Νέες ταινίες: Στον “Ναπολέοντα” του Ρίντλεϊ Σκοτ, ο Χοακίν Φοίνιξ είναι ένα ζωντανό καρτούν
Διαβάζεται σε 11'Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 23 Νοεμβρίου 2023 06:53
Συμπαθές ξεκίνημα στις αίθουσες για το δράμα του Τοντ Χέινς “May December” με κάτι παραπάνω από 7.000 εισιτήρια, πρωτη θέση με όχι φοβερή αλλά όχι φρικτή επίδοση (όπως και διεθνώς εξάλλου) για το νέο “Hunger Games”, στις 20.000. Αντέχει ακόμα γερά ο Σκορσέζε που μην τα λένε ξανά και ξανά, είναι από τα μεγάλα σουξέ της περιόδου (πλέον στις 110.000 εισιτήρια) ενώ οι “Marvels” στις 29.000 εισιτήρια μετά από 2 εβδομάδες… ίσως ξεπεράσουν τις “Περασμένες Ζωές”; Η παγκόσμια αποτυχία αυτής της ταινίας είναι οπωσδήποτε από τις box office ιστορίες της χρονιάς.
Προχωράμε σε μια εβδομάδα με νέο Χοακίν Φοίνιξ ως “Ναπολέοντα”, με το ακραία επίκαιρο πολιτικό δράμα “Πράσινα Σύνορα”, αλλά και με το πολύ καλό σινεφίλ διαμάντι “Κόκκινος Ουρανός” του μεγάλου γερμανού σκηνοθέτη, Κρίστιαν Πέτζολντ (“Transit“, “Η Νύμφη του Νερού“).
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Ναπολέων
(“Napoleon”, Ρίντλεϊ Σκοτ, 2ω38λ)
***
Στον απόηχο της γαλλικής επανάστασης, η άνοδος του Ναπολέοντα είναι ραγδαία από ηγέτης του στρατού σε νέο αυτοκράτορα. Την άνοδο παρακολουθούμε μέσα από το πρίσμα της σχέσης του με την Ιωσηφίνα, και τις φορές που αναγκάστηκε να την αφήσει πίσω για να βρεθεί στο πεδίο της μάχης, κατατροπώντας τους αντίπαλους στρατηγούς – μέχρι που κατατροπώθηκε ο ίδιος.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ παραδίδει μια ομολογουμένως (από τον ίδιο) λειψή εκδοχή της κινηματογραφικής βιογραφίας του Ναπολέοντα –σύμφωνα με τον βρετανό σκηνοθέτη ένα 4ωρο director’s cut θα βρεθεί μελλοντικά στο Apple TV– που παρά τις όποιες αδυναμίες παραμένει ένα τεχνικά άρτιο, εντυπωσιακό, ποτέ βαρετό, πολύ αστείο και κατά τόπους σχεδόν αντισυμβατικό δείγμα βιογραφικού σινεμά.
Ο Χοακίν Φοίνιξ στον κεντρικό ρόλο μοιάζει διατεθειμένος να ψυχολογήσει τον ήρωά του με βαθύτατα εκκεντρικό τρόπο, παίζοντάς τον σαν σκυθρωπό καρτούν. Παραδίδοντας με στεγνό τρόπο ατάκες όπως το ήδη θρυλικό «το πεπρωμένο μου έφερε αυτό το παϊδάκι!», χτυπώντας το πόδι του κάτω σαν κακομαθημένο αγοράκι που δε του δίνει πίσω ο γείτονας τη μπάλα ποδοσφαίρου που προσγειώθηκε στο μπαλκόνι του, ή παραμένοντας πλήρως ανήμπορος να κατανοήσει την ψυχολογία των πραγμάτων και το context μιας κατάστασης, ο Φοίνιξ (μας) διασκεδάζει πηγαίνοντας παρέα με τον Ρίντλεϊ Σκοτ την ακτινογραφία αυτής της διάσημης ιστορικής φιγούρας ένα βήμα πιο πέρα από τα όποια προφανή αστεία ή διαπιστώσεις.
Εκεί, στη σχέση του με την Ιωσηφίνα (μια καθηλωτικά βλοσυρή Βανέσα Κέρμπι), εντοπίζεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του φιλμ, στο πώς η διαρκώς απρόβλεπτη δυναμική τους εκφραζόταν στις πράξεις του Βοναπάρτη – μια κατάθεση στην ιδέα του ότι πίσω από κάθε πράξη βρίσκεται ένα καταπιεσμένο πάθος ή εγωισμός. Θα μπορούσε το φιλμ να είναι σπουδαίο αν αφοσιωνόταν περισσότερο σε αυτή τη δυναμική, μα στην παρούσα του μορφή μοιάζει να μην καταφέρνει να επικεντρωθεί σε ένα σημείο. Όποτε η δράση μεταφέρεται στο πεδίο της μάχης, κάτι από το ενδιαφέρον του Σκοτ και του Φοίνιξ μοιάζει να μένει πίσω και οι (τυπικά βιογραφικές) εξελίξεις μοιάζουν σε σημεία να αναπτύσσονται διακεκομμένα και σαν απλή παράθεση γεγονότων.
Οι επιμέρους σκηνές αυτές είναι φυσικά εξαιρετικά στημένες. Ο Σκοτ εκεί καδράρει τον Ναπολέοντα σχεδόν αποκλειστικά σε κοντινά πλάνα που χάρη στο πώς διαγράφεται η φιγούρα του μαζί με το καπέλο του, γεμίζουν το κάδρο σε όλες του τις διαστάσεις, ενώ αντιθέτως οι στρατοί φιλμάρονται κυρίως από απόσταση – από τη μία είναι εκείνος, από την απέναντι όλοι οι υπόλοιποι, άνθρωποι σε απόσταση, άνθρωποι όχι αληθινοί, αναλώσιμες φιγούρες που χρησιμοποιεί στρατηγικά. Από εκεί και πέρα πάντως, ειδικά σε σχέση με το χώρο που καταλαμβάνουν, οι κατά τα άλλα εντυπωσιακές σκηνές αποτελούν ένα κάποιο άδειο θέαμα, εντελώς μακριά από τα όσα συμβαίνουν μέσα στα τείχη του παλατιού ή στους αποπνικτικούς δρόμους της πόλης.
Είναι πάντως ένα πολύ ικανό, όμορφο και αυθεντικά διασκεδαστικό (και πολύ αστείο!) ιστορικό έπος, με μια από τις ενδιαφέρουσες ερμηνείες του Χοακίν Φοίνιξ σε πρώτο πλάνο. Αυτή η ανισότητα ανάμεσα στα ξεχωριστά του κομμάτια απλώς υπονοεί την παρολίγον ύπαρξη ενός φιλμ ακόμα καλύτερου, ίσως και ακόμα πιο περίεργου. Καλώς έχουμε αυτό που έχουμε, καλώς θα περιμένουμε και την πληρέστερη εκδοχή.
Κόκκινος Ουρανός
(“Afire / Rotter Himmel”, Κρίστιαν Πέτζολντ, 1ω43λ)
***½
Ο Λέον κι ο Φέλιξ πάνε διακοπές στο εξοχικό του δεύτερου αλλά εκεί θα βρουν και τη Νάντια, μια μυστηριώδη (ή μήπως, απλά καθόλου μυστηριώδη;) γυναίκα που θα αναστατώσει τον Λέον ο οποίος αδυνατεί να συγκεντρωθεί για να γράψει το βιβλίο του. Μπορεί φυσικά να φταίει κι ο ίδιος, κι ο τρόπος με τον οποίο αρνείται να αφήσει την ζωή γύρω του να τον αγγίξει. Ή μπορεί να φταίνε κι οι φωτιές που τους περικυκλώνουν όλο και πιο απειλητικά.
Ο μάλλον σημαντικότερος σύγχρονος γερμανός σκηνοθέτης (έχουμε προηγουμένως υμνήσει τόσο το “Transit” του, όσο και τη “Νύμφη του Νερού”) αφήνει πίσω του τις πόλεις μες στις οποίες συχνά υφαίνει νέες ρομαντικές μυθολογίες, και ταξιδεύει στην εξοχή όπου στήνει μια α λα Ερίκ Ρομέρ θερινή απόδραση που ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στην χαλάρωση και την ένταση. Ο Λεόν (ένας φανταστικά μουντός και ανέκφραστος Τόμας Σούμπερτ) βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγωνία του Δύσκολου Δεύτερου Βιβλίου, κι αντί να θελήσει να ζήσει περισσότερη ζωή (την οποία θα μετουσιώσει σε αφήγηση) επιλέγει να κλειστεί όλο και πιο εξοργιστικά στον εαυτό του.
Επιλέγει να είναι εκείνος που πάντα μένει πίσω, εκείνος που απλά κοιτάζει αλλά δεν αγγίζει, εκείνος που καίγεται από όλα τα θέλω που καταπιέζει. Η Νάντια της Πόλα Μπιρ (μόνιμη πλέον πρωταγωνίστρια του Πέτζολντ) κινείται διαρκώς, και με έναν πάντοτε ανθρώπινο και καθημερινό τρόπο, καθώς η ταινία υποσκάπτει την ιδέα της μυστηριώδους γυναίκας-μούσας, ενώ ο κολλητός Φέλιξ απουσιάζει όλο και περισσότερο, ζώντας μια θερινή διασκέδαση εκτός κάδρου – όταν ο Λεόν διαπιστώνει τι συμβαίνει στα αλήθεια με τον φίλο του, έρχεται ως έκπληξη μάλλον μόνο στον ίδιο.
Ταυτόχρονα, ο Πέτζολντ αντλεί επιρροές από το σινεμά τρόμου, από Χίτσκοκ μέχρι τις επαρχιακές τερατωδίες ενός “Hills Have Eyes”, προσδίδοντας μια επίμονη σιγοβράζουσα ένταση στην ιδέα ενός άντρα που παραμένει παθητικός θεατής στη ζωή που συμβαίνει γύρω του – κι αυτή ακόμα, με ημερομηνία λήξης καθώς τίποτα (πόσο μάλλον η ευτυχία) δε μπορεί να κρατήσει για πάντα. Όλη η ταινία είναι ένα διαρκές βλέμμα: Αυτά που ο Λέον κοιτάζει βουβά, αυτά στα οποία ξεσπά την καταπίεσή του, κι αυτά που δεν βλέπει καν.
Μια ανάλαφρη λοιπόν καλοκαιρινή περιπέτεια που αποτελεί η ίδια ένα παιχνίδι πάνω στην ιδέα της αφήγησης (όπως υπογραμμίζει και μια τελική ανατροπή), και στη σύνδεση ανάμεσα στις ιστορίες και την αλήθεια, ανάμεσα σε αυτά που (ενεργά) θέλουμε κι αυτά που (θεωρητικά) θα θέλαμε. Αυτό το πείραμα ίσως σε κάποια σημεία μας αφήνει λίγο περισσότερο από το ιδανικό στην παρέα (και στην οπτική) ενός τελικά αγνά αντιπαθητικού κεντρικού ήρωα, με το φινάλε να μην βοηθάει κι αυτό τα πράγματα.
Όμως ο τρόπος με τον οποίο ο Πέτζολντ παίζει με τον κινηματογραφικό ρυθμό, με το πώς εκμεταλλεύεται το φυσικό περιβάλλον και το πώς κινείται ανάμεσα στην ξεγνοιασιά και την ένταση, το πάθος και το σασπένς, με τη βοήθεια του πολύ δυνατού καστ του, έχουν σαν αποτέλεσμα ένα φιλμ που καταφέρνει να είναι διασκεδαστικό όσο μυστηριώδες. Ανάλαφρο, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι που θα κουβαλάς μέσα σου ως μια παράξενη καλοκαιρινή ανάμνηση που από απόσταση, μοιάζει ελαφρώς πιο απόκοσμη από όσο μπορείς να εξηγήσεις.
Πράσινα Σύνορα
(“The Green Border / Zielona granica”, Ανιέσκα Χόλαντ, 2ω27λ)
**½
Στα βαλτώδη δάση που συνθέτουν τα λεγόμενα «πράσινα σύνορα» μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας, πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά παγιδεύονται σε μια γεωπολιτική κρίση που σχεδιάστηκε κυνικά από τον δικτάτορα Αλεξάντερ Λουκασένκο. Πιόνια σε αυτόν τον κρυφό πόλεμο, είναι η Τζούλια, μια νεοσύλλεκτη ακτιβίστρια που εγκατέλειψε την άνετη ζωή της, ο Γιαν, ένας νεαρός συνοριοφύλακας, και μια συριακή οικογένεια προσφύγων.
Η Ανιέσκα Χόλαντ (υποψήφια για Όσκαρ το ‘92 για το “Europa Europa”) συνθέτει ένα άκρως επίκαιρο κοινωνικοπολιτικό δράμα γύρω από τα pushbacks και τον κυνισμό με τον οποίο αληθινές ζωές ανθρώπων χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν άλλες ατζέντες. Η Χόλαντ θέλει ταυτόχρονα καταγράψει μια σκληρή πραγματικότητα αλλά να παίξει κι ένα παιχνίδι ηθικής (με απλές επιλογές απλώς ανθρώπων που κρίνουν ζωές), χρησιμοποιώντας ως σοκ μια ιδέα που θα αποτελούσε πολύ χρήσιμη βάση πάνω στην οποία να έχει χτίσει εξαρχής την ταινία – ένα πράγματι αιχμηρό σχόλιο πάνω στη σχετικοποίηση των ζωών, που κάπως χαραμίζεται.
Το φιλμ κουβαλά το βάρος της σημασίας του με ένα τρόπο που συχνά το καθιστά επαναλαμβανόμενο και κάπως ακίνητο (είναι μεγάλη η διάρκεια, και του φαίνεται), αλλά η δύναμη των εικόνων του είναι αναντίρρητη. Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στη Βενετία και ένας μικρός πόλεμος για το φιλμ πίσω στην πατρίδα του όπου η κυβέρνηση επιτέθηκε στην Χόλαντ και στις σκληρές αλήθειες του έργου.
Ο Πυρετός του Πετρόφ
(“Petrov’s Flu / Petrovy v grippe”, Κίριλ Σερεμπρένικοφ, 2ω25λ)
***
Μια μέρα από τη ζωή του κομίστα Πετρόφ ο οποίος περιφέρεται σε μια εμπύρετη, σουρεαλιστική εκδοχή της μετα-σοβιετικής Ρωσίας μπλέκοντας σε μια σειρά από απρόοπτα επεισόδια που ακροβατούν ανάμεσα στο πραγματικά και το φανταστικό. Ο Κίριλ Σερεμπρένικοφ, από τους πιο συναρπαστικούς –ακόμα κι όταν δημιουργούν θεάματα βαριά και δυσπρόσιτα– οπτικούς αφηγητές του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά, συνθέτει μια ντελιριακή συρραφή αλληγορικών επεισοδίων έχοντας ως σημείο εκκίνησης την Ρωσία του καθεστώτος Πούτιν κι ως φόντο την αποπνικτική αίσθηση αφενός της πανδημίας κι αφετέρου τον ίδιο του τον κατ’οίκον περιορισμό (από το πουτινικό αυτό καθεστώς).
Ο κόσμος (του) ως ένας αδιέξοδος παραλογισμός, σαν το πιο μουντό καμπαρέ του γνωστού σύμπαντος, χρωματισμένο με έναν τόνο ανθυγιεινού πράσινου και με μια αρρωστημένη εσάνς να το διαπερνά από άκρη σε άκρη. Σκληρό arthouse, αλλά γεννημένο μέσα από το μυαλό ενός αυθεντικού καλλιτέχνη.
Ευχή
(“Wish”, Κρις Μπακ, Φων Βιρασουνθόρν, 1ω35λ)
**
Η νεαρή Άσα τα βάζει με τον πανίσχυρο (και αγαπητό στον λαό) βασιλιά και μάγο Μανίφικο ο οποίος έχει στην κατοχή του τις ευχές όλων των κατοίκων του βασιλείου του Ρόζας. Όταν κανείς δώσει την ευχή του στον Μανίφικο, ξεχνά ότι την είχε ποτέ, χάνοντας ουσιαστικά ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Μανίφικο από την άλλη, δε σκοπεύει να εκπληρώσει σχεδόν καμία από αυτές, καθώς τις βρίσκει όλες εν δυνάμει επικίνδυνες για την εξουσία του. Πώς θα τα καταφέρει η Άσα; Ένα αστέρι θα ακούσει την ευχή της και θα πέσει από τον ουρανό για να τη βοηθήσει.
Ταινία-προσπέκτους για τον εορτασμό των 100 χρόνων Ντίσνεϊ, φτιαγμένη ως φόρμουλα περασμένων επιτυχιών (γεμάτη ως τα αυτιά με αναφορές σε άλλες αγαπημένες ταινίες και χαρακτήρες του στούντιο) που όμως έτσι όπως είναι κατασκευασμένη από το αποτέλεσμα και προς τα πίσω, ξεχνά πώς να είναι όντως μια αληθινή ταινία. Ιδέες εμφανίζονται και ξεχνιούνται, β’ χαρακτήρες θυμίζουν αρχέτυπα αλλά κανείς δεν είναι αξιομνημόνευτος, ούτε ένα αστείο δεν είναι πετυχημένο και γενικά το φιλμ δεν μοιάζει να έχει ούτε μια οργανική σκέψη. Κερδίζει πόντους για την κεντρική ηρωίδα, και για μια (έστω κι αν όχι αληθινά πετυχημένη) αισθητική απόπειρα προσομοίωσης του παραδοσιακού σχεδίου μέσω μιας «ξεφουσκωμένης» εκδοχής 3D animation.
Κυκλοφορούν ακόμη
Με τα Μάτια της Νταλβά: Η 12χρονη Νταλβά ζει μόνη της με τον πατέρα της. Ένα βράδυ, η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι τους και την παραδίδει σε ανάδοχη οικογένεια. Καθώς η Νταλβά γίνεται φίλη με τη νέα της συγκάτοικο Σαμία και τον κοινωνικό λειτουργό Τζέιντεν, σταδιακά καταλαβαίνει ότι η αγάπη που μοιραζόταν με τον πατέρα της δεν ήταν αυτό που νόμιζε. Η σεξουαλική κακοποίηση γυρισμένη με έγνοια και με έναν απολύτως εσωτερικό τρόπο, σε ένα πολυβραβευμένο σκηνοθετικό ντεμπούτο.
Ο Δρόμος της Εξιλέωσης: Ένα φιλμ νουάρ που διαδραματίζεται σε μία έκρυθμη πόλη του Μισισιπή, όπου μία μητέρα και η μικρή της κόρη βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που διασταυρώνονται το ουίσκι, τα όπλα και η δίψα για εκδίκηση. Δραματικό θρίλερ με τον Μελ Γκίμπσον.