“Judy”: H Ρενέ Ζελβέγκερ είναι το μεγάλο οσκαρικό φαβορί με τη βιογραφία της Τζούντι Γκάρλαντ
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα η Ρενέ Ζελβέγκερ τραγουδά στη σκηνή με το “Judy” και ο Βέρνερ Χέρτσογκ επιστρέφει με την λανθιμοειδή “Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.”.
- 24 Οκτωβρίου 2019 06:43
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Τζούντι
*****
(“Judy”, Ρούπερτ Γκουλντ, 1ω58λ)
Καστ: Ρενέ Ζελβέγκερ, Τζέσι Μπάκλεϊ, Φιν Γουίτροκ, Ρούφους Σιούελ
Βιογραφικό φιλμ για την τελευταίο περίοδο της καριέρας της Τζούντι Γκάρλαντ, βασισμένο σε ένα θεατρικό που, στο πολύ μικρότερό του αφηγηματικό βεληνηκές και αφοσιωμένο μόλις σε 2-3 χαρακτήρες, ακούγεται στην πραγματικότητα πολύ ενδιαφέρον. Στην κινηματογραφική του απόδοση ωστόσο, κάθε διάσταση πειραματισμού ή στυλ κατά κύριο λόγο χάνεται, καθώς αυτό που τελικά παρουσιάζεται στην οθόνη είναι μια παντελώς συμβατική βιογραφική ταινία, από αυτές που έχοντας δει πια τόσες (και τόσο κλισέ στην κατασκευή τους) θα μπορούσε κανείς να προβλέψει κάθε δραματική στροφή ακόμα κι αν δεν αφορούσε η ιστορία ένα πραγματικό πρόσωπο.
Η έλλειψη πρωτοτυπίας δεν μεταφράζεται και σε έλλειψη ενδιαφέροντος ωστόσο. Πρώτα και κύρια, η ίδια η Ρενέ Ζελβέγκερ, ηθοποιός που πλέον εμφανίζεται πολύ σποραδικά στην οθόνη, η οποία ενσαρκώνει τη θρυλική Γκάρλαντ χρησιμοποιώντας κάθε λογής μανερισμό, αλλά και σωματικότητα, φροντίζοντας η Τζούντι της να είναι μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική περσόνα κι όχι μόνο μια συλλογή από αναγνωρίσιμα τικ. Είναι μια γυναίκα πληγωμένη, που κουβαλά μια διαρκή αίσθηση αδικίας και απορίας (πού πήγε όλη η φήμη, η αγάπη, η πίστη στο πρόσωπό της;), αλλά και η οποία πέρα από τον εύθραυστο (στα όρια της μόνιμης ρωγμής) χαρακτήρα της, μοιάζει ικανή να συνθέσει ανά πάσα στιγμή, στο φτερό, μια ερμηνεία και μια εμφάνιση απόλυτα ιδιοφυή και καθηλωτική.
Η Ζελβέγκερ είναι η προφανής δύναμη του φιλμ, όπως πολύ συχνά δυστυχώς γίνεται, με βιογραφικά φιλμ που καταλήγουν ερμηνευτικά οχήματα για τους σταρ τους. Δεν είναι πως δεν προσπαθεί ο Τομ Ετζ στο σενάριο να προσφέρει μια κάποια οπτική. Τοποθετεί την ιστορία στην απόλυτη Δύση της καριέρας (και της ζωής) της Γκάρλαντ, θέλοντας να προσφέρει μια ματιά στην ολοκλήρωσή της ως άνθρωπο, για το ποια είναι ως μητέρα, ως εραστής, ως κορίτσι, πίσω από το προσωπείο της φήμης της. Σε αυτό το σκοπό χρησιμοποιεί και μερικά φλάσμπακς στην Γκάρλαντ της εποχής του “Μάγου του Οζ” και του πώς το στουντιακό σύστημα την χρησιμοποίησε λίγο ως πολύ σαν ζωντανή κούκλα παρά ως άνθρωπο. (Οι σκηνές αυτές είναι επαναλαμβανόμενες, αλλά παραμένουν από τα πιο δυνατά στοιχεία του φιλμ.) Όμως η προσπάθεια να χωρέσουν αρκετές διαφορετικές προσεγγίσεις τις αφήνει όλες ανολοκλήρωτες και τελικά το “Judy” μοιάζει περισσότερο σαν αρχικό draft με τις προτάσεις για το Τι Θέλουμε Να Πούμε Μέσα Από Αυτή Την Ιστορία, παρά με ένα κάποιο ολοκληρωμένο όραμα.
Δεν πειράζει πάρα πολύ- παραμένει μια τρυφερή ταινία με μια πολύ δυνατή ερμηνεία στο κέντρο της, αλλά προβληματικά ασχημάτιστη στην ουσία της. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία τέτοια περίπτωση αυτή τη στιγμή στις αίθουσες. Σε κάθε περίπτωση, θα την ξαναβρούμε μπροστά μας- στα φετινά Όσκαρ, για τα οποία η Ζελβέγκερ μοιάζει ήδη με το πιο δυνατό φαβορί.
Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.
*****
(“Family Romance, LLC”, Βέρνερ Χέρτσογκ, 1ω29λ)
Καστ: Μαχίρο Τανιμότο, Ισι Γιουίτσι
Ένας άντρας προσλαμβάνεται να υποδυθεί τον αγνοούμενο πατέρα ενός 12χρονου κοριτσιού, αλλά δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό ενοικιαζόμενης ευτυχίας. Σε αυτή την εταιρεία (που μας θυμίζει κάτι από τις “Άλπεις” των Λάνθιμου-Φιλίππου) στη σημερινή Ιαπωνία, ηθοποιοί αναλαμβάνουν τους αληθινούς ρόλους συγγενών που δεν είναι πια εδώ. Ο Βέρνερ Χέρτσογκ, ένας από τους αυθεντικούς άφοβους τρελούς που έχουν απομείνει στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο, προσεγγίζει το αντικείμενό του με ένα ντοκιμαντερίστικο στυλ που από τη μία είναι μεν αισθητικά άσχημο και τεχνικά πρόχειρο, όμως καταρρίπτει τόσο απόλυτα το όριο ανάμεσα στην προσποίηση και την αλήθεια, που καταλήγει απόλυτα συμβατό με την ιστορία του. (Η οποία είναι μεν βασισμένη σε αληθινές πρακτικές, αλλά δεν είναι ντοκιμαντέρ. Όχι πως έχει τελικά διαφορά- έτσι κι αλλιώς κι ο Χέρτσογκ προσλαμβάνει ηθοποιούς για να προσομοιώσει αληθινά συναισθήματα, όπως κάνουν και τα αντικείμενα της ταινίας του.)
Η ταινία σε πολλά σημεία μοιάζει -και είναι- εντελώς ωμή, άγρια, στα όρια του ερασιτεχνισμού, ειδικά όταν μιλάμε για καθαρά τεχνικά στοιχεία (ο ήχος κατά τόπους μοιάζει να έχει προέλθει από επεξεργασία φοιτητικού φιλμ) ή και για κάποιες αδούλευτες ερμηνείες. Όμως η ματιά του Χέρτσογκ ζωντανεύει καθώς επιχειρεί να μιλήσει για τα επίπεδα που διαχωρίζουν την αλήθεια από το φαίνεσθαι, κι από την αναζήτηση του πραγματικού μέσα σε ένα περιβάλλον κατασκευασμένο. Η πιο συναρπαστική σκηνή είναι στο λόμπι ενός ξενοδοχείου όπου οι ήρωες παρατηρούν μηχανικά ψάρια σε ενυδρείο έχοντας εξυπηρετηθεί από μηχανικούς ανθρώπους. Ο Χέρτσογκ αναζητά την πραγματικότητα της επικοινωνίας και την ψυχή, με τους πιο ευθείς τρόπους (τεχνικά και αισθητικά). Δεν είναι ακριβώς ταινία- είναι ένα πρότζεκτ αναζήτησης, και σαν εμπειρία διατηρεί μεγάλο ενδιαφέρον.
Επίσης κυκλοφορούν
Η Μάχη της Επικράτησης
*****
(“The Current War”, Αλφόνσο Γκόμεζ-Ρεχόν, 1ω40λ)
Βιογραφικό δράμα για τη μάχη ανάμεσα στον Τόμας Έντισον και τον Τζορτζ Ουέστινγκχαους για το ποιού το ηλεκτρικό σύστημα θα επικρατούσε δίνοντας ρεύμα στον σημερινό μας, σύγχρονο κόσμο. Ξεκάθαρο μελλοντικό πουλέν της ‘Αυτό Κάποτε Θα Πήγαινε Για Όσκαρ’ κατηγορίας, με Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και Μάικλ Σάνον να τα δίνουν όλα (ο Μάικλ Σάνον, έστω, δίνει αρκετά) πιστεύοντας πως υπάρχει οσκαρική υποψηφιότητα στο μέλλον τους. Η δραματοποίηση των γεγονότων γίνεται όμως με τελείως ελλιπή τρόπο, μην έχοντας ποτέ αρκετή συναίσθηση τόπου, χρόνου ή βαρύτητας. Ο Γκόμεζ-Ρεχόν (του ίντι χιτ “Εγώ, ο Ερλ και το κορίτσι που πεθαίνει”) απλώνει τη βιρτουοζιτέ του στο πανί σε ρεσιτάλ εντυπωσιασμού που δεν προσφέρει στην ουσία κάποια πρόταση ή ματιά, την ώρα που χαρακτήρες έρχονται και φεύγουν και η κόντρα των πρωταγωνιστών κορυφώνεται αργόσυρτα αλλά -περιέργως- τόσο και βιαστικά.
Η ταινία βασανίστηκε, μένοντας στο ράφι για πάνω από 2 χρόνια- μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Τορόντο το 2017, οι κατηγορίες εναντίον του Χάρβεϊ Γουάινστιν είχαν τη “Μάχη” ως παράπλευρη απώλεια. Όσο ο διανομέας που ‘κληρονόμησε’ το φιλμ ετοιμαζόταν να το προγραμματίσει για καθυστερημένη παγκόσμια κυκλοφορία, ο σκηνοθέτης ανακάλυψε πως το αρχικό συμβόλαιο διέθετε μια παράγραφο που έδινε στον Μάρτιν Σκορσέζε τελικό cut. (O Γκόμεζ-Ρεχόν έχει μαθητεύσει δίπλα στον Σκορσέζε.) Τον έπεισε να το εξασκήσει, και μαζεύοντας ένα επιπλέον εκατομμύριο δολάρια, μπόρεσε να γυρίσει πέντε επιπλέον σκηνές και να κόψει δέκα λεπτά από την αρχική διάρκεια του φιλμ, το οποίο προφανώς είχε περιλάβει ο διαβόητος Γουάινστιν πετσοκόβοντάς το. Έτσι, με 2 χρόνια καθυστέρηση, η εκδοχή που βλέπουμε στις αίθουσες είναι επισήμως το director’s cut του Γκόμεζ-Ρεχόν. Δεν ξέρω, όλα αυτά θα έκαναν μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ταινία από την ίδια τη “Μάχη της Επικράτησης”.
Κρατικά Μυστικά (“Official Secrets”, Γκάβιν Χουντ, 1ω52λ). Κατασκοπικό δράμα διαδικασίας, βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Πρωταγωνιστεί η Κίρα Νάιτλι και σκηνοθετεί ο Γκάβιν Χουντ του “Eye in the Sky” και του “X-Men Origins: Wolverine”.
3 Δευτερόλεπτα (“The Informer”, Αντρέα ΝτιΣτέφανο, 1ω53λ). Κλάιβ Όουεν, Ρόζαμουντ Πάικ, Άνα ντε Αρμάς σε αγγλική περιπέτεια για πρώην πεζοναύτη που φυλακίζεται και καταλήγει να βρεθεί ανάμεσα στο FBI και τη μαφία.
Αντίστροφη Μέτρηση (“Countdown”, Τζάστιν Ντεκ, 1ω30λ). Ταινία τρόμου με φονικό app που μετρά αντίστροφα μέχρι τον θάνατο.
Η Εικόνα που Έχασες (“The Image You Missed”, Ντόναλ Φόρμαν, 1ω14λ). Πειραματικό δοκιμιακό ντοκιμαντέρ για έναν άντρα που προσπαθεί να ανακαλύψει τι τον ενώνει με τον πατέρα του, μέσα από τις εικόνες και τις ταινίες που εκείνος άφησε πίσω.
Γέτι: Ο Χιονάνθρωπος των Ιμαλαϊων (“Abominable”, Τζιλ Κάλτον, Τοντ Γούαιλντερμαν, 1ω37λ). Ψηφιακό φιλμ κινουμένων σχεδίων για τη φιλία ενός κοριτσιού με ένα νεαρό Γέτι.