Νέες ταινίες: Ο Κέβιν Κόστνερ επιστρέφει στο κινηματογραφικό γουέστερν με τον επικό “Ορίζοντα”

Διαβάζεται σε 12'
Νέες ταινίες: Ο Κέβιν Κόστνερ επιστρέφει στο κινηματογραφικό γουέστερν με τον επικό “Ορίζοντα”
HORIZON

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Τα “Μυαλά που Κουβαλάς 2” συνεχίζουν μια ξέφρενη πορεία στα ταμεία, με το πιξαρικό σίκουελ να μαζεύει άλλα 94.000 εισιτήρια πρακτικά δίχως πτώση από το άνοιγμά του, μια απόδειξη πως η ταινία λειτουργεί πραγματικά σε όλα τα ηλικιακά κοινά. Η ταινία έχει ήδη φτάσει τις 300.000 εισιτηρίων και θα ξεπεράσει με ευκολία τα εμπορικότερα φιλμ του προηγούμενου 12μηνου.

Από τις πρεμιέρες της περασμένης εβδομάδας το καλό, ιδιοσυγκρασιακό “Οι Μηχανόβιοι” έκανε το μεγαλύτερο άνοιγμα, αλλά σχεδόν 8.000 εισιτήρια σε 82 αίθουσες πανελλαδικά δεν είναι καλός μέσος όρος. Η “Κυρία του Προέδρου” με την Κατρίν Ντενέβ με 4.000 σε 10 οθόνες κινήθηκε πιο ταιριαστά με το θερινό, όπως και το καλό άνοιγμα του “Νυχτερινού Εκφωνητή” του Ρένου Χαραλαμπίδη με 3.200 εισιτήρια.

Κρατάει πολύ καλά το “Καλοκαίρι της Κάρμεν” με 3.000 εισιτήρια και σύνολο να φτάνει τα 9.000, ένα φιλμ που μπορεί να εξελιχθεί σε σταθερή word of mouth επιτυχία το επόμενο διάστημα. Αντιθέτως, οι “Ιστορίες Καλοσύνης” μάλλον έδωσαν ό,τι είχαν να δώσουν, μαζεύοντας 2.000 εισιτήρια ακόμα, από 15 αίθουσες (σε μονές προβολές λόγω διάρκειας θυμίζουμε), για ένα σύνολο 64.500 εισιτηρίων. Δεν θα ανέβει πολύ πάνω από αυτό.

Αυτή την εβδομάδα έχουμε και πάλι πλειάδα νέων ταινιών, με ένα συμπαθές πρίκουελ τρόμου, ένα φιλόδοξο εγχείρημα για επικό Αμερικάνικο σινεμά, και σε επανέκδοση ο πιο ξεχωριστός Ντέιβιντ Λιντς.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Horizon: Ένα Αμερικάνικο Έπος (Κεφάλαιο 1)

(“Horizon: An American Saga – Chapter 1”, Κέβιν Κόστνερ, 3ω1λ)

***

Στην Δύση των μέσων του 19ου αιώνα, στα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, η Αμερική ξεκινά να χτίζεται μπροστά στα μάτια των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί, και το φιλόδοξο “Horizon” του Κέβιν Κόστνερ επιχειρεί να πει την ιστορία των ΗΠΑ μέσα από αυτές τις οπτικές, συνηθισμένων ανθρώπων της εποχής – κατά βάση λευκών βέβαια, το οποίο φαντάζει τουλάχιστον συζητήσιμο σε μια μετα-“Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού” χολιγουντιανής εποχής. Όμως ο Κέβιν Κόστνερ, για τον οποίον η “Horizon” σάγκα αποτελεί προσωπικό στοίχημα, στοχεύει έτσι κι αλλιώς προς κάτι απείρως πιο νοσταλγικό και παλιομοδίτικο, για μια παλαιάς κοπής γουέστερν αφήγηση που όμως αντί να εξορμά με ευθύτητα και λιτή αφήγηση, αντιθέτως εξαπλώνεται στο χώρο και στο χρόνο παίρνοντας τις διαστάσεις αληθινού έπους.

Η ταινία είναι ensemble σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος ο Κόστνερ, στο ρόλο του μυστηριώδους Χέις Έλισον, δε μπαίνει στην ταινία παρά μια ώρα μετά την έναρξή της(!). Παίζει σε μία μόνο από τις διαφορετικές αφηγηματικές πτυχές, οι οποίες είναι τελείως ασαφές –κι από ένα σημείο και μετά, απελευθερωτικά αδιάφορο– αν και πότε θα ενωθούν μεταξύ τους. Ο Κόστνερ βοηθά μια πρώην σεξεργάτρια, τη Μάριγκολντ της Άμπι Λι, να ξεφύγει από μια επικίνδυνη κατάσταση που σιγοβράζει όταν το παρελθόν της σπιτονοικοκυράς της, Λούσι (Τζένα Μαλόουν), επιστρέφει για να την βρει.

Πώς μοιάζει όμως η ασφάλεια σε μια περιοχή σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητη και εκ φύσεως πέρα από όρια, πέρα από το νόμο; Η ιστορία με την οποία ανοίγει η ταινία ακολουθεί την Φράνσις της Σιένα Μίλερ, της οποίας η οικογένεια (εκτός από την κόρη της) αλλά και όλη η κοινότητα ξεκληρίζεται ύστερα από την επίθεση Απάτσι. Η εναρκτήρια εκτεταμένη σεκάνς της ταινίας είναι σκληρή και αδυσώπητη, και είναι και το μόνο καθαρόαιμο κομμάτι δράσης του φιλμ – παρά την υποτυπώδη απόπειρα να σκιαγραφηθούν οι αντικρουόμενες φράξιες της πλευράς των αυτόχθονων, είναι εμφανές πως η αληθινή έγνοια του φιλμ βρίσκεται στην πλευρά των λευκών, και στο πώς επιχειρούν να βρουν χώρο και ειρήνη μέσα σε αυτό τον κόσμο.

Πολιτικά και κοινωνικά το φιλμ μοιάζει σα να γυρίστηκε το αργότερο στις αρχές των ‘90s, αλλά υπάρχει κάτι τουλάχιστον ειλικρινές σε αυτή την προσέγγιση, που στηρίζεται από την παλιομοδίτικη αισθητική αλλά ανατρέπεται με ενδιαφέροντα τρόπο από την φιλόδοξη μη-δομή. Γιατί είναι πολύ αμφίβολο το κατά πόσο θα γυριζόταν στο mainstream Χόλιγουντ των ‘90s μια ταινία τόσο απελευθερωτική ασχημάτιστη όσο το “Horizon”: Εκεί όπου η Φράνσις της Σιένα Μίλερ ακολουθεί τον λοχαγό Γκέπχαρντ του Σαμ Γουόρθινγκτον αλλά η προστασία του Στρατού δε μοιάζει να λέει και πολλά, ενώ λίγο παραπέρα ένας μυστηριώδης Άνθρωπος Δίχως (Αλλά Με) Όνομα προστατεύει μια σεξεργάτρια φυγά, κι ενώ ένα βασικό κομμάτι πλοκής –για ένα τρένο που ακολουθεί το μονοπάτι Santa Fe– δεν εισάγεται παρά λίγο πριν η ταινία αρχίσει να ολοκληρώνεται(!), και με ένα βασικό στοιχείο για το πού συγκλίνουν όλα –στον μυθικό Ορίζοντα του τίτλου– να υπονοείται απλώς ως κάτι που θα παίξει ρόλο στο 2ο κεφάλαιο.

Είναι ένα γουέστερν που ο Κόστνερ έπλασε μέσα από τις αναφορές του και την αγάπη του για το είδος, εξάλλου δεν έχει σκηνοθετήσει παρά διαφορετικής υφής γουέστερν στην καριέρα του (“Χορεύοντας με τους Λύκους”, “Open Range”, ακόμα και το μετα-αποκαλυπτικό και παρόμοια θηριωδώς αχαρτογράφητο “The Postman”). Όμως δεν φοβάται να βάλει, κατά κάποιο τρόπο, όλα τα γουέστερν που φαντάστηκε και που θυμάται, το ένα δίπλα στο άλλο. Όλα μαζί, δίχως κάποια συμβατική αφηγηματική κλιμάκωση, σε ένα americana πεδίο που διαρκώς επεκτείνεται καθώς η ταινία εξελίσσεται, δίχως αίσθηση κρεσέντου ή στόχευσης – σα να σου ζητάει να κάτσεις πίσω, να βολευτείς, και να ξεχαστείς παρέα με εικόνες και αρχέτυπα χαρακτήρων και ηρώων που ανέκαθεν παρέπεμπαν και πάντα θα παραπέμπουν στην Άγρια Δύση.

Είναι ένα πράγμα να γκρινιάζουμε για κυνικά μπλοκμπάστερ που ποτέ δεν ολοκληρώνονται και μονίμως λειτουργούν σαν μια διαφήμιση ενός αέναου franchise, στήνοντας συνεχώς το επόμενο πάντα σίκουελ – κι είναι κάτι άλλο αυτό που κάνει εδώ ο Κόστνερ. Ο οποίος έχει το δημιουργικό θράσος να γράψει και να σκηνοθετήσει μια ιστορία όχι τόσο σε 2 (ή σε 4, όπως είναι το πλήρες πλάνο) μέρη, όσο ένα σπονδυλωτό έπος που σκοπεύει να απλώσει αρμονικά και αναπολογητικά την ιστορία του σε 6 ή 12 ώρες. Αφήνοντας χαρακτήρες, σκηνικά, εικόνες, κουστούμια και μουσικές να σε περιτυλίξουν, μέχρι που να ξεχάσεις από πού φτάσαμε στο όποιο σημείο, γιατί είμαστε εκεί, ή το άγχος του τι θα γίνει μετά.

Παίζοντας επικίνδυνα με την απόσταση ανάμεσα στο παλιομοδίτικο και το ξεπερασμένο, ο Κέβιν Κόστνερ βάζει όλο του το προσωπικό (οικονομικό και επαγγελματικό) κεφάλαιο σε ένα γουέστερν όνειρο που μοιάζει να θέλει να συμπεριλάβει όλη την κινηματογραφική Άγρια Δύση σε μία αφήγηση. Το αν θα τα καταφέρει ή όχι ή σε τι βαθμό είναι κάτι που θα μπορούμε να κρίνουμε σε χρόνια από τώρα (κι αυτό είναι πρόβλημα ή προτέρημα, αναλόγως πώς κοιτάς το ζήτημα) αλλά προς το παρόν μας έχει παραδώσει ένα συναρπαστικά αδόμητο γουέστερν ensemble, σαν μια εκδοχή του “Deadwood” για την φτηνή καλωδιακή τηλεόραση – ένα φιλμ που οι απανταχού μπαμπάδες δε θα χορταίνουν να βλέπουν ξανά και ξανά στις τηλεοπτικές του επανελήψεις. Για την ώρα; Είναι απλώς ένα από μεγάλα παράξενα κι αξιοπερίεργα της φετινής κινηματογραφικής σεζόν.

Ένα Ήσυχο Μέρος: Ημέρα Πρώτη

(“A Quiet Place: Day One”, Μάικλ Σαρνόσκι, 1ω39λ)

**½

Τη μέρα που εισέβαλαν στη Γη οι εξωγήινοι του “Ένα Ήσυχο Μέρος”, μια καρκινοπαθής βρίσκεται στη Νέα Υόρκη μαζί με την γάτα της και ξαφνικά προσπαθεί να επιβιώσει απέναντι στα ασταμάτητα τέρατα που «βλέπουν» μόνο ήχους. Πρίκουελ στη δημοφιλή σειρά ταινιών τρόμου γυρισμένο με σοβαρότητα από τον Μάικλ Σαρνόσκι (του “Pig” με τον Νίκολας Κέιτζ) ο οποίος πιάνει τη Νέα Υόρκη ως ένα μαυσωλείο κάποιου πολιτισμού που κάποτε υπήρξε.

Η ταινία έχει αρκετά πράγματα υπέρ της: Τη Λουπίτα Νιόνγκο, που συνεχίζει να αποδεικνύει πόσο σπουδαία στόφα για σταρ τρόμου διαθέτει, έκτακτο γατοπεριεχόμενο (πρόκειται για μια από τις κορυφαίες γατο-ταινίες της πρόσφατης μνήμης), και μια κάποια ευαισθησία που μετράει πολύ σε αυτό το σημείο του franchise. Κι ενώ δεν είναι χωρίς ιδέες η ταινία, τελικά δεν κάνει αρκετά, ούτε τα κάνει με αρκετά ευρηματικό και φρέσκο τρόπο ώστε να συντηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον έστω για αυτά τα ούτε 100 λεπτά.

Μικρά Πρόστυχα Γράμματα

(“Wicked Little Letters”, Θία Σάροκ, 1ω40λ)

**½

Σε μια αγγλική κωμόπολη των ‘20s, η συντηρητική Ίντιθ θα αρχίσει να λαμβάνει γράμματα γεμάτα βωμολοχίες και οι υποψίες για τον μυστηριώδη αποστολέα θα πέσουν πάνω στην έξαλλη Ιρλανδή γειτόνισσά της, Ρόουζ. Όμως η αλήθεια ίσως να είναι τελείως διαφορετική. Whodunnit όπου το έγκλημα είναι γράμματα γεμάτα σόκιν βρισίδι ομολογουμένως δεν έχουμε ξαναδεί (πόσο μάλλον να βασίζεται και σε αληθινή ιστορία!) και το δίδυμο των Ολίβια Κόλμαν και Τζέσι Μπάκλεϊ δε φοβούνται να πατήσουν ερμηνευτικό γκάζι και να ανεβάσουν την έντασή τους στο 11.

Όμως οι βλέψεις κοινωνικής σάτιρας μένουν τελικά κάπως εκτεθειμένες χάρη στον μάλλον μονότονο τόνο της ταινίας, όπου το quirky έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το ειλικρινές. Αλλά και πάλι όμως – άσχημα σίγουρα δεν περάσαμε, και για ένα χαλαρό θερινό η ταινία είναι μια χαρά εναλλακτική.

Ο Τελευταίος Ταξιτζής

(Στέργιος Πάσχος, 1ω54λ)

**

Οικογενειάρχης ταξιτζής μπαίνει σε υπαρξιακή δίνη μετά την αυτοκτονία ενός πελάτη του κι όταν στον δρόμο του βρεθεί μια κατά πολύ νεαρότερη κοπέλα, εκείνος θα πάθει μια εμμονή που θα απειλήσει να καταστρέψει τα πάντα. Ο Στέργιος Πάσχος μετά το επίσης εντυπωσιακά γυρισμένο (αλλά εν τέλει, εχμ, παγιδευμένο) “Άφτερλωβ” δείχνει και πάλι σκηνοθετική βιρτουοζιτέ στήνοντας ένα ψυχολογικό θρίλερ που παρά το κοινότυπο στόρι του καταφέρνει να μοιάζει διαρκώς ευρηματικό και να κρατά τον θεατή –ακόμα και τον δύσπιστο θεατή– με ενδιαφέρον.

Η δεξιοτεχνία αυτή, που μετατοπίζει διαρκώς το φιλμ ανάμεσα στα είδη χωρίς να το αφήνει να γίνει προβλέψιμο ή πληκτικό, λειτουργεί εν τέλει σαν μπούμερανγκ, υπογραμμίζοντας την απουσία σεναριακής εστίασης και βλέμματος. Εκεί όπου αυτή η –χιλιοειπωμένη, τελικά– ιστορία εμμονής μπερδεύεται κάπου ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, επιτρέποντας σε ιδέες ταυτόχρονα απίθανες και συμβατικές να κυριαρχήσουν και το το φιλμ να αιωρείται ανάμεσα σε είδη, βλέμματα, τραγικό ρεαλισμό και πυρετώδη φαντασίωση. Κώστας Κορωναίος και Κλέλια Ανδριολάτου είναι καλοί στους ρόλους τους, αλλά παίζουν μια ιστορία που, πια, έχει παλιώσει. Κι ο Πάσχος παραμένει ένας σκηνοθέτης που δε θα μας εξέπληττε ούτε στο ελάχιστο αν μελλοντικά έβγαζε από μέσα του μια σπουδαία ταινία. (Βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο πιο πρόσφατο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.)

The Straight Story

(Ντέιβιντ Λιντς, 1ω52λ)

****

Ο Άλβιν Στρέιτ καβαλάει τη μηχανή του γκαζόν του, μιας και δεν του επιτρέπεται πλέον να οδηγάει, και κάνει ένα ταξίδι ημερών προκειμένου να φτάσει στον αποξενωμένο αδερφό του όταν εκείνος αρρωσταίνει βαριά. Ο Άλβιν θέλει να αφήσουν πίσω αυτά που τους έφεραν σε απόσταση και να μπορέσουν οι δυο τους ξανά, όπως έκαναν κάποτε παλιά, να κοιτάξουν μαζί τα άστρα. Αφοπλιστικά μεγαλειώδες σινεμά από τον Ντέιβιντ Λιντς σε μια ταινία τόσο απρόσμενα ευθύγραμμη για τον auteur των ονείρων, που δεν αντιστάθηκε κι ο ίδιος από το να της δώσει τον τίτλο με διπλό νόημα: Την ιστορία του (Άλβιν) Στρέιτ αλλά και «η ευθύγραμμη ιστορία του Λιντς!».

Στην πραγματικότητα, διάφορες ιδέες και χαρακτηριστικά του σινεμά του Λιντς βρίσκουν τη θέση τους εδώ, από τους αξιοπερίεργους χαρακτήρες μέχρι τον τρόπο που μικρά κομμάτια ιστορίας και σκιαγράφησης χαρακτήρα διαχέονται μέσα σε άλλα, κι όλα αυτά σε μια και πάλι ονειρική οδύσσεια που απλώς αυτή τη φορά μοιάζει να είναι απολύτως σαφής και ευθύγραμμη. Αν ήταν απλώς μια άσκηση ύφους, θα τη θαυμάζαμε γιατί δείχνει πώς αναγνωρίσιμα δαχτυλικά αποτυπώματα ενός σκηνοθέτη επιβιώνουν ακόμα και σε ένα ριζικά διαφορετικό μοτίβο. Αν όμως ήταν απλώς μια άσκηση ύφους, δε θα μπορούσε ποτέ να μας συγκινήσει τελικά τόσο βαθιά.

Η Μεγάλη Ανατριχίλα

(“The Bill Chill”, Λόρενς Κάσνταν, 1ω45λ)

***

Μια παρέα φίλων από το κολέγιο συγκεντρώνονται ξανά μαζί για ένα ΣΚ ύστερα από την κηδεία ενός άλλου μέλους της παρέας. Κλασική ταινία, σημαδιακή μιας γενιάς, που σηματοδοτεί το σκληρό πέρασμα σε μια άλλη, παγωμένη ενηλικίωση. Το φιλμ του Κάσνταν παίζει με τη νοσταλγία αλλά με έναν περίεργο, ψυχρό τρόπο της παραδίδεται κιόλας, αβέβαιο και το ίδιο για τη θέση του ανάμεσα στον παλιό κόσμο και στον επερχόμενο (γυρισμένο το 1983 εξάλλου), μιας κοινωνίας χτισμένης πάνω στις συναισθηματικές ανάγκες ενηλίκων για πάντα δέσμιων της νοσταλγίας τους.

Κατασκευασμένο με έναν τρόπο πραγματικά αδύνατο να του αντισταθείς και παιγμένο φανταστικά από μια γενιά πρωτοκλασάτων (ή μετέπειτα πρωτοκλασάτων) ονομάτων όπως του Κέβιν Κλάιν, της Γκλεν Κλόουζ, του Γουίλιαμ Χερτ ή του Τζεφ Γκόλντμπλουμ, το φιλμ είναι τελικά κάτι σαν μια πύλη ανάμεσα στις εποχές – συνειδητά ή μη.

Κυκλοφορούν ακόμη

Blue Lock The Movie – Episode Nagi: Ένα παιδί-θαύμα μπορεί να αναδειχθεί όταν κάποιος το ανακαλύψει…. Τώρα, το απίστευτο ταλέντο και η προσωπικότητα του επιθετικού Νάγκι Σεϊσίρο θα βάλουν φωτιά στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Άνιμε βασισμένο σε πετυχημένο εβδομαδιαίο μάνγκα.

Ο Πάντα-Πανγκ στην Αφρική: Ο Πανγκ, ένα αστείο και περιπετειώδες νεαρό αρκουδάκι πάντα, θα ταξιδέψει από την Κίνα στην Αφρική για να σώσει τη δράκαινα φίλη του που έχει πέσει θύμα απαγωγής από έναν τρελό μπαμπουίνο και του κροκόδειλου συνεργού του.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα