Νέες ταινίες: Ερωτισμός και έγκλημα στo “Hit Man” και μια σταρ του πορνό στο “MaXXXine”
Διαβάζεται σε 12'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 04 Ιουλίου 2024 06:17
Τα “Μυαλά που Κουβαλάς 2” συνεχίζουν να πηγαίνουν τρένο, και μπορεί στην 3η τους εβδομάδα να εμφάνισαν επιτέλους απώλειες –αλλά και πάλι μικρές, μη φανταστείτε– αλλά έφτασαν σε χρόνο-ρεκόρ τα 400.000 εισιτήρια και θα γίνουν με ευκολία η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς.
Από τις πρεμιέρες της προηγούμενης εβδομάδας, τα σχεδόν 3.000 εισιτήρια του “Ορίζοντα” του Κέβιν Κόστνερ μοιάζουν λίγα (και είναι), όπως και διεθνώς το άνοιγμα της ταινία είναι για πολύ χαμηλές πτήσεις, αλλά δεδομένου του σχήματος, του είδους και της διάρκειας του φιλμ, ακόμα κι αυτά εντυπωσιακά είναι κατά μία έννοια. Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για φιλμ που είναι φτιαγμένο για να ζήσει στο μέλλον, στην τηλεόραση – και το λέμε με την καλή έννοια.
Πολύ θετική έκπληξη τα “Μικρά Πρόστυχα Γράμματα”, μια όχι ιδιαίτερη αλλά σίγουρα καλοφτιαγμένη ταινία κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα του θερινού σινεμά, που άνοιξε με σχεδόν 14.000 εισιτήρια και θα παίξει πολύ το καλοκαίρι από ό,τι φαίνεται. Το “Ένα Ήσυχο Μέρος: Ημέρα Πρώτη” δεν φαίνεται να συγκίνησε πολύ τους φανς του είδους (και του franchise) με 9.000 εισιτήρια σε 108 αίθουσες.
Και στο κομμάτι που παρακολουθούμε όλο το τελευταίο τρίμηνο, οι “Αντίπαλοι” του Λούκα Γκουαντανίνο έφτασαν κι επισήμως τις 30.000 εισιτηρίων. Ελπίζουμε να συνεχίσει να κάνει έκτακτες εμφανίσεις σε θερινά το επόμενο δίμηνο, πάντως σε κάθε περίπτωση έκανε καλή κίνηση στα ταμεία, είχε πόδια και άρεσε.
Οι ταινίες της εβδομάδας:
Hit Man
(Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, 1ω55λ)
****
Βασισμένο σε άρθρο του περιοδικού Texas Monthly, το φιλμ εμπνέεται από μια πραγματική περσόνα της οποίας την ιστορία φουσκώνει με μπόλικο φίξιον, δημιουργώντας μια απολαυστική σκρούμπολ μίξη αλήθειας και υπερβολής, που είναι αστεία, είναι σέξι και διαρκώς απρόσμενη. Στην ταινία, που έχουν γράψει μαζί ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (“School of Rock”, η “Before” τριλογία) κι ο χαρισματικός πρωταγωνιστής Γκλεν Πάουελ (“Top Gun: Maverick”), ο Γκάρι Τζόνσον είναι καθηγητής κολλεγίου που δεν ζει και την πιο συναρπαστική καθημερινότητα. Διδάσκει φιλοσοφία στους φοιτητές του και τους μιλάει για την αξία του να γίνονται οι άνθρωποι που θέλουν να είναι– «αυτός δεν είναι ο τύπος οδηγάει ένα Civic;» ψιθυρίζει ένας από τους φοιτητές του, σα να λέει «ο καθηγητής μας είναι ο πιο βαρετός άνθρωπος του κόσμου, και θα μας μάθει και το ποιοι –μπορούμε να– είμαστε;».
Την ίδια ώρα, ο Γκάρι είναι και συνεργάτης της αστυνομίας της Νέας Ορλεάνης, βοηθώντας τους στο τεχνικό κομμάτι κάποιων κρυφών επιχειρήσεων. Μέχρι που με κάποιο πραγματικά απίθανο τρόπο βρίσκεται ξαφνικά να είναι ο ίδιος το πρόσωπο των επιχειρήσεων, είναι ο ίδιος που πρέπει να πείσει τους στόχους για την ψεύτικη ταυτότητά του. Προσποιείται πως είναι επαγγελματίας εκτελεστής, προκειμένου να υπάρξει ηχογράφηση του στόχου, να δίνει τα λεφτά «αγοράζοντας» την εκτέλεση. Στην κάθε επιχείρηση, ο Γκάρι είναι και κάποιος άλλος, ανάλογα τον στόχο. Είπαμε, γίνε αυτός που θέλεις να είσαι.
Σε μια από αυτές τις επιχειρήσεις, συμβαίνει το άκρως κινηματογραφικό: Ο Γκάρι, τώρα προσποιούμενος πως είναι ο γεμάτος αυτοπεποίθηση, σέξι εκτελεστής Ρον, αρχίζει να φλερτάρει με τον στόχο, την Μάντισον (Άντρια Αρχόνα του “True Detective”) ξεκινώντας ένα επικίνδυνο παιχνίδι που τραβά υποψίες και βλέμματα.
Ο Λινκλέιτερ δημιουργεί μια από τις πιο αστείες και διασκεδαστικές ταινίες της χρονιάς εκμεταλλευόμενος τον παραλογισμό της όλης σύλληψης, και ταυτόχρονα στήνει ένα σέξι, ρομαντικό και φιλοσοφικό ερωτικό παιχνίδι ταυτοτήτων ανάμεσα στον «Ρον» και τη Μάντισον. Ο Γκλεν Πάουελ όχι απλά μεταμφιέζεται αλλά αλλάζει όλη του την ενέργεια από σκηνή σε σκηνή σε μια ερμηνεία που κανονικά θα πρέπει άμεσα να τον μετατρέψει σε σταρ πρώτης γραμμής, ενώ δίπλα του η Αρχόνα ακολουθεί με κέφι και ερωτισμό καθώς ανάμεσά τους δημιουργείται μια παλιομοδίτικα χολιγουντιανή ενέργεια– όπου η ηθική του κομματιού (ή η απουσία αυτής) είναι απλώς μια διάσταση ενός διαρκούς, γοητευτικού παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο επικίνδυνους εραστές.
Χωρίς κοιλιές, χωρίς αμήχανες και άνευρες στροφές πλοκής, με ένα κεντρικό ζευγάρι απρόσμενο, φαν και αναπολογητικά σέξι, με χιούμορ και ρυθμό και ζωντάνια, ο Λινκλέιτερ εδώ δένει μεταξύ τους αντιφατικά στοιχεία και είδη με ζηλευτά αβίαστο τρόπο, θυμίζοντας πόσο εύκολο μπορεί να του είναι να σκηνοθετήσει ένα τόσο απόλυτο και αγνό crowd pleaser. Είναι σα να είπε στον εαυτό του: «σήμερα, θέλω να είμαι ο Ρικ που κάνει τον κόσμο να περνάει καλά».
MaXXXine
(Τάι Γουέστ, 1ω44λ)
***
Την ηρωίδα Μαξίν της Μία Γκοθ την γνωρίσαμε στο ήδη καλτ “Χ” του Τάι Γουέστ, πριν λίγα χρόνια, ως πρωταγωνίστρια ενός φιλμ πορνό που γυριζόταν σε απομονωμένο αγρόκτημα, πριν οι μυστηριώδεις ηλικιωμένοι ιδιοκτήτες στραφούν ενάντια στα ατίθασα νιάτα της ξέφρενης παραγωγής. Μετά το αιματηρό μακελειό εκείνης της ταινίας, και λίγα χρόνια αργότερα (είμαστε πια στα ‘80s), η Μαξίν είναι πια στο Λος Άντζελες, όπου με θέα τα εμβληματικά γράμματα του Χόλιγουντ, θέλει πια να γίνει αστέρι του σινεμά. Του αληθινού σινεμά. Όταν όμως βρει ρόλο σε μια πολυαναμενόμενη ταινία τρόμου, ένας σίριαλ κίλερ που κάνει το Λος Άντζελες να τρέμει θα αρχίσει να την περικυκλώνει.
Με μια περίεργη απουσία αίσθησης κρεσέντου, όχι ακριβώς σα να είναι ξεκούρδιστη αλλά σα να μην είχε καν κλειδάκι για να κουρδιστεί, το “MaXXXine” είναι ένα σίκουελ τρόμου όχι ακριβώς τρομακτικό και ένα κομμάτι φιλμικού σασπένς που δεν είναι στα αλήθεια αγωνιώδες. Τι είναι τότε αυτό το παράξενο κατασκεύασμα; Ήρθε ως συνέχεια του διπτύχου “Χ” / “Pearl” (το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην χώρα μας δυστυχώς, κι ας είναι το φιλμ της τριλογίας που αναμφίβολα θα αποτελεί μεγαλύτερο σημείο αναφοράς στο μέλλον) και μοιάζει να έχει γεννηθεί περισσότερο επειδή οι δημιουργοί πίσω του –δηλαδή ο σκηνοθέτης Τάι Γουέστ κι η εκπληκτική πρωταγωνίστρια Μία Γκοθ– ήθελαν να το κάνουν, να δουν σε τι φιλμικά μονοπάτια θα τους οδηγήσει.
Μπορεί να μην είναι ορθόδοξο, αλλά με έναν παράξενο τρόπο λειτουργεί: υπάρχει κάτι ταιριαστά sleazy στην ατμόσφαιρα καθώς η αφήγηση εισέρχεται πλέον στα ‘80s, και η κεντρική επιρροή είναι πλέον τα giallo με τις ψυχολογικές μονομανίες τους, τον στιλιζαρισμένο αντι-νατουραλισμό τους, τα εμφατικά πατικωμένα τους μέλη και προσθετικά που ψεκάζουν σιροπιαστό αίμα. Ο Γουέστ υπηρετεί αυτή την παράδοση μέσα από το στόρι που πλάθει γύρω από την «θέλω να γίνω αστέρι!» διαχρονική μανία της ηρωίδας του, που εδώ εκφράζεται μέσα από κίνδυνο και μέσα από μια εμμονή με τη celebrity κουλτούρα (τα σκιώδη πάρτι στα οποία παρόλαυτά οι πάντες δε μπορούν να σταματήσουν να πηγαίνουν) και την ίδια τη χολιγουντιανή αυτοαναφορικότητα (το σπίτι του Μπέιτς από το “Ψυχώ”).
Όπως συνέβη και με το “Χ”, αλλά κυρίως με το “Pearl” (όπου έπαιζε την ηλικιωμένη γυναίκα του “Χ” αλλά δεκαετίες νωρίτερα), η Μία Γκοθ είναι η πραγματική ψυχή του όλου εγχειρήματος. Παίζει μια έτσι κι αλλιώς αντισυμβατική scream queen που επιτίθεται πρώτη στους κυνηγούς και που παίρνει τη μοίρα της στα χέρια της καθώς αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα ονείρων φυτεμένων στο υποσυνείδητό της, και το κάνει χωρίς ποτέ η παρουσία της να μοιάζει με homage, χωρίς ποτέ η περσόνα της να είναι ευθεία ή μονοδιάστατη, χωρίς ποτέ να αφήνει το ενδιαφέρον του θεατή. Περισσότερο απόγονος της Σέλεϊ Ντιβάλ παρά των ‘80s slasher ηρωίδων, μοιάζει κι η ίδια παγιδευμένη σε μια ταινία από την οποία προσπαθεί κατά μία έννοια να αποδράσει.
Σε αυτή την ιδιόμορφη σύγκρουση το “MaXXXine” συναντά κάτι πολύ ζωντανό. Συνήθως αυτές οι νοσταλγικές παστίς ταινίες ξεκινούν τη ζωή τους ως ένα παιχνίδι αναφορών και τεχνικής που καθρεφτίζει κάτι παλιό, κλασικό κι αγαπημένο. Το “MaXXXine” μοιάζει να έχει γεννηθεί από μια περιέργεια των Τάι Γουέστ (που ήδη από το «σατανικό» homage “House of the Devil” ξέραμε πως έχει το βλέμμα του καρφωμένο στον παρελθοντικό τρόμο) και Μία Γκοθ (καθηλωτικά απόκοσμη παρουσία σε κάθε έκφραση σασπένς και τρόμου, από το “Nymphomaniac” μέχρι το “Suspiria”) να εξερευνήσουν τι θα συνέβαινε παρακάτω – ο καθρέφτης δεν κοιτάζει μόνο τα ‘80s και τα giallo, αλλά και την ίδια τη Μαξίν και την Γκοθ. Είναι ένα homage από το οποίο περιέργως δεν προκύπτει αληθινή νοσταλγία, ίσως για αυτό τον λόγο. Αυτό είναι που το κάνει κι αληθινά ενδιαφέρον.
Κάθε Πέρσι και Καλύτερα
(“A Difficult Year / Une année difficile”, Έρικ Τολεντάνο, Ολιβιέ Νακάς, 2ω)
*½
Δυο φίλοι μες στα χρέη προσκολλούνται σε ακτιβιστική ομάδα για την κλιματική αλλαγή χωρίς να ενδιαφέρονται στην πραγματικότητα ιδιαίτερα για τον σκοπό της. Όμως όταν μια γυναίκα της ομάδας τραβήξει το ενδιαφέρον τους, οι δυο τους θα αρχίσουν να μπαίνουν βαθύτερα στην κολεκτίβα. Οι σκηνοθέτες πίσω από τεράστιο χιτ “Άθικτοι” επιστρέφουν με μια πολιτική σάτιρα χωρίς ιδιαίτερη πολιτική στάση (οι ακτιβιστές ζωγραφίζοντας σε αρκετά σημεία ως παράξενα κωμικά όντα – η αστυνομία μάλιστα επιβάλει την τάξη με ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση) κι όπου ένα μισοψημένο, αν όχι αδικαιολόγητο, ρομάντζο παίρνει κεντρική θέση. Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας είναι “Κάθε Πέρσι και Καλύτερα” αλλά ένας πιο ταιριαστός θα ήταν –τόσο βάσει του φιλμ όσο και του εναρκτήριου μοντάζ πολιτικών αρχηγών από τα γαλλικά πολιτικά χρονικά– κάτι σαν “Καλύτερα Δεν Πάει”. Η συγκυρία των σεισμικών φετινών γαλλικών εκλογών δίνουν σίγουρα πάντως στο φιλμ ένα επιπλέον ενδιαφέρον και επίπεδο ανάγνωσης – ως προς το πώς εξετάζει τον ακτιβισμό και την αναζήτηση μιας ουσιαστικά καλύτερης κοινωνικής συνθήκης.
Σιωπηλός Μάρτυς
(“Rear Window”, Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1ω52λ)
*****
Επαγγελματίας φωτογράφος βρίσκεται καθηλωμένος στο σπίτι του (έχοντας προσπαθήσει να αποσπάσει μια φωτογραφία στο μέσον της άγριας δράσης) όπου περνάει το χρόνο του κοιτάζοντας και εξετάζοντας προσεκτικά τα διαμερίσματα –και τις ζωές– των γειτόνων της απέναντι πολυκατοικίας. Όταν αρχίζει να υποπτεύεται πως ένας άντρας ίσως έχει δολοφονήσει τη σύζυγό του, ζητά τη βοήθεια της φασιονίστα κοπέλας του για να λύσουν το μυστήριο.
Η ταινία ξεκινά με ένα αφ’υψηλού καδράρισμα στο κάθιδρο μέτωπο του Τζέιμς Στιούαρτ, υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για μια ταινία που μπορείς σχεδόν να νιώσεις την αφόρητη ζέστη της, και στην οποία τα πάντα έχουν να κάνουν με την παρατήρηση – με μια κάμερα που κοιτάζει δίχως σταματημό και έλεγχο, και για τις λεπτομέρειες της εικόνας που λένε πάντα μια (κάποια) ιστορία. Ιστορίες σαν αυτές που γεννά ο φωτογράφος καταναλώνοντας στιγμιότυπα ζωών σα να επρόκειτο για ζάπινγκ στην τηλεόραση ή για σκρολάρισμα στην κεντρική σελίδα του Netflix, όπου επίσης κάθε ιστορία, κάθε «παράθυρο» ζωντανεύει προσωρινά όσο το βλέμμα μας βρίσκεται πάνω σε αυτό, μέχρι να σκρολάρουμε στο επόμενο.
Μια εκπληκτικά μοντέρνα ταινία πάνω στις αφηγήσεις που δημιουργούμε και που μας καθηλώνουν, παιγμένη με μια μαεστρική αίσθηση σασπένς, χιούμορ και χαρακτήρα. Κάθε άνθρωπος που παρελαύνει από την οθόνη έχει ιστορίες πίσω του (γιατί καθώς κι εμείς τους κοιτάμε, καλούμαστε να τους εμπλουτίσουμε), με το κεντρικό πρωταγωνιστικό τρίο των Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι και Θέλμα Ρίτερ να γίνονται πρώιμοι true crime θεατές / αφηγητές. Τζέφ, άσε τη φωτογραφία και πιάσε τα πόντκαστ!
Η κάμερα του Χίτσκοκ κινείται σα να ήταν βλέμμα (δεν ξεχνάμε εξάλλου στην φοβερή σκηνή κλιμάκωσης του φιλμ πώς το κάδρο κυριολεκτικά γίνεται το αποσβολωμένο βλέμμα του «κακού»), σε μια αποστομωτική περίπτωση τεχνικής και φόρμας που ναι μεν δε σταματούν διαρκώς να προκαλούν την προσοχή του θεατή (και να προσκαλούν τις αναγνώσεις), αλλά και που έχουν ως αποτέλεσμα ένα διαβολεμένα διασκεδαστικό κατασκεύασμα όπου η φόρμα είναι τελικά η ίδια η ιστορία. Σαν τον ίδιο τον Τζεφ του Τζέιμς Στιούαρτ, έτσι κι η κάμερα, κι έτσι και εμείς, κυνηγάμε τελικά το πιο άγριο πλάνο χρησιμοποιώντας την εικόνα για να βουτήξουμε στο μέσον της δράσης. Από μακριά. Κοιτώντας.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι
(“A Clockwork Orange”, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 2ω16λ)
****
Σε μια Βρετανία του κοντινού –τότε– μέλλοντος, νεαρός ταραξίας κι η παρέα του περνούν την ώρα τους δέρνοντας και βιάζοντας (και ακούγοντας κλασική μουσική). Το καθεστώς, στοχεύοντας την μείωση της νεανικής εγκληματικότητας, δοκιμάζει στον φυλακισμένο πια Άλεξ τη δυνατότητα να βιώσει μια άκρως επεμβατική διαδικασία που θα αφαιρέσει από αυτόν κάθε στοιχείο προσωπικότητας και ενέργειας. Το κλασικό, επιδραστικό φιλμ του Στάνλεϊ Κιούμπρικ συνεχίζει να αποτελεί ένα εκρηκτικό μίγμα τοποθετώντας την φυσική ροπή της εξουσίας για έλεγχο και απανθρωποποίηση απέναντι μέσα στο πλαίσιο ενός ηθικού κουίζ – θα ρίσκαρες συμπεριφορές φρικώδεις προκειμένου να υπάρχουν συμπεριφορές; Ο εξανθρωπισμός του Άλεξ χωλαίνει ως εγχείρημα και ίσως παραπιάνει πολύ χώρο στην ταινία, και ο κυνισμός του Κιούμπρικ είναι συχνά ασφυκτικός, όμως στιλιστικά, μουσικά και ηθικολογικά το φιλμ παραμένει μια απόκοσμα αντι-ποπ επίθεση προς κάθε κατεύθυνση και στάση. Από τα πλέον αιχμηρά φιλμικά αντικείμενα της κινηματογραφικής ιστορίας.
Κυκλοφορεί ακόμη
Σκοτώστε τον Βενσάν: Τυχαίοι άγνωστοι αρχίζουν ξαφνικά να επιτίθενται στον Βενσάν με δολοφονικές προθέσεις. Η καθημερινότητά του ως συνηθισμένου άνδρα ανατρέπεται και καθώς τα πράγματα ξεφεύγουν βίαια από τον έλεγχο, αναγκάζεται να φύγει και να αλλάξει εντελώς τη ζωή του. Χτισκοκικών επιρροών θρίλερ με συμμετοχή στο φεστιβάλ Καννών.