Νέες ταινίες: Black Stone, μια κωμωδία-έκπληξη για τον παραλογισμό της ελληνικής οικογένειας

Νέες ταινίες: Black Stone, μια κωμωδία-έκπληξη για τον παραλογισμό της ελληνικής οικογένειας

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι δύο καλύτερες ταινίες της περασμένης εβδομάδας άνοιξαν εξαιρετικά στο box office, κάθε μία στα κυβικά της φυσικά– αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ευχάριστες εξελίξεις αυτές. Από τη μία λοιπόν το “Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-Σύμπαν” άνοιξε όπως αναμενόταν στην 1η θέση, με ένα σύνολο εισιτηρίων όμως υπερπολλαπλάσιο των όσων είχε φέρει στο άνοιγμα το πρώτο φιλμ. Μια τάση που συναντάμε και στο παγκόσμιο box office και που ξεκάθαρα υπογραμμίζει την τεράστια φήμη και επιδραστικότητα που χρεώθηκε σε εκείνο το φιλμ, στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Πίσω από τα μεγάλα μπλοκμπάστερ, πρώτη σε εισιτήρια ταινίας της εβδομάδας από το ανεξάρτητο κύκλωμα είναι η γαλλική σκρούμπολ δικαστική κομεντί “Το Έγκλημά Μου”, για την οποία μιλήσαμε και με την πρωταγωνίστρια Νάντια Τερέσκιεβιτς. Και για την οποία τα σχεδόν 5.000 εισιτήρια του ανοίγματος, όπως και το θέμα της και το είδος στο οποίο ανήκει, δείχνουν πως είναι από τα φιλμ που μπορεί να έχουν υγιέστατη πορεία καθόλη τη διάρκεια του καλοκαιριού που ακολουθεί.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Black Stone

(Σπύρος Ιακωβίδης, 1ω27λ)

3 / 5

Δύο κινηματογραφιστές που θέλουν να πιάσουν κάτι από την παράνοια του δημοσίου, πέφτουν τυχαία πάνω στη Χαρούλα, μια Ελληνίδα Μάνα (ΤΜ) η οποία βρίσκεται εκεί αναζητώντας τον γιο της, έναν δημόσιο υπάλληλο που κατηγορείται για απάτη κι ο οποίος μοιάζει να εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης. Στο σπίτι της Χαρούλας ζει ακόμα ο άλλος της γιος, που είναι ανάπηρος– μαζί με έναν ταξιτζή που γνωρίζουν σε μια από τις πολλές μετακινήσεις-οδύσσειες μές στην απάθεια της νεοελληνικής αστικής δυστοπίας, η Χαρούλα κι ο γιος της θα κάνουν ό,τι μπορούν για να βρουν τον αγνοούμενο. Και μαζί, θα ανακαλύψουν το μυστικό του ποιος στα αλήθεια είναι.

Τι εννοούμε όταν λέμε πως το Black Stone είναι κωμωδία-έκπληξη; Αρχικά, ασχολείται με τη νεοελληνική πραγματικότητα, με το αστικό τοπίο, με την οικογένεια, με το δημόσιο, με τις νέες δομές και τη νέα αλήθεια του τι σημαίνει ‘νεοελληνικός ιστός’. Δεν είναι κάτι πολύ συχνό αυτό, πόσο μάλλον τόσο αυθεντικά καταγεγραμμένο. Αρχικά, έχουμε τη φιγούρα της Μάνας, που σπάνια έχει αποτυπωθεί με τέτοιο πολυεπίπεδο τρόπο, εμπεριέχοντας τόσο την παράδοσης της καρικατούρας της στη λαϊκή κωμωδία μέχρι την τραγικότητα ενός ανθρώπου παγιδευμένου από πανάρχαιες πατριαρχικές δομές σε ένα ρόλο μονοδιάστατο, που δεν της αξίζει.

Η Ελένη Κοκκίδου στο ρόλο κάνει κάτι το μοναδικό– μοιάζει να αναδιπλώνεται από χιουμοριστική φιγούρα σε μια δραματική σκιά εν ριπή οφθαλμού. Μια παρουσία ασφυκτική, αστεία, ανθρώπινη, δραματική, και 100% αληθινή.

Από την άλλη, έχουμε τον απίθανο ταξιτζή που παίζει ο ράπερ Νέγρος του Μοριά με μια φυσικότητα που τον τοποθετεί στο απέναντι άκρο του ερμηνευτικού φάσματος από εκείνο της Κοκκίδου. Είναι μια φιγούρα όλο vibes, μοιάζοντας να κυλά μέσα σε ένα κόσμο που έτσι κι αλλιώς τον κοιτά διαρκώς ως κάτι το αξιοπερίεργο. (Η φανταστική στιχομυθία «Από πού είσαι;» – «Από την Κυψέλη.» – «Ναι, αλλά πού γεννήθηκες;» – «…στην Κυψέλη.» είναι η σκηνή που θα ήθελαν να έχουν γράψει οι αμέτρητες ελληνικές κωμικές σαβούρες που κυκλοφορούν κατά καιρούς και υποτίθεται πως κάνουν λαϊκό χιούμορ.)

Το πώς συνυπάρχουν αυτές οι δύο ερμηνείες τόσο αρμονικά, δείχνει το πόσο φροντισμένα δούλεψε ο Ιακωβίδης με το καστ του, αλλά και το πώς η ταινία καταφέρνει να λειτουργεί σε ένα επίπεδο που μυστηριωδώς εμπλέκει ρεαλισμό και επιθεώρηση. Και το κάνει με στυλ και με κέφι, αντλώντας αισθητικά στοιχεία από κάτι σαν το “Office” και λειτουργώντας –εκτός από αυθεντική κωμωδία αλλά και κοινωνική σάτιρα– και ως ενός είδους μυστήριο. Η αναζήτηση του χαμένου γιου δίνει στην ταινία αφηγηματική ώθηση που δεν την αφήνει να κουράσει, ακόμα και στα διάφορα κατά τόπους σημεία που εξαντλούνται οι επί μέρους ιδέες της.

Και οδηγώντας τελικά σε ένα αρκετά τολμηρό (ή έστω παράτολμο) φινάλε όπου ο πόνος κι η αισιοδοξία συνυπάρχουν, στοιχεία απαραίτητα καθώς κοιτάς –ή απλώς ζεις– μια σύγχρονη Ελλάδα που αλλάζει ραγδαία αλλά δεν ξέρεις ποτέ σε τι.

Καθώς το φιλμ μετακινείται διαρκώς, υπάρχουν σημεία που νιώθει κανείς ότι δεν αναπτύχθηκαν αρκετά ως σκέψεις. Ιδέες διαρκώς εγκαταλείπονται ή μένουν ανεξερεύνητες, από θέματα πλοκής και σκηνικού (το ελληνικό δημόσιο, για παράδειγμα) μέχρι ολόκληρες θεματικές (η ιδεολογική σύγχυση των αγωνιστών και ο ρόλος του ταξιτζή) αφήνουν κατά τόπους ανοιχτούς λογαριασμούς. Όμως όπως συμβαίνει κι όταν κάποιο κομμάτι της δράσης δεν λειτουργεί απόλυτα, η ταινία δε σε αφήνει για πολύ εκεί– κινείται μονίμως, προσφέροντας συνεχώς νέες ιδέες, ανατροπές, κωμικά highlights.

Υπάρχουν αστοχίες εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που δοκιμάζει πράγματα, συχνά πετυχαίνοντας, και η οποία διαθέτει μια αληθινά μεστή οπτική για τον έξω κόσμο (μας), γεμάτη χιούμορ και πίκρα, και με διάθεση εξερεύνησης των ταμπού και των παραλογισμών μιας σημερινής Ελλάδας-ερωτηματικό. Θα γελάσεις με πολλά, θα διασκεδάσεις με περισσότερα, θα αναγνωρίσεις τα πάντα.

Ένα Όμορφο Πρωινό

(“Un Beau Matin / One Fine Morning”, Μία Χάνσεν-Λοβ, 1ω52λ)

4 / 5

Η Μία Χάνσεν-Λοβ (“Το Νησί του Μπέργκμαν”) σκηνοθετεί τη Λέα Σεϊντού στο ρόλο της Σάντρα, μιας γυναίκας που πρέπει να διαχειριστεί την επιδείνωση μιας νευροεκφυλιστικής αρρώστιας του πατέρα της, την ώρα που η συνάντηση με έναν παλιό της γνωστό φουντώνει ένα νέο πάθος. Αυτό που ακούγεται και, σε πρώτη ματιά, μοιάζει κιόλας με μια auto-generated γαλλική ταινία, με τους ευάερους, παλιομοδίτικα εστέτ χώρους στους οποίους κινούνται και ζουν οι ήρωες, γεμάτους βιβλία στους τοίχους και γλυκίσματα στο τραπεζάκι για τους φιλοξενούμενους, κρύβει μέσα του ένα δραματικό κομψοχτέχνημα πάνω στο ίδιο το πέρασμα του χρόνου.

Η Σάντρα είναι μητέρα, είναι κόρη, είναι ερωμένη, είναι άλλοτε αποφασισμένη κι άλλοτε απεγνωσμένη, είναι ισχυρή και ανίσχυρη. Με τη συνδρομή μιας εκπληκτικής Σεϊντού που μοιάζει σαν ηθοποιό που βλέπουμε πρώτη φορά μπροστά μας καθώς πλάθει έναν φρέσκο χαρακτήρα από παντελώς συνηθισμένα και μπανάλ υλικά, η Σάντρα αποκτά διαστάσεις γνώριμα ανθρώπινες μέσα μια αποσπασματικά γραμμική αφήγηση. Η οποία δεν κουράζει ποτέ με exposition, δεν εστιάζει ποτέ στα διαδικαστικά, μεταπηδώντας με αξιοζήλευτο ειρμό από τη μία κατάσταση και τη μία εξέλιξη, στην επόμενη.

Η Χάνσεν-Λοβ έτσι οπτικοποιεί, υπό μία έννοια, την ίδια την αίσθηση της ζωής, όπου ακόμα και το κάθε τι κοσμογονικό μοιάζει στο τέλος σαν μια σειρά από snapshots της ίδιας μας της εμπειρίας. Στην ταινία της τα πάντα μοιάζουν πεζά και διόλου αξιοσημείωτα, κι όμως η εστίαση σε μια ηρωίδα και στον τρόπο που αντιδρά και αφουγκράζεται τα πάντα, μαζί με το ρυθμικό μοντάζ, τη διακριτική χρήση του κάδρου και ένα περίτεχνα ελλειπτικό σενάριο, έχουν ως αποτέλεσμα μια φιλμική αποτύπωση της ίδιας της εμπειρίας του να ζεις, να απορροφάς, να αντιδράς και –τελικά– να συνεχίζεις. Πάντα.

Master Gardener

(Πολ Σρέιντερ, 1ω50λ)

2.5 / 5

Ο Νάρβελ Ροθ είναι ο μοναχικός, λιγομίλητος αρχικηπουρός στους κήπους μιας μεγαλειώδους, παλιομοδίτικης έπαυλης του αμερικάνικου νότου, ο οποίος φυσικά –σύμφωνα με το Ευαγγέλιο κατά Πολ Σρέιντερ– κουβαλάει το τραύμα ενός ένοχου μυστικού που τον κρατά μακριά από την εξιλέωση. Η εργοδότριά του (Σιγκούρνι Γουίβερ, σε μια άφοβα παθιασμένη ερμηνεία, γεμάτη πόθο, ορμές και παιχνίδια ελέγχου) του ζητά να προσλάβει την ανιψιά της, μια νεαρή, μαύρη κοπέλα που δεν τα πάει πολύ καλά με την εξουσία. Οι συνύπαρξη του Νάρβελ μαζί της θα ξυπνήσει μέσα του τα φαντάσματα των ενοχών– και θα φέρει τη βία του παρελθόντος του, στο σήμερα.

Κλείσιμο μιας άτυπης τριλογίας με μοναχικούς άντρες γεμάτους μυστικά και μετάνοια, που βρίσκονται σε ένα Σήμερα που ποτέ δεν αποζήτησαν (και ούτε περίμεναν πως θα βιώσουν) κάπου ανάμεσα στον πόθο και την υπαρξιακή παράνοια. Μετά το μεγαλειώδες “First Reformed” με τον Ίθαν Χοκ και το έξοχο “Card Counter” με τον Όσκαρ Άιζακ, ο Κηπουρός του Τζόελ Έτζερτον μοιάζει με μια κάπως ξεφούσκωτη τελευταία νότα. Ο Σρέιντερ κάνει τα ίδια κόλπα με τις προηγούμενες ταινίες, ακολουθεί τα μοτίβα, κάτι που δεν είναι κακό σε καμία περίπτωση– απλά αυτή τη φορά η συνταγή μοιάζει λιγότερο απεγνωσμένη ή οργισμένη από κάθε άλλη φορά.

Σε συνδυασμό με το τολμηρό (αν μη τι άλλο ως φαντασίωση) φινάλε που εν πολλοίς αναιρεί μεγάλο μέρος της προβληματικής του σκηνοθέτη, συνθέτουν ένα φιλμ φτιαγμένο από υλικά αναγνωρίσιμα σπουδαίας στόφας, αλλά μαγειρεμένα με έναν τρόπο εν τέλει ελαφρώς αμήχανο, σαν ακολουθία μοτίβων που πρέπει να τοποθετηθούν στο σενάριο όπως-όπως. Ίσως απλά μετά από όλα αυτά, ακόμα κι ο Πολ Σρέιντερ τελικά να μαλάκωσε. Δεν πειράζει, γιατί ακόμα και στις μέτριες στιγμές του έχει κάτι στοιχειωτικό να μας μεταδώσει.

Mafia Mamma

1.5 / 5

Να Σου Γνωρίσω τους Γονείς Μου

2 / 5

Περνάμε στο ‘για θερινό υποθέτω είναι ΟΚ’ κομμάτι του προγραμματισμού, στο οποίο αυτή την εβδομάδα συναντάμε το “Mafia Mamma”, μια κωμική περιπέτεια(;) σε σκηνοθεσία της Κάθριν Χάρντγουικ που κάποτε σκηνοθετούσε κι ένα “Thirteen”. Η Τόνι Κολέτ κληρονομεί τον έλεγχο της μαφιόζικης οικογένειας που δεν ήξερε πως είχε, μετά τον θάνατο του παππού της στην Ιταλία, κάτι που δημιουργεί μια σειρά από ευτράπελα μέσα από τα οποία μαθαίνει πως το να τρέχεις τη μαφία δεν είναι και τόσο απίθανο αν το καλοσκεφτείς. Περνά η ώρα αλλά το χιούμορ είναι σαχλό και το σύνολο όχι όσο παράλογο θα μπορούσε για να βγει κάτι πραγματικά διασκεδαστικό.

Από την άλλη, το “Να Σου Γνωρίσω τους Γονείς Μου” είναι ένα οικογενειακό δράμα πάνω στα στεγανά του γάμου και τον έρωτα εν γένει, διασκευασμένο από θεατρικό και αποτελώντας κατά βάση κλειστά κομμάτια διαλόγου ανάμεσα σε λίγα πρόσωπα τη φορά. Οι συμπτώσεις είναι πολλές και η κοσμοθεωρία του φιλμ πρέπει να ιδρώσουμε κάπως για να αποκτήσει το δραματικό βάρος που θα ήθελε να έχει– αλλά το εξαμελές καστ είναι κατά βάση διασκεδαστικό, είτε παλεύουν σα να το πιστεύουν (όπως ο Γουίλιαμ Μέισι) είτε το ζουν με κέφι και στυλ (όπως η Σούζαν Σαράντον). Όχι κάτι το ιδιαίτερο αλλά βλέπεται.

Κυκλοφορεί ακόμα

Transformers: Η Εξέγερση των Θηρίων: Νέο κεφάλαιο στο franchise των “Transformers”, χωρίς πια τον Μάικλ Μπέι, οπότε εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιο είναι κιόλας το νόημα. Αυτή τη φορά κεντρικό ρόλο αποκτούν τα Maximals, δηλαδή τα transformers που γνωρίσαμε στην CGI σειρά κινουμένων σχεδίων “Beast Wars”, οπότε σε επίπεδο ιστορίας και χαρακτήρων, υπάρχει μια ευρύτερη ανανέωση. Τα αποτελέσματα, θα φανούν στα ταμεία. Πρωταγωνιστεί ο Άντονι Ράμος του “Hamilton”.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα