Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: “Για ποια ισότητα μιλάμε, όταν η γυναίκα χτυπιέται στο κύτταρό της ακόμη και σήμερα;”
Διαβάζεται σε 7'Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την ταινία “Φόνισσα” που σκηνοθετεί η Εύα Νάθενα.
- 29 Νοεμβρίου 2023 16:05
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στη συνείδηση του κόσμου έχει εντυπωθεί ως μία γυναίκα απόμακρη, δυναμική και “σκληρή”. Οι ρόλοι που ερμηνεύει και η επιβλητική της παρουσία δημιουργούν αυτήν την επίπλαστη εντύπωση σε όποιον δεν την ξέρει.
Γι΄αυτό και όταν ανακοινώθηκε πως η μεγάλη αυτή πρωταγωνίστρια του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης θα υποδυθεί τη “Φόνισσα” σε όλους φάνηκε απόλυτα αρμονική και ταιριαστή επιλογή.
Τι κι αν στην πραγματικότητα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι ένας προσιτός, χαμογελαστός και πρόσχαρος άνθρωπος που αποπνέει μία γλυκιά αύρα οικειότητας και απλότητας. Στη συνέντευξη που κάναμε τον Μάιο που μας πέρασε, με αφορμή την παράσταση “Μυστήριο 76 Don’t look back” που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο πλαίσιο της 2023 Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, δεν μπορέσαμε να μη μιλήσουμε για την ταινία αυτή που σκηνοθετεί η Εύα Νάθενα. Άλλωστε μόλις τότε είχαν ολοκληρωθεί και τα γυρίσματα της ταινίας.
“Έχω μεγάλη περιέργεια για το πώς θα ανταποκριθεί ο κόσμος στην ταινία. Νιώθω μεγάλη χαρά που συνεργάστηκα με την Εύα Νάθενα, που είναι και προσωπική μου φίλη. Η Εύα στην αρχή ήταν να αναλάβει το εικαστικό κομμάτι της ταινίας, κάτι που δούλευε τα τελευταία δέκα χρόνια. Παράλληλα όμως ασχολήθηκε πολύ και με το σενάριο, σε συνεργασία με την Κατερίνα Μπέη, και είχε τη γενική εποπτεία σε όλους τους τομείς της ταινίας. Οπότε το να αναλάβει τελικά και τη σκηνοθεσία ήταν μονόδρομος.” ανέφερε στο NEWS 24/7 η Κ. Καραμπέτη.
Και συνεχίζει: “ Η ταινία θα ’λεγε κανείς πως είναι γυναικεία υπόθεση. Υπάρχουν καταπληκτικές γυναίκες στο καστ, όπως η Μαρία Πρωτόπαπα που παίζει τη μητέρα της Φραγκογιαννούς, η Πηνελόπη Τσιλίκα, η Έλενα Τοπαλίδου και η Νίκη Παπανδρέου που παίζουν τις κόρες της, η Γεωργιάννα Νταλάρα που την υποδύεται σε νεαρή ηλικία, η Μαρία Σκουλά, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η Όλγα Δαμάνη, η Αγορίτσα Οικονόμου, αλλά και εξαιρετικοί άντρες ηθοποιοί, όπως ο Γιάννης Τσορτέκης, ο Στάθης Σταμουλακάτος, ο Χρήστος Στέργιογλου, ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και πολλοί άλλοι”.
Είναι πάντως ένα τόσο διαχρονικό κείμενο αυτό του Παπαδιαμάντη… Πώς το βιώσατε;
Καταρχάς θέλω να πω ότι δεν είναι απόλυτα πιστή μεταφορά του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη είναι η αφετηρία, διατηρούνται πάρα πολλά στοιχεία του μυθιστορήματος, αλλά το σενάριο παίρνει την ελευθερία να αλλάξει κάποια πράγματα, όπως τη διαδοχή των γεγονότων και την προσωπικότητα της ηρωίδας. Δεν αντιμετωπίζει τη Χαδούλα ως εγκληματική φυσιογνωμία.
Η κοινωνική βία είναι αυτή που οπλίζει το χέρι της, τους φόνους τους κάνει λόγω μιας μεγάλης ανάγκης, σαν δώρο σ’ αυτά τα κοριτσάκια, για να γλιτώσουν από την κακοποίηση και τη φριχτή ζωή που τα περιμένει όταν μεγαλώσουν.
Η ταινία ξεκινάει από την πληροφορία ότι παλιότερα στις κλειστές κοινωνίες της επαρχίας υπήρχε ο λεγόμενος “πνίχτης”, που ήταν είτε άντρας, είτε γυναίκα. Λόγω του θεσμού της προίκας, μια φτωχή οικογένεια δεν άντεχε να κάνει πολλά κορίτσια. Αν λοιπόν ένα ζευγάρι είχε την “ατυχία” να φέρει στον κόσμο άλλο ένα ανεπιθύμητο κορίτσι, ο πατέρας είχε το δικαίωμα -πριν σαραντίσει το παιδί- να δώσει εντολή στον πνίχτη να το πνίξει.
Μάλιστα το 1938 η Δημογεροντία της Σκιάθου είχε κάνει αίτημα στο υπουργείο Δικαιοσύνης να καταργηθεί ο θεσμός της προίκας -αυτά είναι ιστορικά ντοκουμέντα- γιατί τον συνέδεαν με ανεξήγητους θανάτους νεογέννητων κοριτσιών.
Το εξοργιστικό είναι πως και τώρα σε χώρες όπως στην Ινδία, την Κίνα και το Ιράν, οι γυναικοκτονίες συμβαίνουν ακόμα κι όταν οι γυναίκες είναι έμβρυα. Χρησιμοποιώ κι εδώ αυτόν τον όρο, έστω κι αν είναι αδόκιμος, γιατί τώρα που η επιστήμη με τα υπερηχογραφήματα δείχνει το φύλο του παιδιού, αν είναι κοριτσάκι, οι κοινωνίες αυτές ωθούν τους γονείς σε έκτρωση. Για ποια ισότητα μιλάμε, για ποια δικαιώματα της γυναίκας, όταν χτυπιέται στο κύτταρό της;
Η ταινία παίρνει θέση, μιλάει γι’ αυτά τα φαινόμενα και δείχνει τη ρίζα του κακού. Η Φραγκογιαννού είναι κι αυτή μια γυναίκα κακοποιημένη και μάλιστα από την ίδια της τη μητέρα. Το κακό περνάει από μητέρα σε κόρη κι από γιαγιά σε εγγονή, μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Κι εδώ υπάρχει τεράστια ευθύνη και των ίδιων των γυναικών, που αναπαράγουν τα στερεότυπα. Εμείς οι ίδιες θα σηκώσουμε το δάχτυλο στο νέο κορίτσι δίπλα μας για το πώς ντύνεται και θα μεγαλώσουμε τον γιο μας διαφορετικά από την κόρη μας.
Δυσκολευτήκατε στον ρόλο αυτό;
Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τον αποδώσω, να δείξω ότι κάθε φόνος που διαπράττει αυτή η γυναίκα έχει βαρύ τίμημα και για την ίδια, ότι την τραυματίζει βαθιά, παρόλο που τον αντιμετωπίζει ως πράξη λύτρωσης για τα θύματα.
Η Χαδούλα είναι ένας άγγελος θανάτου. Έτσι βλέπει τον εαυτό της και γι’ αυτό προσεύχεται συνεχώς ενδιάμεσα στους φόνους και αποζητά ένα θεϊκό σημάδι επιδοκιμασίας. Δυσκολεύτηκα πολύ, δεν άντεχα αυτή τη φρίκη, κατέβαλλα μεγάλες προσπάθειες για να ελέγχω τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν και να ακροβατώ ανάμεσα στην οδύνη και την απόσταση, την οργή και τη γαλήνη της προσφοράς. Αυτά τα πράγματα ξεπερνούν τα ανθρώπινα, έχουν κάτι το απόκοσμο, το μυστηριακό, κάτι το βαθιά υπαρξιακό, σχεδόν μεταφυσικό. Δεν παίζονται…
Είστε όντως τόσο συναισθηματική; Δίνετε την εντύπωση μιας πολύ δυναμικής, σχεδόν σκληρής γυναίκας…
Όλα αυτά είναι απλώς εντυπώσεις που έχουν δημιουργηθεί λόγω κάποιων ρόλων που έχω ερμηνεύσει. Οι κοντινοί μου άνθρωποι ξέρουν πως είμαι ένας άνθρωπος βαθιά συναισθηματικός και πολύ ευσυγκίνητος. Στους ρόλους μου πρέπει συνεχώς να καταπολεμώ αυτή μου τη ροπή προς το δραματικό. Ειδικά σήμερα που οι τάσεις στην υποκριτική επιβάλλουν ψυχραιμία και αποστασιοποίηση.
Ο ηθοποιός πρέπει να αντιστέκεται στην εύκολη συγκίνηση, που λειτουργεί εκβιαστικά ως προς το συναίσθημα του θεατή. Κι αυτό για μένα ήταν πάντα μια δύσκολη ακροβασία. Έπρεπε μονίμως να ψάχνω να βρω τη χρυσή τομή, ούτως ώστε το αποτέλεσμα να μην είναι υπερβολικά φορτισμένο συναισθηματικά, αλλά και να μην κινδυνεύει να φανεί ψυχρό. Κι αυτή είναι μια πολύ λεπτή ισορροπία. Συνεχώς έχω τον φόβο ότι δεν μπορώ να την πετύχω. Στην τέχνη του θεάτρου παλεύεις με τα πιο ρευστά και άπιαστα υλικά – λάθος λέξη, τίποτα δεν είναι υλικό εδώ. Τα πάντα είναι άυλα. Γι’ αυτό και τόσο άπιαστα…