Φεστιβάλ Βενετίας: Πάολο Σορεντίνο, Τζέιν Κάμπιον και Όσκαρ Άιζακ βουτάνε στο παρελθόν
Ο απσταλμένος του NEWS 24/7, Θοδωρής Δημητρόπουλος, μεταφέρει καθημερινά τα όσα λαμβάνουν χώρα στο σπουδαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ.
- 03 Σεπτεμβρίου 2021 19:29
Η πρώτη πλήρης μέρα του Φεστιβάλ Βενετίας είναι εκείνη όπου παραδοσιακά παρουσιάζονται μερικά από τα πιο δυνατά χαρτιά της νέας σεζόν, οι ταινίες που αναμένεται να συζητηθούν ξανά και ξανά, ακόμα κι ως τα Όσκαρ. Το “Power of the Dog” της Τζέιν Κάμπιον είναι μια προφανής τέτοια περίπτωση, με το Netflix σίγουρα να στοχεύει σε οσκαρική διαδρομή για την ταινία με τους Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κίρστεν Ντανστ και Τζέσι Πλέμονς.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτή η μεγάλη πρεμιέρα της μέρας. Για την ακρίβεια, η καλύτερη ταινία ήταν το “Card Counter” του Πολ Σρέιντερ (σεναριογράφου του “Ταξιτζή” και σκηνοθέτη του “First Reformed”), με τον Όσκαρ Άιζακ στο ρόλο ενός πρώην στρατιωτικού ανακριτή στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ, ο οποίος μετά από ένα διάστημα στη φυλακή, έχει βρει πλέον τη μοναχική του διαδρομή ως παίχτης πόκερ.
ΑΠΟ ΑΜΠΟΥ ΓΚΡΑΪΜΠ ΣΤΟ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ
«Το πρόβλημα που με απασχολούσε με την ταινία είναι η έλλειψη υπευθυνότητας στη σύγχρονη κοινωνία. “Δεν είπα ψέματα, μίλησα εσφαλμένα”», εξηγεί ο Πολ Σρέιντερ στους δημοσιογράφους κατά τη συνέντευξη τύπου του έξοχου νέου του φιλμ, “The Card Counter” σε παραγωγή Μάρτιν Σκορσέζε. Στην ταινία, ο στωικός αντι-ήρωας του Όσκαρ Άιζακ είναι τόσο μακριά από τη λύτρωση για αυτά που έχει πράξει, που δεν την αναζητά καν. Αντιθέτως, χαράζει μια εντελώς μοναχική, σιωπηλή διαδρομή, ως εκπληκτικά καλός και παρατηρητικός χαρτοπαίκτης που προτιμά να κερδίζει μικροποσά, στις σκιές, μακριά από τη φασαρία και τη βαβούρα και το σόου του παγκόσμιου τουρνουά πόκερ στο Λας Βέγκας.
Όταν συναντά έναν πιτσιρικά (Τάι Σέρινταν) με τον οποίο έχει μια ιδιαίτερη σύνδεση, βλέπει στο πρόσωπό της ευκαιρία για λύτρωση. Προκειμένου να τον βοηθήσει, συμφωνεί να συμμετάσχει στην ομάδα χαρτοπαιχτών μια μυστηριώδους γυναίκας (Τίφανι Χάντις) και να παίξει στη μεγάλη σκηνή, αυτή που πάντα ήθελε να αποφύγει. Η συγχώρεση όμως έρχεται τόσο από τους άλλους, όσο κι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι αυτός ένας άνθρωπος που αξίζει ποτέ να συγχωρεθεί; Μπορεί;
Ο Σρέιντερ πλάθει έναν ακόμα αναγνωρίσιμα δικό του ήρωα, σε ένα δικό του, μοναχικό μονοπάτι βίας και ενοχής, που φτάνει από τον Τράβις Μπικλ μέχρι τον Ερνστ Τόλερ (του Ίθαν Χοκ στο “First Reformed”). Με ένα επιβλητικά ambient ηχοτοπίο και ηθοποιούς σαν ακινητοποιημένους, ανήμπορους να κινηθούν στην κοινωνία, ο Σρέιντερ φτιάχνει ένα τρομερά αιχμηρό αλλά και εστιασμένο δημιούργημα στην καρδιά του οποίου βρίσκεται κάτι το ερεβώδες.
Οι αναμνήσεις, ή ίσως απλώς οι εφιάλτες, του ήρωα από την περίοδο που υπηρετούσε στον στρατό, παρουσιάζονται μέσα από μια ακραία παραμόρφωση κι ένα δαιδαλώδες σκηνικό που μοιάζει να μην έχει αρχή, τέλος, ούτε φυσικά διέξοδο. «Χρησιμοιώντας αυτό το σετ μπορέσαμε να βυθιστούμε σε μια παραμορφωμένη ανάμνηση αυτού που απομένει», είπε ο Σρέιντερ. «Είμαι σίγουρος πως οι αμερικάνοι στρατιώτες που βρίσκονταν στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης τις τελευταίες 10 μέρες, θα έχουν κάποιες αναμνήσεις για τις οποίες θα ακούμε τα επόμενα 10 ως 20 χρόνια».
«Το Άμπου Γκράιμπ δεν μοιάζει έτσι», εξηγεί μιλώντας για την ανακατασκευή του χώρου βασανιστηρίων στη Βαγδάτη. «Δημιουργήσαμε ένα λαβύρινθο στον οποίο περιφέρεσαι. Είναι ένα σκηνικό από το μυαλό του χαρακτήρα». Κλείνοντας με μια σκέψη πάνω στην ίδια την Αμερική. «Δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο μύθος της Αμερικανικής Εξαίρεσης δεν είναι και τόσο εξαιρετικός».
“THE POWER OF THE DOG”: ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ
Η Τζέιν Κάμπιον είναι μια πολύ σημαντική φιγούρα για το σύγχρονο σινεμά, έχοντας υπάρξει για ντροπιαστικά και υπερβολικά πολυ καιρό μια από τις πραγματικά λιγοστές γυναίκες σκηνοθέτες που είχαν τύχει αναγνώρισης. To 1993 με τα “Μαθήματα Πιάνου” κέρδισε Χρυσό Φοίνικα και, μέχρι πριν δυο μήνες, ήταν η μόνη γυναίκα που είχε κερδίσει ποτέ τις Κάννες. Για την ίδια ταινία είχε γίνει μόλις η δεύτερη γυναίκα στην ιστορία που προτάθηκε για Όσκαρ Σκηνοθεσίας.
Η επιστροφή της είναι λοιπόν δεδομένα τεράστιας σημασίας. Τελευταία της ταινία ήταν το “Bright Star” πριν 12 χρόνια, με το τηλεοπτικό “Top of the Lake” να είναι η μόνη της δουλειά στο ενδιάμεσο. Φέτος, με το δράμα εποχής “The Power of the Dog”, φαίνεται πως είναι ίσως η μεγάλη ελπίδα του Netflix για τα φετινά Όσκαρ. Η ίδια είπε στους δημοσιογράφους πως «ένα από τα σπουδαία πράγματα για το να δουλεύεις με το Netflix είναι ότι μου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψω με ένα μπάτζετ που δεν είχα ποτέ μου προηγουμένως, ώστε να εκφράσω πλήρως το όραμά μου. Είναι σαν τους Μεδίκους, ή κάτι τέτοιο. Είμαι ευγνώμων για αυτό.»
H ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Σάβατζ, μας πηγαίνει σε ένα ράντσο της Μοντάνα στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου ο σαδιστικός ιδιοκτήτης ξεσπάει με μίσος και οργή απέναντι σε μια νεαρή χήρα που εντελώς απρόσμενα παντρεύεται τον πιο μικρό του αδερφό, κι έρχεται να μείνει μαζί τους εκεί. «Γενικά με το ζόρι τελείωνω βιβλία αυτές τις μέρες, αλλά σε αυτό βυθίστηκα», λέει η Κάμπιον. «Για βδομάδες μετά, σκηνές και θεματικές από το βιβλίο επέστρεφαν διαρκώς μέσα μου, οπότε δε μπορούσα να το ξεχάσω. Τότε διαπίστωσα πως είναι ένα βαθύ έργο, που δουλεύει πάνω στην ψυχή».
Με τη μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ (“Phantom Thread”, “There Will Be Blood”, Radiohead) να επιτίθεται και με την κάμερα να κινείται μεθοδικά, υπομονετικά, σχεδόν κι αυτή σαδιστικά χαρτογραφώντας το ράντσο και το μικρό αυτό τοξικό σύμπαν, η ταινία οπωσδήποτε δεν θα είναι για όλα τα στομάχια κι όλους τους θεατές. Η αφήγηση δεν προσφέρει βαλβίδες αποσυμπίεσης και ο ρυθμός μοιάζει σε αρκετά σημεία αρκετά δεμένος με τη λογοτεχνική αφήγηση. Όμως η Κάμπιον πετυχαίνει διάνα στο καθηλωτικό φινάλε, δένοντας τους ιστούς αυτών των θλιμμένων ηρώων με αξέχαστο τρόπο. Διερωτώμενη κατά πόσο η τοξικότητα κι η καταπίεση είναι κάτι που μπορεί ποτέ να γιατρευτεί, μες στα βάθη μιας ύπαρξης.
«Νομίζω για μένα, η τοξικότητα είναι παράγωγο της ανατροφής του, του πώς μεγάλωσε, των καταστάσεών του. Δεν είναι κάτι που κατέφθασε πλήρως σχηματισμένο. Βγαίνει έξω στη στιγμή», λέει για τον χαρακτήρα του ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ο οποίος πολύ πιθανά να βρεθεί στο δρόμο των Όσκαρ για μια ερμηνεία που πάντα συγκαταλέγεται στις αστοχίες της ταινίας. (Είναι λάθος κάστινγκ για ένα τέτοιο ρόλο.)
Γύρω του, τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί κατανοούν βαθύτερα το υλικό, από τον Τζέσι Πλέμονς στο ρόλο του αδερφού του να μοιάζει χαμένος στον ωκεανό, ως την Κίρστεν Ντανστ ως η νύφη που σταδιακά και τραγικά μοιάζει όλο και περισσότερο να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Και τον Κόντι Σμιτ-ΜακΦι, στον οποίο χωρίς να πούμε περισσότερα, θα σημειώσουμε απλώς πως στην πραγματικότητα του ανήκει η ταινία.
Η Κάμπιον διατηρεί εδώ τον έλεγχο του οράματός της και η σύνδεση τοξικότητας και καταπίεσης (σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και κάποια πολύ κυριολεκτικά) προσφέρει μια ενδιαφέρουσα, αν και κάπως ανολοκλήρωτη ματιά στην κοινωνία του τότε και -φυσικά- του σήμερα. Δε θα εκπλαγούμε αν το φιλμ τελικά διχάσει.
Ο ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ, Ο ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ “ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ”
«Αυτή η ταινία ήταν για μένα σα να πηγαίνω στον οδοντίατρο», μας λέει γελώντας ο Πάολο Σορεντίνο όταν τον συναντήσαμε πριν την πρεμιέρα της νέας του, αυτοβιογραφικής ταινίας “Hand of God”. Εξηγεί πως επρόκειτο για μια ιδέα που πάντα είχε, πάντα σκόπευε να πραγματοποιήσει, αλλά διαρκώς ανέβαλε. Μέχρι που αποφάσισε πως δεν πάει άλλο.
Είναι μια βαθιά προσωπική ταινία για τον ίδιο, ακολουθώντας την εφηβεία ενός αγοριού στη Νάπολη των ‘80s, το καλοκαίρι που ο Μαραντόνα ήρθε στην πόλη και υπό μία έννοια, κατά τον ίδιο, του έσωσε τη ζωή. Το φιλμ, που ουσιαστικά βλέπει τον Σορεντίνο να σκηνοθετεί κάτι σαν το δικό του “Roma”, περνάει από διάφορες στιγμές-σταθμούς της εφηβείας του νεαρού ήρωα, από την πρώτη φορά που κάνει σεξ μέχρι τη στιγμή που αγάπησε τον κινηματογράφο, κι από τη συνάντηση με έναν από τους ήρωές του μέχρι την τραγική απώλεια των γονιών του.
Βλέπουμε εδώ έναν Σορεντίνο οπωσδήποτε πολύ πιο συγκροτημένο από ό,τι τον έχουμε συνήθισει σε ταινίες σαν το “Grande Bellezza” και το “Il Divo” ή ακόμα και τα τηλεοπτικά του “Young Pope” / “New Pope”. Ίσως είναι το θέμα που τον κρατά, πάντως συνειδητά μοιάζει να μην στοχεύει σε τίποτα το υπερβατικό, δομώντας το φιλμ του με έναν ιδιάζοντα τρόπο. Αντί να πει μια συμβατική δραματική ιστορία απώλειας και ενηλικίωσης, μας βάζει βαθιά μέσα στον κόσμο του εφήβου ήρωά του μέσα από μια σειρά βινιέτες, μικροεπεισόδια που είτε κανένα δεν έχει σημασία είτε όλα έχουν όλη τη σημασία του κόσμου. Απογεύματα στο εξοχικό, αποδράσεις με την οικογένεια, πρώτοι έρωτες, ταλαιπωρημένο σόι, βόλτες, φάρσες, μαθήματα ζωής.
Και τότε, χτυπά η τραγωδία- ως ένα ακόμα μικρό επεισόδιο, όχι ως κλιμακούμενη αφήγηση. Εκεί φυσικά αλλάζουν όλα, όμως πάντοτε σε ευθεία αναλογία με ό,τι έχουμε ήδη δει, καθώς κάθε τι μικρό και μεγάλο, κάθε τι γνώριμο, αποκτά άλλη σημασία. Είναι μια ιστορία δομημένη με ενδιαφέροντα τρόπο, που πιθανώς να μην απογειώνει (ο Σορεντίνο μοιάζει να κοιτά ο ίδιος με δέος την ιστορία του αντί να κάνει εμάς να κοιτάξουμε με δέος αυτή) όμως λειτουργεί ως μια (αυστηρά vintage και ΑΚΡΩΣ ‘80s Ιταλική) ματιά στο χρόνο, και στην ενηλικίωση ενός αγοριού καθώς μαθαίνει να πιστεύει στα όνειρα.
Τις ταινίες “The Power of the Dog” και “The Hand of God” θα τις δούμε τη νέα σεζόν στο Netflix, ενώ το “The Card Counter” αναζητά διανομή. Σήμερα, το Φεστιβάλ συνεχίζεται με τρεις ακόμα πολυαναμενόμενες ταινίες, το “Dune”, το “Spencer” (για την πριγκίπισσα Νταϊάνα) και το “Lost Daughter” της Μάγκι Τζίλενχαλ, γυρισμένο στις Σπέτσες.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις