Νέες ταινίες: Η Πάμελα Άντερσον είναι το “Last Showgirl” σε ένα comeback α λα “Παλαιστής”

Διαβάζεται σε 10'
Νέες ταινίες: Η Πάμελα Άντερσον είναι το “Last Showgirl” σε ένα comeback α λα “Παλαιστής”

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Πολύ χαμηλά τα εισιτήρια την περασμένη εβδομάδα, κι είναι κρίμα πάνω στην οσκαρική κορύφωση οι ταινίες που θα μπορούσαν να πάρουν μεγάλο boost να μην το φτάνουν. Σίγουρα δεν βοηθάει το ξεφόρτωμα δεκάδων τίτλων ανά εβδομάδα, που δεν αφήνει περιθώρια σε ταινίες να αναπτυχθούν.

Το “Dog Man” σε κάθε περίπτωση είναι στο #1 με κάτι λιγότερο από 10.000 εισιτήρια 4ημέρου, αλλά ομολογουμένως το μεγάλο success story είναι το “Brutalist”, μια ταινία που ούτε βάσει θέματος, πόσο μάλλον βάσει (3μισάωρης) διάρκειας, δεν θα περιμέναμε να δουλέψει στα ταμεία, όμως έχει πλέον ξεπεράσει τα 50.000 εισιτήρια. Για όσους κρατάνε σημειώσεις στο σπίτι, αυτά είναι κυριολεκτικά περισσότερα από τα εισιτήρια του νέου “Captain America” της Marvel.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

The Last Showgirl

(Τζία Κόπολα, 1ω28λ)

★★½

Μετά από 30 χρόνια, μια παράσταση του Λας Βέγκας κατεβαίνει απότομα κι η χορεύτρια Σέλι θα πρέπει να σχεδιάσει το μέλλον της ενώ προσπαθεί να φτιάξει και τη σχέση με την αποξενωμένη κόρη της.

Σε 25 λέξεις: Ο “Παλαιστής” της Πάμελα Άντερσον, για μια γυναίκα που δεν βρίσκει πια χώρο στο νέο entertainment. Ελλιπής αφήγηση αλλά ψυχωμένο πορτρέτο και δυνατό comeback story.

Κριτική

Η Τζία Κόπολα (“Palo Alto”) εμπνέεται από την εικονογραφία του Λας Βέγκας και σκηνοθετεί κινηματογραφική διασκευή θεατρικού έργου πάνω σε μια μεγαλύτερης ηλικίας showgirl που χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν το επί δεκαετίες σόου της, έξαφνα ακυρώνεται.

Η Κόπολα βλέπει σε αυτή την ιστορία κάτι από τη διαδρομή γυναικών-συμβόλων άλλων εποχών που αφοσιώθηκαν σε έναν κόσμο που πια δεν τους χρειάζεται. Βάζει την Πάμελα Άντερσον σε έναν κεντρικό meta-ρόλο, κουβαλώντας έτσι κάτι από την προσωπική της διαδρομή και το ξεφτισμένο stardom, θυμίζοντας κάτι από τον Μίκι Ρουρκ επί “Παλαιστή” του Αρονόφσκι, ένα ξεκάθαρο σημείο αναφοράς.

Όμως η Άντερσον είναι περισσότερο ταιριαστή στο ρόλο παρά αληθινά καλή– η ερμηνεία της είναι αρκετά επίπεδη, χωρίς να είναι πάντως σε καμία περίπτωση αρνητικό για την ταινία. Ίσα-ίσα, χωρίς την φιγούρα της η ταινία θα έχανε τεράστιο μέρος της όποιας δύναμής της. Την οποία την αντλεί από τον ρομαντισμό με τον οποίο η σκηνοθέτης μιλά για ένα παλιομοδίτικο είδος entertainment που χάνεται, αφήνοντας πίσω ανθρώπους με μόνο όπλο τις συνδέσεις με τους γύρω τους, με τις οικογένειες που έχουν χτίσει.

Είναι ένα συναίσθημα που μια του πτυχή τη συναντάμε και στο επίσης φετινό “Megalopolis” του παππού Κόπολα, που όμως ερχόταν με μια πολύ μεγαλύτερη φιλοδοξία και με πιο φιλοσοφημένη προσέγγιση πάνω σε αυτές τις ιδέες – αλλά και εν τέλει πολύ περισσότερες ιδέες, γενικώς. Το “Last Showgirl” πάσχει εκεί ακριβώς, στο πόσο άδειο αφήνεται τελικά να μοιάζει.

Η Κόπολα γεμίζει το (μικρής έτσι κι αλλιώς διάρκειας) φιλμ με επαναλαμβανόμενες περφόρμανς βινιέτες που δεν προσφέρουν κάτι, μια αισθητική επιλογή φακού που δεν προσφέρει κάτι μετά την πρώτη αίσθηση, με ένα ensemble χαρακτήρων που μένουν στάσιμοι (κι αν τον Ντέιβ Μπαουτίστα πάντα χαιρόμαστε να τον βλέπουμε σε ρόλο soft macho, οι ανεξέλεγκτες υπερβολές τις Τζέιμι Λι Κέρτις θα μπορούσαν σίγουρα να λείπουν), και αφήνοντας δραματουργικά μετέωρη την κεντρική της ηρωίδα σε μια μάλλον επιδερμική συρραφή από μικρά υπο-στόρι.

Σίγουρα όχι κακό φιλμ, έχοντας ωραία ένστικτα και κάποια βασικά στοιχεία που λειτουργούν, όμως τελικά μια περίεργη φιλμική χειροτεχνία που δουλεύει καλύτερα ως σκέψη παρά ως αποτέλεσμα. Για την Πάμελα Άντερσον όμως, που έφτασε να προταθεί για SAG και Χρυσή Σφαίρα, μπήκε στην οσκαρική συζήτηση και ζει ένα νέο ξεκίνημα καριέρας, δε μπορούμε παρά να είμαστε χαρούμενοι. Υπό αυτή την έννοια, το “Last Showgirl” πέτυχε.

Το Κορίτσι με τη Βελόνα

(“The Girl with the Needle / Pigen med nålen”, Μάγκνους βαν Χορν, 2ω03λ)

★★

Λίγο πριν το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Καρολίνε γνωρίζει μια γυναίκα που θα τη βοηθήσει να βρει ανάδοχη οικογένεια για το μωρό της. Όμως η Ντάγκμαρ κρύβει το δικό της σοκαριστικό μυστικό.

Σε 25 λέξεις: Πανέμορφο ασπρόμαυρο κάδρο κρύβει όμως μέσα του μια τρομερά σκληρή, τιμωρητική ιστορία επιβίωσης στην πατριαρχία των αρχών του 20ου αιώνα. Υποψήφιο για Όσκαρ Διεθνούς Φιλμ.

Κριτική

Καθώς ο Α’ Παγκόσμιος τελειώνει κι η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο μουντής, σαρωτικής καταστροφής, η Καρολίνε μένει έγκυος και προσπαθεί να δώσει τέλος στην εγκυμοσύνη της με μια βελόνα στα δημόσια λουτρά. Εκεί την βρίσκει η Ντάγκμαρ, που την παίρνει υπό την προστασία της και της βρίσκει τη λύση, καθώς η ίδια παίρνει ανεπιθύμητα μωρά και τα δίνει σε ανάδοχες οικογένειες που μπορούν να τα συντηρήσουν και να τα μεγαλώσουν.

Στο πρόσωπο της Ντάγκμαρ η Καρολίνε δε θα βρει όμως απλά τη λύση για το άμεσο πρόβλημά της, αλλά και μια νέα οικογένεια. Πριν όμως τολμήσει να νιώσει τη στήριξη και την ελπίδα, θα ανακαλύψει ένα φρικιαστικό μυστικό που θα βάλει τα πάντα σε νέο ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Η ταινία του Μάγκνους βαν Χορν βασίζεται σε μια περίεργη επιλογή, καθώς παίρνει ένα πολύ γνωστό κομμάτι της σύγχρονης δανέζικης Ιστορίας και του φέρεται σαν φιξιόν. (Πρόκειται για αληθινή ιστορία, και η Ντάγκμαρ είναι αληθινό πρόσωπο, παιγμένη εντυπωσιακά από την Τρίνε Ντίρχολμ της “Οικογενειακής Γιορτής” του Βίντερμπεργκ.) Δεν είναι κακό από μόνο του αυτό: Κι ο Νόλαν στο “Οπενχάιμερ” έμοιαζε σε σημεία να κάνει το ίδιο πράγμα, αλλά εκεί υπήρχε μια εντυπωσιακή αφηγηματική δομή στημένη γύρω από το ξεδίπλωμα της Ιστορίας, ενώ εδώ το φιλμ ξεφουσκώνει με μια επίσκεψη στη wikipedia.

Διότι είναι, εν τέλει, όλο επιφάνεια: Εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Μίχαλ Ντίμεκ (του φιλμ-κατορθώματος “ΕΟ” του Γέρζι Σκολιμόφσκι με πρωταγωνιστή έναν γάιδαρο) που φτιάχνει μια μουντή, πλούσια μονόχρωμη παλέτα για μια μουντή, μονόχρωμη ιστορία. Την κεντρική ηρωίδα τη βρίσκει κάθε πιθανό κακό της μοίρας της επί όλη την διάρκεια αυτού του αμείλικτα σκληρού φιλμ, του οποίου κιόλας η περίεργα σχηματική κατάληξη δεν του επιτρέπει καν να εξερευνήσει την ηθική περιπλοκότητα της κατάστασης που σκιαγραφεί.

(Το ελληνικό φιλμ που θα σας έρθει στο νου όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια, είναι ειλικρινά απείρως πιο σκεπτόμενο, για να μην πω και αισθητικά πιο τολμηρό.)

Υπάρχει μια αντικειμενική τεχνική αρτιότητα εδώ, όμως λειτουργεί στην υπηρεσία μιας εντελώς μονοκόμματης αφήγησης. Ο βαν Χορν θέλει να παρουσιάσει μια συνθήκη φτώχειας, ταξικού αδιεξόδου και πατριαρχικής ασφυξίας σε μια ήπειρο διαλυμένη, όμως το κάνει με τόσο αδυσώπητο τρόπο που δεν επιβιώνουν πτυχές, παρά μόνο ένα σφυροκόπημα. Θα μπορούσε να είναι άρθρο (με ωραίες εικόνες), αλλά αντ’αυτού είναι ταινία, υποψήγια για Όσκαρ μάλιστα, Διεθνούς Φιλμ.

Η Τζούλι Μένει Σιωπηλή

(“Julie Keeps Quiet / Julie zwijgt”, Λεονάρντο βαν Ντελ, 1ω40λ)

★★★

Η Τζούλι είναι η σταρ αθλήτρια μιας τενιστικής ακαδημίας, αλλά όταν ο προπονητής της γίνεται αντικείμενο έρευνας, η ζωή της αναποδογυρίζει. Τα υπόλοιπα άτομα της ακαδημίας ενθαρρύνονται να μιλήσουν, αλλά η Τζούλι μένει σιωπηλή.

Σε 25 λέξεις: Σημαντικό metoo δράμα χαμηλών, «ευρωπαϊκών» τόνων, δίχως εξάρσεις αλλά γυρισμένο με σιωπηλή ένταση και ανθρώπινη εστίαση. Υποψήφιο για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Κριτική

Χαμηλών τόνων δεν είναι απαραίτητα συνώνυμου του αργού και υπνωτιστικού. Στην προκειμένη περίπτωση, μιλάμε για ένα κοινωνικό δράμα και ταυτόχρονα πορτρέτο μιας σκληρής ενηλικίωσης, που είναι γυρισμένο περίπου με όρους ταινίας θρίλερ: Διαρκείς επαναλήψεις μοτίβων και κινήσεων που κρύβουν μια αίσθηση βουβής κλιμάκωσης, κεντραρισμένης γύρω από την απόφαση της Τζούλι. Μα, ακόμα περισσότερο, από τα κίνητρά της, δηλαδή τελικά την ψυχοσύνθεσή της.

Η ταινία τοποθετείται σε τενιστική ακαδημία όπου προπονητής τίθεται σε διαθεσιμότητα μετά τον θάνατο μιας νεαρής τενίστριας. Πώς ακριβώς ο ίδιος μπορεί να ευθυνόταν για το ότι η κοπέλα έφτασε στα άκρα; Τα παιδιά ενθαρρύνονται να μιλήσει αλλά η Τζούλι μένει σιωπηλή, κάτι που από μόνο του είναι θαρραλέο: Σε μια εποχή πισωγυρίσματος για πολλές πρόσφατες κοινωνικές κατακτήσεις (ανάμεσά τους και το metoo), είναι πολύ σημαντικό να εξετάζεται και το προφίλ μιας κοπέλας που επιλέγει τη σιωπή – μαζί με όλα τα πώς και τα γιατί.

Δεν θα βρείτε εδώ κάτι συνταρακτικό που δεν έχει ειπωθεί ξανά, ούτε τολμά η ταινία κάτι το πρωτοποριακό, όμως υπάρχει μεγάλη δύναμη σε αυτή την ιστορία που επιλέγεται να ειπωθεί. Με λίγα λόγια, με απόλυτα ανθρωποκεντρική εστίαση (χωρίς δηλαδή ηθικολογίες, ούτε εύκολες αποφάσεις), μια ιστορία σιωπής που έχει πράγματα να πει. Υποψηφιότητα για Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Λούλα LeBlanc

(Στέργιος Πάσχος, 1ω24λ)

★★★

Ο Αλέκος είναι νεκρός. Η έφηβη εγγονή του αρνείται πεισματικά να πάει στην κηδεία και οργανώνει πάρτι στο σπίτι. Τρεις μέρες πριν, χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται για το τελευταίο του βράδυ, ο Αλέκος παρευρίσκεται σε μια συγκέντρωση παλιών φίλων για τα γενέθλια της Λούλας, του πρώτου του έρωτα, η οποία τώρα πάσχει από άνοια.

Σε 25 λέξεις: Ευρηματικά και αποτελεσματικά δομημένη ως ένα αντίστροφης σειράς δίπτυχο ιστοριών, συναισθηματικη, στοχαστικη ταινία πάνω στον χρόνο και την αγάπη.

Κριτική

Ο Στέργιος Πάσχος (του “Τελευταίου Ταξιτζή”) στην πιο μεστή και δημιουργικά εύστοχη ταινία του: ένα δίπτυχο ιστοριών μέσα από τον ίδιο κόσμο, για πάρτυ στην αρχή και το τέλος της ζωής και το πώς το ένα βρίσκεται αναπόφευκτα σε διάλογο με το άλλο.

Η εγγονή οργανώνει ένα πάρτυ αντί να βρεθεί στην κηδεία του παππού. Ο παππούς, λίγες μέρες πριν, βρίσκεται σε μια συγκινητική επανένωση γενεθλίων όπου συναντά την παλιά του αγάπη, που τώρα πάσχει από άνοια. Η αφηγηματική φόρμα ζωντανεύει και τα δύο κεφάλαια, κάνοντας το άθροισμά τους να ξεπερνά τα επιμέρους κομμάτια.

Ακόμα κι η τοποθέτησή τους κρύβει κάτι πολύ δυνατό: Η τελευταία μέρα του Αλέκου έρχεται μετά την κηδεία του, με τα μόλις δύο αυτά κεφάλαια να δημιουργούν την υπόνοια μιας υπαρξιακής λούπας πάθους, ανακάλυψης, ανάμνησης και θανάτου. Οι επιμέρους ιστορίες μοιάζουν ομολογουμένως σε σημεία να ξεμένουν από ιδέες αλλά η αισθητική, ο ρυθμός, οι ερμηνείες (ειδικά από τον Θανάση Παπαγεωργίου), η καρδιά και πονεμένη αναζήτηση του φιλμ τελικά κερδίζουν. Από τις πιο ωραίες ελληνικές ταινίες της χρονιάς.

Κυκλοφορούν επίσης

Βιτόρια: Μια κομμώτρια από τη Νάπολη, με τρεις αγαπημένους γιους και έναν αφοσιωμένο σύζυγο, ρισκάρει τα πάντα για να κυνηγήσει το όνειρό της να αποκτήσει μια κόρη, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να νιώσει ευτυχία και ολοκλήρωση.

Γουλιέλμος Τέλλος: Καθώς τα έθνη της μεσαιωνικής Ευρώπης συγκρούονται για την κυριαρχία, η Αυστριακή Αυτοκρατορία εξαπολύει μια εκστρατεία για να υποτάξει την ελεύθερη Ελβετία. Η βαναυσότητα των επίδοξων κατακτητών ωθεί τον φιλήσυχο χωρικό και δεινό τοξοβόλο Γουλιέλμο Τέλλο στα όριά του. Καθώς μετατρέπεται σε θρύλο, θα εμπνεύσει ένα ολόκληρο έθνος να αντισταθεί στον εισβολέα και να διεκδικήσει την ελευθερία του.

Τελευταία Ανάσα: Μια ομάδα δεινών δυτών προσπαθούν να σώσουν ένα μέλος του πληρώματός τους που παγιδεύτηκε στο βάθος του ωκεανού.

Τετράποδες Αποστολές: Μια σνομπ, καθαρόαιμη σκυλίτσα κι ένας θρασύδειλος γάτος διάσωσης, που προτιμά το δείπνο του φρέσκο ​​από τα σκουπίδια, θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα