Η νίκη για τα “Μαγνητικά Πεδία” ήταν μια νίκη και για τα βραβεία Ίρις

Η νίκη για τα “Μαγνητικά Πεδία” ήταν μια νίκη και για τα βραβεία Ίρις
Μαγνητικά Πεδία

Τα «ελληνικά Όσκαρ» έστεψαν ταινία της χρονιάς ένα no budget ανεξάρτητο ντεμπούτο σε μια απονομή που ανέδειξε την πολυφωνία της φετινής παραγωγής.

Ποιο είναι το στόρι της φετινής κινηματογραφικής σεζόν για το ελληνικό σινεμά; Είναι πολλά– είναι η πετυχημένη εμφάνιση στις Κάννες, με δύο ταινίες, τρεις συμπαραγωγές, βραβεία, Χρυσό Φοίνικα για ταινία γυρισμένη στην Ελλάδα. Είναι η αργή αλλά σταθερή πορεία της (τιμιότατης) “Σμύρνης” του Γρηγόρη Καραντινάκη στα ταμεία, ακριβώς στην καρδιά ενός χειμώνα που οτιδήποτε δεν ήταν Spider-Man, έκλεινε με πάταγο πριν καν καλά-καλά ανοίξει.

Είναι και το εντυπωσιακό εύρος της παραγωγής. Όπως σημειώναμε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο, οι τρεις ελληνικές ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού (“Σελήνη, 66 Ερωτήσεις”, “Αγία Έμυ”, “Αγέλη Προβάτων”) ήταν όλες σκηνοθετικά ντεμπούτα, ήταν όλες από καλές ως εξαιρετικές δουλειές, και κινούνταν όλες σε εντελώς διαφορετικά φιλμικά είδη, μαρτυρώντας την ύπαρξη μιας φοβερής φουρνιάς.

Και είναι, μιλώντας και για σκηνοθετικά ντεμπούτα και για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τα “Μαγνητικά Πεδία”. Τα πάντα γύρω από αυτή την ταινία: Το ότι ήρθε φαινομενικά από το πουθενά. Το ότι γυρίστηκε δίχως μπάτζετ, από ένα συνεργείο δέκα ατόμων, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του χειμώνα της μεγάλης καραντίνας. Το ότι άρεσε στους πάντες: Στη διάρκεια εκείνου του Φεστιβάλ η ταινία (που σημειωτέον διαγωνίστηκε στο τμήμα >> Film Forward κι όχι στο Διεθνές Διαγωνιστικό, αν θέλετε μια επιπλέον ένδειξη του πλούτου της φετινής παραγωγής) ήταν το κοινό σημείο αναφοράς όποτε η συζήτηση πήγαινε στο «είδες τίποτα καλό;».

Και, τελικά, όχι μόνο το ότι κέρδισε το μεγάλο βραβείο εκείνου του Διαγωνιστικού τον Νοέμβρη, αλλά ακόμα σημαντικότερα, ότι κυκλοφορώντας στις αίθουσες πριν λίγες μέρες, φάνηκε να πετυχαίνει μια αληθινή, οργανική επιτυχία. Νούμερα μικρά φυσικά σε σύγκριση με κάποιες πολύ μεγαλύτερες παραγωγές, αλλά που συνιστούν αληθινή, word of mouth επιτυχία για αυτό το επίπεδο παραγωγής. Τα “Μαγνητικά Πεδία”, ήδη στα 16.000 εισιτήρια, είναι σημείο συζήτηση στο (νεότερο κιόλας) σινεφίλ κοινό, με memes γύρω από την ταινία, ατάκες, εικόνες να κυκλοφορούν ονλάιν.

Μια ταινία σαν αυτή δεν έχει κερδίσει ξανά το Ίρις Καλύτερης Ταινίας κι αυτό από μόνο του δρα ανανεωτικά και εμπλουτιστικά ως προς την ουσία του θεσμού. Μια ματιά στο παρελθόν των Ίρις εξηγεί καλύτερα αυτή την κάπως ασαφή πρόταση. Οι ταινίες που κερδίζουν το μεγάλο βραβείο είναι –κι αυτό είναι λογικό άλλωστε– είτε φιλμ από δημιουργούς εγνωσμένης αξίας, είτε έργα-μπλοκμπάστερ για τα δεδομένα του ελληνικού industry, είτε φεστιβαλικά διαμάντια με κάποια σημαντική παγκόσμια πρεμιέρα σε φεστιβάλ του εξωτερικού. (Είτε, φυσικά, ένας συνδυασμός των δύο.)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Όλο το making of της ταινίας “Μαγνητικά Πεδία”

Αυτός ο κανόνας ισχύει ανεξαιρέτως για όλες τις ως τώρα βραβευμένες. Δεν υπάρχουν πάρα πολλά που συνδέουν τον “Κυνόδοντα” με την “Ευτυχία” ή τον “Γιο της Σοφίας” με τη “Μικρά Αγγλία” πέραν του ότι με τον ένα τρόπο ή τον άλλον, είναι όλες ταινίες που μοιάζουν λίγο ως πολύ με πιο φυσικές επιλογές για ένα εθνικό βραβείο Καλύτερης Ταινίας.

Αντίθετα, τα “Μαγνητικά Πεδία” είναι ένα no budget φιλμ που γυρίστηκε χωρίς μέσα, από ένα συνεργείο δέκα ατόμων, μέσα μια βδομάδα, σε μεγάλο βαθμό λειτουργώντας ενστικτωδώς και αυτοσχεδιαστικά σε κάθε επίπεδο, από τα λόγια των ηθοποιών μέχρι τις ίδιες τις συνθήκες του γυρίσματος. Μια ταινία που φτιάχτηκε από φρέσκα πρόσωπα στον χώρο, μια ταινία που για τα δεδομένα του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, ήρθε τελείως από το πουθενά, κάνοντας πρεμιέρα στο >> Film Forward του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δίχως προβολή σε διεθνές Φεστιβάλ.

RAINCOAL

Με τον ίδιο ενστικτώδη τρόπο προσγειώθηκε στις αίθουσες (είτε τις φεστιβαλικές, είτε τις θερινές) και αγαπήθηκε– το timing οπωσδήποτε βοήθησε την ταινία στα βραβεία, όμως ακόμα και το ότι υπήρχε περιθώριο εκμετάλλευσης του timing, επιτυχία της ταινίας είναι και πάλι.

Πρέπει να είμαστε σαφείς εδώ: Το «να αρέσει στον κόσμο» δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια καλή βράβευση, όμως με τους όρους υπό τους οποίους συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση, είναι κάτι αληθινά φρέσκο. Και το «να βλέπουμε νέα πρόσωπα» δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά όταν συμβαίνει τόσο οργανικά είναι μαγική εξέλιξη. Με λίγα λόγια τα “Μαγνητικά Πεδία” μοιάζουν κάπως σαν ταινία-αστερίσκος, που όμως τα Ίρις και το σώμα ψηφοφόρων της Ακαδημίας, πολύ σωστά αποφάσισαν πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι αστερίσκος.

Το γεγονός δε, πως αυτή η βράβευση συνέβη δίπλα σε μερικές ακόμα αληθινά εξαιρετικές ταινίες, πολλές εκ των οποίων έφερναν με τη σειρά τους κάτι επίσης ανανεωτικό (η βραβευμένη με το Ίρις Σκηνοθεσίας “Αγία Έμυ” ας πούμε, παίζει με αφοσίωση και δεξιότητα με τους κώδικές του φιλμ είδους), δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στη νίκη.

Σε αυτό έπαιξε πολύ πιθανά ρόλο και μία πολύ θετική αλλαγή που έφεραν τα φετινά Ίρις σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές: Η αύξηση των υποψηφίων σε όλες τις κατηγορίες, από 3 σε 5, είχε εξαιρετικό αποτέλεσμα. Σε αντίθεση με την περσινή σεζόν, όπου στην πράξη είχαμε μια ατελείωτη λίστα κατηγοριών με την πανομοιότυπη τριάδα υποψήφιων ταινιών (και με τελικό αποτέλεσμα έναν ελαφρώς υπερβολικό σαρωτικό θρίαμβο του κατά τα άλλα εξαιρετικού “Digger”), φέτος αυτό το άνοιγμα βοήθησε περισσότερες ταινίες να φανούν, ανοίγοντας έτσι το πεδίο. Και έχοντας ως συνέπεια το μοίρασμα σημαντικών βραβείων σε πολύ περισσότερες ταινίες από ό,τι πέρυσι.

Δε θα ήταν μάλιστα καθόλου απίθανη η υπόθεση πως και τα ίδια τα “Μαγνητικά Πεδία” επωφελήθηκαν. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης δεν ήταν υποψήφιος στην κατηγορία Σκηνοθεσίας (όπου μάλιστα λόγω ισοψηφίας ήταν 6 οι υποψήφιοι), κάτι που υπονοεί πως στο επίπεδο της ψηφοφορίας για τις υποψηφιότητες, η ταινία πολύ πιθανά να μην ήταν πρώτη σε κάποιες από τις κατηγορίες που τελικά κέρδισε. Μπορεί, ακόμα, και να μην ήταν καν μες στην τριάδα– πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα των φετινών Ίρις αν είχαμε παραμείνει στο πολύ πιο στενό όριο υποψηφιοτήτων.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μένει είναι κάτι θετικό. Μια ταινία που ποτέ δεν φτιάχτηκε έχοντας τέτοιες διακρίσεις στο μυαλό, βρίσκει δρόμο προς ακόμα μεγαλύτερο κοινό. Και το ελληνικό σινεμά αγκαλιάζει, δίχως φόβο και αναστολές, κάτι το πανέμορφα χειροποίητο και αυτοδημιούργητο. Είναι μια νίκη για όλους.

Όλοι οι νικητές των φετινών βραβείων Ίρις, βρίσκονται εδώ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα