Νέες ταινίες: Η επιστροφή του Μπονγκ Τζουν-χο με το “Mickey 17” και διπλό Ρόμπερτ Πάτινσον
Διαβάζεται σε 13'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 06 Μαρτίου 2025 06:27
Καθώς τα ταμεία στέναξαν αυτό το 4ήμερο μάλλον αναμενόμενα (πολλές αίθουσες παρέμειναν προς τιμήν τους κλειστές την ημέρα των ιστορικών συγκεντρώσεων για τα Τέμπη, ενώ ακολούθησε τριήμερο), θα έχει πιο ενδιαφέρον να δούμε το πώς θα κινηθούν οι οσκαρικές ταινίες τις ερχόμενες ημέρες, μετά τις μεγάλες νίκες τους.
Το “Anora” θριάμβευσε με 5 Όσκαρ και παρόλο που είχε κάνει μια ωραιότατη συγκομιδή σχεδόν 50.000 εισιτηρίων, πιθανώς να συγκεντρώσει τώρα επιπλέον ενδιαφέρον. Το ίδιο ισχύει και για ταινίες που ήταν σε διανομή τις τελευταίες 3 εβδομάδες και τα πήγαιναν ήδη πολύ καλά: Το “Brutalist” με τα σχεδόν 60.000 εισιτήρια και τα 3 του Όσκαρ, το “Flow” των 25.000 και του Όσκαρ Κινουμένου Σχεδίου (ενώ ήδη είναι εμφανές ότι αρέσει πολύ κι έχει μεγάλη δυναμική), αλλά και το “Είμαι Ακόμη Εδώ” με Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας – είναι μια ταινία που μπορεί να παίζει για πολύ ακόμα καιρό αν προσεχθεί.
Ωστόσο όλα αυτά θα πρέπει να παίξουν σε μια εβδομάδα γεμάτη ξανά με νέες κυκλοφορίες που όπως είναι λογικό δε θα βρουν όλες χώρο να αναπνεύσουν. Ας δούμε τις νέες ταινίες της εβδομάδας.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Mickey 17
(Μπονγκ Τζουν-χο, 2ω17λ)
★★½
Ο Μίκι είναι «αναλώσιμος» σε μια διαστημική αποστολή εποικισμού ενός απομακρυσμένου πλανήτη. Κάθε φορά που πεθαίνει, εκτυπώνεται ξανά με τις παλιές του αναμνήσεις. Όταν όμως εκτυπωθεί ο Μικι 18, ο Μίκι 17 είναι ακόμα ζωντανός.
Σε 25 λέξεις: Η επιστροφή του Μπονγκ Τζουν-χο μετά τα Όσκαρ των “Παράσιτων” είναι κοντά στο “Okja”, έχει φοβερό Πάτινσον σε διπλό ρόλο, σφύζει από ιδέες, αλλά συχνά τις αφήνει να ξεφουσκώσουν ανεκμετάλλευτες.
Κριτική
Ταινία που θυμίζει περισσότερο τα πιο απογειωτικά και παλαβά από τα φιλμ του Μπονγκ Τζουν-χο (σκεφτείτε δηλαδή περισσότερο “Okja” και λιγότερο “Μητέρα”), παίρνοντας το high concept του βιβλίου “Mickey 7” και φαινομενικά εξερευνώντας σαν σε αληθινό χρόνο, τις δυνατότητες που του προσφέρει ως αφηγητή. Τι μπορώ να κάνω με μια ιδέα σαν αυτή;, φαίνεται να αναρωτιέται. Εννοεί, τι από όλα. Κι απάντηση; Όλα!
Ο Ρόμπερτ Πάτινσον παίζει έναν «αναλώσιμο», δηλαδή έναν άντρα που σε μια κατάσταση τέτοιας αδιέξοδης ταξικής και οικονομικής κατάστασης, προσφέρεται εθελοντικά για ένα άκρως διχαστικό πρόγραμμα στο κοντινό μέλλον της ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια τύπου αντιγραφή: Όταν το άτομο πεθαίνει, οι μνήμες του βρίσκονται αποθηκευμένες και επαναφορτίζονται σε ένα αντίτυπο του σώματος που «τυπώνεται» τις επόμενες ώρες.
Πού πάει η ψυχή όταν πεθαίνουμε; Από ό,τι φαίνεται μέσα σε ένα καλωδιωμένο τούβλο, περιμένοντας να καταλάβει ξανά το ίδιο σώμα. Ή τελοσπάντων, μια φωτοτυπία του. Ήδη έχουμε ωραίο υλικό στη διάθεσή μας και η ιστορία το τοποθετεί στο επίκεντρο μιας ακόμα πιο περίπλοκης κατάστασης.
Υπάρχει δηλαδή ο άξεστος λαϊκιστής πολιτικός Κένεθ Μάρσαλ, τον οποίο παίζει ο Μαρκ Ράφαλο (για τον οποίο η οδηγία του Μπονγκ θα πρέπει να ήταν «παίξε ξανά τον Ντάνκαν του Poor Things αλλά σα να ήταν ο Τραμπ»), ο οποίος ηγείται μιας προσπάθειας εποικισμού του διαστήματος χωρίς φυσικά έγνοια για τις τυχόν οντότητες που βρίσκονται ήδη στον νέο «μας» πλανήτη. Σε αυτή την αποστολή, ο Μίκι γίνεται σημαντικό μέλος του πληρώματος, όχι επειδή όπως η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων, είναι ακραίοι θαυμαστές του Μάρσαλ, αλλά επειδή πολύ απλά, το έχει ανάγκη.
Ο Πάτινσον εμφανίζεται εδώ όπως πάντα τρομερά κεφάτος και απόλυτα αφοσιωμένος στο να παίξει οτιδήποτε, με οποιοδήποτε τρόπο. Παίζει δύο εκδοχές του Μίκι με τελείως διαφορετική ενέργεια. Ο 17, που μας εισάγει στην ιστορία, είναι ένα καημένος κατεργαράκος που κατά δήλωση και του ίδιου του ηθοποιού, κουβαλά πολύ Στιβ Μπουσέμι μέσα του. Την ανάλαφρη κωμωδία που προσφέρει ο 17 έρχεται να κοντράρει ο 18, ο οποίος βγαίνει από το καλούπι κάπως πιο απότομος, πιο στρυφνός και σκληρός – πιο έτοιμος για επανάσταση.
Στην ταινία συναντάμε μοτίβα που εντοπίζονται σε όλη τη φιλμογραφία του Μπονγκ Τζουν-χο. Στο “Snowpiercer” παίρνουν τη μορφή μιας τεράστιας αλληγορίας που ωθεί την περιπέτεια διαρκώς μπροστά. Στο “Okja” αποτυπώνονται με έναν προφανή τρόπο αλλά στο πλαίσιο μιας προσέγγισης περισσότερο σαν παιδικό παραμύθι. Στα “Παράσιτα” μέσα από την περίτεχνη ακροβασία ανάμεσα στα είδη, ο Μπονγκ μπλέκει και τα μοτίβα (περί ταξικής πάλης, προνομίου, βίας, καπιταλιστικού αδιεξόδου) σε μια σκληρή μοντέρνα παραβολή δίχως ήρωες.
Στο “Mickey 17”, για πρώτη φορά, όλες αυτές οι ιδέες μοιάζουν όμως απρόσμενα μονοσήμαντες και διδακτικές. Δεν νιώθεις σε κανένα σημείο πως υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας μια σκοτεινή βαρυτική έλξη, ένας αληθινός κίνδυνος βίας, θυσίας ή αδιεξόδου. Ο Μπονγκ Τζουν-χο σκηνοθετεί εδώ κάτι που ποτέ ξανά δεν έχει κάνει στην καριέρα του: Μια από τις λεγόμενες «ταινίες που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή» – μια φράση που συχνά αποδίδεται σε όχι ιδιαίτερης περιπλοκότητας φιλμ που έρχονται για να μας κάνουν να νιώσουμε λίγο καλύτερα για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.
Μια αιτία είναι ίσως και το πώς, σεναριακά, η ταινία δε μοιάζει να ενδιαφέρεται για τις ίδιες τις ιδέες της. Κάθε φορά που στο φιλμ εισάγονται νέα δεδομένα ή προκύπτει μια εν δυνάμει συναρπαστική σύγκρουση ή κατάσταση, είναι σαν το σενάριο (του ίδιου του Μπονγκ, βασισμένο στο βιβλίο του Έντουαρντ Άστον) να στρίβει προς μια άλλη, λιγότερο πολύπλοκη κατεύθυνση. Υπάρχει ζουμί, υπάρχουν φιλοσοφικές ιδέες, που το φιλμ εγκαταλείπει σχεδόν πλήρως στην τρίτη πράξη του.
Οι ταινίες του πάντα μοιάζουν κοντρολαρισμένα χαοτικές, γεμάτες πληροφορία και ιδέες αλλά ποτέ ασφυκτικές. Γι’αυτό και δεν έχει κάνει ποτέ αληθινά κακή ταινία. Όμως στο “Mickey 17” φαίνεται να του λείπει η εστίαση κι ο απόλυτος έλεγχος. Δεν υπάρχει αιχμή. Είναι μια ταινία που μοιάζει σαν διαρκώς να προσπαθεί να ξεφύγει και να μετατραπεί σε κάτι σπουδαίο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει.
→ Διαβάστε την αναλυτική μας κριτική από την ανταπόκριση στο φεστιβάλ Βερολίνου.
Κρέας
(Δημήτρης Νάκος, 1ω44λ)
★★½
Λίγο πριν τα εγκαίνια του κρεοπωλείου του Τάκη σε ένα επαρχιακό χωριό, ο γιος του Παύλος σκοτώνει τον γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας είναι ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο Τάκης έχει μαζί του από μικρό παιδί.
Σε 25 λέξεις: Οικογενειακό δράμα με φόντο το οικονομικό και ταξικό αδιέξοδο της ελληνικής επαρχίας, με στοιχεία τραγωδίας και έξοχο Ακύλλα Καραζήση. Συζητήσιμη αισθητική κάμερας σε μόνιμη κίνηση.
Κριτική
Η ταινία του Δημήτρη Νάκου έχει την υφή μιας αληθινής οικογενειακής τραγωδίας, στην οποία κάθε χαρακτήρας αναπτύσσεται με προσοχή και αφοσίωση αποφεύγοντας εύκολες λύσεις, διεξόδους ή επιλογές. Αυτό δε σημαίνει πως η ένταση συντηρείται αμείωτη σε όλο το διάστημα της ταινίας – κάποια σημεία κρεμάνε λίγο καθώς ενίοτε είναι εμφανές πού κατευθύνονται τα πράγματα, ενώ το φινάλε ενώ δραματουργικά στοιχειοθετείται απολύτως, μοιάζει κάπως μετέωρο.
Τα δομικά στοιχεία όμως για ένα στιβαρό δράμα είναι εκεί. Σε μια επαρχία που αφήνεται να μαραζώσει οικονομικά, στήνεται ένα παιχνίδι ηθικής με φόντο ζητήματα τάξης, αφομοίωσης και κοινωνικής συνύπαρξης. Έχοντας στο κέντρο έναν σαρωτικό Ακύλλα Καραζήση που γεμίζει απειλητικά (αλλά ποτέ μονοδιάστατα) κάθε χώρο στον οποίο εμφανίζεται, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Δημήτρη Νάκου αποτελεί στην ουσία ένα morality play με διαρκείς διακυμάνσεις στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των σχέσεών τους.
Ο φοβερός διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Βαλσαμής δίνει στην ταινία μια πολύ μεστή αίσθηση χώρων και στοιχείων της φύσης. Είναι σα να ζεις σε αυτούς τους τόπους, στα σπίτια, στα μαγαζιά αυτής της κλειστής κοινωνίας – τα locations και η καλλιτεχνική διεύθυνση προσδίδουν επίσης κάτι πολύ έντονα αληθινό στην ταινία. Είναι εντυπωσιακό το να δημιουργείται αίσθηση ασφυξίας σε τόσο ανοιχτά περιβάλλοντα.
Αν κάτι ελέγχεται, είναι η απόφαση των δημιουργών για μια οπτική αφήγηση διαρκούς κίνησης της κάμερας που συμβολικά βγάζει νόημα, αλλά δεν είμαστε σίγουροι πως έχει σε επίπεδο σωματικό και αισθητηριακό το επιθυμητό αποτέλεσμα: δεν μας αφήνει ποτέ να βυθιστούμε μέσα σε μια ιστορία που κατά τα άλλα θέλει να είναι (και είναι) τόσο απτή.
Πανελλήνιον
(Κώστας Αντάραχας, Σπύρος Μαντζαβίνος, 1ω21λ)
★★★
Το Πανελλήνιον είναι ένα σκακιστικό καφενείο στο κέντρο της Αθήνας, ένα καταφύγιο για ανθρώπους που ασφυκτιούν στην καθημερινότητά τους. Σε αυτό τον ιδιότυπο κλειστό μικρόκοσμο, οι θαμώνες εξομολογούνται, λένε θρυλικές ιστορίες του παρελθόντος, φιλοσοφούν, πίνουν και τραγουδάνε.
Σε 25 λέξεις: Υπέροχο ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ για μια κλειστή, ιδιόρρυθμη «κοινωνία» ανθρώπων που επιλέγουν έναν δικό τους κόσμο και μια δική τους μυθολογία. Βραβευμένο στο περσινό φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Κριτική
Το χτίσιμο μιας μικρής κοινωνίας γεμάτη αποδοχή βρίσκεται στην καρδιά του φιλμ των Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα. Γυρισμένο σε ένα άσπρο και μαύρο που υπογραμμίζει την αχρονικότητα του μέρους και των αντισυμβατικών ηρώων του, το φιλμ μας βάζει στον κόσμο ενός σκακιστικού καφενείου στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς όμως τίποτα εδώ να θυμίζει απαραιτήτως την Αθήνα… ή το σήμερα.
Αντιθέτως, το καφενείο παρουσιάζεται ως κάποιου είδους καταφύγιο, για ανθρώπους που βρίσκονται κι εκείνοι στο περιθώριο του σύγχρονου κόσμου, και που σε αυτή την συλλογικότητα έχουν μπορέσει να βρουν ένα ολόδικό τους νησί. Έρχονται όλοι εκεί με τις ιστορίες τους, με τις ιδέες τους, τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες τους και σχηματίζουν ένα μέρος που μοιάζει να μην ανήκει πουθενά ως κάτι το απτό – είναι περισσότερο μια νοητική και συναισθηματική κατάσταση, κάτι που φωλιάζει μες στην καρδιά σου. Ένα άκρως ουμανιστικό πορτρέτο που υπογραμμίζει με τον ολόδικό του τρόπο, την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας.
Πέντε Σεπτεμβρίου
(“September 5”, Τιμ Φέλμπαουμ, 1ω35λ)
★★★
Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου το 1972 μια αμερικανική ομάδα ζωντανής τηλεοπτικής μετάδοσης αναγκάστηκε λόγω των συνθηκών να μεταπηδήσει από το αθλητικό ρεπορτάζ στη ζωντανή κάλυψη της ομηρίας των ισραηλινών αθλητών στο Ολυμπιακό Χωριό.
Σε 25 λέξεις: Νευρώδες, ασφυκτικό α λα ‘70s θρίλερ με πολύ καλό καστ, επιχειρεί να καταγράψει μια στιγμή αλλαγής για τη δημοσιογραφία. Προβληματική η απουσία οπτικής όμως για το ίδιο το γεγονός που καταγράφεται. Υποψηφιότητα για Όσκαρ Σεναρίου.
Κριτική
Με σημείο αναφοράς τα πολιτικά θρίλερ της δεκαετίας του ‘70 και ολίγη από την ασφυξία και τον θυμό της κατά Πάντι Τσαγιέφσκι καταγραφής του backstage των τηλεοπτικών αφηγήσεων, η ταινία του Φέλμπαουμ πετυχαίνει πολλά σημεία σωστά στην αποστολή της. Η ιδέα είναι το να χαρτογραφηθεί το δημοσιογραφικό κέντρο επιχειρήσεων ως ένα οχυρό σε μια εμπόλεμη σύρραξη που κανείς δεν κατάλαβε ότι είχε ξεκινήσει – ένα απότομο σημείο ωρίμανσης για τη δημοσιογραφία καθώς εισέρχεται σε μια νέα εποχή άμεσης εικόνας και στιγμιαίων αποφάσεων.
Έξοχα σκηνοθετημένο και μονταρισμένο, ένα θρίλερ ηθικής σε κλειστά δωμάτια και στενούς διαδρόμους, παιγμένο από ανθρώπους σε ρόλους που δεν αποζήτησαν, το φιλμ πετυχαίνει την ασφυξία και την απόγνωσης της πρωτόγνωρης συνθήκης με πολύ πιο ουσιώδη τρόπο από κάποια από τις backstage ανάλαφρες φαντασιώσεις του Άαρον Σόρκιν – εκεί όπου οι πάντες μοιάζουν να έρχονται από το μέλλον και να έχουν καθαρή εικόνα Σωστού και Λάθους.
Κρίμα που μέσα σε αυτή την προσπάθεια ασφυκτικής εστίασης, η ταινία κάνει ένα λάθος που την κρατά πίσω παρά τα εξαιρετικά υλικά της, τις αναφορές της και την τεχνική της κατασκευής της: Το ίδιο το γεγονός της ομηρίας των αθλητών δεν μοιάζει να βρίσκεται ποτέ στο μικροσκόπιο του φιλμ, παραμένοντας μια σοκαριστικά μη αναπτυγμένη θολή αλήθεια στο φόντο των διαρκών εξελίξεων. Για μια ταινία που θέλει να μιλήσει για την ηθική και την καθαρότητα του δημοσιογραφικού βλέμματος, είναι ενδιαφέρον ότι η ίδια δεν επιχειρεί καν να έχει δικό της βλέμμα. Η ταινία, εν ολίγοις, θα μπορούσε να έχει το οποιοδήποτε άλλο θέμα-δημοσιογραφικό αντικείμενο, και θα ήταν ίδια – κι αυτό δεν μπορεί ποτέ να είναι αληθινό κοπλιμέντο.
Ενημέρωση Γονέων
(“Armand”, Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ, 1ω58λ)
★★
Ένα απόγευμα σε ένα άδειο δημοτικό σχολείο, οι γονείς δύο εξάχρονων παιδιών, μάχονται για την αλήθεια, όταν ο ένας γιος κατηγορείται για ανάρμοστη συμπεριφορά. Κινητοποιείται όλος ο σχολικός μηχανισμός, αλλά σταδιακά έρχονται στο φως βαθύτερες αλήθειες για τα όσα έχουν συμβεί.
Σε 25 λέξεις: Οικογενειακό/κοινωνικό δράμα «δωματίου» που αποκαλύπτει την μεγάλη εικόνα του κομμάτι το κομμάτι, όμως ποτέ δε μοιάζει σίγουρο τι ταινία τελικά θέλει να είναι. Χρυσή Κάμερα σκηνοθετικoύ ντεμπούτου στις Κάννες για τον εγγονό του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Κριτική
Chamber piece δράμα που μοιάζει αντίστροφα κατασκευασμένο για να πάρει φεστιβαλικά βραβεία, το ντεμπούτο του εγγονού του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν κρύβει τα χαρτιά του από το κοινό όμως τελικά μοιάζει και το ίδιο να μην ξέρει ακριβώς το είδος του φιλμ που θέλει να είναι, δοκιμάζοντας κάτι λίγο από όλα.
Υπάρχουν κάπου εκεί μέσα ιδέες για ένα δυνατό φιλμ –πιθανότατα μικρού μήκους– πάνω σε κοινωνικές συμπεριφορές και μια κατασπαραγμένη οικογενειακή δυναμική, όμως μπλέκονται με πολλά άλλα στοιχεία. Συμβατικές σιωπές, σοκαριστικές αποκαλύψεις, «καλλιτεχνίζουσες» εξάρσεις που σκοτώνουν το όποιο κλίμα έντασης, ακόμα και μια υποψία σατιρικής ματιάς στην κοινωνική ευγένεια που μένει στα μισά. Πρωταγωνιστεί η Ρενάτε Ράινσβε του “Χειρότερου Ανθρώπου στον Κόσμο” σε ένα ρόλο ποτ-πουρί, με την κάμερα καρφωμένη διαρκώς πάνω της.
Το Ποτάμι
(Χάρης Ραφτόγιαννης, 1ω34λ)
★★½
Σε κάποια πόλη, η μεγάλη λεωφόρος χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο κύριος Μάκης, ερχόμενος από τον κόσμο της ‘προόδου’, θα συναντήσει τυχαία στην άκρη της πόλης, τον ξεχασμένο κόσμο της Μαρίας. Οι δυο τους θα συνδεθούν τρώγοντας φαστ φουντ, χορεύοντας και μαθαίνοντας να ξεχωρίζουν τα σκουπίδια.
Σε 25 λέξεις: Αυθεντικά ιδιόμορφη αλληγορική περιπέτεια πάνω στην «προοδευτική απειλή» μιας κοινωνίας κομμένης στα δύο. Αρκετά μοναδικό σε αισθητική, πέφτει σε επαναλήψεις και δεν απογειώνεται.
Κυκλοφορούν επίσης
In the Lost Lands: Μια βασίλισσα, αποφασισμένη να εκπληρώσει τον έρωτά της, προσλαμβάνει τη μάγισσα Γκρέι Άλις, μια γυναίκα τόσο φοβισμένη όσο και ισχυρή. Απεσταλμένοι στην απόκοσμη έρημο των Χαμένων Χωρών, η Άλις και ο οδηγός της αγωνίζονται να ολοκληρώσουν την αποστολή. Σταδιακά διαπιστώνουν ότι οι σύμμαχοι και οι εχθροί μπορούν να είναι ένα και το αυτό και ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται… Ο Πολ Γ.Σ. Άντερσον (“Resident Evil”) διασκευάζει διήγημα του Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν με πρωταγωνίστρια τη Μίλα Γιόβοβις και τον Ντέιβ Μπαουτίστα.
Ο Σιρόκο και το Βασίλειο των Ανέμων: Η Ζιλιέτ και η Κάρμεν, δύο τολμηρές αδερφές ανακαλύπτουν ένα πέρασμα στο σύμπαν του αγαπημένου τους βιβλίου, «Το Βασίλειο των Ανέμων», όπου θα μεταμορφωθούν και θα παγιδευτούν.
Πριγκίπισσα Επαναστάτρια: Ο μοχθηρός μάγος Κέζαμπορ απαγάγει την πεισματάρα και ατίθαση πριγκίπισσα Μίνα, ελπίζοντας να τη χρησιμοποιήσει ως πιόνι στα σκοτεινά του σχέδια. Όμως, η Μίνα δεν είναι μια τυπική δεσποσύνη σε κίνδυνο – με το κοφτερό μυαλό και το ανυπότακτο πνεύμα της, κάνει τη ζωή των απαγωγέων της ανυπόφορη, ενώ σχεδιάζει μια τολμηρή απόδραση.