Νέες ταινίες: Furiosa και Λάνθιμος ανοίγουν την καλοκαιρινή σεζόν

Διαβάζεται σε 12'
Νέες ταινίες: Furiosa και Λάνθιμος ανοίγουν την καλοκαιρινή σεζόν

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Αυτή η εβδομάδα θα είναι μεγάλο τεστ για το επόμενη διάστημα, με δύο γερά χαρτιά να ανοίγουν απέναντι το ένα στο άλλο. Από τη μία ο Λάνθιμος με τις βραβευμένες στις Κάννες “Ιστορίες Καλοσύνης” να έρχεται μετά τη θηριώδη, αδιανόητη επιτυχία του “Poor Things” στα ταμεία, κι από την άλλη ο Τζορτζ Μίλερ με ένα πρίκουελ στο αριστούργημα “Mad Max: Fury Road”, μια από τις σημαντικότερες ταινίες του 21ου αιώνα.

Προς το παρόν πάντως οι αίθουσες έχουν ψιλο-ερημώσει, με το “Γκάρφιλντ” να παραμένει στην κορυφή και να συνεχίζει το σερί των #1 για ταινίες κινουμένων σχεδίων, και καμία άλλη ταινία να μην συγκινεί στα αλήθεια. Ωστόσο για να λέμε τα καλά, θα τονίσουμε για άλλη μια φορά την επιμονή των “Αντιπάλων”, μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που συνέχισε να μαζεύει σταθερά κόσμο (άλλα 2.000 εισιτήρια) και που ελπίζουμε να βρει ακόμα περισσότερο κοινό στα θερινά. Αν δεν το έχετε δει ακόμα, αναζητήστε το χωρίς επιφυλάξεις.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Ιστορίες Καλοσύνης

(“Kinds of Kindness”, Γιώργος Λάνθιμος, 2ω45λ)

**½

Τρίπτυχο ιστοριών που σηματοδοτεί μια ενός είδους επιστροφή στις ρίζες για τον Γιώργο Λάνθιμο, θυμίζοντας Άλπεις α λα Χόλιγουντ – ένα μαύρου χιούμορ παιχνίδι πάνω στις ταυτότητες και στην ανάγκη εύρεσης αλήθειας σε έναν κόσμο μηχανικό και σκληρό, όπου αναμφίβολα παρουσιάζει ενδιαφέρον ακόμα και σαν άσκηση ύφους και μόνο. Πώς μοιάζει ένα vintage weird κομμάτι από τον Λάνθιμο του σήμερα, και παιγμένο από ηθοποιούς σαν την Έμμα Στόουν και τον Τζέσι Πλέμονς (με το δίκαιο βραβείο ερμηνείας του στις Κάννες που μόλις ολοκληρώθηκαν;

Στην πρώτη ιστορία, ο Πλέμονς παίζει έναν άντρα που πρέπει να στείλει έναν άλλον στο νοσοκομείο, με ένα πιθανώς θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα – η αδυναμία του να συμφιλιωθεί με αυτή τη διαταγή του αφεντικού του, έχει σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο μιας μακράς σχέσης υπακοής, ή ίσως και εξάρτησης. Τι θα συμβεί όταν η πραγματικότητά του αρχίσει να καταρρέει; Η δεύτερη ιστορία βρίσκει τον Πλέμον και την Έμμα Στόουν ζευγάρι, με εκείνη να επιστρέφει από μια επικίνδυνη αποστολή που άφησε συνοδοιπόρους της νεκρούς. Όμως ο Πλέμονς μοιάζει όλο και πιο πεπεισμένος πως η γυναίκα που γύρισε πίσω, δεν είναι η αληθινή. Τα παπούτσια της είναι λάθος νούμερο. Οι ορέξεις της έχουν αλλάξει. Και, χειρότερα από όλα; Δεν θυμάται το αγαπημένο του τραγούδι!

Στην τρίτη ιστορία έρχεται πλέον πλήρως στο προσκήνιο η Στόουν, ως μια γυναίκα που νιώθει αναγκασμένη να βρει μια πνευματική ηγέτη που θα ικανοποιήσει την αίρεση στην οποία ανήκει με τον σύζυγό της – αλλά από την οποία αίρεση εκείνη όλο και απομακρύνεται καθώς δε μπορεί να διώξει από πάνω της τα πιο άγρια στοιχεία της ύπαρξής της.

Λάνθιμος και Φιλίππου επανενώνονται ύστερα από χρόνια, λέγοντας μερικές από αυτές τις σκοτεινές, αρρωστημένες, και κατάμαυρα αστείες ιστορίες που είναι γεμάτες με παράλογη συμβολικότητα, με έντονη σωματικότητα (ακινησίας όσο και κίνησης) και με μια αστεία, απόκοσμη τυπολατρεία, χαρακτήρων που μοιάζουν παγιδευμένοι μέσα σε επαναληπτικά μοτίβα και παράλογες ντιρεκτίβες. Υπάρχει κάτι το ζωντανό πίσω από αυτή την επιφανειακή νεκρικότητα, μια ώθηση ηρώων να σπάσουν κύκλους σήψης ή να κοιτάξουν πίσω από αυτό που φαίνεται ή ακούγεται σωστό, αλλά δεν το νιώθουν σωστό. Αυτή είναι όμως κι η μεγαλύτερη αγωνία. Πώς ξέρεις αν αυτό που βιώνεις είναι αυτό που θες ή αν είναι απλά αυτό που σου έχει τύχει κι απλά διαιωνίζεται επειδή έτσι;

Ο Τζέσι Πλέμονς, φανταστικός σε όλα τα modes που του ανοίγει η ταινία, διαφορετικές εκδοχές ανδρών παγιδευμένων σε αδιέξοδα μοτίβα, σε ενοχές, σε φόβους, ηγείται ενός συνολικά εξαιρετικού καστ. Το οποίο καστ διασκεδάζει μεν, αλλά προς τι τελικό στόχο; Ακόμα και πριν το μετέωρα αμήχανο φινάλε μιας ταινίας που μοιάζει σα να φτιάχτηκε δίχως τη συναίσθηση πως θα χρειαστεί ποτέ να τελειώσει, οι ιδέες μοιάζουν αόριστες, σε απόσταση. Υπάρχει φυσικά η πειραγμένη αίσθηση χιούμορ που ανέκαθεν συναντούσαμε στο σινεμά των Λάνθιμου και Φιλίππου (το συνεχιζόμενο gag με τη σπασμένη ρακέτα του Τζο Μάκενρο και τα «βέβηλα» αθλητικά κειμήλια είναι τοπ) και μια γενικευμένη αμφιβήτηση της ισχύος, του ελέγχου, μέσα από μικρά ξεσπάσματα και μικρές αντιστάσεις των χαρακτήρων, που έτσι αγγίζουν μια αλήθεια της ταυτότητάς τους ασχέτως συνεπειών.

Μα ελέγχεται το κατά πόσο τελικά όλα αυτά χτίζουν σε κάτι πιο ουσιώδες. Όλες οι ιστορίες κι όλες οι επαναλήψεις στοιχισμένες η μία μετά την άλλη δεν ευνοούν στα αλήθεια το συγκεκριμένο υλικό. Πόσο μπορείς να τεντώσεις ένα αστείο, μια εξερεύνηση, μια άσκηση ύφους; Υπάρχει μια εξάντληση μέχρι το τέλος, σαν η ταινία να θέλει να μουδιάσει ολοκληρωτικά τον θεατή. Για ένα (νοσηρά έστω) φαν παιχνίδι ρόλων, μοτίβων και διαθέσεων, αυτή δεν είναι ίσως η ιδανική κατάληξη. Αφαιρεί τελικά από το φιλμ και την στόχευση, την ένταση του σοκ των παλιότερων συνεργασιών του Λάνθιμου με τον Φιλίππου, είτε μιλάμε για την κραυγή απόγνωσης που ήταν ο Κυνόδοντας είτε για τον σκληρό ρομαντισμό ενός Αστακού.

Κι είναι, τελικά, ένα φιλμ που αφήνει κάτι άδειο μέσα σου όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από αυτό, κάτι που ποτέ δεν ίσχυε για τις συνεργασίες του διδύμου. Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχει αξία ή ενδιαφέρον ως φιλμ (και πόσο μάλλον ως πείραμα), αλλά στην πράξη μάλλον θα μείνει περισσότερο σαν το curiosity μιας σπουδαίας φιλμογραφίας, αντί για κάτι παραπάνω.

Furiosa: A Mad Max Saga

(Τζορτζ Μίλερ, 2ω28λ)

***½

Πρίκουελ για την σημαντικότερη ίσως χολιγουντιανή περιπέτεια του 21ου αιώνα. Η αφήγηση γίνεται αυτή τη φορά σε επεισόδια, πηδώντας γενναία χρονικά διαστήματα κάθε φορά, σαν ούτε ο χρόνος να έχει σημασία σε αυτή την κόλαση. Η μικρή Furiosa απαγάγεται από μια συμμορία νομαδικών εγκληματιών που καβαλάνε τις μηχανές τους και, σαν κονβόι, χτενίζουν την έρημο για την επόμενη λεία τους. Ηγέτης τους είναι ο Dementus ενός Κρις Χέμσγουορθ παραμορφωμένου, ο οποίος παίζει απολαυστικά έχοντας πιάσει απόλυτα τον τόνο του Τζορτζ Μίλερ, κάπου ανάμεσα στην ανατριχιαστική απειλή και την καρτουνίστικη υπερβολή. Ο Dementus έχει το μετακινούμενο αρχηγείο του σε μια τοποθεσία που μοιάζει κατασκευασμένη από μοτοσυκλέτες, κάτω από ένα παραμορφωμένο παραπέντε που μοιάζει σαν απειλητικό φάντασμα που καλύπτει τον ουρανό.

Αναζητά την ουτοπία, την θρυλούμενη πόλη με τους φυσικούς πόρους, όμως η Furiosa αρνείται να μιλήσει και να προδώσει την τοποθεσία. Έτσι, βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στους άντρες του Dementus, ξεκινώντας μια περιπέτεια δεκαετιών που θα τη βρει να μετακινείται από το ένα οχυρό στο άλλο, πάντοτε αιχμάλωτη ή/και στρατιώτης για τον έναν πολέμαρχο ή τον άλλο. Απέναντι από τον Dementus είναι ο Ιμόρταν Τζο και το γνώριμο crew από φάτσες που τον περιτριγυρίζουν, καθώς και ο στρατός των War Boys του. Και στο μέσον, η Furiosa πλέον με τη μορφή της Άνια Τέιλορ-Τζόι, σε ένα πετυχημένο πείραμα κάστινγκ που φέρνει στον ρόλο κάτι σίγουρα πιο αβέβαιο, πιο άγουρο από την ψυχρή ορμή της Furiosa της Σαρλίζ Θέρον.

Ο Τζορτζ Μίλερ μαζί με τον Νίκο Λαθούρις (συν-σεναριογράφος και του Fury Road), απλώνουν την ιστορία τους στον γνώριμο καμβά του Fury Road, αλλά με έναν αποφασιστικά διαφορετικό τρόπο. Οι τοποθεσίες είναι ίδιες, με τις ατελείωτες εκτάσεις ερήμου και τα οχυρά της, από την Πόλη των Καυσίμων μέχρι τη Φάρμα των Σφαιρών, κι από τον θρυλούμενο παραδεισένιο τόπο μέχρι φυσικά το Citadel, δηλαδή το βασίλειο του Ιμόρταν Τζο. Χαρακτήρες επιστρέφουν, και πλοκές οδηγούν απευθείας σε γεγονότα του Fury Road. Είναι μια απρόσμενα κυριολεκτική άσκηση πρίκουελ αφήγησης, όμοια της οποιας δεν είχαμε δει ξανά από τον Μίλερ, όμως την φέρνει εις πέρας με έναν επίσης απρόσμενο τρόπο.

«Καθώς ο κόσμος πέφτει τριγύρω μας, πώς μπορούμε να υπομείνουμε την σκληρότητά του;», είναι τα πρώτα λόγια της ταινίας, πριν αρχίσει να ξετυλίγει τα κεφάλαιά της, το ένα μετά το άλλο. Είναι μια φράση που αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε ετούτη την Mad Max περιπέτεια περισσότερο από όλες τις άλλες, μιας και οι κανόνες των πρίκουελ επιτάσσουν ένα αναγκαίο είδος αδιεξόδου στα πράγματα.

Εκεί που το Fury Road ήταν μια διαρκής μηχανή που κινείτο με οργή και φλόγα, το Furiosa είναι περισσότερο μια συρραφή επεισοδίων από τον καταραμένο τόπο, μια αδιέξοδη οδύσσεια όπου τα πράγματα μετακινούνται ανάμεσα σε προκαθορισμένες οριογραμμές, σαν αναγκασμένα να παραμένουν για πάντα παγιδευμένα σε αυτό το στρόβιλο κινούμενης άμμου, φωτιάς και καυσίμου. Είναι η κίνηση ως ακινησία. Άνθρωποι παραμορφωμένοι, μηχανές που διαρκώς μετασχηματίζονται με νέα μέλη, από νεκρά σκαριά της ερήμου. Η εξέλιξη ως μόλις και μετά βίας επιβίωση. Εδώ η ελπίδα δεν είναι καν μια μακρινή ιδέα, είναι μια σκέψη που δεν τολμούν καν οι χαρακτήρες να βάλουν στο μυαλό τους. «Δεν ήταν ελπίδα αυτό, ήταν ένστικτο!», αστειεύεται ο Dementus, ο χαρακτήρας του Κρις Χέμσγουορθ καθώς επιχειρεί μια μανούβρα απελευθέρωσης σε μια σκηνή του φιλμ.

Και στη θέση μιας οργισμένης διαδρομής προς την απελευθέρωση (ή, τελικά, την αντίσταση), το Furiosa παίρνει τελικά τη μορφή μιας εκδικητικής μανίας, κάτι εκ φύσεως πιο απεγνωσμένο και δυστοπικό. Σα να σου λέει, το κακό έχει ήδη γίνει, κι η στιγμιαία ελάφρυνση είναι αυτό που μπορείς να ελπίζεις. Σε ένα στόρι που αναγκαστικά πληγώνεται και προδίδει κάτι από την καλλιτεχνική του πρόθεση για τους καθαρά πρακτικούς λόγους του ότι είναι πρίκουελ (άρα ξέρουμε τι θα γίνει / πού οδηγούν όλα), όμως βρίσκει νέα ώθηση από ένα όραμα που διαφέρει αποφασιστικά από εκείνο του Fury Road.

Την έκσταση εκείνου του φιλμ δεν την αγγίζει (πώς θα μπορούσε;) και η χαρτογράφηση μιας ομολογουμένως στουμπωμένης αφήγησης δεν έχει τον to the point χαρακτήρα του σοκαριστικά μεστού Fury Road. (Ένα φιλμ που, ναι, παρά την αναγνώριση που έχει λάβει παραμένει ακόμα και σήμερα τρομερά υποτιμημένο, αν μη τι άλλο ως σενάριο.) 1-2 από τα κεφάλαια μάλιστα οριακά κρεμάνε σαν αφήγηση, με τα πράγματα να μην είναι πάντα όσο καθαρά συνήθως καταφέρνει να τα κάνει ο Μίλερ. Αλλά ακόμα κι έτσι η ταινία είναι ένα κάποιο θαύμα, και παραμένει μουσειακό έκθεμα μπροστά σε οτιδήποτε άλλο πρόκειται να δει το συγκεκριμένο είδος τη φετινή χρονιά.

Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’την Μαρκίζα

(Άρης Δόριζας, 1ω58λ)

***

Τρομερά χορταστικό ντοκιμαντέρ πάνω στο έργο του Γιάννη Σπανού, όπου ο ίδιος ο θρυλικός συνθέτης σε μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη Άρη Δόριζα ξεκινάει μια αφήγηση που μας πάει από τα πρώτα του μουσικά βήματα μέχρι το τέλος της καριέρας του, πάνω από μισό αιώνα μετά. Ως φόρμα η ταινία δεν είναι κάτι αξιοσημείωτο, ούτε και επιχειρεί να είναι, όμως σε επίπεδο υλικού και αφήγησης το έργο είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό.

Ο Δόριζας αφηγείται μια ολόκληρη μουσική καριέρα έχοντας ως σημείο εκκίνησης ένα κεντρικό ερώτημα της τάξεως του «γιατί αυτός ο μυθικός συνθέτης δεν είναι μεγαλύτερο όνομα από τα επιμέρους σουξέ του» (όπως άλλοι Μεγάλοι του μουσικού μας 20ου αιώνα) αλλά στην διαδρομή συναντά ακόμα πιο ενδιαφέρουσες διακλαδώσεις. Όπως το πώς η ανοιχτόμυαλη προσέγγιση του Σπανού είχε ως αποτέλεσμα ένα πολυεπίπεδο έργο που αδιαφορεί για τα μουσικά σύνορα των ειδών, αλλά και το πώς η στάση του απέναντι στο μουσικό κατεστημένο όχι απλά βοήθησε να γεννηθεί το Νέο Κύμα, αλλά και να παρουσιάσει μια νέα προσέγγιση της μουσικής απέναντι στην ποίηση.

Η αφήγηση είναι εντελώς γραμμική, που σημαίνει πως κάποια στιγμή παρουσιάζεται μια ελαφρά εξάντληση (σα να είσαι σε συναυλία και μετά από μια ντουζίνα σερί ξεσηκωτικά σουξέ να συνειδητοποιείς με μια μίξη θαυμασμού και απόγνωσης πως έχεις μπροστά σου άλλο τόσο), όμως το ίδιο το έργο ποτέ δεν σταματά να δίνει ποιότητα. Οι συν-αφηγητές, εκτός από τον ίδιο τον Σπανό, είναι μερικοί από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ελληνικής μουσικής, αλλά και άνθρωποι του χώρου, θαυμαστές, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, συλλέκτες.

Σε συνδυασμό με το υπερ-πλήρες και σπάνιο υλικό που συνοδεύει την ιστορία, και φυσικά την ίδια την συλλογή απίστευτων κομματιών από όλη την καριέρα του Σπανού που ακούγεται σε όλο το φιλμ, έχουμε σαν αποτέλεσμα ένα αληθινό χορταστικό ντοκουμέντο το οποίο καταφέρνει να μοιράζει αγάπη και γνώση με ίδια ένταση. Όχι εύκολο αυτό, ούτε συχνό. Απόλυτο must για θεατές και ακροατές με το οποιοδήποτε ενδιαφέρον γύρω από τον Σπανό, το Νέο Κύμα, και γενικά την ελληνική μουσική.

Η Κόρη του Μπαμπά

(“La Fille de son père / No Love Lost”, Εργουάν λε Ντικ, 1ω31λ)

**½

Ο Ετιέν κι η Βάλερι κάνουν τη Ρόζα σε μικρή ηλικία, και μια μέρα η Βάλερι φεύγει για να βρει την προσωπική της ελευθερία και έκφραση. Ο Ετιέν θα χτίσει ένα σπίτι κι έναν κόσμο για τον ίδιο και την κόρη του, όμως 16 χρόνια θα έρθει κι η ώρα της Ρόζα να φύγει από το σπίτι. Κι είναι τότε που ο Ετιέν θα δει τυχαία ξανά τη Βάλερι.

Συμπαθής και έξυπνα γυρισμένη δραμεντί ενηλικίωσης με έντονο γαλλικό άγγιγμα, με αρκετές αξιοσημείωτες σεκάνς να υπογραμμίζουν κάποιες συναισθηματικές μετατοπίσεις (το άνοιγμα της ταινίας είναι πιθανώς και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του φιλμ), αλλά τελικά χωρίς ο λε Ντικ να βρίσκει κάποια ιδιαίτερη αλήθεια πέρα από το στυλ του. Βλέπεται ευχάριστα.

Κυκλοφορούν ακόμη

Ζωικό Βασίλειο: Άνθρωποι αρχίζουν ανεξήγητα να μεταμορφώνονται σε ζώα, στο γαλλικό θρίλερ με τον Ρομέν Ντιρί και την Αντέλ Εξαρχόπουλος, που αποτέλεσε μια από τις μεγάλες επιτυχίες της χρονιάς στη Γαλλία, και βραβεύτηκε με 5 τεχνικά Σεζάρ (Ήχος, Φωτογραφία, Εφέ, Μουσική, Κουστούμια).

Τα Ταρώ του Θανάτου: Ταινία τρόμου για μια παρέα που απελευθερώνει άθελά της ένα φρικτό κακό που κρυβόταν σε μια τράπουλα ταρώ και τώρα τα μέλη της παρέας έρχονται αντιμέτωπα με τους πιο φρικιαστικούς εφιάλτες τους.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα