Κάννες 2019: Οι εξεγέρσεις στο Παρίσι κι ένα οργισμένο, φουτουριστικό γουέστερν από τη Βραζιλία
Το Φεστιβάλ είναι στην πρώτη του μέρα, τα μεγάλα ονόματα (τύπου Ταραντίνο, Αλμοδόβαρ, Νταρντέν) αργούν ακόμα, όμως ακόμα και μέσα από ένα δίδυμο ταινιών-ερωτηματικά, έχουμε ήδη αρκετές συζητήσεις και κόντρες στην Κρουαζέτ.
- 16 Μαΐου 2019 16:40
Μια γαλλική κοινωνική περιπέτεια που αναπόφευκτα θα φέρει πολύ στο νου το “Μίσος” εκτοξεύει ήδη τον σκηνοθέτη της προς Αμερική, ενώ ένα παρανοϊκό μιξάρισμα ειδών από τη Βραζιλία μας φέρνει την πρώτη “τη μισείς ή τη λατρεύεις” ταινία των φετινών Καννών.
Στους “Άθλιους” του Λατζ Λι (“Les Miserables”, η ταινία αναζητά διανομή και δε θα μου προξενούσε την παραμικρή εντύπωση αν σύντομα τη δούμε στο Netflix) ο Στεφάν έχει μόλις γίνει μέλος της ομάδας κρούσης της αστυνομίας που αναλαμβάνει τις δύσκολες υποθέσεις του δρόμου, στο Μονφερμέιγ, στα φτωχά προάστια του Παρισιού όπου οι συμμορίες ελέγχουν την περιοχή- στην οποία διαδραματίζεται μέρος του βιβλίου του Ουγκώ. Ακολουθώντας την πρώτη του μέρα στη δουλειά, και χαρτογραφώντας την περιοχή συστήνοντάς μας μία-μία τις συμμορίες, τις κοινωνικές ομάδες και τους κυριότερους χαρακτήρες της περιοχής, ο Λι ακτινογραφεί έναν κοινωνικό μηχανισμό σε απόλυτη εξαφάνιση, με περιστατικό-καταλύτη τον πυροβολισμό ενός παιδιού από συνάδελφο του Στεφάν, το οποίο καταγράφει μια κάμερα. Ακούγεται γνώριμο;
Η ομάδα κρούσης αποτελείται από έναν Πάρα Πολύ Ρατσιστή Λευκό Αστυνομικό, έναν ελαφρώς πιο ανθρώπινο αλλά και πάλι σκληρό συνάδελφο, και τον καινούριο που περνά όλη την ταινία κοιτάζοντας ενοχλημένος και απορημένος τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ομάδα του. Μου θύμισε τη σειρά “The Shield” αν αυτή λειτουργούσε στον κόσμο του “The Wire”, με λίγο από “Μίσος” και “Ημέρα Εκπαίδευσης” (και την τρίτη πράξη του “Μόνος στο Σπίτι”, και όχι, δεν κάν πλάκα). Οι αναφορές του Λι, που στο δημιουργικό του background έχει πολυετή συνεργασία με την κολεκτίβα Kourtrajme του Ρομέν Γαβράς, είναι αρκετά αμερικάνικες, σε σημείο που παρότι οι “Άθλιοι” είναι το ντεμπούτο του, μπορείς να τον δεις αύριο κιόλας να δουλεύει στο Χόλιγουντ.
Με τα καλά του και με τα κακά του μαζί, πάει αυτός ο χαρακτηρισμός- η ταινία, παρότι μπορεί κανείς να διακρίνει σε αυτή την αυθεντικότητα που προέρχεται από έναν δημιουργό που έχει ζήσει την περιοχή, τους κατοίκους, και τη βία της, πέφτει διαρκώς από τη μία ευκολία στην άλλη. Η αυθεντικότητα υποσκάπτεται από τη σχηματικότητα και, σε κρίσιμα σημεία, η ταινία δεν κάνει το ένα παραπάνω βήμα προς κάτι αληθινά επιθετικό, παρότι εμπνευσμένη ευθέως από τις εξεγέρσεις των προαστίων του 2005. Η αληθινή ζωή βρίσκεται παντού στην ταινία, από το αποθεωτικό άνοιγμα, με γάλλους κάθε χρώματος και κοινωνικής τάξης να πανηγυρίζουν για το Παγκόσμιο Κύπελλο (στις πλάτες, φυσικά, μιας ομάδας ταλέντων κυρίως από παιδιά μεταναστών), ως την αναπόφευκτη έκρηξη της βίας, εμπνευσμένη από τα αληθινά περιστατικά του ‘05 τα οποία ο Λι είχε καταγράψει σε παλιότερο ντοκιμαντέρ του. Στην πορεία, πολλοί μηχανισμοί μοιάζουν μάλλον κατασκευασμένοι.
Η πιο μεγάλη μου ένσταση αφορά την οπτική γωνία, καθώς η ταινία παρότι μοιράζει τη ματιά της σε όλη την περιοχή, καταγράφοντας εντάσεις, διαπραγματεύσεις και εύθραστες συμμαχίες υπό την εκκωφαντική απουσία κρατικών μηχανισμών και πρόνοιας, το κάνει μέσα κυρίως από τα μάτια του αστυνομικού. Αυτό, κατ’ανάγκη, χαρακτηρίζει όλο το φιλμ. Θα ήταν σίγουρα πιο ενδιαφέρον, και ίσως πιο χρήσιμο, αν η κεντρική οπτική ματιά ανήκε στα κατατρεγμένα παιδιά, τα οποία όλος αυτός ο φθαρμένος κοινωνικός ιστός έχει προδόσει κι απογοητεύσει- έτσι θα απογειωνόταν και η τρομερά δυνατή τρίτη πράξη του φιλμ.
Η οπτική γωνία μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά σε τέτοια εγχειρήματα. Λίγες ώρες μετά τους “Άθλιους” παρακολουθήσαμε την πρώτη αληθινά παράξενη ταινία του φετινού Φεστιβάλ, το βραζιαλιάνικο φουτουριστικό slasher γουέστερν(!) “Bacurau” (διανομή στην Ελλάδα από την Seven Film). Στο “Bacurau” βρισκόμαστε σε ένα μέλλον που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το παρόν, σε ένα μικρό χωριό στη Βραζιλιάνικη ήπειρο το οποίο θρηνεί το χαμό της Μητέρας Καρμελίτα, ετών 94. Εντελώς συμβολικά, λίγες μέρες μετά το θάνατό της, οι κάτοικοι του χωριού αρχίζουν να παρατηρούν πως η κοινότητά τους εξαφανίζεται από τους χάρτες.
Οι σκηνοθέτες Κλέμπερ Μεντόζα Φίλιο (του δυνατού “Aquarius”) και Ζουλιάνο Ντορνέγιες στήνουν μια οριακά απερίγραπτη μίξη σπαγγέτι γουέστερν εικονογραφίας, slasher επιρροών από Τζον Κάρπεντερ, μετα-αποκαλυπτικού sci-fi, old school βραζιλιάνικου σινεμά παρανόμων, και κοινωνικού σινεμά, αφηγούμενοι μια ιστορία βίαιης αφομοίωσης, ενός μικρού παραδοσιακού χωριού που καταπίνεται από τις ορέξεις μιας αδηφάγας λαίλαπας που συνδυάζει οπισθοδρομικές οπτικές και σύγχρονα όπλα. Είναι καουμπόηδες και Ινδιάνοι, δίχως ούτε στιγμή να αμφιβάλει κανείς ποιοι είναι οι (γκρίζοι, έστω) ήρωες- η οργή του φιλμ, δικαίως, ξεχειλίζει.
Το ζήτημα της οπτικής είναι ενδιαφέρον: Εδώ δεν υπάρχει κανένας παραδοσιακά κεντρικός ήρωας που να κουβαλά την αφήγηση, υπάρχει η ψυχή μιας συλλογικότητας. Σκληρόπετσοι χωρικοί, γιατροί με παραισθησιογόνες ουσίες, ενσαρκωμένοι λαϊκοί μύθοι ανάμεσα στον απλό λαό, στήνουν ανάχωμα ως “το τελευταίο χωριό που αντιστέκεται” απέναντι σε δυνάμεις οπλισμένες ως τα δόντια, UFO, και ξεπουλημένους χαρτογιακάδες πολιτικούς. Η ταινία είναι γυρισμένη σε βορειοανατολική περιοχή της βραζιλιάνικης υπαίθρου με μεγάλη παρουσία στην καλλιτεχνική παράδοση της χώρας, από τη λογοτεχνία ως το σινεμά (βλέπε “Κεντρικός Σταθμός” του Βάλτερ Σάλες) αλλά δοσμένη και χρωματισμένη ως κάτι πολύ πιο κοντά στη φύση, στις ρίζες, την ίδια στιγμή που μοιάζει και πολύ πιο σημερινή, γεμάτη γκάτζετ και viral βίντεο να παίζουν 24/7. Με τον ίδιο ίσως τρόπο που οι θεματικές περί βίας, ταυτότητας και αντίστασης που εξερευνά, να μοιάζουν διαχρονικές και παγκόσμιες, αλλά να αποκτούν νέα οξύτητα τη στιγμή της εκλογής ενός πολιτικού σαν τον Μπολσονάρο.
Οι σκηνοθέτες κινηματογραφούν με καθαρή Panavision αισθητική κάδρου, δίνοντας χώρο στις συνθέσεις τους να αγγίξουν το επικό, και ειδικά όταν επιστρέφουν στο χωριό και τους χωρικούς, πετυχαίνουν κάτι που φλερτάρει με το εβληματικό. Είναι πολλές οι φορές που είτε η αισθητική είτε το στήσιμο των σκηνών τους προδίδει, καθώς συχνά το αποτέλεσμα μοιάζει άτσαλα στημένο ή άψυχο, όμως όταν ένα πλάσμα τόσο φιλόδοξο όσο αυτό το κατασκεύασμα, λειτουργού, τότε λειτουργεί σε ένα τρομερό επίπεδο διασκέδασης και μοναδικότητας- όπως στην φοβερή τρίτη πράξη του αναπόφευκτου μακελειού.
Κι αν για τους “Άθλιους” οι αντιδράσεις κινούνται λίγο ως πολύ μέσα σε ένα κάπως συγκεκριμένο πλαίσιο αναγνώσεων και εκτιμήσεων, για το “Bacurau” τα πρώτα σχόλια βρίσκονται παντού. Αυτό που ενώνει ωστόσο αυτές τις δύο παντελώς διαφορετικής αισθητικής, προσέγγισης, διάθεσης και φιλοδοξίας ταινίας, είναι πως αποτελούν τη δουλειά χρόνων των δημιουργών τους, που είπαν αυθεντικά τοπικές ιστορίες με χαρακτήρα και προσωπική γνώση και έγνοια. Δε θα με εξέπληττε αν κάποια εκ των δύο έφτανε μέχρι και κάποιο βραβείο.
***
Μια ερώτηση στον Κλέμπερ Μεντόζα Φίλιο
Με όλα τα κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα, η ταινία εξερευνά έννοιες της ταυτότητας: Ποιοι είμαστε “εμείς”, ποιος είναι ο “άλλος”; Διαρκώς, οι γραμμές θολώνουν: Μεταξύ καλού και κακού, ντόπιου και ξένου…
Κάποια στιγμή, αναρωτήθηκα αν οι χαρακτήρες-αρχέτυπα (ο παρατηρητής, ο ήρωας, ο κακός, ο δημοκρατικός ηγέτης, ο σκληρός φασίστας, το θύμα) μπορούν να ανταλλαχθούν δημιουργώντας κάποιες αντιφάσεις. Ή αν η ίδια η δομή αυτού του τύπου χαρακτήρων απαγορεύει την ύπαρξη δραματικών εξελίξεων, κάτι που μπορεί εξίσου εύκολα να είναι αστείο ή τρομακτικό.
Είναι αποδεκτό για τον ήρά μας, Λούνγκα, να μετατραπεί σε αιμοσταγή φονιά; Είναι ΟΚ για έναν φασίστα να μην αποδέχεται πλήρως τις φρικωδίες που διαπράττει η ομάδα του; Πώς συμπεριφέρεται ένας συγκεκριμένος τύπος Βραζιλιάνου σε ένα ξένο περιβάλλον; Είναι το Μπακουράου μια απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου ή ένα συναισθηματικό καταφύγιο όταν το εντοπίζουν από τον ουρανό οι δορυφόροι και τα αεροπλάνα;
***
Μια ερώτηση στον Λατζ Λι
Ο τίτλος της ταινίας σου αναφέρεται στον Βίκτωρα Ουγκώ, και η ταινία ξεκινά με Γαλλικές σημαίες τη νύχτα μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ. Ήθελες να κάνεις μια ταινία όχι μόνο για τα προάστια, αλλά και για τη Γαλλία επίσης;
Είμαι Γάλλος. Κατά καιρούς μου έχουν πει πως ίσως να μην είμαι αρκετά Γάλλος, αλλά πάντα ένιωθα Γάλλος. Είμαι λίγο μεγαλύτερος από τους χαρακτήρες της ταινίας, και η 12η Ιουλίου του 1998 με έχει σημαδέψει για πάντα. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα – ήμουν 18 και ήταν μαγικά.
Το ποδόσφαιρο κατάφερε να μας ενώσει: δεν είχε σημασία το χρώμα του δέρματος, δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, ήμαασταν απλώς Γάλλοι. Το νιώσαμε ξανά αυτό στο τελευτάιο Μουντιάλ, λες και μόνο το ποδόσφαιρο είχε τη δύναμη να μας ενώσει. Είναι κρίμα που δεν υπάρχει άλλος δεσμός για τους ανθρώπους, αλλά την ίδια στιγμή, αυτές είναι απίστευτες στιγμές να βιώσεις, και να κινηματογραφήσεις. Η ταινία αρχίζει με αυτό, πριν μεταβεί πίσω στην πιο σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, όπου κάθε άνθρωπος ζει τη ζωή του σύμφωνα με το χρώμα του δέρματος, την πίστη του, την κοινωνική του τάξη.
*Οι ερωτήσεις προέρχεται από τα press books των δύο ταινιών.
*Το 72ο Φεστιβάλ των Καννών διεξάγεται 14-25 Μαϊου και το NEWS247 θα μεταφέρει καθημερινά εντυπώσεις από το πρόγραμμα και τους πρωταγωνιστές.