Κάννες 2019: Ο θρυλικός Τέρενς Μάλικ επιστρέφει στον δρόμο των Όσκαρ με το “Hidden Life”

Κάννες 2019: Ο θρυλικός Τέρενς Μάλικ επιστρέφει στον δρόμο των Όσκαρ με το “Hidden Life”
Hidden Life

Ο θρυλικός σκηνοθέτης Τέρενς Μάλικ επιστρέφει στις Κάννες και στον δρόμο των Όσκαρ με την αληθινή ιστορία του “Hidden Life”, μια ταινία που ετοιμάζει 3-4 χρόνια τώρα και η οποία θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από την Odeon.

Ήταν ένα 24ωρο σαν κάποιο από αυτά τα νοκ άουτ παιχνίδια Μουντιάλ ή Τσάμπιονς Λιγκ που παίζουν αντίπαλες δυο ομάδες με πολλαπλές κατακτήσεις και όλα τα βλέμματα είναι εκεί στραμμένα αναγκαστικά.

Το ένα βράδυ είδαμε τον Τέρενς Μάλικ να επιστρέφει στις Κάννες με το “A Hidden Life”, ύστερα από τον Χρυσό Φοίνικα που κέρδισε με το “Δέντρο της Ζωής” το 2011. Το επόμενο, είδαμε τους μόνιμους προσκεκλημένους του Φεστιβάλ, τους Βέλγους αδερφούς Νταρντέν, να επιστρέφουν με τον “Νεαρό Άχμεντ”, έχοντας προηγουμένως μπει στο κλαμπ των εκλεκτών που έχουν κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα δύο φορές.

Αν και το κάθε όνομα κουβαλά τη δική του ιστορία, οι διαδρομές είναι εντελώς διαφορετικές. Οι Νταρντέν υπηρετούν ένα λιτό σινεμά, άμεσο, ρεαλιστικό, χαρακτήρων σε αναγνωρίσιμες κοινωνικές συνθήκες, με την ακολουθία της φιλμογραφίας τους να κινείται με συνέπεια από ήρωα σε ήρωα, διαγράφοντας μια σχετική ευθεία.

Την ίδια ώρα, ο Τέρενς Μάλικ, που κάποτε του έπαιρνε δεκαετίες για να περάσει από τη μία ταινία του στην επόμενη (από τις “Μέρες Ευτυχίας” ως τη “Λεπτή Κόκκινη Γραμμή” πέρασαν κυριολεκτικά 20 χρόνια), έχει ανακαλύψει στη διάρκεια των ‘10ς μια εντελώς διαφορετική γλώσσα κινηματογραφικής έκφρασης και πεδίου ανεξάντλητου πειραματισμού για τον ίδιο, γυρίζοντας 6 ταινίες σε 8 χρόνια, και των οποίων οι αφηγηματικοί ιστοί ολοένα και χαλαρώνουν. Ως το προπέρσινο “Song to Song”, ο Μάλικ είχε αφεθεί πλήρως στην αριστερόχειρη γραφή του, κερδίζοντας ορκισμένους ακόλουθους (στους οποίους προσωπικά συγκαταλέγομαι) αλλά και ταυτόχρονα αποξενώνοντας τεράστιο κομμάτι του κοινού.

Πώς μπορεί να μοιάζει μια ταυτόχρονη επιστροφή αυτών των δύο (τριών, τυπικά) σκηνοθετών στο Διαγωνιστικό πρόγραμμα της ίδιας χρονιάς;

Με ένα περίεργο τρόπο, η άφιξή τους εδώ, φέτος, έγινε και στις δύο περιπτώσεις με κάτι σαν απρόσμενη στροφή.

Ο Τέρενς Μάλικ ήρθε με το “Hidden Life” (υποθέτω, “Κρυφή Ζωή”; σε κάθε περίπτωση η ταινία θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από την Odeon), μια ταινία που ετοιμάζει 3-4 χρόνια τώρα, βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός αυστριακού αντιρρησία συνείδησης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που αρνείται να πολεμήσει για τους Ναζί κι ως συνέπεια φυλακίζεται. Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του ίδιου και τη σχέση του με τη γυναίκα του μέσα από τα γράμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους για δύο χρόνια. Το ζευγάρι παίζουν οι Άγκουστ Ντιλ και Βάλερι Πάχνερ, με τους οποίους μιλήσαμε μάλιστα και για την πολύ συναρπαστική δημιουργική διαδικασία του Μάλικ, και οι οποίοι αναπτύσσουν ένα αληθινά παθιασμένο δεσμό στην οθόνη παρότι απομακρυσμένοι για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.

Ο Μάλικ μέσα από τους λυρικούς και παθιασμένους, αγωνιώδεις μονολόγους και τις σκέψεις των δύο ηρώων του συνεχίζει να αναζητά το θεό αυτή τη φορά με μεγαλύτερη ένταση και πιο προφανή τρόπο από ποτέ, συνδέοντας την πίστη με τη σχέση μας με τη φύση, με την απλότητα ζωής, με τις σιωπές, εν ολίγοις με την αγνότητα. Πάντοτε εκεί βρισκόταν η μεγάλη του αλήθεια, στον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ανθρώπινη ύπαρξη με την αναγκαιότητα της σχέσης μας με τη φύση, αλλά εδώ εκμεταλλευόμενος κάποιες στρογγυλεμένες και βολικά κατασκευασμένες αφηγήσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γέρνει επικίνδυνα προς την ευθεία διδαχή- φτάνοντας μέχρι το σήμερα, και τις εμφανείς παραλλήλους με την άνοδο ρητορικών μίσους.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το πώς επιστρέφει σε κάτι σαν πιο συμβατικά δομημένο σενάριο (η ιστορία που αφηγείται είναι συγκεκριμένη και λίγο ως πολύ πρέπει οι χαρακτήρες να την υπηρετήσουν) αλλά συνεχίζοντας να υιοθετεί το στυλ της αφηγηματικά αφηρημένης περιόδου του. (Σε ταινίες σαν το “Song to Song”, η ταινία, η πλοκή κι οι χαρακτήρες της πρακτικά σχηματίστηκαν επί τόπου, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.) Η κάμερα κινείται ελεύθερα, αν και ποτέ με τη χάρη με την οποία την κουβαλούσε ο θρυλικός Εμάνουελ Λουμπέζκι (διευθυντής φωτογραφίας με 3 συνεχόμενα Όσκαρ, έχει κάνει από “Gravity” μέχρι “Δέντρο της Ζωής”) ο οποίος είχε την ικανότητα να πει μια ιστορία με κάθε του καδράρισμα.

Το τελικό αποτέλεσμα έχει οπωσδήποτε μεγάλο ενδιαφέρον, είναι σίγουρα η πιο προσβάσιμη ταινία του Μάλικ της τρέχουσας δεκαετίας, και υποπτεύομαι πως μπορεί ακόμα και να τον φέρει ξανά στον δρόμο των Όσκαρ. (Η Fox Searchlight, που πάντα παίζει έντεχνα το οσκαρικό παιχνίδι, αγόρασε την ταινία για $14 εκατομμύρια, πολύ μεγάλο ποσό για τα δεδομένα του σταθερά αντι-εμπορικού Μάλικ.) Η αφήγηση είναι έτοιμη: “Ο Μάλικ επέστρεψε!” θα γραφτεί παντού, διθυραμβικά. Απλά είναι κρίμα, και είναι απλουστευτικό, γιατί ο Μάλικ πάντα εδώ ήταν κάνοντας τολμηρό σινεμά του οποίου το “Hidden Life” είναι ένα απόσταγμα.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μάλικ κυριολεκτικά όντως επέστρεψε υπό μία έννοια: Ο σκηνοθέτης που κατά κανόνα αποφεύγει τις πολλές εμφανίσεις, ήρθε στην αίθουσα Λουμιέρ για την πρεμιέρα της ταινίας, κερδίζοντας ένα τεράστιο standing ovation.

Είναι κι αυτό από τις σοβαρές πιθανότητες για κάποιο βραβείο.

Αντίθετα, θα σοκαριστώ αν διακριθεί και φέτος το δίδυμο των Βέλγων auteurs, που επίσης επέστρεψαν με κάτι σαν ελαφρά αποχώρηση για το σινεμά τους. Οι αδερφοί Νταρντέν ήρθαν με το “Young Ahmed” (διανομή Seven για Ελλάδα), για έναν έφηβο μουσουλμάνο που το βάζει σκοπό να σκοτώσει τη δασκάλα του έπειτα από μια εξτρεμιστική ανάγνωση του Κορανίου.

H ταινία, σε ένα συντομότατο χρονικό πλαίσιο των 80-κάτι λεπτών, δεν επιχειρεί καν να αναπτύξει το οποιοδήποτε πλαίσιο για το αδιανόητα καυτό και πολυεπίπεδο θέμα που προσεγγίζει. Ο Άχμεντ δεν έχει υπόσταση ως χαρακτήρας ούτε πριν, ούτε μετά την περιφερειακά αναφερόμενη “μεταστροφή” του. Δεν υπάρχουν κοινωνικά ή προσωπικά στοιχεία που τροφοδοτούν την πεποίθηση και την εμμονή του, κάνοντάς τον μια φιγούρα αθέλητα (υποθέτω πάντα!) σχεδόν συγγενική ως προς έναν κάποιον Μάικλ Μάγιερς.

Οι Νταρντέν, εμφανώς απομακρυσμένοι από το πεδίο ενδιαφέροντος και από την αλήθεια τους, φαίνονται αμήχανοι απέναντι στο θέμα τους, το οποίο οριακά -τελικά- δεν αγγίζουν ποτέ. Η ταινία απλώς υφίσταται, ως μια σειρά αμήχανων εικόνων. Η αισθητική και ο ρυθμός των Νταρντέν στην υπηρεσία μιας ιστορίας -να τολμήσω να υποθέσω;- εμπνευσμένης από άρθρα και τίτλους εφημερίδων παρά της όποιας προσωπικής εμπειρίας, καταλήγει σε κάτι το κινηματογραφικά πλήρως μετέωρο.

Η ώρα του Ταραντίνο

Απουσίας κάποια μεγάλης έκπληξης (που φυσικά πάντα ενδέχεται να γίνει την τελευταία στιγμή), απόψε θα έχουμε την τελευταία αληθινά τεράστια πρεμιέρα των φετινών Καννών, το “Once Upon a Time… in Hollywood” (“Κάποτε… στο Χόλιγουντ”) του Κουέντιν Ταραντίνο, με τους Μπραντ Πιτ, Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και Μάργκο Ρόμπι. Καταλαβαίνει κανείς πόσο φλογισμένα αναμενόμενη είναι η πρεμιέρα, με την ταινία να ακολουθεί σύντομα την κυκλοφορία της στις αίθουσες. Στην Ελλάδα θα τη δούμε μες στο καλοκαίρι σε διανομή Feelgood, αλλά ως τότε θα έχουμε πάρα πολλά να πούμε για την ταινία- μείνετε συντονισμένοι εδώ για περισσότερα τις επόμενες μέρες.

Έρχονται οι Άθλιοι

Το “Les Miserables” (“Οι Άθλιοι”) του Λατζ Λι για το οποίο σας γράφαμε πίσω στην δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ, για μια εξέγερση στα φτωχά προάστια του Παρισιού, αγοράστηκε και για την Ελλάδα (από τη Seven) παίρνοντας έτσι και ντόπια διανομή, για έναν τίτλο που μοσχοπουλιέται παγκοσμίως αυτή τη στιγμή. Γράφαμε στο πρώτο μας εκείνο report πως ο νεαρός σκηνοθέτης μοιάζει πανέτοιμος για να γυρίσει κάτι στην Αμερική *αύριο*, και η αγορά μοιάζει να συμφωνεί. Μένει να δούμε αν θα πάρει και κάποιο βραβείο- αν και ειλικρινά, η συγκεκριμένη ταινία δεν πιστεύω πως θα το χρειαστεί για να φέρει τα μάτια πάνω της.

Περισσότερα για τις ταινίες του φετινού Φεστιβάλ που έχουν αγοραστεί και που αναμένουμε στις ελληνικές αίθουσες, θα έχουμε να πούμε τις επόμενες μέρες καθώς πλησιάζει στο τέλος του το Φεστιβάλ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα