Μαραντόνα, διπλός Γουίλ Σμιθ και ένα “Πορτρέτο” βραβευμένο στις Κάννες
Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα τρεις ταινίες από τις Κάννες, η επιστροφή του σκηνοθέτη του «Οι Ζωές των Άλλων» και ο Γουίλ Σμιθ εναντίον του νεότερου εαυτού του σε μια εβδομάδα γεμάτη επιλογές.
- 10 Οκτωβρίου 2019 07:33
Οι κριτικές της εβδομάδας:
Το Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται
*****
(“Portrait de la jeune fille en feu / Portrait of a Lady on Fire”, Σελίν Σιαμά, 1ω59λ)
Καστ: Νεμί Μερλάν, Αντέλ Ανέλ, Βαλέρια Γκολίνο
Στη Βρετάνη του 18ου αιώνα η Μαριάν (Νεμί Μερλάν) αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το πορτρέτο της Ελοίζ (Αντέλ Ανέλ), που πρόκειται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνωρίζει. Επειδή εκείνη δεν θέλει τον γάμο, αρνείται να ποζάρει- όλοι οι ζωγράφοι έχουν αποτύχει. Έτσι, για να πετύχει να την ζωγραφίσει, η Μαριάν προσποιείται πως είναι εκεί απλώς για να τη συντροφεύει στις βόλτες της το πρωί, και κάθε βράδυ προσπαθεί να ολοκληρώσει το πορτρέτο από μνήμης.
Είναι μια ιστορία αφοπλιστικής απλότητας την οποία η Σιαμά (που έγραψε και το εντελώς πρωτότυπο, όχι βασισμένο σε κάποια προϋπάρχουσα πηγή, σενάριο) αποτυπώνει με αυστηρούς φορμαλιστικούς όρους, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν αρχικά εντελώς ψυχρά και παγωμένα. Με πλήρη απουσία μουσικής, ο ρυθμός στα αυστηρά της πλάνα δίνεται αποκλειστικά μέσα από τα βλέμματα και την εναλλαγή τους, καθώς οι δύο γυναίκες διαρκώς κοιτάζονται, ανακαλύπτοντας η μία την άλλη. Υπάρχει μια κρυφή γλώσσα που αναπτύσσεται, μέσα σε ένα κοινωνικό περιθώριο που δεν διαθέτει καν λέξεις για αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους, με τις δυο τους να αναγκάζονται να φανταστούν κινήσεις και στιγμές ολόκληρες πριν μπορέσουν να βρουν τον ασφαλή τους χώρο. Τα βλέμματα γίνονται μουσική και ο ρυθμός αυτός γίνεται φωτιά που ανάβει, εξ ανάγκης, μέσα σε ένα κενό.
Η κάμερα στέκεται συνεχώς πάνω στα πρόσωπα των δύο ηρωίδων (αυτή είναι μια ταινία ελαχίστων προσώπων, και η πλήρης απουσία αντρών αποτελεί επίσης ένα σημαντικό θεματικό στοιχείο, γιατί αυτός είναι ο μόνος προστατευμένος χώρος που διαθέτουν) με τις ελάχιστες αντιδράσεις τους να γίνονται λόγια έως και μικρά ερωτικά έπη, και κάθε τους κίνηση να μοιάζει με κίνηση χορού, σε αυτό το περίτεχνα χορογραφημένο, εξ ανάγκης σιωπηλό ρομάντζο. Το “Πορτρέτο” εντοπίζει τις ανάσες και το βαθύ συναίσθημα μέσα στον αυστηρό φορμαλισμό της σκηνοθεσίας, με τον ίδιο τρόπο που οι ηρωίδες του φιλμ αναγκάζονται να χτίσουν μια επικοινωνία μέσα σε μια ομοίως αυστηρά καθορισμένη κοινωνική συνθήκη. Είναι ο θρίαμβος του σινεμά ως ένα κάποιο (άλλο) βλέμμα.
(Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών.)
Diego Maradona
*****
(Άσιφ Καπάντια, 2ω10λ)
Ευρύτερα γνωστός για το σπουδαίο “Senna” (για τον τραγικά χαμένο πιλότο της Φόρμουλα 1, Άιρτον Σέννα) και την οσκαρική νίκη του “Amy”, για την Έιμι Γουάινχαους, ο Καπάντια φέρνει σε αυτά τα έργα του την αδιαπραγμάτευτη προτίμησή του για πλάνα και φωνές αρχείου. Το “Senna” είναι κατασκευασμένο σαν μια ιστορία που συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου, παρά μια ιστορία που σου διηγείται κάποιος από το σήμερα. Κι ενώ το “Diego Maradona” διαθέτει αρκετά σημερινά voice-overs ακόμα κι από τον ίδιο τον Ντιέγο, δεν βλέπουμε ποτέ ακίνητα κεφάλια να μιλούν σε κάμερα. Οι φωνές του σήμερα, μαζί με τις φωνές του τότε, αφηγούνται απλώς την ιστορία που βλέπουμε κομμένη και ραμμένη μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό- ο Καπάντια συνέθεσε την ταινία μέσα από περισσότερες από 500 ώρες σπάνιου υλικού που φτάνει μέχρι και τα παιδικά χρόνια του Μαραντόνα και τις πρώτες του επαφές με το ποδόσφαιρο.
Η ταινία εστιάζει στα χρόνια του Μαραντόνα στη Νάπολι, περνώντας από τα ενδιάμεσα Μουντιάλ και τους τίτλους στο Καμπιονάτο, κι από την άνοδο και την θεοποίησή του, μέσα από τους δεσμούς του με την τοπική μαφία και τον εθισμό του στην κοκαϊνη, φτάνει ως την πτώση και τον διωγμό του από την Ιταλία και τον ποδοσφαιρικό κόσμο γενικότερα. Είναι μια πικρή ιστορία, την οποία ο Καπάντια αφηγείται δίχως να προσπαθεί να στρογγυλέψει άκρες, και χρησιμοποιώντας παράλληλα το μέγεθος του Μαραντόνα για να αγγίξει ζητήματα τάξης, προέλευσης, ταυτότητας (εθνικής αλλά και ταξικής). Στην ταινία του συνυπάρχουν χιούμορ, θρίαμβος και θλίψη, καθώς προς τιμήν του αρνείται να χρησιμοποιήσει τις προσφερόμενες ευκολίες για να πει μια εύκολη, ηρωική ιστορία. Δεν πρόκειται για θρίαμβο στο επίπεδο του αποστομωτικού “Senna”, όμως ο Καπάντια δημιούργησε και πάλι κάτι συναρπαστικό, για έναν ακόμα (εν ζωή αυτή τη φορά) αμφιλεγόμενο ήρωά.
Gemini Man
*****
(Ανγκ Λι, 1ω57λ)
Καστ: Γουίλ Σμιθ, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Μπένεντικτ Γουόνγκ, Κλάιβ Όοουεν
Ο Χένρι Μπρόγκαν είναι ο κορυφαίος εκτελεστής του κόσμου αλλά ήρθε η ώρα να αποσυρθεί. Όταν μάθει την αλήθεια για το τελευταίο του χτύπημα, θα βρεθεί κυνηγημένος από την ίδια του την υπηρεσία- και τον ίδιο του τον εαυτό. Αν αυτή η σύντομη περιγραφή ακούγεται σαν μια απολαυστικά χαμηλής αφηγηματικής φιλοδοξίας βιντεοπεριπέτειας από τα ‘90s, τότε μπράβο, πετύχατε διάνα, καλή διασκέδαση. Είναι ακριβώς αυτό. Και το ξέρει, και περνά τέλεια με αυτό. Οι διάλογοι είναι κατά τόπους φρικώδεις και η έμφαση στην μετακίνηση της πλοκής γύρω από σεκάνς δράσης είναι απόλυτη, με το αποτέλεσμα να είναι μια ιστορία παντελώς σχηματική. Αλλά από την άλλη έχεις τον Γουίλ Σμιθ να γρονθοκοπά έναν άλλο Γουίλ Σμιθ χρησιμοποιώντας μια φρεναριστή μοτοσικλέτα, οπότε κάτι βγαίνει ως κέρδος.
Τα περί φιλοδοξίας δεν είναι πάντως ακριβώς έτσι. Η ταινία αποτελεί το νέο τεχνολογικά θαρραλέο εγχείρημα του διπλά οσκαρικού σκηνοθέτη Ανγκ Λι (“Τίγρης και Δράκος”, “Η Ζωή του Πι”, “Το Μυστικό του Brokeback Mountain”), γυρισμένο σε τεχνολογία 120 frames ανά δευτερόλεπτο και σε 3D. Ελάχιστες αίθουσες παγκοσμίως στηρίζουν αυτή τη δυνατότητα προβολής, που δε μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με το σινεμά όπως το αντιλαμβανόμαστε εδώ κι έναν αιώνα, και περιττό να πούμε πως στην Ελλάδα δεν βρίσκεται ούτε μία. Οπότε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε βλέποντας το φιλμ είναι να φανταζόμαστε πώς γυρίστηκε και πώς μπορεί να μοιάζει στο όραμα του δημιουργού του, την ώρα που στην πράξη αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι μια διασκεδαστικότατη περιπέτεια χαμηλού IQ αλλά τίμιου συναισθηματικού εύρους, για έναν άντρα στα 50 (…51) που έρχεται αντιμέτωπος με τον νεότερο εαυτό του έχοντας μια νέα ευκαιρία για να κάνει το σωστό. 2-3 σεκάνς δράσης κάνουν τη δουλειά, οι Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ και Μπένεντικτ Γουόνγκ είναι εντελώς ταιριαστοί σαν β’ ρόλοι, ο Κλάιβ Όουεν βαριέται απολύτως αποτελεσματικά ως κατά κύριο λόγο ακίνητος villain, κι ο CGI Γουίλ Σμιθ κλέβει την παράσταση από τον αληθινό. Ένας Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ μας έλειψε μόνο.
Επίσης κυκλοφορούν
Οροσειρά των Ονείρων
*****
(“La cordillera de los sueños / The Cordillera of Dreams”, Πατρίσιο Γκουσμάν, 1ω24λ)
“Η χειρότερη στιγμή είναι η καλύτερη για να έχεις πιο καθαρή εικόνα”, λέει ο χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Σάλας μιλώντας στην κάμερα του Γκουσμάν καθώς οι δυο τους μας ταξιδεύουν στη σύγχρονη ιστορίας της χώρας, από τη δικτατορία ως το σήμερα, και το πώς τα πράγματα έχουν αλλάξει ή πώς έχουν μείνει ίδια. Ο Γκουσμάν, θρυλικός σκηνοθέτης με δεκάδες ταινίες πάνω στη σύγχρονη Χιλή, ολοκληρώνει εδώ την σπουδαία του ντοκιμαντεριστική τριλογία ταινιών-essays πάνω στη σύνδεση του φυσικού, του απτού, του εμβληματικού, του αιώνιου, με τους ανθρώπους που ζουν και αναπνέουν και σχηματίζουν την Ιστορία κάθε μέρα που περνάει, πάνω στο πώς εμείς είμαστε κάτι το παροδικό αλλά ο τόπος μας είναι για πάντα.
Το “Νοσταλγώντας το Φως” κοιτούσε στον ουρανό, το “Μαργαριταρένιο Κουμπί” βουτούσε στα βάθη των ωκεανών, και η “Οροσειρά” ολοκληρώνει το θεώρημα μιλώντας για τις θηριωδίες της δικτατορίας, την αξία της καταγραφής και του φιλμ, και το πώς κάθε πράξη αφήνει το σημάδι της στο σώμα της χώρας με τον ίδιο τρόπο που αν σκάψεις βαθιά σε ένα φυσικό μνημείο γης σαν την οροσειρά, θα βρεις εκεί χαραγμένη ιστορία αιώνων. Είναι ένα μεγαλόπνοο πρότζεκτ, από έναν δημιουργό που βλέπει τον εαυτό του σαν μοναχικό ορειβάτη με μια αποστολής ζωής- να καταγράψει, να αφυπνήσει, να χαράξει με τον τρόπο του αυτά τα οποία είδε, για να μην χαθούν ποτέ. Το έργο του είναι τουλάχιστον συγκινητικό.
Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα
*****
(“Werk ohne Autor / Never Look Away”, Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, 3ω9λ)
Γερμανός καλλιτέχνης δραπετεύει από την Ανατολική Γερμανία για να ζήσει στη Δυτική, αλλά τον καταδιώκει η παιδική του ηλικία, υπό τη ναζιστική κυριαρχία. Ο πρωτότυπος τίτλος «Έργο Χωρίς Συγγραφέα» δίνει μια πιο ακριβή αίσθηση των θεματικών της νέας ταινίας του σκηνοθέτη του “Οι Ζωές των Άλλων” που συνεχίζει να εξερευνά την ντροπιαστική κληρονομιά της Γερμανίας με έναν τρόπο σχηματικά στερεωμένο στο παρελθόν και πολιτικά απλουστευτικό. Όμως αν και η αργόσυρτη νέα τρίωρη ταινία του είναι αφηγηματικά άτσαλη σε βαθμό παλιομοδίτικης τηλεταινίας (ή μίνι σειράς, υποθέτω, σαν τους “Βόρειους και Νότιους” ένα πράγμα), υπάρχουν σεκάνς που ξεχνάς ότι βλέπεις αφηγηματικό σινεμά και αφήνεσαι στην όποια διαδικασία εκτυλίσσεται στο πανί. Ο Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ βασίζεται πολύ περιφερειακά στη ζωή του καλλιτέχνη Γκέρχαρντ Ρίχτερ για να πει μια ιστορία για την επικοινωνία, την έκφραση και την πολιτική μέσω της τέχνης, η οποία δεν έχει ούτε επίπεδα, ούτε ιδιαίτερα έντεχνα στοιχεία, παρά βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην διαδικασία, με την τελευταία πράξη να προσφέρει κάτι το παράξενα συναρπαστικό καθώς ο νεαρός καλλιτέχνης αναζητά εξιλέωση γενεών μέσα από την τέχνη.
Ο Κυνηγός της Νύχτας (“Nomis”, Ντέιβιντ Ρέιμοντ, 1ω38λ). Ένας ταλαιπωρημένος αστυνομικός κι ένας εκτός νόμου τιμωρός βρίσκονται στο κυνήγι ενός απαγωγέα και δολοφόνου. Με τον Χένρι Καβίλ.
Σον το Πρόβατο ταινία: Φαρμαγεδών (“A Shaun the Sheep Movie: Farmageddon”, Ρίτσαρντ Φέλαν, Γουίλ Μπέχερ, 1ω26λ). Ακατανόητος ελληνικός τίτλος για την κατά τα άλλα συμπαθέστατη ταινία κινουμένων σχεδίων που προβάλλεται μεταγλωττισμένη.