Η “Captain Marvel” απογειώνεται και το “Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης” σε μία σινεφίλ βουτιά
Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το “Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης” φέρνει την επιστροφή του αγαπημένου σκηνοθέτη του “It Follows” και η “Captain Marvel” γίνεται η πρώτη σόλο ταινία για ηρωίδα της Marvel.
- 07 Μαρτίου 2019 14:43
Mιας που θα μιλήσουμε για μια από τις σημαντικότερες ταινίες τρόμου της δεκαετίας σε λίγο, είναι ταιριαστό να ανοίξουμε με αντίστοιχο τρόπο. Κυκλοφόρησε μόλις το τρέιλερ του “Midsommar”, της επόμενης ταινίας τρόμου του Άρι Άστερ, σκηνοθέτη του πολυσυζητημένου “Hereditary”. Δεν ήμουν ο μεγαλύτερος φαν αυτής της ταινίας αλλά ο Άστερ φαίνεται να έχει ενδιαφέρον ως σκηνοθέτης, ο τόνος είναι εντελώς “Wicker Man”, και πρωταγωνίστρια είναι η φοβερή Φλόρενς Πιου (ασύλληπτη στο “Macbeth”, πρόσφατα έξοχη και στο τηλεοπτικό “Little Drummer Girl”).
Ρίξτε μια ματιά, θα συζητηθεί σίγουρα:
Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας, όπου θα θυμηθούμε και άλλη μια πολυσυζητημένη ταινία τρόμου των τελευταίων ετών:
To Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης
*****
(“Under the Silver Lake”, Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ, 2ω19λ)
Καστ: Άντριου Γκάρφιλντ, Ράιλι Κίου, Τόφερ Γκρέις, Γκρέις βαν Πάτεν
Η προηγούμενη ταινία του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ: To “It Follows”, ίσως η καλύτερη ταινία τρόμου της δεκαετίας.
H καινούρια: Ο Μίτσελ πηγαίνει προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, στήνοντας ένα σλάκερ νουάρ στο Λος Άντζελες του 2011, με τον Σαμ του Άντριου Γκάρφιλντ να αναζητά μανιωδώς μια κοπέλα που ερωτεύτηκε ένα βράδυ στο οικιστικό του σύμπλεγμα, και η οποία μυστηριωδώς εξαφανίστηκε την επόμενη μέρα. Στην πορεία θα μπλέξει με περίπλοκες συνωμοσίες, κρυμμένα μηνύματα, βαριεστημένα πάρτυ στη σκιά της Αποκάλυψης.
Και πώς είναι: Θα θυμίσει κάτι από “Inherent Vice” ή ένα πιο chill (αλλά περιέργως ακόμα πιο ειρωνικό) “Μεγάλο Λεμπόφσκι” στον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας μοιάζει διαρκώς αποστασιοποιημένος από μια πλεκτάνη από την οποία δε μπορεί να ξεκολλήσει κι η οποία δε φαίνεται ποτέ να οδηγεί κάπου πολύ συγκεκριμένα.
Ο Γκάρφιλντ παίζει με μια μόνιμη έκφραση απορίας τον αδαή ψαγμένο bro που κάθε βράδυ παθαίνει εμμονή με μια άλλη γυναίκα πριν την ξεχάσει ολοκληρωτικά (φτάνοντας -φυσικά!- στα άκρα για εκείνη που πρόλαβε να εξαφανιστεί πριν εκείνος προλάβει να την εξανθρωπίσει), την ώρα που κάθε συναισθηματική του διάσταση και ευρύτερη θεώρηση του κόσμου μοιάζει ξεσηκωμένη από κάποια ταινία. Είναι ένας αυτοαναφορικός λαβύρινθος χωρίς αρχή, τέλος, λογική ή νόημα και η “Λίμνη” είναι κυρίως είναι μια ταινία για την ίδια την ποπ κουλτούρα και το πώς σχηματίζει τις αντιλήψεις και τον κόσμο μας, την ίδια στιγμή που κλέβει το ίδιο μας το οξυγόνο. (Υπό αυτή την έννοια μπορεί να θυμίσει μια λιγότερο πανικόβλητη, λιγότερο αιχμηρή εκδοχή του “Southland Tales”, το οποίο προσωπικά θεωρώ μια παράλογα αδικημένη ταινία.)
Η ταινία του Μίτσελ είναι ένα τεράστιο mood piece, οπότε μπορώ πολύ εύκολα να καταλάβω μια θετική ή αρνητική αντίδραση βάση της κατάστασης της στιγμής- κάτι που εξηγεί κιόλας σε τεράστιο βαθμό την εχθρική ή αμήχανη αντίδραση πολλών στην προβολή στις Κάννες. (Ο ανελέητος, πανικόβλητος χαρακτήρας του Φεστιβάλ πραγματικά δεν είναι η ιδανική συνθήκη για μια ταινία σαν αυτή, και προσωπικά χαίρομαι που υπήρξε αυτή η απόσταση μηνών στη διάρκεια των οποίων την επανεκτίμησα: Η αρχική μου αντίδραση ήταν ατυχέστατα αμήχανη.)
Το ράθυμο Λ.Α. έπος του Μίτσελ μοιάζει να καταλαμβάνει έναν απροσδιόριστο χώρο πλήρους ακινησίας, όπου τα πάντα μπλέκονται και περιπλέκονται μα τίποτα δεν κινείται. Οι φιγούρες-δορυφόροι του Σαμ περιφέρονται σε αυτό μικρό σύμπαν με την ίδια αίσθηση ματαιότητας κι ο Μίτσελ -κάπου ανάμεσα στη νουβέλ βάγκ, τον ‘70s Άλτμαν και τα stoner υφής νουάρ- μοιάζει να ανακαλύπτει διαρκώς κάτι καινούριο, εκεί που η επιθυμία και η αναζήτηση συγκρούονται με προκάτ οράματα. Την κατάλληλη στιγμή, είναι η απολύτως κατάλληλη ταινία.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Όταν όλη η μουσική ποπ κουλτούρα ενώνεται σε ένα αποκαλυπτικό κρεσέντο μπροστά στα μάτια του Σαμ. Είναι κάπως σαν το κεντρικό θεώρημα του φιλμ.
Captain Marvel
*****
(Άννα Μπόντεν, Ράιαν Φλεκ, 2ω4λ)
Καστ: Μπρι Λάρσον Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μπεν Μέντελσον
Μέσα σε τυμπανοκρουσίες και κουβαλώντας το βάρος του συνηθισμένου online πολέμου που πρέπει να συμβαίνει κάθε φορά που ένα μπλοκμπάστερ τολμά να βάλει γυναίκα ή γυναίκες στην πρώτη γραμμή, έρχεται η πρώτη σόλο περιπέτεια της Marvel με γυναίκα ηρωίδα και είναι, πώς να το πω, ΟΚ. Είναι ΟΚ. Την έχουμε ξαναδεί πολλές φορές και θα τη δούμε ακόμα τόσες. Μας ταξιδεύει πίσω στα ‘90s και στην έλευση στη Γη μιας πολεμίστριας για τη φυλή των εξωγήινων Κρι, η οποία προσπαθεί να γεμίσει τα κενά μνήμης της και να μάθει ποια είναι στα αλήθεια. Μαζί με αυτήν, στη Γη την ακολουθεί μια μεραρχία Σκραλ (αντίπαλη εξωγήινη φυλή με την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε όποιο ον κοιτάξουν), ενώ θα βρει σύμμαχο στο πρόσωπο του Νικ Φιούρι (Σάμιουελ Τζάκσον σε ψηφιακή επεξεργασία ώστε να μοιάζει 25 χρόνια νεότερος).
Η Marvel θέλει να τοποθετήσει την Κάρολ Ντάνβερς (την οποία παίζει με ένα αδιάφορα σκληρό τουπέ η οσκαρούχα Μπρι Λάρσον) ως Κάπτεν Αμέρικα της δεύτερης γενιάς ηρώων της, οπότε ετούτο εδώ είναι όσο δεν πάει ένα παλιομοδίτικο στόρι προέλευσης. Η παλέτα κι η αισθητική της ταινίας συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πλέον αδιάφορες οπτικές καταχωρήσεις της Marvel (το οποίο θέλει προσπάθεια), τη δράση την ξεχνάς ενώ την κοιτάς, οι ‘90s αναφορές είναι κωμικά βεβιασμένες και επιφανειακές, οι προσπάθειες για χιούμορ είναι φρικαλέες και η περισσότερη δομή του φιλμ προκύπτει από μια αμήχανη προσπάθεια να γεμίσουν τα κενά- όσο αμήχανα η Marvel ενώνει τελείες ώστε να στηρίξει τη μετέπειτα μυθολογία αυτών των ταινιών, ακριβώς εξίσου μηχανικά η Κάρολ μεταμορφώνεται από το ένα στάδιο του εαυτού της στο άλλο, όμως σε κανένα σημείο δεν διαθέτει κάτι αληθινό.
Μεγάλο μέρος της ταινίας μοιάζει με προπαγανδιστικό φιλμάκι για την αμερικάνικη αεροπορία, αλλά από την άλλη παραμένει στην καρδιά της μια ιστορία για μετανάστες και ανθρώπους με χαμένες πατρίδες, το οποίο εκτιμάται. Ο Τζάκσον περνάει καλά δίνοντας στην ταινία μια έξτρα σπίθα, ο Τζουντ Λο είναι απολαυστικά κουρασμένος ως εκπαιδευτής της Κάρολ στον πλανήτη των Κρι, και ο Μπεν Μέντελσον ως αρχι-Σκραλ δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ταινίας ακόμα και κρυμμένος πίσω από μακιγιάζ για τη μεγαλύτερη διάρκεια. Η ώρα περνάει, η ταινία μοιάζει γυρισμένη στον αυτόματο πιλότο (από το σκηνοθετικό δίδυμο του “Half Nelson” με τον Ράιαν Γκόσλινγκ, για κάποιο λόγο), και στο τέλος θα ανανεώσουμε το ραντεβού για το “Avengers”.
Επίσης προβάλλονται
Ένα Όμορφο Αγόρι
*****
(“Beautiful Boy”, Φέλιξ φον Γκρόνινγκεν, 2ω)
Ο σκηνοθέτης του βέλγικου μουσικού μελοδράματος “The Broken Circle Breakdown”, που είχε κάνει ένα κάποιο indie σουξέ στις αρχές των ‘10s, μεταπηδά στην Αμερική για άλλη μια ειλικρινή δακρύβρεχτη ιστορία. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία πατέρα και γιου (στην ταινία ο Τίμοθι Σαλαμέ κι ο Στιβ Καρέλ αντίστοιχα, αμφότεροι ερμηνεύουν οσκαρικά με το πόδι στο γκάζι), ακολουθεί έφηβο εθισμένο στα ναρκωτικά και τις προσπάθειες του πατέρα του να τον προσεγγίσει και να τον βοηθήσει. Λιγότερο ενδιαφέρον από το έτσι κι αλλιώς μέτριο “Ben is Back” που είδαμε πριν λίγες βδομάδες, το “Όμορφο Αγόρι” είναι από εκείνες τις ταινίες που μελλοντικά θα θυμόμαστε αποκλειστικά και μόνο ως καταχώρηση στη λίστα των “θα πήγαινε για Όσκαρ” παραγωγών. Δεν πήγε τελικά, γι’αυτό και τη βλέπουμε Μάρτιο.
Παύση
*****
(Τώνια Μισιαλή, 1ω36λ)
Μεσήλικη γυναίκα προσπαθεί να βρει χώρο και ανάσα για να ζήσει τη δική της ζωή, παγιδευμένη σε μια παντελώς μονότονη και καταπιεστική καθημερινότητα. Ντεμπούτο για την Κύπρια σκηνοθέτη Τώνια Μισιαλή του οποίου η μεγαλύτερη δύναμη βρίσκεται στο πώς σκιαγραφεί με πληρότητα την κεντρική της ηρωίδα, ως γυναίκα με θέλω και ορμές, αλλά παντελώς παγιδευμένη. Πέρα από την κεντρική απεικόνιση (με τη συνδρομή της πολύ καλής Στέλλας Φυρογένη στο ρόλο) διακρίνεται μια επανάληψη, δεμένη σαφώς με το κυρίαρχο μοτίβο του φιλμ περί περιορισμένης καθημερινότητας δίχως διεξόδους, αλλά αφηγηματικά αμήχανη. Η έλλειψη ιδεών στην πορεία είναι συζητήσιμη, όμως η Μισιαλή ξέρει πώς να καδράρει την ηρωίδα της σα να είναι κλεισμένη ανάμεσα σε τοίχους, ορατούς κι αόρατους, είτε βρίσκεται κλεισμένη μέσα σε ένα άχρωμο διαμέρισμα είτε κυκλοφορεί στον δρόμο. Θα περιμένουμε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον την επόμενη προσπάθειά της.
O Τυχοδιώκτης του Παρισιού (“L’ Empereur de Paris”, Ζαν Φρανσουά Ρισέ, 1ω50λ). Ο Βενσάν Κασέλ παίζει τον διάσημο εγκληματία Βιντόκ σε περιπέτεια εποχής στον 19ο αιώνα, από τον σκηνοθέτη του πολύ καλού διπτύχου “Δημόσιος Κίνδυνος”, επίσης με τον Κασέλ.
Ίαν ΜακΚέλεν: Ρόλος Ζωής (“McKellen: Playing the Part”, Τζο Στίβενσον, 1ω32λ). Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την καριέρα του Ίαν ΜακΚέλεν, σε αφήγηση του ίδιου, αγγίζοντας από την υπόσταση της τέχνης μέχρι τη σεξουαλικότητα.
Κάθε Χίλια Χρόνια (“Vision”, Ναόμι Καβάσε, 1ω49λ). Η Ζιλιέτ Μπινός παίζει μια γυναίκα που ταξιδεύει από τη Γαλλία στην Ιαπωνία σε αναζήτηση ενός σπάνιου φυτού, στο πιο πρόσφατο φιλμ-φιλοσοφικό δοκίμιο της σημαντικής γιαπωνέζας σκηνοθέτη.
Αδέλφια εξ Αίματος (“La Terra dell’ Abbastanza / Boys Cry”, Νταμιάνο Ντ’Ινοτσέντζο, Φάμπιο Ντ’Ινοτσέντζο, 1ω35λ). Παιδικοί φίλοι χτυπούν με το αυτοκίνητό τους άντρα που αργότερα μαθαίνουν πως ήταν πληροφοριοδότης, επικηρυγμένος από τη Μαφία.
Σόπι – Μια Ημέρα Ακόμη (Χρήστος Πυθαράς, 1ω). Ντοκιμαντέρ για τους κατοίκους του χωριού Σόπι της Ηλείας την περίοδο του τρύγου.
Make the Economy Scream (Άρης Χατζηστεφάνου, 1ω20λ). Ο Άρης Χατζηστεφάνου αναλύει το κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο της Βενεζουέλας.
21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Από 1η ως 10η Μαρτίου, με πάνω από 170 ταινίες, λευκή επιταγή στον πολυβραβευμένο ντοκιμαντερίστα Λούι Ψυχογιό που θα παρευρεθεί, αλλά και πρεμιέρα για το μόλις βραβευμένο με Όσκαρ “Free Solo”.
Παίζεται ακόμα
Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.
Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει
*****
(“If Beale Street Could Talk”, Μπάρι Τζένκινς, 1ω59λ)
Ένας νεαρός μαύρος άντρας φυλακίζεται άδικα ενώ η κοπέλα του είναι έγκυος στο παιδί τους, και η οικογένειά της κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητά του. Σινεμά συναισθηματικά σαρωτικό και φορμαλιστικά αψεγάδιαστο σε ένα απρόσμενο, διαφορετικό και φιλόδοξο νέο φιλμ από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη του “Moonlight”. Κοινωνικά ρεαλιστικό ντοκουμέντο ειδωμένο μέσα από ένα φακό μελοδραματικού έπους, Τζέιμς Μπόλντουιν διασκευασμένος σαν ο Χου Χσιάο-χσιέν να γύρισε ένα ‘50s μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ. Μια από τις ομορφότερες ταινίες της χρονιάς. Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη Ρετζίνα Κινγκ.