Νέες ταινίες: “Maria” και “Wicked” πετυχαίνουν τις σωστές νότες αλλά δεν καταφέρνουν να αψηφήσουν τη βαρύτητα
Διαβάζεται σε 10'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 05 Δεκεμβρίου 2024 06:20
Απίστευτο άνοιγμα από το “Moana 2” και στην Ελλάδα με περισσότερα από 70.000 εισιτήρια, συνεχίζοντας έτσι μια χρονιά τεράστιων animated επιτυχιών. Το συγκεκριμένο σίκουελ δεν είναι καν από τα καλά της φετινής σοδειάς, αλλά το σταθερό κοινό αυτών των μεγάλων μπλοκμπάστερ κινουμένων σχεδίων είναι εμφανές ότι υπάρχει, στηρίζει και απολαμβάνει.
(Του ξέφυγε το “Ατίθασο Ρομπότ” βέβαια το οποίο όμως μην τα ξαναλέμε, με μια τρομερή διάρκεια έχει καταφέρει να φτάσει τα 90.000 και έχει ακόμα καύσιμο μέσα του.)
Ο “Μονομάχος ΙΙ” έφτασε τις 110.000 και συνεχίζει μια δυνατή παγκόσμια καριέρα, ενώ στα πιο φεστιβαλικά χιτ αξίζει να σημειώσουμε ότι το “Κονκλάβιο” έφτασε τις 40.000 και το “Μικρά Πράγματα Σαν Κι Αυτά” ξεπέρασε τις 22.000 σε μόλις 10 μέρες και εξελίσσεται σε ένα από τα χιτ της χρονιάς για το βεληνεκές του.
Δύο πολύ μεγάλες πρεμιέρες έχουμε αυτή την εβδομάδα, με “Wicked” και “Maria” να στοχεύουν και τα δύο σε μεγάλο κοινό.
Οι ταινίες της εβδομάδας
Maria
(Πάμπλο Λαραϊν, 2ω4λ)
**½
Το “Maria” ξεκινά στο τέλος, με την αστυνομία στο διαμέρισμα της Μαρία Κάλλας στο Παρίσι και τη ντίβα νεκρή στο σαλόνι της. Μια πιο κλασικής δομής ταινίας θα μας ταξίδευε από εκεί στο παρελθόν – είτε με τη Μαρία ως παιδί, είτε στο απόγειο της επιτυχίας της, είτε όταν γνώρισε τον Ωνάση, είτε δεκαετίες μετά τον θάνατό της όταν γιορτάζεται ακόμα ως η απόλυτη μουσική ντίβα. Στιγμές να διαλέξεις, υπάρχουν άπειρες. Αλλά το ενδιαφέρον του Λαραϊν είναι άλλο, και το σκηνικό γρήγορα μεταφέρεται μόλις μια βδομάδα πριν το θάνατο της Κάλλας.
Στη διάρκεια αυτών των τελευταίων ημερών της, η μεγάλη ντίβα ζει μοναχικά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, η φωνή της την προδίδει, ο εθισμός της την καταπίνει και το μυαλό της την καταπνίγει, αφήνοντάς την να ζει αυτές τις τελευταίες μέρες ανάμεσα σε φαντάσματα μιας ζωής. Η ταινία ουσιαστικά παρουσιάζει έτσι τη ζωή της Κάλλας μέσα από θραύσματα και οράματα, από αλήθειες και φαντασιώσεις – μια παραληρηματική διαδρομή σε μια ζωή που περνάει μπροστά από τα μάτια της καθώς φτάνει στο τέλος της.
Ο Κόντι Σμιτ-ΜακΦι (του “Power of the Dog”) παίζει έναν δημοσιογράφο (ή απλώς μια ενσάρκωση της ίδιας της επιθυμίας της να ανατρέξει στη ζωή της και στα όσα θα αφήσει πίσω) την επισκέπτεται για μια εκ βαθέων συνέντευξη. Την ίδια στιγμή, ο πάντα απολαυστικός Πιερφραντσέσκο Φαβίνο κι η συναρπαστική Άλμπα Ρορβάχερ παίζουν τα δύο πιστά άτομα που φροντίζουν την Κάλλας σε αυτές τις τελευταίες μέρες της, οι δύο μοναδικές άγκυρες αλήθειας και ηθικής που συναντάμε στην ταινία.
Χωρίς να ακολουθεί γραμμική αφήγηση ή παραδοσιακή δομή, η ταινία δεν ξετυλίγει ακριβώς, αλλά περισσότερο βυθίζεται στον ωκεανό του μυαλού και της περσόνας της Κάλλας σε αυτές τις τελευταίες μέρες της ζωής της – κάπως σαν αυτή η ταινία να είναι η «ζωή που περνάει μπροστά από τα μάτια της», καθώς πεθαίνει.
Κάπου μέσα σε αυτό το φάσμα φαντασίωσης και πραγματικότητας, η Κάλλας απλώνεται σαν ψηφιδωτό το οποίο έχεις διαλύσει με μανία, αφήνοντάς το στο πάτωμα με ανακατωμένα χρώματα και λεπτομέρειες. Τα πάντα είναι εκεί, αλλά όχι με κάποια λογική ή συμβατική ακολουθία, μα περισσότερο σαν χρώματα και αναμνήσεις (ή και κατασκευές ενός ταλαιπωρημένου νου) που συνεπαγωγικά το ένα οδηγεί στο επόμενο, πηδώντας δεκαετίες ή/και ηπείρους τη φορά.
Από την ασπρόμαυρη Αθήνα όπου η νεαρή Μαρία αναγκάζεται από τη μητέρα της να ερμηνεύει για ξένους παρά τη θέλησή της, σε μια ερμηνεία στο Μιλάνο εν μέσω αποθέωσης, κι από μια εξερεύνηση του Παρισιού μέχρι τα γενέθλια του Κένεντι δίπλα στον Ωνάση, η ζωή και το έργο της Κάλλας γίνονται μια σειρά από φώτα, εικόνες, κειμήλια και (αλλοιωμένες) αναμνήσεις που ζωγραφίζουν αφαιρετικά το πορτρέτο μιας γυναίκας που ταυτόχρονα ξεπερνά το μύθο της αλλά και που έμοιαζε να επιθυμεί να είναι πολύ μικρότερη από αυτόν.
Ο Λαραϊν, μέσα από τις εικόνες του διευθυντή φωτογραφίας Εντ Λάχμαν (“Far from Heaven”, “Carol”), ενός ανθρώπου που ξέρει πως να ανασυστήσει το παρελθόν ως κάτι ατόφια ζησμένο και ψηλαφίσιμο, στήνει αυτή την ακολουθία εικόνων και αναμνήσεων μέσα από διαφορετικής στόφας εικόνες και τεχνικές απεικόνισης. Το κάδρο διαρκώς αλλάζει, όπως κι η ποιότητά του, το χρώμα του, η ευκρίνειά του. Άλλοτε υπάρχει ταραχή στην εικόνα, άλλοτε κάτι το μεγαλοπρεπές – έχουμε εξάλλου να κάνουμε με συνάφεια με τον κόσμο της όπερας.
Στο ρόλο, η Αντζελίνα Τζολί γεμίζει την οθόνη και με star power, κάτι ουσιώδες και αναγκαίο όταν μιλάμε για μια παρουσία σαν της Κάλλας. Την βλέπουμε να θρυμματίζεται και να επαναδημιουργείται στο έργο του Λαραϊν, ταυτόχρονα όμως, ερμηνευτικά αφήνει πράγματα στο τραπέζι. Η πρόθεση να απεικονιστεί η Κάλλας ως μια γυναίκα πίσω από το μύθο, μια γυναίκα αδύναμη και μοναχική, δεν βρίσκει πάντα ιδανική έκφραση στη Τζολί που ποτέ δεν μπορεί να καλύψει την σούπερ σταρ διάστασή της – όμως στις πιο μεγαλειώδεις, οπερατικές στιγμές, η Τζολί ξέρει πως να απογειώσει το φιλμ.
Εδώ κρύβεται ίσως κι ένας συμβολισμός για μια ταινία που ξέρει πολύ καλά τι περιγράμματα να φτιάξει και πώς να τα σκιτσάρει, αλλά σε τελική ανάλυση δεν έχει και πολύ χρώμα με το οποίο να τα γεμίσει. Χωρίς να κουράζει παρά την καρατομημένη και μη γραμμική του αφήγηση, το φιλμ θα μπορούσε σίγουρα να έχει αποφύγει κάποιες έξτρα τροχιές γύρω από τον ίδιο πυρήνα, καταλήγοντας συχνά να επαναλαμβάνεται, αφήνοντας μερικές από τις πιο μεστές του ιδέες ανεκμετάλλευτες.
Οι προσδοκίες του διαρκούς περφόρμανς, από τη μητέρα της μέχρι τον Ωνάση, προκύπτουν πολύ συχνά σαν υπόνοιες αλλά δεν εξερευνούνται πέρα από ορισμένες αποκαλυπτικές ατάκες. Δίχως να εξισορροπούνται από τις σκηνές που η Μαρία (όχι η «La Callas») μοιράζεται με τους δύο ανθρώπους που τη βλέπουν ως κάτι το αληθινό (κι είναι τα μόνα αληθινά πρόσωπα μέσα σε όλο αυτό το εμπύρετο όνειρο που είναι η ταινία), το φιλμ καταλήγει βουτηγμένο σε έναν ωκεανό θλίψης.
Ο Λαραϊν είναι ειδήμων στα πειραγμένα βιογραφικά φιλμ που δεν υπακούν σε αυστηρούς κανόνες δομής και συμβατικής δραματουργίας (βλέπε και “Jackie” και “Spencer”), αλλά μοιάζει σαν μέσα από αυτό τον πειραγμένο του φορμαλισμό και τη εστιασμένη βιογραφική αφήγηση (του αρέσει να εστιάζει σε μια στιγμή ή ένα στοιχείο κι όχι τόσο σε μια κλασική ακολουθία συμβάντων ζωής) να έχει καταλήξει σε μια εναλλακτικά συμβατική μανιέρα.
Όταν χαθεί η μαγεία του «κοίτα πώς το έχει κάνει!», αυτό με το οποίο μένουμε είναι μια χρονική εστίαση δίχως κάποια αληθινή ένταση, και ένα θρυμματισμένο προφίλ θλίψης που είναι μεν καθηλωτικά πανέμορφο και με μπόλικες πετυχημένες στιγμές – αλλά εν τέλει έχει κάτι το επαναλαμβανόμενο, κάτι το μηχανικό, και κάτι το υπερβολικά βέβαιο για τις στοιχειώδεις διαπιστώσεις που κάνει.
Παρόλαυτά ακόμα κι έτσι, κι επειδή τίποτα δεν είναι ποτέ δεδομένο: Το φιλμ καταφέρνει να βρει κάτι το ανθρώπινο στην αγωνία της Μαρία να ορίσει τον εαυτό της ανεξαρτήτως της κληρονομιάς της Κάλλας. Και το κάνει ζωγραφίζοντας μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες του πρόσφατου σινεμά.
Wicked
(Τζον Μ. Τσου, 2ω40λ)
**½
Πρώτο μέρος της κινηματογραφικής μεταφοράς του υπερ-επιτυχημένου θεατρικού μιούζικαλ που με τη σειρά του βασίζεται σε βιβλίο του 1995 το οποίο επαναπροσεγγίζει τη μυθολογία του “Μάγου του Οζ” υπό άλλη οπτική γωνία. Το “Wicked” με τη Χώρα του Οζ να πανηγυρίζει στους δρόμους τον θάνατο της Κακιάς Μάγισσας της Δύσης, και την «Καλή» Μάγισσα Γκαλίντα να αρχίζει να αφηγείται στο πλήθος το παρελθόν της με εκείνη, από τότε που οι δυο τους ήταν φίλες και συμμαθήτριες.
Με μια πρώτη πράξη που παραπέμπει σε μια ΧαριΠοτερ-ικής λογικής ανάπτυξη πλοκής και σύμπαντος, αυτό το “Wicked – Μέρος 1” πλατειάζει και φλυαρεί χωρίς πάντως να χάνει την ζωηρή του ενέργεια κυρίως χάρη στις προσπάθειες των δύο πρωταγωνιστριών αλλά και του σκηνοθέτη Τζον. Μ Τσου.
Από τη μία, είναι υπόγεια αποτελεσματική και δυναμικά συγκινητική η Σύνθια Ερίβο ως παρεξηγημένη Ελφάμπα να έχει παραμεληθεί στα άκρα της μαθητικής κοινότητας λόγω του χρώματος του δέρματός της, ενώ η Αριάνα Γκράντε κλέβει την παράσταση σε έναν πιο αβανταδόρικο, πιο κωμικό και απολαυστικό ρόλο – σα να λέμε ότι είναι ο Γκόσλινγκ για την Μάργκο Ρόμπι της Ερίβο, σε “Barbie” αναλογία.
Από την άλλη, ο Τσου στήνει και πάλι πολλά όμορφα και γεμάτα ζωντάνια μουσικοχορευτικά νούμερα, αν και για να είμαστε ειλικρινείς ωχριούν μπροστά στην ωμή ενέργεια που συναντάμε στα “Step Up” του ίδιου σκηνοθέτη ή στην κινητικότητα και τη συναισθηματική δύναμη των αντίστοιχων κομματιών από το εκπληκτικό “In the Heights”, της προηγούμενης ταινίας του.
Τα κουστούμια κι η σκηνογραφία εντυπωσιάζουν, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα πληγώνεται ανεπανόρθωτα από μια απίστευτα άσχημη και δυσάρεστη χρωματική παλέτα και την επιλογή τα πάντα να φωτίζονται από πίσω κι όχι από μπροστά με αποτέλεσμα σχεδόν τίποτα να μη φαίνεται όπως θα έπρεπε και τα πάντα να μοιάζουν με φόντο κακού CGI. Οι εικόνες από το πλατώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είναι πιο όμορφες από το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα της ταινίας!
Όμως αρκετά από τα μουσικά νούμερα κάνουν καλά τη δουλειά τους (highlight εκείνο στην βιβλιοθήκη του με τον σίφουνα Τζόναθαν Μπέιλι) και η δυναμική της Ερίβο με την Γκράντε κάνουν όλο το πρώτο σκέλος του φιλμ ευχάριστο. Η σχηματική πολιτική αλληγορία έρχεται τελικά με τρόπο σχηματικό να αναζητά ξόρκια και εκλεκτούς, στον απόηχο μάλιστα ενός ορίτζιναλ “Μάγου του Οζ” όπου η ανάγκη για συλλογικότητα απέναντι σε τυραννικούς τσαρλατάνους μπαίνει σε πρώτο πλάνο.
Τα επιμέρους στοιχεία του “Wicked” πάντως λίγο ως πολύ λειτουργούν: Είναι αστείο, έχει συναίσθημα, καλές ερμηνείες και ωραία set pieces. Ακόμα κι έτσι όμως, αυτό το πρώτο μέρος μοιάζει περιέργως κι αυτό κομμένο στα δύο, κάτι που υπογραμμίζει το γενικότερο φούσκωμα στην αφήγηση, και το πώς η απόφαση να βγει η ταινία σε δύο μέρη συνθλίβει την όποια του φόρα. Με αποκορύφωμα το κομμάτι-σημαία του έργου, το Defying Gravity, το οποίο διαρκώς σταματάει και ξεκινάει, παιγμένο χωρίς κρεσέντο μέσα σε ένα άνευρο σκηνικό – αντί για αγνή αποθέωση, κρατά πλέον κι έναν άκομψο ρόλο set-up για το επερχόμενο “Μέρος 2”. Τελικά η μαγεία μόνο δεν αρκεί πάντα.
Ακόμα κυκλοφορούν
48 Ώρες στην Ταϊβάν: Πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών και μια κορυφαία Transporter στην Ταϊπέι έρχονται κοντά και ερωτεύονται αλλά οι δυνάμεις του εγκλήματος και της διαφθοράς τους χωρίζουν. Τώρα, 15 χρόνια αργότερα, επανενώνονται και συγκρούονται στη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου στην Ταϊπέι. Και θα ανακαλύψουν ότι το μόνο πράγμα που είναι πιο δύσκολο από το να ερωτευτείς… είναι να ξαναερωτευτείς.
Το Βράδυ που ο Μπαμπάς μου Έσωσε τα Χριστούγεννα: Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Άγιος Βασίλης τραυματίζεται σε ένα ατύχημα και ένας μικροαπατεώνας αναλαμβάνει να τον αντικαταστήσει, όμως αποστολή του δεν είναι καθόλου εύκολη. Το ρολόι αντίστροφης μέτρησης για τα Χριστούγεννα χτυπά, και ο Σάλβα πρέπει να βρει τους ταράνδους, να μάθει να πετάει το έλκηθρο και, το πιο δύσκολο από όλα, να μάθει να είναι καλός άνθρωπος.