Νέες ταινίες: “Αμαρτωλά” βαμπίρ και “Όνειρα Ιλουστρασιόν” α λα “Ταξιτζής”

Διαβάζεται σε 7'
Νέες ταινίες: “Αμαρτωλά” βαμπίρ και “Όνειρα Ιλουστρασιόν” α λα “Ταξιτζής”
© 2025 Warner Bros. Entertainment Inc. All Rights Reserved.

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Το ντοκιμαντέρ “Εμείς” για τον Bloody Hawk έκανε τη θετική διαφορά στα ταμεία, φέρνοντας στις αίθουσες 34.000 θεατές, ένα ελαφρώς απίστευτο αποτέλεσμα για ελληνικό μουσικό ντοκιμαντέρ – και μια τρίχα μακριά από τις εισπράξεις του “Minecraft” (37.000) για το ίδιο 4ήμερο, παρότι με 80 οθόνες λιγότερες από το οικογενειακό μπλοκμπάστερ.

Δεδομένα μεγάλη η επιτυχία λοιπόν μιας ταινίας που ξεχώρισε ανάμεσα στις δεκάδες που προσφέρονται αυτό το διάστημα. Eξαίρεση στην υπερπροσφορά αποτελεί ωστόσο η τρέχουσα εβδομάδα όπου, λόγω Πάσχα, οι νέες κυκλοφορίες περιορίζονται στο ελάχιστο. Από τη μία έχουμε ένα από τα καλύτερα ορίτζιναλ mainstream έργα του πρόσφατου αμερικάνικου σινεμά, κι από την άλλη μια ταινία από το περσινό (!) Σάντανς που χάθηκε στο περιθώριο λόγω της καταδίκης του πρωταγωνιστή Τζόναθαν Μέιτζορς για επίθεση τρίτου βαθμού και παρενόχληση.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Αμαρτωλοί

(“Sinners”, Ράιαν Κούγκλερ, 2ω17λ)

★★★★

Στον αμερικάνικο Νότο των ‘30s, δύο δίδυμα αδέρφια αφήνουν πίσω το Σικάγο (και τον Αλ Καπόνε) και επιστρέφουν στη γενέτειρά τους για μια νέα αρχή. Αλλά τα εγκαίνια του νέου τους μπλουζ κλαμπ θα διακόψει μια δαιμονική επίθεση.

Σε 25 λέξεις: Εξαιρετικά γυρισμένη, πρωτότυπη βαμπιρική περιπέτεια με σασπένς, ερωτισμό και έμφαση στη μουσική. Επιρροές από Ροντρίγκεζ και Κάρπεντερ, φανταστικό καστ, σπουδαίες συνθέσεις από τον βραβευμένο με 2 Όσκαρ συνθέτη των “Οπενχάιμερ” και “Black Panther”.

Κριτική

Πρόκειται για ένα απολύτως ορίτζιναλ φιλμ τρόμου και πάθους (παρά τα δάνεια και το φόρο τιμής στους genre πατεράδες του, όπως τον μέγιστο Τζον Κάρπεντερ) που όμως, προς τιμήν του, δεν έρχεται με κανένα απολύτως άγχος να επανεφεύρει τους κανόνες, ή να επανασυστήσει την βαμπιρική μυθολογία και εικονογραφία. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οτιδήποτε στην ταινία μοιάζει με αναμάσημα – αν μη τι άλλο ισχύει το αντίθετο, καθώς η ταινία του Κούγκλερ καταφέρνει να αποφύγει τη μεγαλύτερη πληγή του σύγχρονου σινεμά τρόμου: Την συχνά ανυπόφορη κυριολεξία της αλληγορίας του, ή ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης που μετατρέπεται σε (πολύ ισχνό, αφηγηματικά) πρώτο.

Η ιστορία μας μεταφέρει στον αμερικάνικο Νότο του 1930, όταν δύο δίδυμα αδέρφια (Μάικλ Μπ. Τζόρνταν με δύο διαφορετικού χρώματους καπέλα στον διπλό ρόλο) φεύγουν από το Σικάγο όπου έχουν χτίσει τη φήμη των σκληρών (και πιθανόν, συνεργατών του Αλ Καπόνε) και επιστρέφουν στη γενέτειρά τους για αρχίσουν ξανά.

Το «πολιτισμένο» Σικάγο μπορεί να μην έχει Κου Κλουξ Κλαν, αλλά ο ρατσισμός που συναντούν εκεί παίρνει απλώς άλλες μορφές – «καλύτερα ο διάβολος που ξέρεις», μας λένε τα αδέρφια στη διάρκεια μιας διαδρομής τους πίσω στα απλωτά χωράφια της βαθιάς americana.

Στη διαδρομή τους θα συναντήσουν πολλές φιγούρες από το παρελθόν τους, ανάμεσά τους τον ξακουστό στην περιοχή μουσικό Ντέλτα Σλιμ (ένας φοβερός και πάλι Ντελρόι Λίντο), την Άνι (Γούνμι Μοσάκου) που έχει μια πονεμένη σύνδεση με ένα από τα αδέρφια, και την Μαίρη (Χέιλι Στάινφελντ) που έχει μια, ας πούμε, περίπλοκη σύνδεση με το άλλο.

Όμως το κλειδί στην όλη υπόθεση μοιάζει να είναι ο Σάμι Μουρ (Μάιλς Κέιτον, τον οποίο μας πρωτοσυστήνει η ταινία), ένας χαρισματικός οργανοπαίχτης του οποίου η μουσική είναι τόσο έντονη και κρύβει μέσα της κάτι τόσο αρχέγονο που –θρύλοι λένε– μπορεί να διατρήσει τον χρόνο, ακόμα και την ίδια πραγματικότητα.

Γύρω από αυτή την βραδιά μουσικής και χορευτικής απόδρασης που στήνεται σε ένα κοινωνικό και πολιτιστικό άσυλο που μοιάζει σα να ξεφύτρωσε από το πουθενά, άνθρωποι παραγκωνισμένοι, άνθρωποι στο στόχαστρο των ρατσιστικών και εκμεταλλευτικών δυνάμεων, βρίσκουν έναν χώρο έκφρασης, ασφάλειας και έκστασης.

Και τα βαμπίρ; Θα έρθουν, και θα είναι γεμάτα πάθος. Ο ερωτισμός πάντα ήταν θεμελιώδες στοιχείο στην απεικόνιση του βαμπίρ και στους Αμαρτωλούς αυτό ξεφεύγει από, απλώς, μια μυστηριώδη, εξωτική έλξη. Είναι δικαίωμα και ίδιον όλων των χαρακτήρων. Η λαγνεία αυτών των δαιμόνων έρχεται ως μια μεθυστικά γοητευτική επέκταση των παθών και των θέλω των ηρώων μας, θολώνοντας κι άλλο τα νερά των απλουστευτικών αναγνώσεων. Τους μαγνητίζει η μουσική, η κουλτούρα, το πάθος. Έχουν κάτι το γοητευτικά αιώνιο, αλλά ξεπερνούν την μία και μόνη ανάγνωση, κι αυτό τα κάνει και συναρπαστικά ως τέρατα.

Ο μεθυστικός χορός της ταινίας είναι ικανός να σε παρασύρει στο αιματηρό παραμύθι της, το οποίο ο Κούγκλερ ξετυλίγει με περισσή δεξιότητα, ευρηματικότητα και μια αστείρευτη δίψα για εντυπωσιακά transitions και οπτική αφήγηση που αρνείται να περιοριστεί σε μια κλειστή ερμηνεία. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο τρόμος δεν παίρνει ποτέ τον πρώτο λόγο στο φιλμ (πολύ απλά, δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτικό, αν και από σασπένς τα πάει φίνα), και ορισμένες δυναμικές είναι τόσο ενδιαφέρουσες που θα ευχόμασταν να είχαν βρει περισσότερο χώρο να ζήσουν και αναπνεύσουν, είναι τελικά εμφανές πως οι Αμαρτωλοί διαθέτουν κάτι τελείως φρέσκο και ορμητικό στον πυρήνα τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Η αναλυτική κριτική για την ταινία “Αμαρτωλοί” (Sinners)

Όνειρα Ιλουστρασιόν

(“Magazine Dreams”, Ελάιζα Μπάινουμ, 2ω3λ)

★½

Ο Κίλιαν Μάντοξ ονειρεύεται να γίνει μπόντι μπίλντερ παγκοσμίου φήμης και να κοσμήσει τα εξώφυλλα περιοδικών γυμναστικής. Σε μια αυτοκαταστροφική διαδρομή αναζήτησης φήμης, θα παλέψει με τα σωματικά του όρια, αλλά και τους εσωτερικούς του δαίμονες, με σοκαριστικά αποτελέσματα.

Σε 25 λέξεις: Η εκμετάλλευση του σώματος, η απαστράπτουσα και καταστροφική έλξη της φήμης, σε ένα όμως επαναλαμβανόμενο, άτεχνα νιχιλιστικό αναμάσημα του “Ταξιτζή”.

Κριτική

Μια εκτυφλωτικών φίλτρων ματιά σε έναν κύκλο παράνοιας και τραύματος, με έναν νέο άντρα σε τέτοιο επίπεδο εμμονής με το σώμα του (μιας και η κοινωνία τον έχει πείσει πως αυτό είναι το μόνο του ουσιαστικό εμπορεύσιμο ή μη αγαθό) που είναι αδύνατον να καταλάβει πως βρίσκεται σε ένα αυτοκαταστροφικό σπιράλ. Γράφει γράμματα στον αγαπημένο του, παγκοσμίου φήμης μποντιμπιλντερά, με ένα voice over και μια creepy αγνότητα που μας έκανε προς στιγμήν να απορήσουμε αν η ταινία αποτελεί εν γνώσει της homage στο τραγούδι “Stan” του Eminem.

Η αποκόλλησή του από την πραγματικότητα κλιμακώνεται στη διάρκεια της ταινίας, είτε μέσα από τα γράμματα δίχως απόκριση που γράφει, είτε μέσα από τα βίντεο που παίρνει τον εαυτό του, είτε ακόμα και στη διάρκεια ενός ραντεβού με μια χαμηλών τόνων συνάδελφό του (η υπέροχη Χέιλι Μπένετ του “Συρανό ντε Μπερζεράκ” σε ένα μικρό ρόλο). Γίνεται όμως με έναν εντελώς επαναλαμβανόμενο τρόπο, με μια νιχιλιστική διάθεση που δεν βρίσκει όμως καν αληθινή εκτόνωση, και φυσικά με δραματουργικά και οπτικά δάνεια από θρυλικές ταινίες όπως τον “Ταξιτζή”.

Με λιγοστή διάθεση να ακολουθήσει στα αλήθεια με θάρρος κάποια από τις ιδέες της, η ταινία καταλήγει να χαρακτηρίζεται από την επιθετικά ιλουστρασιόν της ταυτότητα και, αναπόφευκτα, από την ερμηνεία του Τζόναθαν Μέιτζορς. Ενός ηθοποιού που έχει υπάρξει φανταστικός σε ρόλους γεμάτους ένταση, όπως και πολύ κακός σε ανεξέλεγκτες ερμηνείες. Εδώ είναι ίσως κάτι κι από τα δύο. Το να παρακολουθεί βέβαια κανείς τον Μέιτζορς –που καταδικάστηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης και παρενόχλησης– στον συγκεκριμένο ρόλο ίσως για πολλούς θεατές να είναι μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας και υπομονής. Τελικά, μάλλον και αχρείαστη.

Επίσης κυκλοφορεί

Το Μικρό Μου Πάντα: Ο Τιάν είναι δώδεκα ετών όταν τον στέλνουν στη γιαγιά του λόγω των κακών σχολικών του αποτελεσμάτων. Μακριά από την πόλη, στα μυστηριώδη κινεζικά βουνά, γίνεται κρυφά φίλος με ένα πάντα που το ονομάζει Φεγγάρι. Αυτό σηματοδοτεί την αρχή μιας απίστευτης περιπέτειας που πρόκειται να αλλάξει τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του. Κινέζικη οικογενειακή περιπέτεια.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα