Νέες ταινίες: Με το “Air”, ο Μπεν Άφλεκ αναζητά το θρύλο του Μάικλ Τζόρνταν

Νέες ταινίες: Με το “Air”, ο Μπεν Άφλεκ αναζητά το θρύλο του Μάικλ Τζόρνταν
caption / MGM

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Στο box office το “Τζον Γουίκ” με το 4ο κεφάλαιό του συνεχίζει σαρωτικά, ξεπερνώντας με ευκολία τις 100.000 εισιτήρια και σημειώνοντας την πρώτη σπουδαία επιτυχία της νέας μπλοκμπάστερ σεζόν. Καλό νέο κιόλας μιας και πρόκειται και για αληθινά καλή ταινία. Καλό είναι και το νέο “Dungeons & Dragons” που όμως άνοιξε χλιάρα. Ίσως στο μέλλον να ανακαλυφθεί κι αυτό κι εκτιμηθεί περισσότερο.

Το πιο σημαντικό θέμα φυσικά είναι η συνεχιζόμενη απειλή απέναντι στα ιστορικά σινεμά Ιντεάλ και Άστορ, ένα θέμα που πλέον έχει αρχίσει να παίρνει μεγάλες, έως και διεθνείς, διαστάσεις. Ο βραβευμένος με δύο Χρυσούς Φοίνικες Ρούμπεν Έστλουντ έκανε κι εκείνος χθες παρέμβαση υπέρ της διάσωσης των αιθουσών, αλλά τα αρμόδια υπουργεία συνεχίζουν να μένουν αμετακίνητα προς ώρας. Όλες οι εξελίξεις και τα ως τώρα δεδομένα, στο ρεπορτάζ του News24/7. Προς το παρόν, συνεχίζουμε να προσθέτουμε τις υπογραφές μας στο σχετικό ψήφισμα.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Air: Κυνηγώντας Ένα Θρύλο

(“Air”, Μπεν Άφλεκ, 1ω52λ)

3/5

Μπορεί μια ταινία να είναι ταυτόχρονα ευχάριστη, αποτελεσματική, διασκεδαστική, αλλά να σε κάνει παράλληλα να νιώθεις και μια ακαθόριστη αίσθηση ασφυξίας; Καλωσήρθατε στο “Air”, την ταινία όπου ένας γίγαντας του παγκόσμιου εμπορίου ντύνεται με τα χρώματα του αουτσάιντερ (απαραίτητο συστατικό στην αμερικάνικη ηθογραφία) και αναζητά το θρύλο του Μάικλ Τζόρνταν σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα μετρώνται με το τεμάχιο.

Το “Air” αποτελεί τη μόλις δεύτερη ταινία του Μπεν Άφλεκ από τότε που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας με το “Argo” και στέκεται ως μια καλή υπενθύμιση των ικανοτήτων του, τόσο ως σκηνοθέτη αρχετυπικά αμερικανικών ιστοριών που ρολάρουν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, όσο κι ως ηθοποιού που έχει βρει το κάλεσμά του σε χαρακτήρες ελαφρά μπούφων ή/και μπαϊλντισμένων β’ ρόλων.

Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Ματ Ντέιμον στο ρόλο του Σόνι Βακάρο, του ανθρώπου που είχε το όραμα και την πίστη στο ταλέντο του Μάικλ Τζόρνταν από τότε ακόμα που εκείνος επρόκειτο να μπει στ ΝΒΑ ως ρούκι. Ώστε να καταφέρει να τον φέρει στη Nike (ενός αμελητέου τότε μπασκετικού τμήματος) προκειμένου να λανσαριστεί εκεί το διασημότερο αθλητικό παπούτσι όλων των εποχών.

Πιθανώς αναρωτιέστε: Είναι αρκετή ιστορία για μια ταινία, το πώς έκλεισε το συμβόλαιο του Τζόρνταν με τη Nike; Τι άλλο θα δούμε μετά, πώς πήραν το όνομά τους τα Burger King; Κι όμως– πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ιστορία που κρύβει μέσα της όλες τις αμερικάνικες ιδεοληψίες, εμμονές και συγκινήσεις, κάτι που ο Άφλεκ –και το σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Άλεξ Κόνβερι– καταφέρνει ομολογουμένως περίτεχνα να φέρει στην οθόνη. Με έναν τρόπο που κάνει τα πάντα να μοιάζουν άκρως απολαυστικά παρότι αναμενόμενα και δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις σε κανένα σημείο. Είναι ένας κάποιος θρίαμβος του γνώριμου.

Πίσω από τον οποίο κρύβεται η άκρως αμερικάνικη αναζήτηση του μεγελειώδους και του μοναδικού μέσα σε μια θάλασσα περιορισμών, οικονομικών αδιεξόδων κι ενός συστήματος που δεν ευνοεί ιδιαίτερα τη συνεργατικότητα– ο Ντέιμον προσπαθεί βασικά καθόλη τη διάρκεια της ταινίας να πραγματοποιήσει κάπως με το ζόρι αυτό το συμβόλαιο, πείθοντας τους πάντες έναν προς έναν να εγκαταλείψουν, βασικά, τη λογική τους. (Από το αφεντικό του, τον Μπεν Άφλεκ να περιφέρεται κωμικά στο χώρο, μέχρι την μητέρα του Τζόρνταν, την Βάιολα Ντέιβις να εμπνέει πλήρη σεβασμό και δέος.) Και με την ταινία να μετατρέπει τον ίδιο, το τιμ του, και εν τέλει την τότε δομή της Nike σε ένα σύνολο αξιαγάπητων ατζαμήδων απέναντι στα άχρωμα corporate θηρία (Converse) ή σε καρτουνίστικους villains (Adidas).

Είναι ένα είδος ιστορίας που, όταν εκτελείται σωστά (κι ο Άφλεκ τα κάνει όλα σωστά), δε χορταίνεις να παρακολουθείς. Κάθε γνώριμο πρόσωπο του καστ, κάθε εμπνευσμένο λογύδριο, κάθε εμψυχωτική ανατροπή που φυσικά γνωρίζεις πολύ καλά ότι θα έρθει. Είναι όλα στη θέση τους, κουρδισμένα, λαδωμένα, έτοιμα να κάνουν χαμό.

Εν τέλει, ο Τζόρνταν είναι –κυριολεκτικά– περιφερειακός σε αυτή την ιστορία από μια μικρή γωνία του σύμπαντος της μυθολογίας του. Όμως ο Άφλεκ έχει εντοπίσει εκεί κάτι ύπουλα ζουμερό. Είναι μια ιστορία που ζει και αναπνέει μες στους αριθμούς (των δολαρίων, των ποσοστών, των κουτιών παπουτσιών που έχουν πουληθεί) μιας Αμερικής που πιστεύει –ή θέλει, έχει ανάγκη να πιστέψει– ακράδαντα στο ιδεατό, στο μοναδικό, στο ειλικρινές μέσα σε ένα πλαίσιο απαρέγκλιτα καπιταλιστικό.

Αυτή του η αναζήτηση, συνδυασμένη με την αναμφίβολη ικανότητά του ως πλήρως ακομπλεξάριστου και απέριττου αφηγητή –μιας ταινίας που ξέρει πολύ καλά τι είναι– μετατρέπει το “Air” σε ένα φιλμ διαρκώς απολαυστικό όσο και αόριστα ζοφερό. Ξέρει πώς να χειριστεί χαρακτήρες, σασπένς, ιστορικά ανέκδοτα, ανισότητες, αντιξοότητες και απιθανότητες. Το πώς ας πούμε ο Ντέιμον πείθει τόσο τον Μπέιτμαν για την σπουδαιότητα του Τζόρνταν, όσο κι αργότερα τον ίδιο τον Τζόρνταν, είναι αναπολογητικά, καθηλωτικά cheesy στιγμές αμερικάνικου μεγαλείου. Πάρτε αυτή τη φράση –και κατ’επέκταση και την ίδια την ταινία– όσο ειρωνικά ή όσο ειλικρινά θέλετε ή τραβάει η όρεξή σας. Θα είναι εξίσου διασκεδαστική, κι αυτή είναι η επιτυχία της.

Η Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι

(“Tchaikovsky’s Wife / Zhena Chaikovskogo“, Κίριλ Σερεμπρένικοφ, 2ω23λ)

2.5/5

Η Αντονίνα Μιλιούκοβα, μέλος της ρωσικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα, αναπτύσσει μια εμμονή με τον Πιοτρ Τσαϊκόφσκι, τον οποίο ερωτεύεται τρελά με το που ακούει τη μουσική του. Ο μοναδικός της σκοπός είναι να τον παντρευτεί και να τον στηρίζει δια βίου με όλες της τις δυνάμεις στο θεάρεστο, όπως το αντιλαμβάνεται εκείνη, έργο του. Ο συνθέτης ενδίδει για να δώσει ένα τέλος στις φήμες γύρω από το πρόσωπό του, αλλά ο γάμος αυτός δεν μπορεί να διαρκέσει. Και όσο πιο βάναυσα ο Τσαϊκόφσκι επιχειρεί να ξεφορτωθεί τη σύζυγό του, τόσο πιο εμμονικά και αρρωστημένα η ίδια πασχίζει να μείνει μαζί του.

Ένα άκρως κλειστοφοβικό, ασφυκτικό κομμάτι δωματίου, αποτυπωμένο μέσα από την οπτική της Μιλιούκοβα καθώς ο κόσμος γύρω της στενεύει, σφίγγει, γίνεται όλο και πιο απειλητικός– οδηγώντας την στην τρέλα. Ο Σερεμπρένικοφ δεν βρίσκεται πια σε καθεστώς αποκλεισμού, αλλά αυτή η ταινία σίγουρα είναι το εμπύρετο όνειρο ενός ανθρώπου που ασφυκτιά. Αποτυπώντας αντισυμβατικά, εφιαλτικά, μια ανθρώπινη μορφή πίσω από τον ανέγγιχτο καλλιτεχνικό θρύλο, μέσα από τα μάτια μιας ηρωίδας που όλο και λιγότερο διατηρεί την άγκυρά της στην πραγματικότητα. Άλλο ένα άκρως πολιτικό φιλμικό κομμάτι από τον πάντοτε εικαστικά εντυπωσιακό Σερεμπρένικοφ (“Πιστός”, “Betrayal”, “Leto”), που αν δεν παγιδευόταν σε μια σοβαρή επαναληψιμότητα θα μπορούσε να έχει πετύχει κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον.

Flux Gourmet

(Πίτερ Στρίκλαντ, 1ω51λ)

3/5

Μια ηχητική κολεκτίβα στεγάζεται σε ένα ινστιτούτο αφιερωμένο στις μαγειρικές και διατροφικές επιδόσεις. Ανάμεσα σε μάχες ισχύος και καλλιτεχνικές βεντέτες, κι ενώ ένας άλλος ένοικος αντιμετωπίζει γαστρεντερικές διαταραχές, η αρχηγός της κολεκτίβας του ζητά να χρησιμοποιήσει την κατάστασή του ως μέρος της παράστασης για να δώσει επιπλέον αίσθηση αυθεντικότητας στην τέχνη της.

Ένα ιδιόμορφο κομμάτι σάτιρας αλλά και αυτοψυχανάλυσης πάνω στην σχέση τέχνης, συλλογικότητας και σώματος, το νέο φιλμ του εντελώς ιδιοσυγκρασιακού καλλιτέχνη Πίτερ Στρίκλαντ είναι –συγγνώμη- για γερά στομάχια αλλά έχει την τόλμη να δώσει στους θεατές κάτι διαφορετικό από ό,τι έχουν δει. Ο Στρίκλαντ πάντα ήταν ένας δημιουργός που εξερευνούσε ενδελεχώς, σε βαθμό φετιχιστικό, τον τρόπο που τα διάφορα στοιχεία του σινεμά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (αναζητήστε οπωσδήποτε τα αριστουργηματικά “Duke of Burgundy” και “Berberian Sound Studio”) κι εδώ επεκτείνει αυτή την προσέγγιση: Φαγητό, μουσική, κι ακόμα και το ίδιο το σώμα ως εργαλείο τέχνης και πόνου.

Το φιλμ δεν απογειώνεται με τον τρόπο που συμβαίνει σε άλλα σημεία της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη όμως πολλά επιμέρους επεισόδια είναι συναρπαστικά και αστεία– και φυσικά προκλητικά. Θα δώσει κάτι αξέχαστο στους πιο τολμηρούς θεατές. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Άσα Μπάτερφιλντ και Γκουέντολιν Κρίστι (“Game of Thrones”) αλλά κι οι Αριάν Λαμπέντ κι ο Μάκης Παπαδημητρίου, απολαυστικός στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του.

Ο Εξορκιστής του Βατικανού

(“The Pope’s Exorcist”, Τζούλιους Έιβερι, 1ω43λ)

2/5

Ο Πατήρ Αμόρθ ερευνά μία τρομακτική υπόθεση δαιμονισμού ενός αγοριού και καταλήγει να ξεσκεπάσει μία συνωμοσία αιώνων που το Βατικανό έχει προσπαθήσει απεγνωσμένα να καλύψει. Η ένοχα απολαυστική πρόταση της εβδομάδας, με τον Ράσελ Κρόου βαθιά μέσα στην yolo περίοδο της καριέρας του να περνάει φανταστικά, φωνάζοντας σε δαίμονες, μιλώντας με σπαστή ιταλική προφορά και περιφέροντας την αξιοσημείωτη παρουσία του ανάμεσα σε δωμάτια παγιδευμένων και δαιμονισμένων σε μια γενικότερη απόγνωση και εξαλλοσύνη. Ο Αμόρθ ήταν το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ του Γουίλιαμ Φρίντκιν (σκηνοθέτη του ίδιου του “Εξορκιστή”) με τίτλο “Ο Διάβολος κι ο Πατήρ Αμόρθ”, το οποίο μεταξύ μας δεν ήταν λιγότερο διασκεδαστικά trashy από ό,τι ετούτη εδώ η b-movie.

Κυκλοφορούν ακόμα

Ο Άντρας στο Υπόγειο: Ζευγάρι αποφασίζει να πουλήσει το υπόγειο του σπιτιού τους, το οποίο αγοράζει μυστηριώδης άντρας που εγκαθίσταται εκεί, εισβάλοντας στις ζωές τους. Γαλλικό θρίλερ με τη Μπερενίς Μπεζό.

Η Εθελόντρια: 65χρονη γιατρός που μόλις συνταξιοδοτήθηκε αποφασίζει να αφήσει τα πάντα πίσω της και να ταξιδέψει στην Ελλάδα, σε μια προσφυγική δομή, πιστεύοντας πως θα συναντήσει παιδιά που χρειάζονται ανθρώπους σαν εκείνη. Ωστόσο, με την άφιξη της αντικρίζει μια πραγματικότητα που δεν φανταζόταν ποτέ. Γυρισμένο στην Ελλάδα δράμα με την γνωστή από το “Μίλα Της”, Κάρμεν Μάτσι.

Super Mario Bros: Η Ταινία: Νέα animation μεταφορά του αγαπημένου βιντεοπαιχνιδιού της Nintendo, από το στούντιο των “Minions”.

Το Φωτογραφείο του Μπαμπά μου: Ντοκιμαντέρ για τον έλληνα φωτογράφο Τάκη Τλούπα, γνωστό για μερικές από τις εμβληματικές φωτογραφίες της Θεσσαλίας.

Γλυκιά Καταστροφή: Νεανικό ερωτικό δράμα για ζευγάρι που βάζει στοίχημα που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα