Νέες κυκλοφορίες: Για ποιον είναι αυτές οι ταινίες;
Διαβάζεται σε 8'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 03 Απριλίου 2025 06:26
Το μεγάλο ξεφόρτωμα της άνοιξης συνεχίζεται και το κοινό μάλλον αδιαφορεί, με λιγοστές εξαιρέσεις. Ο “Ένας Απλός Άνθρωπος” με τον Τζέισον Στέιθαμ έκανε ας πούμε το καθήκον του και κουβάλησε την εβδομάδα με 20.000 άνοιγμα, σχεδόν το ⅓ των συνολικών εισιτηρίων που κόπηκαν. Καλό άνοιγμα για την “Ορχήστρα του Αδερφού Μου“, που μπορεί να βρει ένα κοινό, αν δεν πνιγεί από την υπερπροσφορά μετριότητας αυτού του διαστήματος.
Η “Χιονάτη” δεν ενδιαφέρει, και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σε πολλαπλάσιο βαθμό για την πλειοψηφία των ταινιών που ανοίγουν αυτές τις εβδομάδες – ακόμα και 2-3 καλοί τίτλοι που θα μπορούσαν να βρουν ένα κοινό, χάνονται μες στην κακοφωνία.
Αυτή η εβδομάδα είναι το αποκορύφωμα, με 2 ελληνικές ταινίες περιορισμένου κοινού (αλλά που τουλάχιστον έχουν ψυχή), και από εκεί και μετά το μακελειό.
Η πρότασή μας; Αναζητήστε την “Ταξιδιώτισσα” με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, τις “Σκιές στο Σκοτάδι” με Μπλάνσετ και Φασμπέντερ πριν κατέβουν, ή τα οσκαρικα “Είμαι Ακόμη Εδώ”, “Anora” και “Flow” που βαστάνε ακόμα – και δικαίως.
Ας δούμε έτσι για τους τύπους, τις νέες ταινίες που κυκλοφορούν στις αίθουσες – και θυμίζουμε και πάλι πως ταινίες για τις οποίες δεν γίνεται δημοσιογραφική προβολή, δεν συμπεριλαμβάνονται στην παρουσίασή μας.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Εδώ Μιλάνε για Λατρεία
(Βύρωνας Κριτζάς, 1ω29λ)
★★½
Οι Κόρε. Ύδρο. σχηματίστηκαν στην Κέρκυρα από μια παρέα συμμαθητών και εξελίχθηκαν σε ένα γκρουπ σημείο-αναφοράς της ελληνόφωνης σύγχρονης μουσικής. Το ντοκιμαντέρ λέει την ιστορία τους.
Σε 25 λέξεις: Χωρίς πολύ focus αλλά με πολλή ψυχή (και άλλη τόση αγάπη), ένα καλλιτεχνικά άτσαλο ντοκιμαντέρ που όμως καταφέρνει να επικοινωνήσει την ιδιομορφία μιας πλήρως αντισυμβατικής μπάντας. Δεν είναι και λίγο.
Κριτική
Η ιστορία των Κόρε. Ύδρο. είναι τρομερά ιδιόμορφη, μια μπάντα που φτιάχτηκε ως σχολικό παιχνίδι (αντίδρασης) και, με την προσθήκη ενός μέλους-κλειδιού στην πορεία εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη ελληνική μουσική.
Στο Εδώ Μιλάνε για Λατρεία υπάρχουν πολλές στιγμές αδύνατον να μην συγκινηθείς, να μην νοσταλγήσεις, να μην ξεσηκωθείς, αλλά υπάρχουν και στιγμές που μοιάζει και λίγο με χαμένη ευκαιρία. Η ιδέα πως υπήρξε μια μπάντα που άρεσε μόνο στον κόσμο που γράφει για μπάντες ή σχηματίζει δικές του μπάντες, είναι συναρπαστική, για παράδειγμα. Η ιστορία των Κόρε. Ύδρο. από την οπτική ενός μέλους που έμοιαζε να μην ήθελε να είναι εκεί, ακόμα περισσότερο.
Στην παρούσα του μορφή, το ντοκιμαντέρ μοιάζει μη εστιασμένο, και σε σημεία κάπως αμήχανο (ιδίως στο τελευταίο 15λεπτο) μπροστά στην ιδιομορφία του λατρεμένου συγκροτήματος – από την άλλη, είναι και κάπως κατανοητή η συγκεκριμένη προσέγγιση. Είναι κάπως ισοδύναμο του «τι να σου πρωτοπώ» και, με έναν απρόσμενο τρόπο, καταφέρνει να μεταδώσει κάτι από την παραδοξότητα του ίδιου του αντικειμένου του.
Εξάλλου, μια βόλτα στις διαδρομές της ιστορίας αυτής της μπάντας είναι καλοδεχούμενη και, εν τέλει, ξεσηκωτική.
Όλο το Σόι
(“Riff Raff”, Ντίτο Μοντιέλ, 1ω43λ)
★
Ένας πρώην γκάνγκστερ που έχει βρει πια την ησυχία του, βλέπει την νορμάλ καθημερινότητά του να ανατρέπεται όταν τον επισκέπτονται συγγενείς και άνθρωποι από το παρελθόν, για μια επανένωση γεμάτη απρόοπτα.
Σε 25 λέξεις: Το καστ μοιάζει να υπνοβατεί σε μια ταινία που χάνει την τονική ισορροπία. Ούτε διασκεδάζει, ούτε ενδιαφέρει.
Κριτική
Δυστυχώς για όλους δεν είναι σε επανέκδοση το κλασικό φιλμ του Κεν Λόουτς από το 1991 με τον ίδιο αγγλικό τίτλο, αλλά μια κυνικά και άτεχνα κατασκευασμένο «βιτριολικό οικογενειακό δράμα». Που σημαίνει με απλά λόγια πως κάνει ό,τι μπορεί για να μας δίνει τη μία ανίερη στιγμή μετά την άλλη, χωρίς σε κανένα σημείο το δραματικό κομμάτι του φιλμ να έχει την οποιαδήποτε συνοχή ή βαρύτητα (δεν πιστεύεις ούτε νοιάζεσαι στα αλήθεια για τίποτα), και δίχως παράλληλα το χιούμορ να έχει κάποια αιχμή ή κάποιο ρυθμό για να τα δικαιολογεί όλα αυτά.
Κατά συνέπεια όλο το καστ (ανάμεσά τους ο Μπιλ Μάρεϊ σε απόγειο ερμηνείας τύπου υπνοβασίας, κι η Τζένιφερ Κούλιτζ σα να μην της δόθηκε ποτέ σενάριο) μοιάζει να παίζει σε διαφορετικές ταινίες – κι όχι με καλό ή έστω διασκεδαστικό τρόπο, βλέπε ας πούμε “Ο Οίκος Gucci”. Μόνο στυλ, και αδιάφορο στυλ κιόλας.
Μαλδίβες
(Ντάνιελ Μπόλντα, 1ω18λ)
★★½
Ο Στέλιος είναι άνθρωπος του βουνού, αλλά ονειρεύεται τη θάλασσα. Διδάσκει μουσική σε ένα απομονωμένο χωριό, με μόνη παρέα τον σκύλο του. Όταν η Μαρία όμως μια μέρα χαθεί, ο κόσμος αρχίζει να μοιάζει πιο απειλητικός για τον Στέλιο.
Σε 25 λέξεις: Αισθητικά προσεγμένο, με όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία και μουσική, το ντεμπούτο του Ντάνιελ Μπόλντα δίνει πόνο και βγάζει ψυχή, αλλά είναι μάλλον υπερβολικά αραιό.
Κριτική
Ο Στέλιος ονειρεύεται έναν τόπο στον οποίο δεν κατοικεί και μια ζωή την οποία δε ζει, έχοντας ως υπαρξιακή άγκυρα τη Μαρία, τον πιστό σκύλο του. Μόνη παρέα και παρηγοριά σε μια μοναχική ζωή κάπου στο κρύο του βουνού. Την ιδέα ενός ήρωα που έχει σαν όνειρο να φύγει σε ένα ονειρεμένου Κάπου Μακριά τη συναντάμε συχνά στο σινεμά και συνήθως εκφράζει μια υπαρξιακή αγωνία απόδρασης από μια ακινητοποιημένη ζωή.
Αυτή η δραματική σύγκρουση βρίσκεται στην καρδιά του φιλμ του Ντάνιελ Μπόλντα και εκφράζεται με έναν εικαστικά υποβλητικό τρόπο. Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Μπόλντα επιδεικνύει εξαιρετικό αισθητικό έλεγχο, καθώς η πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Έβαν Μαραγκουδάκη και η διεισδυτική μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ χτίζουν ένα σύμπαν απόκοσμου ονείρου, αλλά και ελκυστικά οικείου την ίδια στιγμή. Μια κοντρολαρισμένα συγκεχυμένη κατάσταση όπου η απειλή, η ελπίδα κι η μελαγχολία συνυπάρχουν στις ίδιες εικόνες, στα ίδια σκηνικά παραμυθένιου φολκ τρόμου.
Το πρόβλημα για την ταινία είναι πως ποτέ δεν μοιάζει αρκετά μεστή και πυκνή σε ένα δεύτερο επίπεδο – μετά, δηλαδή, το χτίσιμο του κόσμου, την σκιαγράφηση της επιθυμίας, την κατάθεση της ερμηνευτικής στιβαρότητας του Αντώνη Τσιοτσιόπουλο στον κεντρικό ρόλο. Τι ακολουθεί μετά; Η ώθηση δεν έρχεται ποτέ, παρά ακολουθούμε μια επαναλαμβανόμενη περιπλάνηση, σε ένα φιλμ που μοιάζει με ένα περίεργο τρόπο να έχει ταυτόχρονα και πολλές ιδέες, αλλά και λιγοστές. Είναι λίγο σαν μεσαίου μήκους που επεκτάθηκε δίχως να έχει αρκετό ζουμί – χωρίς πάντως αυτό να μειώνει το πόσο αξίζει ως συναισθηματική και αισθητική εμπειρία.
Ψυχάκιας
(“Borderline”, Τζίμι Γουόρντεν, 1ω34λ)
★½
Σωματοφύλακας προστατεύει μια σούπερ σταρ της ποπ και τον αθλητή σύντροφό της, από έναν αποφασισμένο stalker στο Λος Άντζελες του 1990.
Σε 25 λέξεις: Μπαράζ στιλιστικών ιδεών και κενής επίδειξης σε μια ταινία που όχι μόνο δεν έχει κάτι να πει, αλλά ούτε και (σε αντίθεση με ό,τι νομίζει) να δείξει.
Κριτική
Για μια ταινία που ζει μέσα στην ποπ αντισυμβατικότητά της, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει πραγματικά δύσκολο να το υποστείς, μιας και η έγνοια είναι πρωτίστως να παρουσιαστούν ανατρεπτικές ιδέες, κι όχι τόσο η συνοχή ή ο ρυθμός. Η Σαμάρα Γουίβινγκ (από το συμπαθέστατο “Είσαι Έτοιμος;”) δίνει και πάλι μια ορμή στο κέντρο της ταινίας, αλλά σε κανένα σημείο το υλικό γύρω της δεν αξίζει τον όποιο κόπο. Καθώς πρόκειται για έναν συνδυασμό ειρωνίας, στυλ και ποπ βίας όπου η ισορροπία ποτέ δεν λειτουργεί.
Saint-Exupery
(Πάμπλο Αγουέρο, 1ω38λ)
★½
Μια δεκαετία πριν δημιουργήσει τον “Μικρό Πρίγκιπα”, ο Αντουάν ντε Σαιν-Εξιπερί ήταν πιλότος στην γαλλική αεροπορία. Όταν ένας συνάδελφός του χάνεται στις Άνδεις, θα ξεκινήσει την αναζήτηση μαζί με την σύζυγο εκείνου.
Σε 25 λέξεις: Εστιασμένο βιογραφικό φιλμ τριών προσώπων, που υπογραμμίζει τον κατασκευασμένο χαρακτήρα του με λάθος τρόπο, με ένα αποκρουστικό ψηφιακό φόντο να αποσπά διαρκώς την όποια προσοχή.
Κριτική
Ενδιαφέρουσα η προσέγγιση μιας προσωπικότητας μέσα από μια τόσο στενά εστιασμένη ιστορία, όμως το αποτέλεσμα είναι οριακά αποκρουστικό, αν μη τι άλλο σε αισθητικό επίπεδο. Το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία είναι καθαρά τεχνητό και περιορισμένο, κάτι όχι απαραίτητα άστοχο ως ιδέα, όμως στην συγκεκριμένη εκτέλεση όλα μοιάζουν λάθος.
Η ιστορία τριών προσώπων τρακάρει διαρκώς σε αδιέξοδα και η γραφή είναι μονότονη, παρά την εμφάνιση τριών πρωτοκλασάτων ονομάτων στους κεντρικούς ρόλους: Λουί Γκαρέλ, Βενσάν Κασέλ, Νταϊάν Κρούγκερ. Αλλά είναι κυρίως η αισθητική χαλκομανία που καταδικάζει την ιδέα – θα μπορούσε να είναι κάτι αληθινά ευρηματικό και πρωτότυπο, αλλά αντ’αυτού μοιάζει με κομμένη σκηνή φτηνής CGI περιπέτειας.
Επίσης κυκλοφορούν
Niki: Παρίσι, 1952. Η Νίκι, Γαλλο-Αμερικανίδα επίδοξη ηθοποιός και μοντέλο, μετακομίζει από τις ΗΠΑ με τον σύζυγο και τη μικρή της κόρη, σε μια απόπειρα να πάρει απόσταση από την οικογένειά και τη χώρα της που την έπνιγαν. Όμως, επώδυνες αναδρομές σε ένα συγκλονιστικό τραύμα της παιδικής της ηλικίας συνεχίζουν να εισβάλλουν στις σκέψεις της και ανατρέπουν την ειδυλλιακή μποέμ ζωή που προσπαθεί να χτίσει. Βιογραφικό φιλμ για την καλλιτέχνη Νίκι ντε σαιν Φαλ.
Η Τέχνη της Μνήμης: Η Αννέτα Παπαθανασίου επιστρέφει με το νέο της ντοκιμαντέρ μετά το “Γελώντας στο Αφγανιστάν” και εξερευνά την τέχνη της εικαστικού Άρτεμης Αλκαλάη και τη διαδικασία του συλλογικού τραύματος μέσα από τη μνήμη του Ολοκαυτώματος.