Φεστιβάλ Βενετίας: Καθώς το Χόλιγουντ φεύγει, το σινεμά είναι ακόμα εδώ
Ο απεσταλμένος του NEWS 24/7, Θοδωρής Δημητρόπουλος, μεταφέρει καθημερινά τα όσα λαμβάνουν χώρα στο σπουδαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ.
- 07 Σεπτεμβρίου 2021 22:34
Μια από τις ιδιομορφίες του Φεστιβάλ Βενετίας είναι το πόσο νωρίς παίζονται όλοι μεγάλοι στουντιακοί τίτλοι, προκειμένου οι ταινίες και οι πρωταγωνιστές τους να ξεκινήσουν την περιοδεία στη Βόρειο Αμερική. Τη μία μέρα η Κρίστεν Στιούαρτ φτάνει στο Λίντο, και δυο μέρες μετά την βλέπεις σε κάποιο tweet να φωτογραφίζεται με Αμερικάνους ρεπόρτερ στο Telluride.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως μετά το πρώτο ΣΚ πάντα έχουμε μια στροφή περιεχομένου, σε ταινίες είτε πιο παραδοσιακά φεστιβαλικές, είτε απλά μη αγγλόφωνες. Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα έλλειψη μεγάλων ονομάτων: Η κωμωδία “Official Competition” με την Πενέλοπε Κρουζ και τον Αντόνιο Μπαντέρας έχει πολλές πιθανότητες να γίνει από τις επιτυχίες της επόμενης σεζόν σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.
ΚΡΟΥΖ ΚΑΙ ΜΠΑΝΤΕΡΑΣ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ
Στο “Official Competition”, από τους σκηνοθέτες του “Επιφανούς Πολίτη”, ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας ύστερα από μια μικρή υπαρξιακή κρίση, αποφασίζει να επενδύσει στη δημιουργία μιας σπουδαίας ταινίας προκειμένου να υπάρχει κάτι στο όνομά του που θα κάνει τον κόσμο να τον θυμάται. Προσλαμβάνει μια πολυβραβευμένη -αλλά πολύ απαιτητική στη συνεργασία- σκηνοθέτη που παίζει η Πενέλοπε Κρουζ, η οποία θέλει να διασκευάσει ένα βιβλίο γεμάτο ίντριγκα και οικογενειακό δράμα, του οποίου ο επιχειρηματίας έχει αγοράσει τα δικαιώματα.
Για τους ρόλους των δύο αδερφών, προσλαμβάνονται δύο μεγάλα ονόματα. Ένας διάσημος, αγαπητός στον κόσμο ηθοποιός (Αντόνιο Μπαντέρας σε ρόλο-καρτούν και μεγάλα κωμικά κέφια) κι ένας πιο ποιοτικός, μάλλον καλύτερος, αλλά λιγότερο γνωστός (Όσκαρ Μαρτίνεζ, βραβευμένος ως Καλύτερος Ηθοποιός στη Βενετία πριν λίγα χρόνια για τον “Επιφανή Πολίτη”). Η ταινία ακολουθεί τη διαδικασία των προβών και το πώς σταδιακά οι πάντες έρχονται σε κόντρα μεταξύ τους, σε μια χαριτωμένη ματιά στο τι συμβαίνει πίσω από την κάμερα στον κόσμο του σινεμά.
Δεν θα βρει κανείς πολύ βάθος εδώ, παρά τις συνήθεις θεματικές εμμονές των σκηνοθετών, περί επιφανειακότητας του star system και κάποιους ανάλαφρους στοχασμούς πάνω στην πεμπτουσία της τέχνης. Όμως το φιλμ παίζει έξυπνα ως κωμωδία (χωρίς ποτέ να γίνεται φάρσα) με κάποιες σωστά τοποθετημένες δραματικές νότες που κρατούν το θεατή σε εγρήγορση αλλά και δίνουν στο εξαιρετικό κεντρικό του καστ κάποια επιπλέον ερμηνευτικά επίπεδα να δουλέψει. Δύσκολα θα παίξει για κάποιο βραβείο (αν και δεν αποκλείεται η πιθανότητα κάποιας βράβευσης της Κρουζ για τη διπλή της φετινή παρουσία στο Διαγωνιστικό, μαζί με την εξαιρετική ταινία του Αλμοδόβαρ) και δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί να γίνεται καλύτερα, όμως το πετυχημένο χιούμορ και η παρουσία δύο τόσο μεγάλων ονομάτων σε κεφάτες ερμηνείες σημαίνει πως το “Official Competition” θα παίξει καλά με το γενικότερο κοινό- όπως εξάλλου συνέβη και κατά τη διάρκεια της (ανοιχτής στο κοινό) προβολής στην οποία το παρακολουθήσαμε κι εμείς. Η ταινία έχει διανομή στην Ελλάδα.
ΕΝΑ ΚΑΘΗΛΩΤΙΚΟ, ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΔΡΑΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ
Μια από τις καλύτερες ταινίες του φετινού Διαγωνιστικού, και σοβαρή πιθανότητα για κάποιο βραβείο, είναι το “L’Evenement” της Όντρεϊ Ντιγουάν. Βασισμένη στο βιβλίο της Ανί Ερνό, η ιστορία ακολουθεί μια νεαρή γυναίκα στη Γαλλία του 1963 καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει διέξοδο και να κάνει έκτρωση, προκειμένου να συνεχίσει τη φοίτηση και τα σχέδια για το μέλλον της ζωής της. Καθώς η έκτρωση ακόμα ήταν παράνομη, η Αν συναντά εμπόδιο μετά το εμπόδιο μέσα σε ένα αδιέξοδο κοινωνικό λαβύρινθο καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα.
Έχουμε δει πολλές ταινίες που κινούνται σε παρόμοια θεματική, αλλά αυτό που κάνει αυτή να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι γυρισμένη. Δίχως κανένα απολύτως στυλιστικό τρικ να μαρτυρά πως βρισκόμαστε σε ταινία εποχής, με το ρυθμό, τα πρόσωπα και τα χρώματα να προσδίδουν κάτι το απροσδιόριστα σύγχρονο, υπογραμμίζοντας την μοντέρνα αναγκαιότητα μιας τέτοιας ορμητικής αφήγησης. Και με την κάμερα να μην ξεκολλάει πάνω από τη νεαρή πρωταγωνίστρια (Αναμαρία Βαρτολομέι, πολύ πιθανό ερμηνευτικό βραβείο) την οποία καδράρει σε ασφυκτικά κοντινά από διάφορες γωνίες λήψεις, σαν εκείνη να προσπαθεί διαρκώς να ξεφύγει μέσα από το κάδρο αλλά να μην μπορεί, και το χρόνο να κυλά απειλητικά προς μια κατάσταση που δε θα είναι πλέον αντιστρέψιμη, το φιλμ θυμίζει περισσότερο ψυχολογικό θρίλερ παρά κοινωνικό δράμα.
Είναι πρωτίστως μια ταινία για σώματα, για το πώς κινούνται, για το πώς μετατοπίζονται κοινωνικά, για το πώς απειλούνται, για το πώς αντιδρούν- πολλές φορές βίαια, σκληρά, πεισματικά. Είναι ταινία ενστικτώδης λοιπόν. Δεν συναντάμε εδώ κάποιο αναμενόμενο ντιμπέιτ πάνω στην ηθική της συγκεκριμένης πράξης, ούτε υπάρχει κάποια ψύχραιμη απεικόνιση του κοινωνικού περιγύρου της Αν. Τα πάντα είναι ξεκάθαρα και σαφή και απολύτως ταραγμένα. Από την πρώτη σκηνή της ταινίας ως την τελευταία, η ηρωίδα προσπαθεί να ξεφορτωθεί το έμβρυο σα να επρόκειτο για κάποιο αληθινό τέρας που μεγαλώνει μέσα της. Είναι σα να βλέπουμε την ηρωίδα σε κάποια ταινία τρόμου, σε κάτι σαν το “Alien”, να τα βάζει με το ίδιο της το σώμα επειδή είναι η μόνη της ελπίδα για επιβίωση. Ακόμα και η κατάληξη (που φυσικά δε θα αποκαλύψουμε) παίζει σχεδόν σαν παραδοσιακή ταινία τρόμου, καθώς ο θεατής ζει στην αγωνία για το αν το Τελευταίο Κορίτσι θα καταφέρει να ξεφύγει ή όχι.
Είναι μια εντυπωσιακή δουλειά που, χάρη στην σαφήνεια της θέσης της, την κινηματογραφική της γλώσσα, αλλά και την αδιαπραγμάτευτη οργή από την οποία διακατέχεται, είναι βέβαιο πως θα ταράξει (στην προβολή που βρεθήκαμε έφυγε περισσότερος κόσμος κατά τη διάρκεια, από όσο θα περίμενε κανείς από μια τυπική κοινωνική ταινία). Ειδικά από τη στιγμή που έρχεται πάνω σε μια στιγμή που σε πολλές γωνιές του κόσμου κάποια τέτοια κερδισμένα δικαιώματα μοιάζουν να αμφισβητούνται εκ νέου. Η ταινία έχει διανομή για Ελλάδα.
ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΑ B-MOVIES ΚΑΙ ΦΕΣΤΙΒΑΛΙΚΟ TRASH
Έχει πλάκα το πώς οι προκαταλήψεις σχηματίζουν πολλές φορές την αντίληψη του πώς πρέπει να μοιάζει μια ταινία και το πού ανήκει και το πώς περιγράφεται. Ας πούμε ένα φιλμ σαν το “Mona Lisa and the Blood Moon” αποτελεί μια πλήρως αναπολογητική b-movie ιστορία απόδρασης ενός νεαρού κοριτσιού από ψυχιατρικό άσυλο, και το πώς διάφοροι περίεργοι χαρακτήρες που συναντά στο δρόμο της την βοηθούν ή της στέκονται εμπόδιο ή προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν.
Διότι έχει μια απροσδιόριστη δύναμη, την ικανότητα να ελέγξει ανθρώπους με το μυαλό της, κάτι που φυσικά την καθιστά άκρως επικίνδυνη, ειδικά σε ένα κόσμο που εξαρχής την βλέπει ως κάτι το απόβλητο. Η Άνα Λίλι Αμιρπούρ πάντα συναρπάζεται από τέτοιες ηρωίδες. Ξεκίνησε με το “A Girl Walks Home Alone at Night” ένα Ιρανικό βαμπιρικό γουέστερν που έκανε αρκετό σουξέ στους σινεφίλ κύκλους, και συνέχισε με το αμφιλεγόμενο “Bad Batch” (διαθέσιμο στο Netflix) με το οποίο και βραβεύτηκε στη Βενετία. Πάντα εντοπίζεται ένα στοιχείο δίψας για απόδραση από έναν κόσμο που μοιάζει στο περιθώριο, γεμάτο φιγούρες που δεν είναι ποτέ αναμενόμενο σε ποια από αυτές θα συναντήσεις καλοσύνη.
Η “Mona Lisa” λειτουργεί ως πεντακάθαρο b-movie, κάτι που καλύπτει διάφορες τεχνικές αστοχίες (στις ερμηνείες και στο σενάριο τα πράγματα σίγουρα σήκωναν περισσότερο γυάλισμα) όμως κάνει αυτή τη διαδρομή πιο απλή, πιο σαφή, πιο αγνά διασκεδαστική. Δε μοιάζει σε τίποτα με μια ταινία φεστιβαλικού Διαγωνιστικού, όμως ξέρει τι είναι και παίρνει το κοινό σε μια εξιλεωτικά διασκεδαστική βόλτα μαζί με την αινιγματικά quirky πρωταγωνίστριά του.
Αντιθέτως, συναντάμε συχνά ταινίες που μοιάζουν με καλλιτεχνικά αντικείμενα «άξια μιας θέσης σε μεγάλο Φεστιβάλ» που μοιάζουν να υπάρχουν σε αυτό τον κόσμο μόνο ως παράγωγα του φεστιβαλικού συστήματος, χωρίς να έχουν καμία κινηματογραφική ορμή μέσα τους και απολύτως τίποτα να πουν για τον κόσμο. Στο “Sundown” του Μισέλ Φράνκο (ο οποίος λογικά πρέπει να εκβιάζει όλους τους καλλιτεχνικούς διευθυντές των μεγάλων Φεστιβάλ ώστε να συνεχίζουν να παίζουν και να βραβεύουν τις ταινίες του) ο Τιμ Ροθ περιφέρεται για μιάμιση ώρα στο Ακαπούλκο αφήνοντας την οικογένειά του να φύγει και μένοντας πίσω, για να ζήσει χωρίς έγνοιες. Ακίνητο, επαναλαμβανόμενο σινεμά μισής ιδέας που δεν έχει απολύτως τίποτα να πει, ειδικά από τη στιγμή που επιχειρείται κι ένα μεγάλο «γιατί» πίσω από την όλη υπόθεση. Κυνικό και τελείως άδειο, είναι το φιλμ που δεν σε αφήνει ούτε μια σκηνή χωρίς να θελήσεις να αναφωνήσεις «ε, ΚΑΙ;».
Ο Φράνκο είναι απλώς παραγωγός στο “La Caja” αλλά η ταινία του (βραβευμένου με Χρυσό Λιοντάρι για το προηγούμενο φιλμ του) Λορέντζο Βίγκας είναι εξίσου μονότονη και δραματουργικά φαρσική. Ένας έφηβος από το Μέξικο Σίτι πάει να συλλέξει τα απομεινάρια του πατέρα του ο οποίος βρέθηκε σε έναν μαζικό τάφο κάπου στα βόρεια της χώρας. Αλλά η συνάντηση με έναν άντρα που κάτι του θυμίζει ξεκινά μια νέα διαδρομή στη ζωή του. Αργό σινεμά, νεκρά καδραρίσματα και άδειες ερμηνείες, με μια ιστορία που μοιάζει να φοβάται να παρουσιαστεί δίχως ένα πέπλο σιωπής κι αοριστίας να την περιτυλίγει, μια τεχνητή αύρα πρεστίζ να ανυψώνει αυτό που μέσα του είναι τελικά ένα απλό στόρι σκληρής ενηλικίωσης. Με μια άλλη προσέγγιση θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον, όμως με αυτό τον τρόπο γεννιέται και πεθαίνει μέσα σε μια φεστιβαλική φούσκα.
Μιλώντας για φεστιβαλική φούσκα, η φετινή Βενετία φτάνει στις τελευταίες της μέρες σιγά σιγά. Τις επόμενες τρεις μέρες παρουσιάζονται τα τελευταία φιλμ του Διαγωνιστικού όπου ελπίζουμε να ανακαλύψουμε κάτι ακόμα φρέσκο, ενώ οι δύο μεγάλες ταινίες που έχουν απομείνει (εκτός συναγωνισμού) είναι το “Halloween Kills” και το “Last Duel” του Ρίντλεϊ Σκοτ.
*Το 78ο Φεστιβάλ Βενετίας διεξάγεται 1-11 Σεπτεμβρίου.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις