλυτη ελευθερία της, όσο κι αν δημιουργεί ένα διαρκές σούσουρο στο χωριό απέναντι στο πρόσωπό της. Ένα έντονο σοκ θα μετακινήσει κάτι μέσα της και θα βρεθεί από το πουθενά σε μια παθιασμένη σχέση με έναν άντρα – θα πρέπει τώρα να αποφασίσει αν θέλει να κυνηγήσει αυτή τη σχέση ή αν θέλει την ελευθερία που πάντα είχε, ακριβώς όπως την είχε.

Μια όμορφη και γλυκιά ιστορία σεξουαλικής αναγέννησης από τη Γεωργία, με έντονότατα δάνεια από το σινεμά του Καουρισμάκι, χωρίς πάντως να διαθέτει την μοναδική αίσθηση ρυθμού του φινλανδού master. Το χιούμορ πάντως είναι εκεί, το ίδιο κι ο αισθητικός καμβάς, το ίδιο κι η αίσθηση ανακάλυψης μέσα από μικρές, ιδιόμορφου μαύρου χιούμορ προσωπικές οδύσσειες μέσα σε ένα ασυγκίνητο τοπίο. Η Ναβεριάνι χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία αποτελεσματικά (αν όχι απαραιτήτως ευρηματικά) για να πει πάντως μια ψυχωμένη, ειλικρινή ιστορία ανεξαρτητοποίησης μιας γυναίκας από τα δεσμά των προσδοκιών – ακόμα και του εαυτού της. Με χιούμορ, με καρδιά, και αρκετά highlights. Θα σε αποζημιώσει.

Κυκλοφορεί ακόμα

Γάτες στο Μουσείο: Περιπέτεια κινουμένων σχεδίων από τους δημιουργούς του “Μπάτε Σκύλοι Αλέστε”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα