“Ήταν μια ευφορία που δεν έχω ξαναζήσει”: Ο Στιβ Κρικρής μας ξεναγεί στην παλιά Μύκονο

Διαβάζεται σε 16'
“Ήταν μια ευφορία που δεν έχω ξαναζήσει”: Ο Στιβ Κρικρής μας ξεναγεί στην παλιά Μύκονο

Ο Στιβ Κρικρής, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ “Super Paradise” για την ιστορία της Μυκόνου, μοιράζεται μαζί μας ιστορίες και εικόνες του νησιού, που είναι για τον ίδιο βίωμα.

«Από την αρχή οι μυκονιάτες ήταν ανοιχτόμυαλοι, φιλόξενοι, πάρα πολύ δεκτικοί, ενώ σε άλλα νησιά αυτό δεν υπήρχε – ή ακόμα και στην Αθήνα!», σημειώνει ο σκηνοθέτης Στιβ Κρικρής καθώς πηγαίνουμε μαζί σε ένα ταξίδι αναμνήσεων και εικόνων στην Μύκονο των ‘70s.

«Ήταν μια ευφορία και μια ευδαιμονία που εγώ δεν την έχω ξαναζήσει. Τα 7-8 καλοκαίρια που πήγαινα συνέχεια, δεν τα ξεχάσω. Η Μύκονος με έχει στιγματίσει», παραδέχεται με ένα γλυκό χαμόγελο και μια συγκίνηση στο βλέμμα καθώς μας αφηγείται ιστορίες πίσω από τις εικόνες που περικλείουν μέσα τους μια ολόκληρη εποχή – που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

Λίγες βδομάδες νωρίτερα, στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, το Super Paradise του Στιβ Κρικρή (σκηνοθέτη του The Waiter) εξετάζει τη Μύκονο του Τότε σε σχέση με τη Μύκονο του σήμερα. Πριν 50 χρόνια, όταν ήταν ακόμα ένα φθηνό νησί, σύμβολο μιας μεγάλης ελευθερίας μακριά από τις επιταγές της εμπορευματοποίησης και του branding, δίχως κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Όπως γράφαμε και στην ανταπόκρισή μας από το φεστιβάλ: «Ο Κρικρής, με προσωπικά βιώματα κι ο ίδιος από το νησί εκείνης της περιόδου, βρίσκει σήμερα τους πρωταγωνιστές της μυκονιάτικης μυθολογίας των ‘70s και μέσα από τις αναμνήσεις τους (και τις απολαυστικές εικόνες τους) συνθέτει το προφίλ ενός τόπου που, ίσως, παραήταν μαγευτικός για να αντέξει σε εκείνη την αγνή μορφή του.»

«Διάσημοι και άσημοι, ταβερνιάρηδες, πορτιέρηδες, θαμώνες, μάγειρες, σχεδιαστές – μέσα από αυτές τις ιστορίες, η Μύκονος συμβολίζει μια ουτοπία που υπήρξε για μια μικρή, συγκεκριμένη στιγμή στο χρόνο, αλλά για τον Κρικρή και τους συν-αφηγητές του, μοιάζει με κάτι το αγέραστο.»

Μέσα από τις εικόνες του ντοκιμαντέρ, αλλά μέσα και από τις εικόνες του ίδιου και των φίλων του από εκείνη την περίοδο, που μοιράστηκε μαζί μας, ο Κρικρής μας ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή.

«ΚΟΙΜΟΣΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑ SLEEPING BAG, ΕΙΧΕΣ ΧΙΛΙΕΣ ΔΡΑΧΜΕΣ ΠΑΝΩ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΠΕΡΝΑΓΕΣ ΕΤΣΙ ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ»

Η ιστορία του Super Paradise ξεκινά πριν 5 χρόνια, όταν ο φίλος και συνεργάτης του Κρικρή, Πολ Τυπάλδος, πρότεινε την ιδέα να γίνει ένα ντοκιμαντέρ για τη Μύκονο του ‘70 – «ένα μέρος ελευθερίας». Ο Κρικρής θυμάται πως την επόμενη μέρα πήγε μαζί με φωτογραφίες και ξεκίνησαν έναν διάλογο πάνω στο τι φιλμ θα μπορούσε να βγει.

Σε εκείνο το πρώιμο στάδιο, υπήρχε ακόμα κι η ιδέα να γίνει ένα φιλμ μυθοπλασίας που να διαδραματίζεται στο τότε. (Να μια καθόλου κακή ιδέα!) Τελικά προκρίθηκε η ιδέα του ντοκιμαντέρ, μέσα από έρευνα και συζητήσεις με ανθρώπους του νησιού και της εποχής.

«Έτσι ξεκίνησα τα ταξίδια στη Μύκονο. Είχαμε μπούσουλα αλλά όχι κάτι ξεκάθαρο. Θέλαμε να εστιάσουμε στο ‘60 και το ‘70 γιατί αυτές ήταν οι δεκαετίες που η Μύκονος έγινε γνωστή κι άρχισε να αλλάζει – άρα ήταν οι καθοριστικές δεκαετίες για το νησί και την ιστορία του», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης.

Άρχισε η έρευνα, η αναζήτηση αρχειακού υλικού που έγινε και σημαντικό κομμάτι της ταινίας. Από τις επισκέψεις στη Μύκονο αντλήθηκε πολύ φωτογραφικό υλικό αλλά και βίντεο, κι έτσι το πρότζεκτ άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Το υλικό έφτασε τις 100 ώρες, οπότε σύμφωνα με τον Κρικρή, το ζήτημα εκεί ήταν να αποφασιστεί τι ακριβώς είναι αυτό που θέλουν να πούν. Και σίγουρα, να αποφευχθεί μια προσέγγιση άκριτα νοσταλγική.

«Κυρίως θέλαμε να αναδείξουμε τις ιστορίες των ανθρώπων που πιστεύω ήταν πρωτεργάτες σε αυτό που διαδραματίστηκε στη Μύκονο αυτή την εποχή. Και που χωρίς να το ξέρουν, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να ακουστεί η Μύκονος σε όλο τον κόσμο», τονίζει. Αλλά και κάτι άλλο: «Να βρούμε τις αιτίες και τον τρόπο που η Μύκονος άλλαξε, και τα τελευταία 20 χρόνια μετατράπηκε σε κάτι ανεξέλεγκτο».

Τα ‘90s ήταν οπωσδήποτε ένα σημείο καμπής σε αυτή τη μεταμόρφωση. Η δεκαετία του Cavo Paradiso, των DJs, τότε που άρχισε η «ελευθερία» να γίνεται πιο εμπορική, θα μπορούσε να πει κανείς. «Έγινε κάτι πάνω στο πόσα λεφτά είχες. Όταν πήγαινα εγώ στη Μύκονο κοιμόσουν σε ένα sleeping bag, είχες χίλιες δραχμές πάνω σου, και πέρναγες έτσι τρεις εβδομάδες», χαμογελά ο Κρικρής.

«ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ ΥΠΗΡΧΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ»

«Από την αρχή οι μυκονιάτες ήταν ανοιχτόμυαλοι, φιλόξενοι, πάρα πολύ δεκτικοί, ενώ σε άλλα νησιά αυτό δεν υπήρχε – ή ακόμα και στην Αθήνα!», εξηγεί ο σκηνοθέτης εντοπίζοντας κάτι πολύ θεμελιώδες ως προς την αρχική διάδοση του μυκονιάτικου hype ανά τον κόσμο. Σε μια εποχή χωρίς ίντερνετ, και social, και αμεσότητα στην επικοινωνία, στις πληρωμές ή στο οτιδήποτε. Τα πάντα ήταν αγνό word of mouth.

«Η ομοφυλοφιλία ήταν ταμπού. Αλλά στη Μύκονο οι άνθρωποι ήταν ανοιχτοί. Δεν υπήρχαν bouncers. Ήταν όλα ανοιχτά. Υπήρχε ελευθερία και δεκτικότητα που πραγματικά δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Δεν ήσουν δακτυλοδεικτούμενος. Έβλεπες έναν ψαρά, έναν χίπη κι έναν VIP να κάθονται όλοι σε ένα τραπέζι παρέα», εξηγεί.

«Παρότι ήμουν νέος, μου φάνηκε κάτι τρομερό και πρωτόγνωρο. Τότε τελείωνα το σχολείο και θα έφευγα για σπουδές στην Αμερική. Οι εικόνες που είχα ήταν διαφορετικές – κι όταν πήγα στη Μύκονο, εκεί άλλαξε το μυαλό μου», θυμάται. Εξομολογείται πως ήταν σημαντικό κομμάτι της ζωής του και για έναν άλλο λόγο: Εκεί ήταν που αποφάσισε να γίνει κινηματογραφιστής.

«Τότε έβγαζα φωτογραφίες και μου άρεσε ο κινηματογράφος. Στη Μύκονο γνώρισα μια κοπέλα που με σύστησε στη σχολή καλών τεχνών στο Σαν Φρανσίσκο. Έκανα αίτηση, με πήραν, κι έτσι άρχισα να σπουδάζω κινηματογράφο». Αναμφίβολα, αμέτρητοι άνθρωποι έχουν αντίστοιχες καθοριστικές ιστορίες από εκείνη την εποχή της Μυκόνου.

Η ιδιαιτερότητα της Μυκόνου είχε ως αποτέλεσμα πολύς κόσμος να βρει εκεί ένα καταφύγιο από την κανονικότητα. Τις ρίζες αυτής της διαφορετικής νοοτροπίας δεν είναι εύκολο να τις εξηγήσει κανείς πλήρως, αλλά ένα πράγμα που έπαιξε ρόλο κατά το σκηνοθέτη είναι η Δήλος: «Η Δήλος έφερε πολύ κόσμο στη Μύκονο. Πολλοί περιηγητές ταξίδευαν εκεί, κι ο μόνος τρόπος να πας στη Δήλο ήταν να περάσεις από τη Μύκονο. Πηγαίνοντας εκεί έβλεπαν τις απίστευτες παραλίες, τον φιλόξενο κόσμο, την πολύ όμορφη πόλη που αμέσως με το που φτάσεις στη Μύκονο μπαίνεις στα σοκάκια της – ένα πανέμορφο μέρος που ακόμα δεν έχει αλλάξει. Κι όλο αυτό εντυπωσίασε τους ξένους πάρα πολύ».

Θυμάται μάλιστα πως οι παραλίες τότε δεν ήταν όλες προσβάσιμες. «Πηγαίναμε με λεωφορείο στον Πλατύ Γιαλό κι από εκεί βαρκάκια για την κάθε μία. Ακόμα κι αυτό ήταν μέρος μιας διαδικασίας που άρεσε στους ξένους πάρα πολύ: Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Ήταν ένα μέρος όλο αγνότητα».

«Ο κόσμος που γνώρισα εκεί ήταν άνθρωποι που ήταν ήδη σα να τους ήξερες», λέει. «Άνθρωποι στο ίδιο μήκος κύματος, όλοι εκεί για να περάσουν ωραία, να κάνουν τις διακοπές τους χωρίς πίεση ή έγνοια, και σε ένα περιβάλλον τόσο όμορφο, φιλόξενο και προσβάσιμο. Η ελευθεριότητα έκανε τον κόσμο να έρθει πιο κοντά», τονίζει. «Και φυσικά το ερωτικό στοιχείο, η ανοιχτοσύνη, η απουσία ταμπού, η ελευθερία – πριν το AIDS αυτό, γιατί μετά τα πράγματα κάπως άλλαξαν, στα μέσα των ‘80s».

«Ήταν μια ευφορία και μια ευδαιμονία που εγώ δεν την έχω ξαναζήσει. Τα 7-8 καλοκαίρια που πήγαινα συνέχεια, δεν τα ξεχάσω», λέει. «Η Μύκονος με έχει στιγματίσει».

«Η ΜΥΚΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ CASE STUDY ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΣΕ ΔΙΑΣΤΗΜΑ 30-40 ΕΤΩΝ»

«Πολλά μέρη στον κόσμο άλλαξαν λόγω μαζικού τουρισμού, και στη Μύκονο αυτό για κάποια χρόνια ήταν ανεξέλεγκτο, χωρίς κανένα μέτρο στο πώς αυτό το νησί αναπτύχθηκε», λέει. «Λυπάμαι, αλλά το καταλαβαίνω. Είναι κάτι που έχει γίνει κι αλλού», συνεχίζει μελαγχολικά.

Η μετάβαση αυτή από την αγνότητα και την ελευθερία των ‘70s στην μοντέρνα, μετά-90s lifestyle φασαρία, αποτυπώνεται και μες στο φιλμ με μια σκηνή-συλλογικό ξεφύσημα, όπου είναι σαν όλοι οι χαρακτήρες-αφηγητές του ντοκιμαντέρ να μελαγχολούν για κάτι αγνό που χάθηκε.

Το να επισκέπεται ξανά τη Μύκονο σήμερα λοιπόν, με αφορμή το ντοκιμαντέρ, ήταν μια συναισθηματικά έντονη εμπειρία. «Περπατώντας και βλέποντας ξανά μέρη, γωνιές και κόσμο – τον Ζουγανέλη, τον Μπάμπη, τον Λουκά, ανθρώπους που τους θυμάμαι από τότε – είναι συγκλονιστικό», λέει συγκινημένος. «Κι αυτοί έχουν τις ιστορίες τους, έχουν δει όλη την αλλαγή όλα αυτά τα χρόνια».

«Θεωρώ πως η Μύκονος είναι case study για το πώς μεταλλάσσεται ένα μέρος μέσα σε ένα διάστημα 30-40 ετών, από ένα μέρος που ήταν προορισμός λίγων, σε ένα επί της ουσίας brand πλέον, που μιλάς στο εξωτερικό για Ελλάδα και σου λένε Mykonos

Όμως αυτή η επιστροφή τον βοήθησε να βρει ξανά τη Μύκονο των αναμνήσεών του – έστω και μέσα από παλιές φωτογραφίες ή γνώριμα πρόσωπο, ακόμα και δεκαετίες μετά. «Για το ντοκιμαντέρ είχαμε την τύχη να μιλήσουμε με διάφορους ανθρώπους. Ακόμα και με ανθρώπους που πήγανε τυχαία στη Μύκονο και μείνανε εκεί, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες κι είναι ακόμα εκεί», λέει.

Θυμάται κόσμο που είχε γνωρίσει τότε, και πως η ίδια η υφή της επικοινωνίας σήμαινε κάτι το διαφορετικό. «Έπαιρνες τη διεύθυνση ενός ανθρώπου που γνώριζες, έστελνες μια κάρτα, σου έστελνε μια κάρτα πίσω. “Πότε θα έρθεις;”. Πήγα Παρίσι για να δω φίλο που είχα γνωρίσει στη Μύκονο, μετά ερχόταν εκείνος στο σπίτι μου στην Αθήνα. Υπήρχε μια ανταλλαγή πολύ ενδιαφέρουσα. Υπήρχε μια σχέση που κράταγε για χρόνια», εξηγεί.

Μας λέει για δυο σουηδούς φίλους που είχε να τους δει από τότε. Είχαν γνωριστεί, του έστελναν φωτογραφίες. Πήγαιναν Μύκονο το ‘80, αλλά μετά από κάποια χρόνια σταμάτησαν να έρχονται και έτσι χαθήκανε μεταξύ τους. «Τώρα με το ντοκιμαντέρ κατάφερα και τους βρήκα, και μου έγραψαν ότι περιμένουν πώς και πώς να δουν την ταινία», λέει με χαμόγελο και συγκίνηση.

Τελικά, όπως φαίνεται και μέσα από το ντοκιμαντέρ Super Paradise, για τους ανθρώπους που ήταν τότε εκεί, η Μύκονος εκείνων των δεκαετιών μπορεί μέχρι ακόμα και σήμερα να αποτελεί απόδραση.

ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ

Ο Στιβ Κρικρής ξεφυλλίζει μαζί μας ένα άλμπουμ αναμνήσεων, μέσα από φωτό φίλων, συνεργατών, ανθρώπων που εμφανίζονται στο Super Paradise, αλλά και του ίδιου.

Στο Pierro’s συνάντησα μια κατάσταση που με σόκαρε. Εγώ ήμουν ακόμα πιτσιρικάς, πήγαινα σχολείο, και είδα αυτό το κλαμπ μόνο με άντρες, χορεύανε οι πάντες, δεν το είχα ξαναδεί, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Μετά μιλώντας με φίλους κατάλαβα ότι ήταν γκέι κλαμπ. Υπήρχε μια τρομερή ελευθερία. Σιγά σιγά άρχισαν και τα ντραγκ σόου που τα οργάνωνε ένας Καρλίτο.

Όλο αυτό έφερε έναν νεωτερισμό, ήταν κάτι πάρα πολύ καινούριο. Ο Πιέρο Αβέρσα ήταν ένας άνθρωπος πολύ ανοιχτός, με διασυνδέσεις, πολύ αγαπητός – έτσι άρχισε να έρχεται κόσμος από παντού στον πλανήτη, για αυτό το συγκεκριμένο κλαμπ στη Μύκονο.

Ο Ανδρέας Κουτσούκος, που ήταν συνεργάτης του, λέει στην ταινία πως πήγαιναν τον χειμώνα στη Νέα Υόρκη για να φέρουν πίσω μουσικές – κι άκουγες έτσι μουσικές που δεν είχες ακούσει ποτέ. Designers, μόδιστροι, από Παρίσι και Ιταλία έρχονταν για διακοπές στη Μύκονο για να πάνε στο Pierro’s. Αυτό το μέρος άφησε εποχή και δημιούργησε ένα τρομερό buzz σε όλο τον κόσμο.

Ο Τόμας Φριτς έκανε τότε ταινίες στην Ελλάδα και είχε σπίτι στη Μύκονο. Ήταν μια μορφή που σημάδεψε τη Μύκονο. Και χάρη στο γεγονός ότι ήταν πολύ γνωστός για τις ταινίες του, έφερε κι αυτός πολύ κόσμο στο νησί.

Υπήρχαν αυτά τα βαρκάκια που παίρνανε κόσμο από τον Πλατύ Γιαλό και τους πήγαιναν στις παραλίες – Παράγκα, Paradise… Ήταν μια εμπειρία. Γνώριζε κόσμος έτσι. Έβλεπες κάποιον εκεί και μετά θα τους πετύχαινες ξανά κάπου το βράδυ, κι άρχιζε έτσι μια γνωριμία. Όλα γίνονταν σε συγκεκριμένα μέρη: Στο λεωφορείο, στα βαρκάκια, στα ταβερνάκια.

Ο Ζουγανέλης είναι ο άνθρωπος πίσω από τις 9 Μούσες, άφησε εποχή ακόμα και στην Αθήνα, θυμάμαι ουρές δύο τετράγωνα στην Ακαδημίας για να μπεις. Μεγάλη μορφή ο Ζουγανέλης.

Πολύ μυκονιάτικο ότι όλοι είμαστε έξω, όλοι σε πάρτυ στην παραλία, με φωτιές, με κιθάρες. Από το τίποτα γινόταν μια μάζωξη.

Μπίλι Μπο και Βαγγελιώ. Τρομερή φιγούρα της Μυκόνου, πορτιέρισα στο Pierro’s, bouncer, σερβιτόρα, πήγαινε για μουσικές στη Νέα Υόρκη, κάποια στιγμή πήγε Καναδά, ξαναγύρισε – μια άλλη ταινία είναι η ζωή της. Ο Μπίλι Μπο είναι γνωστός έλληνας σχεδιαστής, τα μαγαζιά του μοναδικά. Από τους πρώτους έλληνες που έκανε αυτό το τρομερό άνοιγμα στην Αμερική με το ταλέντο και με τη δουλειά του.

Στη Βεγγέρα πήγαινες το πρωί κι είχε μπουφέ με πρωινό. Γιαούρτι με μέλι, εξωτικά φρούτα, γαλλικά κρουασάν, χυμούς – εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αυτό, ήταν κάτι που δεν το έβρισκες πουθενά. Έτσι, όλοι μαζευόμασταν εκεί το πρωί κι από εκεί ξεκίναγε ο σχεδιασμός της μέρας. Σε ποια παραλία θα πας το βράδυ, τι θα κάνεις. Ήταν meeting point, καθώς και η όλη συζήτηση για το τι παίχτηκε το προηγούμενο βράδυ. Πού ήσουν, με ποια ήσουν, τι κόσμο γνώρισε, όλα.

[σσ. Στη κέντρο της φωτογραφίας βλέπουμε τον Σωκράτη Κόκκαλη!]

Ο Λουκάς έφερνε τα παρεό από το Μπαλί. Γνώρισε μια κοπέλα από την Αυστραλία που τον κάλεσε στο Μπαλί, είδε εκεί τα παρεό και αποφάσισε να τα φέρνει στη Μύκονο. Πήγαινε κάθε χειμώνα, έβρισκε, έφερνε.

Έπρεπε να ντυθείς κάπως για να βρεις το βράδυ. Κάναμε ένα τόλμημα. Να είμαστε… κάπως. Και το έκαναν όλοι! Ξεκίναγες από ένα μέρος κι έκανες την περιμετρική. Έπαιρνες όλα τα μαγαζιά μέχρι το πρωί και πήγαινες από το ένα στο άλλο. Είτε το έκανες με παρέα, είτε μόνος σου κι έβρισκαν κάποιον και σε παρέσερνε στο επόμενο μέρος… Αυτό γινόταν κάθε βράδυ κι έτσι γνώριζες νέο κόσμο.

Στη Μύκονο κάθε μέρα, ήταν μια γιορτή.

Info:

Το Super Paradise του Στιβ Κρικρή έκανε πρεμιέρα στο 27ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα