Κάννες 2019: Θριαμβευτική υποδοχή για την συγκινητική επιστροφή του Αλμοδόβαρ

Κάννες 2019: Θριαμβευτική υποδοχή για την συγκινητική επιστροφή του Αλμοδόβαρ
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στο 72ο φεστιβάλ Καννών Arthur Mola/Invision/AP

Στη νέα του δουλειά, φλερτάροντας πια με τα 70, ο Πέδρο κοιτάζει ξανά προς τα πίσω. Για διάφορους λόγους έχουμε το πρώτο μεγάλο φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα.

Κάποιες φορές η απουσία κάποιας αγωνίας ή hype μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά για μια ταινία, ειδικά όταν είναι κι η ίδια χαμηλών τόνων και λιγοστών τομών. Η νέα δουλειά του Αλμοδόβαρ, “Pain and Glory” (“Dolor y Gloria”) είχε ήδη κυκλοφορήσει στα σινεμά της Ισπανίας από τον Μάρτιο πριν έρθει και στις Κάννες, η αρχική υποδοχή από τον αγγλόφωνο τύπο ήταν θετική προς το αδιάφορο, κι ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ είχε ένα κάποιο διάστημα να γυρίσει κάποια καθολικής αποδοχής ταινία- όλα αυτά μαζί είχαν σαν αποτέλεσμα ένα κλίμα σχεδόν αγγαρείας. “Ας τον δούμε και τον Πέδρο να περάσουμε μετά στα συναρπαστικά νέα πράγματα,” λίγο-πολύ.

Και μετά κάτι συνέβη. Βγαίνοντας όλοι από τις διάφορες αίθουσες προβολής, συναντούσες σαν σε ρεφρέν, μια σταθερή αντίδραση: “Εε… εμένα μου άρεσε!” Τελικά, φαίνεται, στους πάντες άρεσε.

Στη νέα του δουλειά, φλερτάροντας πια με τα 70, ο Πέδρο κοιτάζει ξανά προς τα πίσω. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αλμοδόβαρ γυρίζει ταινία που αποτελεί κάποιου είδους μετα-αφήγηση για τον ίδιο και την δουλειά του, αν μη τι άλλο οι περισσότερες δουλειές του περιέχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στις “Ραγισμένες Αγκαλιές”, πριν μια δεκαετία, ο ήρωάς του ήταν ένας συγγραφέας που επιστρέφει στις πληγές του από 14 χρόνια πριν. Η “Κακή Εκπαίδευση” θεωρείται άμεσα εμπνευσμένη από το μεγάλωμά του, το “Όλα για τη Μητέρα Μου” (δύο δεκαετίες πριν, αυτό) είναι γράμμα αγάπης προς τη μητέρα του.

Αυτή τη φορά κεντρικός του ήρωας είναι ένας σκηνοθέτης, χρόνια μετά το ζενίθ του, γερασμένος πια, προδομένος από το χρόνο και από το σώμα του, που ύστερα από μια τυχαία συνάντηση με μια γυναίκα από το παρελθόν του, μιλάει ξανά για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες με τον πρωταγωνιστής της σημαντικότερης ταινίας της καριέρας του. Οι δυο τους συμφωνούν να την παρουσιάσουν σε ένα αφιέρωμα της ταινιοθήκης. Ο σκηνοθέτης, Σαλβαδόρ (παιγμένος με ώριμη, συγκινητική παραίτηση και εσωστρεφή πόνο από τον γκριζαρισμένο Αντόνιο Μπαντέρας), παραδέχεται πως “μου χρειάστηκαν 26 χρόνια για να έρθω σε ειρήνη με αυτή την ταινία”.

Η διαδρομή που ξεκινάει από αυτή την επανένωση του Σαλβαδόρ με τον παλιό του πρωταγωνιστή, τον φέρνει αντιμέτωπο με κάθε λογής ανοιχτές πληγές από το παρελθόν του, ενώ στην αφήγηση παρεμβάλλονται μικρά επεισόδια από την παιδική του ηλικία, σε μια σαφώς φτωχότερη εποχή κατά την οποία η μητέρα του, παιγμένη από την Πενέλοπε Κρουζ, πάλευε όσο μπορούσε δεδομένων των συνθηκών. Όλο αυτό το εσωτερικό ταξίδι του Σαλβαδόρ στο χρόνο είναι γεμάτο παράλληλα αυτοαναφορικά στοιχεία του ίδιου του Αλμοδόβαρ, από την εμφάνιση της Σεσίλια Ροθ σε ένα cameo-κλειδί, μέχρι θεματικά στοιχεία που χαράζουν σαφείς παραλλήλους ανάμεσα στις ζωές και τις ψυχές του σκηνοθέτη Πέδρο με τον σκηνοθέτη Σαλβαδόρ.

Ο Σαλβαδόρ κι ο Αλμπέρτο Κρέσπο (πρωταγωνιστής της θρυλικής εκείνης του ταινίας) είχαν τότε τσακωθεί άσχημα σχετικά με τον τόνο της ερμηνείας του δεύτερου, μη μπορώντας ποτέ να συμφωνήσουν για την ένταση σοβαρότητας. Ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ, όχι τυχαία υποθέτω, διαγράφει κι ο ίδιος μια καλλιτεχνική πορεία μεγάλο μέρος της παράνοιας της οποίας χαμηλώνει σαφώς σε ένταση καθώς γίνεται όλο και πιο αποδεκτός από το καλλιτεχνικό κατεστημένο.

Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ένας διαλογισμός πλήρως αδιάφορος για τον θεατή, και σε ένα σημείο πράγματι είναι κάπως συζητήσιμα τα όρια μιας ιστορίας που μιλά για τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως ο Αλμοδόβαρ πάντα έχει τρόπο να κάνει τα πάντα τίμια και συγκινητικά. Ο Σαλβαδόρ-alter ego του συνδέει την επαναπροσέγγιση του έργου του ως μια ευκαιρία, ώριμος πια και ποδοπατημένος από το χρόνο, να ξανακοιτάξει τον εαυτό του σε όλο τη μήκος της διαδρομής του. Πώς αυτά που κάποτε φαίνονταν ανόητα σήμερα έχουν γεύση γλυκιά, πώς παλιές πίκρες κατασταλλάζουν σε μεστές εμπειρίες, πώς ο χρόνος και η μεταβαλλόμενη οπτική μας γωνία πάντα έχουν ως φυσικό αποτέλεσμα μια διαρκή μετατόπιση, μια διαρκή επαναδιαπραγμάτευση του εσωτερικού μας κόσμου.

Το χιούμορ δεν απουσιάζει (μια σκηνή με ένα Q&A μέσω τηλεφώνου είναι απολαυστικά γραμμένη και παιγμένη) και έχει δοθεί κατάλληλη φροντίδα στην απόδοση με διαφορετική αισθητική των ιστοριών στο σήμερα και στο τότε χωρίς να βγάζει μάτι. Είναι ένα φιλμ φροντισμένο, ώριμο, ζησμένο. Δεν φέρνει κάτι καινούριο ή τολμηρό και προσωπικά πάντα μου λείπει ο Αλμοδόβαρ όταν βρίσκει πάθος και φρέσκες ιδέες μες στην υπερβολή του, όμως είναι ένα εμφανές σημείο κορύφωσης στην πορεία του μεγάλου σκηνοθέτη.

Για διάφορους λόγους (που θα τους αναλύσουμε και στις επόμενες μέρες καθώς ολοκληρώνεται το Φεστιβάλ), έχουμε το πρώτο μεγάλο φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα.

ΖΟΜΠΙ, ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΡΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ

Είναι ένα περίεργο Διαγωνιστικό ως τώρα το φετινό με αληθινά λιγοστές σημαντικές ταινίες καθώς φτάνουμε στα μισά του Φεστιβάλ. Το τελευταίο διήμερο επιβεβαιώνει την αμηχανία, φέρνοντάς μας τις καθαρές στροφές προς το σινεμά είδους δύο σημαντικών arthouse σκηνοθετών, με αμφίβολα αποτελέσματα.

Ο “Little Joe” (με διανομή στην Ελλάδα από την One from the Heart) της Τζέσικα Χάουσνερ αποτελεί το φιλόδοξο αγγλόφωνο βήμα της συναρπαστικής αυστριακής δημιουργού του “Amour Fou” και του “Προσκύνημα στη Λούρδη”, ταινιών που χρησιμοποιώντας μακρά, στατικά πλάνα παρατήρησης συμπεριφορών, καταγράφουν με στεγνή, σατιρική διάθεση ολόκληρες κοινωνίες μέσα από παράλογες μικρογραφίες τους, παγιδευμένες στους δικούς τους εσωτερικούς κανόνες.

Στον “Τζο”, μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη το γιο της, δουλεύει σε ένα πειραματικό εργαστήριο όπου αναπτύσσεται ένα φυτό με τη δυνατότητα να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Όταν θα κλέψει ένα λουλούδι για να το κάνει δώρο στον δυστυχισμένο γιο, παρατηρεί σταδιακές αλλαγές στις συμπεριφορές των γύρω της. Η εντυπωσιακή χρωματική παλέτα και η χρήση επιθετικών έγχορδων ηχητικών στοιχείων καταφέρνουν να δώσουν σε αυτό το θρίλερ την όποια του αιχμή, καθώς η Χάουσνερ παγιδεύεται στην συμβολικότητα της ιστορίας της με αποτέλεσμα ακόμα και οπτικά, αυτή να είναι η πιο επίπεδη ταινία της. Είναι αρκετά καλή σκηνοθέτης για να κρατάει το θεατή, και αυτή η περίεργα (και ηθικά συζητήσιμη, κιόλας) παραλλαγή πάνω στο “Invasion of the Body Snatchers” έχει πολλά πιθανά σημεία εκτόξευσης. Όμως τελικά δεν έχουν ποτέ απογείωση. Η πιο απρόσμενη απογοήτευση του Φεστιβάλ.

Την ίδια ώρα, ο πατέρας του νέου ρουμάνικου κύματος Κορνέλιου Πορομπόιου εξακολουθεί να καταπιάνεται με τις ιδέες του περί επικοινωνίας γλωσσικής και μη μέσα από τα φιλμ του, όμως έχοντας φτάσει πια σε ένα σημείο απόλυτης ελαφρότητας. Στο “Whistlers” (με διανομή στην Ελλάδα από τον Σπέντζο), ένας αστυνομικός με διπλή ατζέντα φτάνει σε ένα νησί στις Κανάριες Νήσους για να μάθει να σφυρίζει μια γλώσσα στα όρια της εξαφάνισης, με τη χρήση της οποίας οι αστυνομικοί δεν θα μπορούν να καταλάβουν την επικοινωνία ανάμεσα στους κακοποιούς.

Αυτό που ξεκινά έτσι αναπτύσσεται στον σύντομο χρόνο των 97’ σε ένα παλιομοδίτικα περιπλεγμένο νουάρ γεμάτο χαρακτήρες που εισέρχονται στην ιστορία πάνω που νομίζουμε πως έχουμε καταλάβει τι ακριβώς βλέπουμε, ανατροπές που αποκαλύπτονται μέσα από εκτός γραμμικής αφήγησης φλάσμπακς, femme fatales και ευθείες κινηματογραφικές αναφορές (σε μια οπτική υπενθύμιση του “Ψυχώ” βρόντηξε στα γέλια το σινεμά). Ο Πορομπόιου διατηρεί το χιούμορ του αλλά προδίδει την αιχμή του υπέρ ενός αναγνωρίσιμης υφής κολάζ αναφορών στο σινεμά είδους. Δεν είναι κακό, και είναι διασκεδαστικότατο για χαλαρή κατανάλωση, αλλά περνάει χωρίς να ακουμπάει.

Στο Διαγωνιστικό ακολουθούν νέες ταινίες από τον Τέρενς Μάλικ και την Σελίν Σιαμά (“Τα Κορίτσια”) για τις οποίες θα διαβάσετε τη Δευτέρα, ενώ με ενδιαφέρον περιμένουμε και το Εκτός Συναγωνισμού ντοκιμαντέρ “Μαραντόνα” από τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη των “Σέννα” και “Έιμι”. Και μόλις περάσουν και τα βαριά πυροβολικά του Διαγωνιστικού (που κορυφώνεται την Τρίτη με τον νέο Ταραντίνο) θα μιλήσουμε και για τις σημαντικότερες ταινίες που είδαμε στα παράλληλα τμήματα, όπου παραδοσιακά ανακαλύπτουμε σπουδαίες δουλειές.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα