Νέες ταινίες: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ εκτός από Αθήνα, πάει και Κορέα

Διαβάζεται σε 12'
Νέες ταινίες: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ εκτός από Αθήνα, πάει και Κορέα

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Μια ακόμα εβδομάδα που το κοινό δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις νέες πρεμιέρες, και ποιος να τους πει τι κιόλας. Καθώς φτάνουμε σε μια εβδομάδα με 11(!) νέους τίτλους, ενώ την επόμενη παραμονεύουν άλλοι τόσοι – δίχως πολλά αξιοσημείωτα ανάμεσά τους.

Στην πρώτη θέση του box office η “Χιονάτη” με σχεδόν 23.000 εισιτήρια 4ημέρου, ακολουθεί το πολύ καλό “Σκιές στο Σκοτάδι” του Στίβεν Σόντερμπεργκ που έχει μαζέψει ένα υγιές 30χιλιαρο σε 10 μέρες, ενώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το “Anora” συνεχίζει να ιντριγκάρει, ξεπερνώντας το περασμένο ΣΚ τα 70.000 εισιτήρια. Σπουδαία επιτυχία για την ταινία του Σον Μπέικερ.

Πάμε να δούμε τις νέες κυκλοφορίες.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Η Ταξιδιώτισσα

(“A Traveler’s Needs / Yeohaengjaui Pilyo”, Χονγκ Σανγκ-σου, 1ω30λ)

★★★½

Η Ίρις είναι μια γαλλίδα που βρίσκεται – για κάποιον λόγο– περιπλανώμενη στη Σεούλ. Αφού είναι που είναι εκεί, αποφασίζει να διδάξει γαλλικά σε δύο γυναίκες. Μόνο που δεν έχει διδάξει ποτέ της ξανά.

Σε 25 λέξεις: Μια ακόμα αισθητικά λιτή, αλλά γεμάτη ζωή και φιλοσοφία της καθημερινότητας, ιστορία από τον ακούραστο νοτιοκορεάτη auteur (“Μέσα στη Μέρα”, “Η Γυναίκα που Έφυγε”). Απολαυστική πρωταγωνίστρια η Ιζαμπέλ Ιπέρ.

Κριτική

Ακόμα και για τα δεδομένα του Χονγκ Σαν-σου (“Η Γυναίκα που Έφυγε”, “Μέσα στη Μέρα”) αυτό είναι ένα πραγματικά χαλαρό άραγμα, καθώς ακολουθούμε μια γαλλίδα στη Σεούλ (Ιζαμπέλ Ιπέρ, στην τρίτη της ταινία με τον κορεάτη auteur) να αποφασίζει φαινομενικά επί τόπου, σχεδόν αυτοσχεδιαστικά, πώς θα αρχίσει να διδάσκει γαλλικά σε ντόπιες γυναίκες – κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ στη ζωή της μέχρι τώρα.

Προκύπτει μια γοητευτική, εναλλακτικής ομορφιάς κακοφωνία από το να παρακολουθείς ανθρώπους να φιλοσοφούν μέσα σε ένα άγρια ψηφιακό κάδρο, σε μια γλώσσα που δεν είναι φυσική κανενός τους: Η υπενθύμιση ίσως πως κανείς δεν είναι ένα σταθερό και δυσκίνητο πράγμα, κι είμαστε όλοι αιχμηρές και συναρπαστικά φευγαλέες παρουσίες μέσα σε κάποια ζωή. Η Ίρις λέει πως αν καταφέρεις να εκφράσεις κάποιο συναίσθημα σε άλλη γλώσσα, τότε έχεις ανοίξει κάτι νέο μπροστά σου, και η “Ταξιδιώτισα” δεν είναι παρά ένας πίνακας συναισθημάτων σε μόνο διαφορετικές γλώσσες.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας αποτελείται από εκτεταμένες συζητήσεις άβολου χιούμορ και καθημερινής φιλοσοφίας με το πολύ μικρό ensemble να εξερευνά (ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιεί) τα όρια της ειλικρινούς αναζήτησης των όσων είμαστε και φυσικά των όσων θέλουμε. Η Ιπέρ είναι απολαυστική σε μια από τις πιο casual ερμηνείες της – βασικά παίζει σαν μια απλουστευμένη εκδοχή του αληθινού εαυτού της, με όλους τους μανερισμούς και τα άβολα κοφτά γελάκια που έχει και στην πραγματικότητα.

Η σχεδόν πρωτόλεια πλέον ψηφιακή αισθητική του Χονγκ συμβαδίζει με τα μοτίβα του φιλμ, τραβώντας τον θεατή σε μια απόλυτη χαλάρωση, κάτι που κάνει ακόμα πιο ζωντανή την ιδέα της Ιπέρ-ως-Ιπέρ καθώς φιλοσοφεί σαν ένα πνεύμα εκτός τόπου και χρόνου. Υπάρχει ένα εντυπωσιακό κοντινό καδράρισμα στο πρόσωπό της προς το τέλος της ταινίας που, μετά από περίπου 80 λεπτά χαλαρού μη-αισθητικού καδραρίσματος, λειτουργεί σχεδόν σαν jump scare! Απλώς όμως υπογραμμίζει την παρουσία αυτής της ηρωίδας ως κάτι πέρα από στενά όρια της εικόνας και, γενικότερα, της ζωής όπως αυτή απεικονίζεται εδώ.

Οι φανς του Χονγκ αλλά και της Ιπέρ θα περάσουν χάρμα, ακόμα κι αν δεν είναι η πιο σπουδαία ταινία σε καμία από τις δύο φιλμογραφίες – αυτή, πάντως, είναι κι η γοητεία της. Ωστόσο, το φιλμ τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο 74ο φεστιβάλ Βερολίνου, ένα ακόμα βραβείο για τον Χονγκ.

Οντότητα

(“Oddity”, Ντέιμιαν ΜακΚάρθι, 1ω38λ)

★★★

Μετά τον φόνο της δίδυμης αδερφής της, η Ντάρσι –που έχει επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων– επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος για να μπορέσει να πάρει εκδίκηση.

Σε 25 λέξεις: Αγνότατα τρομακτική ταινία μεταφυσικού φολκλόρ από την Ιρλανδία. Από ένα σημείο και μετά ξέρεις ότι έρχονται τα τινάγματα, αλλά παραμένει ως το τέλος απολαυστικό.

Κριτική

Το χειροποίητο δεν κρύβεται σε αυτή την ακατέργαστη μεν, αλλά πάντοτε καθηλωτική ταινία που γεννά τον τρόμο μέσα σε ένα ανατριχιαστικό location και μέσα από το δράμα 3-4 στην ουσία προσώπων. Τα λιγοστά δωμάτια κινηματογραφούνται σαν παγίδες, και μια απόκοσμη παρουσία στο σαλόνι (“οντότητα” δε λες τίποτα) βρίσκεται πάντα στο φόντο κάθε κάδρου, σα να σου υπενθυμίζει από την αρχή ως το τέλος του φιλμ πως είναι εκεί – άρα κάποια στιγμή θα κάνει κάτι πάρα πολύ εφιαλτικό.

Το φιλμ σχηματίζει το οικογενειακό του δράμα μέσα από μπόλικο (και σε στιγμές όντως άτσαλα ξεφουρνισμένο) exposition, ενώ η κάθε εκτεταμένη σεκάνς έχει το δικό της σταθερό εσωτερικό ρυθμό. Κάθε μεγάλη σκηνή παίζει με την ακινησία, τα ερωτηματικά και την παρουσία στο φόντο, χτίζοντας ένα κρεσέντο προς κάποιο αναπόφευκτο πολύ τρομακτικό jump scare. Από ένα σημείο και μετά αναγνωρίζεις πια τον ρυθμό οπότε είναι ίσως εύκολο να αφαιρέσεις τον εαυτό σου από την ένταση του φιλμ, αλλά ως εκείνο το σημείο έχει γίνει αρκετά καλή δουλειά πάνω στα στοιχεία δράματος και φολκλόρ, ώστε πολύ απλά, να μην θέλεις να αποστασιοποιηθείς.

Η κορύφωση και η λύση του δράματος είναι κάπως προβλέψιμη και αναίτια υπερ-εξηγημένη, αλλά η ατμόσφαιρα και η θαυμαστή επιμονή στο χτίσιμο μιας αληθινά ξεχωριστής εμπειρίας τρόμου, κάνει το φιλμ να λειτουργεί – όχι μόνο στιγμιαία, όπως συμβαίνει με πολλές ταινίες του είδους, αλλά και παραμένοντας στη μνήμη και μήνες μετά, ως μια κινηματογραφική ανάμνηση με ταυτότητα και χαρακτήρα.

Ραγισμένες Καρδιές

(“Beating Hearts / L’ Amour Ouf”, Ζιλ Λελούς, 2ω46λ)

★★

Όταν ήταν έφηβοι, ο γεμάτος ορμή Κλοτέρ κι η Τζακί θα ερωτευτούν, όμως εκείνος καταλήγει άδικα στη φυλακή. Χρόνια μετά, είναι ξανά ελεύθερος και αναζητά την παλιά του αγάπη. Όμως οι μπελάδες τον ακολουθούν.

Σε 25 λέξεις: Παροξυσμικό μελόδραμα με στοιχεία μιούζικαλ και αστυνομικού δράματος που δεν λειτουργεί όσο θα έπρεπε για να αξίζει τον κόπο. Η Αντέλ Εξαρχόπουλος και πάλι πολύ καλή.

Κριτική

Ότι το 2024 ήταν η χρονιά του μιούζικαλ παραλογισμού στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, το έχουμε εμπεδώσει – από το σίκουελ του “Τζόκερ” μέχρι το δυστοπικό “The End” κι από το οσκαρικό “Emilia Perez” μέχρι το ντόπιο “Ο Νόμος του Μέρφι”, ήταν ξαφνικά σαν οι πάντες να μοιράζονταν το ίδιο παροξυσμικό όραμα. Όλες οι ταινίες είχαν το ενδιαφέρον τους κι όλες τα ελαττώματά τους, αλλά παραμένει σαν γεγονός πως η σύμπτωση αυτή είναι εντυπωσιακή.

Οι “Ραγισμένες Καρδιές” ήταν το ένα φιλμ-χρωστούμενο αυτής της αιφνίδιας, στιγμιαίας τάσης, ένα συνοθύλευμα ειδών από τα οποία βασικά δεν λειτουργεί κανένα, καθώς η αφήγηση μεταπηδά από την ιστορία ενηλικίωσης στην αστυνομική περιπέτεια κι από το μιούζικαλ στο αισθηματικό μελόδραμα. Είναι κάπως εντυπωσιακή η ευθύτητα προθέσεων και συναισθημάτων που διατρέχουν το φιλμ, υπάρχουν αληθινά όμορφες αισθητικές ιδέες, και η Αντέλ Εξαρχόπουλος είναι όπως πάντα σκέτη δύναμη ό,τι κι αν ερμηνεύει – αυτά τα στοιχεία από μόνα τους σχεδόν αρκούν για να κουβαλήσουν το φιλμ, αλλά κάποια στιγμή δε μπορείς παρά να συνειδητοποιήσεις πως δεν υπάρχει στα αλήθεια κάποια συνοχή.

Η Ορχήστρα του Αδερφού Μου

(“En Fanfare / The Marching Band”, Εμανουέλ Κουρκόλ, 1ω43λ)

★★½

Ένας καταξιωμένος μαέστρος μαθαίνει στη διάρκεια μιας ιατρικής εξέτασης πως είναι υιοθετημένος και πως ο βιολογικός του αδερφός είναι μέλος μιας τοπικής ορχήστρας ενός χωριού. Τότε αποφασίζει να τον βοηθήσει και να έρθει κοντά του.

Σε 25 λέξεις: Άκρως γαλλική κομεντί με συναίσθημα, δράμα και λαϊκή ανύψωση. Από τις σχετικά καλοφτιαγμένες ωστόσο, όχι από τις χονδροειδείς που είναι γεμάτες ρατσιστικά αστεία. Βλέπεται ευχάριστα.

Κριτική

Αρκετά συμβατική δραματική κοινωνική κομεντί από τον Εμανουέλ Κουρκόλ του πολύ παρεμφερούς “Ένας Θρίαμβος”, με έντονα στοιχεία προσωπικής αναζήτησης που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ένα εξιλεωτικό περφόρμανς «μιας ζωής». Τις δραματικές στροφές τις βλέπεις να έρχονται, χωρίς όμως να ενοχλεί μιας και η εκτέλεση είναι (συναισθηματικά αν μη τι άλλο) εμπνευσμένη, σε μια κλασική –γαλλικής εσάνς– συνταγή ανεξάρτητου σινεμά.

Αναμφίβολα υπάρχουν οι στιγμές που το φιλμ θα καταφέρει να πιάσει τον θεατή, με τον στιβαρό του χαρακτήρα, τις καλές ερμηνείες και το έντονο δραματικό στοιχείο. Υπάρχει εδώ μια σοβαρότητα και μια φροντίδα για τον θεατή, αλλά και τους ήρωες του δράματος, με ένα προσεγμένο λαϊκό στοιχείο, και με ανθρώπους που βρίσκουν αυτό που τους λείπει εκεί που δεν θα κοίταζαν ποτέ. Με τη συγκίνηση, με το χιούμορ του, αλλά χωρίς εκπλήξεις ή κάτι που να καθηλώνει.

Λατρεία – Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (Μου)

(Μελέτης Μοίρας, 1ω44λ)

★★★

Ντοκιμαντέρ που εξερευνά τη λατρεία που γνωρίζουν 4 ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου: “Σπιρτόκουτο”, “Τσίου”, “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” και το απόσπασμα του Βιετνάμ από το “Όλα Είναι Δρόμος”.

Σε 25 λέξεις: Μεστό, φτιαγμένο με τεράστια αγάπη απέναντι στα αντικείμενά του, με καλές ιδέες και προσεγγίσεις γύρω από το ζήτημα του καλτ και της λατρείας.

Κριτική

Συντελεστές, θαυμαστές, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, μιλούν στο φακό του Μελέτη Μοίρα για το φαινόμενο του καλτ – ευρύτερα, αλλά και συγκεκριμένα με άξονα 4 ταινίες που έχουν κερδίσει τη δική τους μάχη με το χρόνο, έχοντας αποκτήσει κοινό που τις λατρεύει. Νιώθεις μεγάλη αγάπη μέσα από αυτή την εξερεύνηση, και συζητιούνται πράγματι αρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες γύρω από το γιατί αυτές οι ταινίες είχαν αυτό το έρεισμα και λατρεύτηκαν τόσο παθιασμένα.

Έτσι, ενώ εξερευνά συγκεκριμένες περιπτώσεις, το φιλμ καταφέρνει να πιάσει και κάτι ευρύτερο πάνω στο τι είναι αυτό που μετατρέπει ένα φιλμ σε καλτ εμπειρία – με την αγνή, «λατρευτική» έννοια του όρου. Είναι έξυπνη επίσης προσθήκη η συζήτηση ανάμεσα σε δύο φίλους που παρεμβάλλεται, σαν υπενθύμιση πως όλες αυτές οι ταινίες απολαμβάνουν του στάτους τους εν μέρει επειδή προξενούν διαρκώς τέτοιες συζητήσεις ανάμεσα σε παρέες θεατών.

Κι η ταινία αυτή εν τέλεια μια τέτοια συζήτηση είναι. Όχι το πιο αισθητικά εξεζητημένο ντοκιμαντέρ που μπορείς να βρεις (και δεν λειτουργούν και όλα τα τεχνάσματα με την ίδια επιτυχία), όμως σίγουρα ένα φιλμ που γίνεται κομμάτι της κουβέντας πάνω στη μυθολογία ταινιών-τοτέμ του σύγχρονου ελληνικού σινεμά: “Σπιρτόκουτο”, “Όλα Είναι Δρόμος”, “Τσίου” και “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες”. Οι θαυμαστές αυτών των φιλμ – αλλά και οι παρατηρητές του ελληνικού σινεμά γενικότερα – αξίζει και με το παραπάνω να δώσουν την προσοχή τους.

Κυκλοφορούν επίσης

Επτά Πέπλα: Μια σκηνοθέτης θεάτρου έχει αναλάβει την αναβίωση του πιο διάσημου έργου του πρώην μέντορά της και εραστή της, την όπερα “Salome”. Ενώ εργάζεται στην παραγωγή του έργου, το οποίο αφορά στο τραύμα της πρωταγωνίστριας, η δημιουργός θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί αρκετές σχέσεις στη ζωή της. Καθώς η βραδιά πρεμιέρας πλησιάζει, αυτές οι διάφορες επιθυμίες και φιλοδοξίες αρχίζουν να συγκρούονται. Νέο φιλμ από τον Ατόμ Εγκογιάν, με πρωταγωνίστρια την Αμάντα Σέιφριντ.

Ένας Απλός Άνθρωπος: Ο Λέβον Κέιντ άφησε πίσω τους μία επιτυχημένη καριέρα στις μυστικές επιχειρήσεις των Ειδικών Δυνάμεων για να ζήσει μια απλή ζωή δουλεύοντας στην οικοδομή. Όμως, όταν η κόρη του αφεντικού του, που είναι σαν οικογένεια για εκείνον, πέφτει θύμα εμπόρων ανθρώπων, η αναζήτησή του για να τη φέρει πίσω αποκαλύπτει έναν κόσμο διαφθοράς πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Ο Τζέισον Στέιθαμ σε νέα ταινία του σκηνοθέτη του “Μελισσοκόμου”, σε σενάριο Σιλβέστερ Σταλόνε.

Έχω Κάτι Να Πω: Ο Αντίνοος Αλμπάνης πρωταγωνιστεί στον ρόλο ενός αποτυχημένου σκηνοθέτη που θέλει να βγάλει ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Πρόκειται για την αυτοσαρκαστική κωμωδία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου που παρόλες τις αναποδιές και τα ευτράπελα που αντιμετωπίζει, αυτός επιμένει να στοχάζεται. Η προσπάθειά του να μοιραστεί τις σκέψεις του μέσα από ένα βιβλίο κρύβει πολλές εκπλήξεις. Σε σκηνοθεσία του γνωστού σκηνοθέτη Στράτου Τζίτζη.

The Opera! Άριες για έναν Έρωτα: Ένας από τους κορυφαίους μύθους – ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης – δυο σπουδαίοι σκηνοθέτες της Όπερας, ο Νταβίντε Λιβερμόρε και ο Πάολο Τζεπ Κούκο, ο διάσημος τενόρος Βαλεντίνο Μπούτσα, η μεγάλη σοπράνο Μάριαμ Μπατιστέλι, η μουσική του Πλάθιντο Ντομίνγκο και τα κοστούμια των Dolce & Gabbana, συνθέτουν μια μοναδική εμπειρία όπερας και κινηματογράφου, που ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη.

Θρίαμβος: Λίγο μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Βουλγαρία βρίσκεται σε σύγχυση, οι κυβερνήσεις αλλάζουν διαρκώς, ενώ στους δρόμους της Σόφιας ξεσπούν διαδηλώσεις. Την ίδια στιγμή, περίπου 30 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, μια μυστική ομάδα υψηλόβαθμων στρατιωτικών, σε συνεργασία με ένα μέντιουμ, αναζητά μια εξωγήινη ηγετική δύναμη, η οποία –σύμφωνα με τις θεωρίες τους– θα επαναφέρει τη χαμένη δόξα της Βουλγαρίας και θα οδηγήσει τη χώρα στον απόλυτο θρίαμβο. Πολιτική σάτιρα με τη Μαρία Μπακαλόβα του “Borat Subsequent Moviefilm”.

Yu-Gi-Oh! Η Σκοτεινή Πλευρά των Διαστάσεων: Το διακύβευμα ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο. Η αντιπαλότητα ποτέ εντονότερη. Τα ρίσκα ποτέ μεγαλύτερα. Μία λανθασμένη κίνηση – μία κάρτα λιγότερη – και το παιχνίδι τελειώνει μια για πάντα. Μια δεκαετία στην παραγωγή, το Yu-Gi-Oh!: The Dark Side of Dimensions παρουσιάζει νέα σχέδια και μια πρωτότυπη ιστορία από τον δημιουργό τού παγκόσμιου αυτού φαινομένου, τον Καζούκι Τακαχάσι.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα